χαλεπός: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=comp. χαλεπώτερος: [[hard]], [[difficult]], [[dangerous]], [[ἄεθλος]]; [[λιμήν]], ‘[[hard]] to [[approach]],’ Od. 11.622, Od. 19.189; [[personal]] const. w. inf., χαλεπή [[τοι]] ἐγὼ [[μένος]] ἀντιφέρεσθαι, Il. 21.482; χαλεποὶ θεοὶ ἐναργεῖς φαίνεσθαι, ‘it is [[dangerous]] [[when]] gods [[appear]], etc.’, Il. 20.131; oftener the impers. const. Of things, [[harsh]], [[grievous]], [[severe]]; [[γῆρας]], [[μόχθος]], ὀνείδη, ἔπεα, Il. 23.489; of persons, [[stern]], [[angry]], τινί, Od. 17.388. | |auten=comp. χαλεπώτερος: [[hard]], [[difficult]], [[dangerous]], [[ἄεθλος]]; [[λιμήν]], ‘[[hard]] to [[approach]],’ Od. 11.622, Od. 19.189; [[personal]] const. w. inf., χαλεπή [[τοι]] ἐγὼ [[μένος]] ἀντιφέρεσθαι, Il. 21.482; χαλεποὶ θεοὶ ἐναργεῖς φαίνεσθαι, ‘it is [[dangerous]] [[when]] gods [[appear]], etc.’, Il. 20.131; oftener the impers. const. Of things, [[harsh]], [[grievous]], [[severe]]; [[γῆρας]], [[μόχθος]], ὀνείδη, ἔπεα, Il. 23.489; of persons, [[stern]], [[angry]], τινί, Od. 17.388. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>χᾰλεπός</b> <br /> <b>a</b> of pers., [[troublesome]] χαλεπώτατοι [[ἄγαν]] φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν [[ἄνδρες]] (χαλεπώτατοι Pindaro e Plut. tribuit Snell, cll. P. Oxy. 2245. 3; verba Pindari cum [[ἄγαν]] incipere censebant edd. vulg.) fr. 210.<br /> <b>b</b> c. inf., [[difficult]] χαλεπὰ δ' [[ἔρις]] ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων pr. (N. 10.72) <br /> <b>c</b> n. pl. pro subs., [[distress]] δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. the [[soul]]) fr. 131b. 4.<br /> <b>d</b> frag. χαλεπα[ fr. 260. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 17 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A difficult (ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται Pl.Prt.341d: opp. ῥᾴδιος, Arist.Rh.1363a24, in various relations): I in reference to the feelings, hard to bear, painful, grievous (so freq. in Hom.), κεραυνός Il.14.417; θύελλα 21.335; ἄνεμοι Od.12.286; πόνος 23.250; ἄλγος, πένθος, 2.193, 6.169; γῆρας Il.8.103; ἄλη Od.10.464; χαλεπώτερος ἄεθλος Hes.Th.800; ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων - ώτερα Hdt.6.40; χ. πνεῦμα A.Supp.166 (lyr.); δύα Id.Th.228 (lyr.); χαλεπώτατα [πράγματα] S.Tr.1273 (anap.); συμφορά E.Hipp.768 (lyr.); νόσος, πλάνη, etc., X.Smp.4.37, Pl.Sph.245e (Comp.), etc.; ἡ ἐσβολὴ αὕτη -ωτάτη τοῖς Ἀθηναίοις ἐγένετο Th.3.26; [θώρακες] δύσφοροι καὶ χ., of ill-fitting cuirasses, X.Mem.3.10.13: τὸ χ. τοῦ πνεύματος the severity of the wind, Id.An.4.5.4; τὰ χ. hardships, opp. τὰ τερπνά, Id.Mem.2.1.23, etc.; τερπνῶν χαλεπῶν τε κρίσις Pi.Fr. 131, cf. Plot.5.9.14: Comp., more unpleasant, Jul.Or.6.202c. 2 hard to do or deal with, difficult, irksome, -ώτατον ἔργον ἁπάντων Ar.Eq.516 (anap.); cf. Th.3.59 (Sup.), etc.; χαλεπὰ τὰ καλά prov. ap.Pl.Hp.Ma.304e, al., attributed to Solon by Sch. ad loc.; χαλεπὸν ὁ βίος X.Mem.2.9.1, cf. Pl.Plt.299e: c. inf. Act. or Med., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, Il.21.482; χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς 20.131; χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν [τὸ μῶλυ] Od.10.305; χ. προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc.386; χ. ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων Pi.N.10.72; χ. προσπολεμεῖν Isoc.4.138, cf. Th.7.51 (Comp.); χ. συγγενέσθαι, εὑρεῖν, γενέσθαι, Pl.R.330c, 412b, 502c; χ. πάσχειν Id.Cri.49b (Comp.): also c. inf. Pass., χαλεπὸς διαγνωσθῆναι καὶ δειχθῆναι Antipho 2.1.1, cf. Th. 3.94, etc.; χαλεπὸν ληφθῆναι ὁ τόπος Arist.Ph.212a8; χαλεπόν [ἐστι] c. inf., 'tis hard, difficult to do, Od.4.651; c. acc. et inf., 'tis difficult for one to do... Il.16.620, Od.20.313: c. dat. et inf., Il.21.184, Od.11.156. 3 dangerous, λιμένες 19.189; θάλασσα Th. 4.24; χ. τὰ παρόντα X.An.3.2.2. 4 of ground, difficult, rugged, χωρία χ. καὶ πετρώδη Th.4.9; ὁδός Id.5.58, Pl.R.328e; χ. . . καὶ προσάντης . . ὁδός ἐστιν Anaxandr.56; πρόσοδοι X.An.5.2.3; πορεία ib.5.6.10; σταθμός ib.4.5.3; χωρίον -ώτατον a place most difficult to take, ib.4.8.2. II of persons, hard to deal with, cruel, harsh, stern (opp. πρᾷος, Pl.R.493b (Sup.), Arist.EN1126a26), βασιλεύς, δαίμων, Od.2.232, 19.201; χαλεποί τε καὶ ἄγριοι 8.575; -ώτερος a more bitter enemy, Th.3.40; -ώτατοι most difficult to deal with, most dangerous or troublesome, ib.42, cf. 7.21; -ώτεροι πάροικοι Id.3.113; χαλεπόν γε θυγάτηρ κτῆμα Men.18: c. dat. pers., cruel or harsh towards one, Od.17.388; τοῖς ξυμπροθυμηθεῖσι τὸν ἔκπλουν Th.8.1, etc.; πρὸς τοὺς πολεμίους, τοὺς ἀγνῶτας, Pl.R.375c, Arist.Pol.1328a8 (also πρὸς τοὺς δρόμους X.Cyn.5.17); ἐπὶ νύμφαις ἀλλοτρίαις Theoc. 22.145. b of words, χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ Il.2.245, etc.; ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ. Od.17.395; χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαί, Il.3.438, Od.17.189; φῆμις 14.239; μῆνις Il.5.178. c esp. of judges, ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ. Hdt. 1.100, cf. Pl.Criti.107d, And.4.36; also χ. ἀρχή Th.1.77; τιμωρία Pl.Ap.39c (Comp.); νόμοι Id.Hp.Mi.372a (Comp.), D.21.44, 35.50. d savage, fierce, κύνες X.An.5.8.24, Cyn.10.23; of bees, Arist.HA624b30 (Comp.); [θηρία] χ. τὰς φύσεις Pl.Plt. 274b. 2 ill-tempered, testy, χ. ὢν καὶ δύσκολος Ar.V.942, cf. Isoc.19.26; ὀργὴν χ. Hdt.3.131; χαλεπῇ τῇ χειρί with a rough hand, Ar.Lys.1116. 3 of plants, hurtful to the soil, Thphr.HP8.9.3 (Sup.). B Adv. -πῶς hardly, with difficulty, διαγνῶναι χ. ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il.7.424; χ. δέ σ' ἔολπα τὸ ῥέξειν 20.186; χ. κε φύγοις κακόν Hes.Op.684; χ. ὀργὰς μεταβάλλουσιν E.Med.121 (anap.); χ. γνῶναι Antipho 3.2.1; τὰ τοῖς ἄλλοις χ. εὑρημένα ῥᾳδίως μανθάνειν Isoc.1.18, cf. 44; οὐ or μὴ χ. without much ado, Th.1.2, 7.81, etc. 2 hardly, scarcely, δοκέω . . χ. ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι Hdt.7.103; χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται Lys.29.2; χ. ἂν πείσαιμι Pl.Phd. 84d. 3 χ. ἔχει, = χαλεπόν ἐστι, Th.3.53: c. acc. et inf., X.HG 7.4.6. 4 painfully, miserably, -ώτερον ζῆν Pl.R.579d; ἐν τοῖς -ώτατα διῆγον Th.7.71. II of persons, angrily, cruelly, harshly, χ. τιμωρεῖσθαι Id.3.46; ἀποκρίνασθαι Id.5.42, cf. E.Hipp.203 (anap.), Ar.Pl.60, Pl.Phdr.269b; χ. φέρειν τι take it ill, Th.2.16, Pl.R.330a, etc.; also χ. ἔφερον τῷ πολέμῳ, τοῖς πράγμασιν, X.HG5.1.29, An. 1.3.3; ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ Id.HG7.4.21, cf. D.H.3.50; also χ. φέρειν τινός Th.2.62; also χ. λαμβάνεσθαι τοῦ παιδός Hdt.2.121.δ; χ. λαμβάνειν περί τινος Th.6.61; of the laws (cf. supr. 11.1c), χ. προστάττειν Pl.Lg.925d. 2 freq. in the phrase χ. ἔχειν to be angry, X.An.6.4.16, etc.; τινι with one, Id.HG1.5.16; πρὸς τοὺς λόγους Isoc.3.3, cf. 51; χ. ἔχειν τισὶν ἐπί τινι with persons for a thing, D.20.135, cf. Plu.Cic.43; χ. διακεῖσθαι πρὸς ἅπαντας Isoc.Ep. 7.5; χ. πρὸς φιλοσοφίαν διακεῖσθαι Pl.R.500b; χ. πρὸς ἡμᾶς διετέθησαν Isoc.8.79; ἐπί τινι χ. διατεθείς Plu.Per.36. b χ. ἔχειν, also, to be in a bad way, χ. ἔχω ὑπὸ τοῦ πότου Pl.Smp.176a, cf. Tht.142b.— Beside the regul. Comp.</gram> χαλεπώτερον (Th.1.77, 7.50, Pl.Phd.94d, etc.) we have
A -ωτέρως Th.2.50, 8.40, Thphr.HP6.7.1: Sup. -ώτατα Th.7.71, 8.95, Pl.R.579d, etc.
German (Pape)
[Seite 1327] schwer, a) lästig, drückend, auch unangenehm, widrig, schädlich, übel; Hom. κεραυνός Il. 14, 417, ἄνεμοι Od. 12, 286, θύελλα Il. 21, 335, δεσμός 5, 391, πόνος Od. 23, 250, γῆρας Il. 8, 103, πένθος Od. 6, 169, ἄλγος 2, 193, ἄεθλοι 11, 622, χαλεπώτερον ἄλλον ἄεθλον 11, 624, ἄλη 10, 464; τὰ χαλεπά, Drangsal, Mühsal, Noth, Gefahr, Unglück; δύη Aesch. Spt. 210; χαλεποῦ γὰρ ἐκπνεύματος εἶσι χειμών Suppl. 171; Soph. Trach. 1263; μόχθοι Eur. El. 1252; συμφορά Hipp. 767, u. öfter; καὶ ἐπίπονος Plat. Rep. II, 364 a; καὶ δεινὸν πάθος Polit. 308 a; τιμωρία πολὺ χαλεπωτέρα Apol. 39 c; τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, die Heftigkeit des Windes, Xen. An. 4, 5,4; χαλεπὰ ἦν πάντα Cyr. 4, 1,8; ἡ ἐςβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη ἐγένετο τοῖς Αθηναίοις Thuc. 3, 26; auch μῦθοι, Od. 17, 395, u. oft ἔπεα; auch χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ, mit hartem Schelt- oder Schmähwort, Il. 2, 245. 17, 141; so ὀνείδεα 3, 438; ὁμοκλαί Od. 17, 189; χαλεπὴ φῆμις ist üble Nachrede, böser Leumund, Od. 14, 239. 24, 201; einzeln auch bei Sp.; vom Menschen, mit dem schwer umzugehen ist, verdrießlich, unwillig, auch hart, feindlich, böse, im Ggstz von ἀγανὸς καὶ ἤπιος, Od. 2, 232. 5, 10; χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν, ἄγριοι 1, 198; 8, 575 χαλεποί τε καὶ ἄγριοι, οὐδὲ δίκαιοι; τινί, gegen Einen, ἀλλ' αἰεὶ χαλεπὸς εἶς δμωσὶν Ὀδυσσῆος 17, 338; vgl. noch χαλεπὸς δέ τις ὤρορε δαίμων 19, 201; θεοῦ μῆνις Il. 5, 178, vgl. 12, 624; καὶ δύσκολος Ar. Vesp. 942; Andoc. 4, 36 sagt vom Alcibiades οὕτω χαλεπός ἐστιν, ὥςτε οὐ περὶ τῶν παρεληλυθότων ἀδικημάτων αὐτὸν τιμωροῦνται, ἀλλ' ὑπέρ τῶν μελλόντων φοβοῦνται; so auch Plat. κριταί Critia. 107 d; Ggstz von πρᾷος, Rep. II, 375 c; ἐχθρός Xen. An. 1, 3,12; auch von Hunden, 5, 8,24. – b) schwer, schwierig auszuführen, was mit Mühe, Anstrengung od. Gefahr für den, der es unternimmt, verbunden ist, χαλεπόν σε πάντων ἀνθρώπων σβέσσαι μένος Il. 16, 620, vgl. Od. 20, 313. 23, 81; χαλεπὸν γάρ Il. 19, 80; χαλεπόν τοι Κρονίωνος παισὶν ἐριζέμεναι 21, 184; u. so mit dem inf. auch Od. 4, 651. 11, 156 u. sonst; χαλεπὰ ἔρις ἀντιάσαι Pind. N. 10, 72; χαλεπὸν ἔργον Ar. Lys. 1112; τραχεῖα καὶ χαλεπὴ ὁδός Plat. Rep. I, 328 e; χαλεπὸς προσπολεμεῖν ὁ βασιλεύς Isocr. 4, 138; ἀλλ' οὐ χαλεπόν, das ist ja nicht schwer, Plat. Parm. 126 c; χαλεπὸν ἤρου καὶ παντάπασιν ἄπορον Soph. 237 c; χαλεποὶ ξυγγενέσθαι εἰσίν Rep. I, 330 c, vgl. Phaedr. 275 b; ο ὐκέτι χαλεπὰ εὑρεῖν Rep. III, 412 b; ἡ ἐςβολὴ χαλεπωτάτη ἐγένετο τοῖς Ἀθηναίοις Thuc. 3, 26; χαλεπὸς τρέφειν Xen. Cyr. 1, 3,3, u. oft. – Adv. χαλεπῶς, schwer, schwierig; ἔνθα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il. 7, 424; χαλεπῶς δέ σ' ἔολπα τὸ ῥέξειν 20, 186; Hes. O. 686; – χαλεπῶς ἔχειν, sich übel befinden, ὑπὸ τραυμάτων, ὑπὸ πότου, Plat. Theaet. 142 b Conv. 176 a; schwer sein, Thuc. 3, 53 u. A.; – χαλεπῶς ἔχειν τινί, auf Einen aufgebracht, zornig sein, Xen. An. 6, 2,16. 7, 5,16, wie Plut. T. Graech. 21; ἐπί τινι, über Etwas, Dem. 20, 135 u. A.; auch ἔν τινι, Plut. Timol. 11; – χαλεπῶς φέρειν τι, Etwas übel aufnehmen, graviter ferre, Plat. Conv. 706 d Rep. I, 330 a; Thuc. 2, 16; auch χαλεπωτέρως, 2, 50. 8, 40.
Greek (Liddell-Scott)
χαλεπός: -ή, -όν, σχεδὸν ἀντίστοιχον τῷ Λατ. difficilis (ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται Πλάτ. Πρωτ. 341D, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 27), ἐν ποικίλαις σχέσεσι. 1) παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ αἰσθήματα, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει ἢ ἀνέχεταί τις, λυπηρός, ἀλγεινός, δύσκολος, βαρύς, προξενῶν τρόμον, φοβερός, ἰσχυρός, κεραυνὸς Ἰλ. Ξ. 417· θύελλα Φ. 335· ἄνεμοι Ὀδ. Μ. 286· πόνος Ψ. 250· ἄλγος, πένθος Β. 193, Ζ. 169· γῆρας Ἰλ. θ. 103. ἄλη Ὀδ. Κ. 464· οὕτω, χ. ἆθλος Ἡσ. Θεογ. 800· ἔρις Πινδ. Ν. 10. 135· ἄλλα χαλεπώτερα Ἡρόδ. 6. 40· καὶ παρ’ Ἀττ. χ. πνεῦμα Αἰσχύλ. Ἱκ. 165· δύη ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 228· χαλεπώτατα [πράγματα] Σοφ. Τραχ. 1273· ξυμφορὰ Εὐρ. Ἱππόλ. 767· νόσος, πλάνη, πενία Ξεν. Συμπ. 4, 37, Πλάτ. Σοφ. 245Ε κλπ.· ἡ ἐσβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη τοῖς Ἀθηναίοις ἐγένετο Θουκ. 3. 26· δύσφοροι καὶ χαλεποὶ γίγνονται, δηλ. οἱ μὴ ἁρμόττοντες θώρακες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13· τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, ἡ σφοδρότης τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 4· τὰ χαλεπά, δυσκολίαι, παθήματα, στενοχωρίαι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ τερπνά, τὰ ἡδέα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 23· κλπ.· τερπνῶν χαλεπῶν τε κρίσις Πινδ. Ἀποσπ. 96. 2) πᾶν τὸ παρέχον πολλὰς δυσχερείας, βαρύ, δύσκολον, δυσχερές, ἔργον, πρᾶγμα, κλπ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 516, Θουκ., κλπ.· χαλεπὰ τὰ καλά, ἀπόφθεγμα ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Σόλωνα· χαλεπὸν ὁ βίος Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 1, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 176D· ― μετ’ ἐνεργ. ἀπαρ., ὡς ἐν τῇ Λατινικῇ τὸ σουπῖνον εἰς υ, χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι Ἰλ. Φ. 482· οὕτω, χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς Υ. 131· χαλεπὸν δέ τ’ ὀρύσσειν [τὸ μῶλυ] Ὀδ. Κ. 305· χ. ἀντιάσαι Πινδ. Ν. 10. 135· χ. προσπολεμεῖν ὁ βασιλεὺς Ἰσοκρ. 69Α, πρβλ. Θουκ. 7. 51· χ. ξυγγενέσθαι Πλάτ. Πολ. 330C πρβλ. 412Β, 502C· χ. πάσχειν ὁ αὐτὸς ἐν Κρίτωνι 49Β· ἀλλὰ καὶ μετὰ παθ. ἀπαρ., χαλεπὸς διαγνωσθῆναι καὶ δειχθῆναι Ἀντιφῶν 115. 5, πρβλ. Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 386· ― χαλεπόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., εἶναι δύσκολον, δυσχερὲς νά..., Ἰλ. Φ. 184, Ὀδ. Δ. 651· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶναι δύσκολον εἴς τινα νά..., Ἰλ. Π. 620, Ὀδ. Υ. 313· ἢ μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., Ἰλ. Φ. 184, Ὀδ. Λ. 156. 3) κινδυνώδης, ἐπικίνδυνος, λιμὴν Τ. 189· θάλασσα Θουκ. 4. 24, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 2. 4) ἐπὶ ἐδάφους, δύσβατος, τραχύς, χωρία χ. πετρώδη Θουκ. 4. 9· χ. ὁδὸς ὁ αὐτ. 5. 58· χαλεπή... καὶ προσάντης... ὁδός ἐστιν Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἀδήλ. 5· χ. πρόσοδος Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· πορεία αὐτόθι 5. 6, 10· σταθμὸς αὐτόθι 4. 5, 3· χ. χωρίον, θέσις ἣν δύσκολον εἶναι νὰ καταλάβῃ τις, αὐτόθι 4. 8, 2· ληφθῆναι χ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 4, 16. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ οἰκονομήσῃ τις, ὀργίλος, σκληρός, ἄγριος, τραχύς, αὐστηρός, (ἀντίθετον τῷ πρᾶος, Πλάτ. Κρίτ. 49Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, 11), βασιλεύς, δαίμων, κλπ. Ὀδ. Β. 232, Τ. 201· χαλεποί τε καὶ ἄγριοι Θ. 575· μετὰ δοτ. προσ., σκληρὸς ἢ τραχὺς πρός τινα, Ρ. 388, πρβλ. Θουκ. 8. 1· χαλεπώτερος, σκληρότερος ἐχθρός, ὁ αὐτ. 3. 40. χαλεπώτατοι, οὓς δυσκολώτατον εἶναι νὰ οἰκονομήσῃ τις, ἐπικυνδυνότατοι, ἢ ὀχληρότατοι, αὐτόθι 42, πρβλ. 7. 21· χαλεπώτεροι πάροικοι ὁ αὐτ. 3. 113· χαλεπόν γε θυγάτηρ κτῆμα καὶ δυσδιάθετον Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 6· ― μετὰ δοτ., χ. εἶναί τινι Θουκ. 8. 1, κλπ.· πρός τινα Πλάτ. Πολ. 375C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 7· περὶ ἢ πρός τι Πλάτ. Πολ. 498Α, Ξεν. Κυνηγ. 5, 17, κλπ.· ἐπί τινι Θεόκρ. 22. 145· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., χαλεπὸς ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων, αὐστηρὸς εἰς τὴν τήρησιν τοῦ δικαίου, Ἡρόδ. 1. 100. β) οὕτως ἐπὶ λόγων, χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ Ἰλ. Β. 245, κλπ.· ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ. Ὀρ. Ρ. 395· χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαὶ Ἰλ. Γ. 438, Ὀδ. Ρ. 189· φῆμις Ξ. 239· μῆνις Ἰλ. Ε. 178. γ) μάλιστα ἐπὶ δικαστῶν, ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ. Ἡρόδ. 1. 100, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 107D, Δημ. 528. 10· ὅρα τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου παρ’ Ἀνδοκ. 33. 43 κλπ.· (οὕτω, χ. ἀρχὴ Θουκ. 1. 77· τιμωρία Πλάτ. Ἀπολ. 39C· νόμοι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάτ. 372Α, Δημ. 941. 3). δ) ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24, Κυν. 10. 23· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 20, πρβλ. 40· [θηρία] χ. τὰς φύσεις Πλάτ. Πολιτικ. 274Β· πρβλ. χαλεπότης ΙΙ. 2. 2) ὁ τὸν χαρακτῆρα δύσκολος, ὀργίλος, τραχύς, «ἰδιότροπος», χ. καὶ δύσκολος Ἀριστοφ. Σφ. 942, πρβλ. Ἰσοκρ. 389C· ὀργὴν χαλεπὸς Ἡρόδ. 3. 131· οὕτω, χαλεπῇ τῇ χειρί, μὲ τραχεῖαν ἢ βραχεῖαν χεῖρα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1116. 3) ἐπὶ τῶν φυτῶν, βλαπτικὸς εἰς τὸ ἔδαφος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 3. Β. Ἐπίρρ. χαλεπῶς, δυσκόλως, μετὰ δυσκολίας, Λατ. aegre, ἔνθα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον, ἔνθα δυσκόλως ἠδύνατό τις νὰ διακρίνῃ ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Η. 424· χ. δέ σ’ ἔολπα τὸ ῥέξειν Υ. 186· χ. κε φύγοις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 686· χ. ὀργὰς μεταβάλλουσιν Εὐρ. Μήδ. 121· χ. γνῶναι Ἀντιφῶν 121. 17· χ. εὑρίσκειν, ἀντίθετ. τῷ ῥᾳδίως μανθάνειν, Ἰσοκρ. 5Ε, πρβλ. 11Ε· οὐ ἢ μὴ χαλ., ἄνευ πολλῆς δυσκολίας, ὡς τὸ ῥᾳδίως, Θουκ. 1. 2., 7. 81, κλπ. 2) μόλις, δοκέω δὲ ἔγωγε καὶ ἀνισωθέντας πλήθεϊ χαλεπῶς ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μούνοισι μάχεσθαι Ἡρόδ. 7. 103· χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται Λυσίας 181. 31· χ. ἂν πείσαιμι Πλάτ. Φαίδων 84D. 3) παρ’ Ἀττ., χ. ἔχει = χαλεπόν ἐστι, Θουκ. 3. 53· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6. 4) δυσκόλως, ἀθλίως, χαλεπώτερον, -ώτατα ζῆν Πλάτ. Πολ. 579D, πρβλ. Νόμ. 925D ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν Θουκ. 7. 71. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μετ’ ὀργῆς, σκληρῶς, πικρῶς, τραχέως, αὐστηρῶς χ., τιμωρεῖσθαι Θουκ. 3. 46· ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. 5. 42, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλυτ. 203, Ἀριστοφ. Πλ. 60, Πλάτ. Φαῖδρ. 269Α· ― χ. φέρειν τι, ὡς τὸ aegre ferre, Θουκ. 2. 16, Πλάτ. Πολ. 330Α, κλπ.· χ. φέρειν τινὶ Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 29, Ἀν. 1. 3, 3· ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 21, Διονύσ. Ἁλ. 3. 50· ὡσαύτως, χ. φέρειν τινὸς Θουκ. 2. 62· ὁμοίως, χ. λαμβάνεσθαί τινος Ἡρόδ. 2. 121, 4· χ. λαμβάνειν περί τινος Θουκ. 6. 61. 2) συχν. ἐν τῇ φράσει. χ. ἔχειν, ὀργίζεσθαι, χαλεπαίνειν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 16, κλπ.· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 5, 16· πρός τι Ἰσοκρ. 27Β, 37C· πρός τινα, ἴδε ἐν λ. παγχαλέπως· χ. ἔχειν τινὶ ἐπί τινι Δημ. 498. 10, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 43· χ. διακεῖσθαι πρός τινα Πλάτ. Πολ. 500Β· χ. διατεθῆναι ἐπί τινι Πλουτ. Περικλ. 36. β) χ. ἔχω, ὡσαύτως, εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Λατ. male se habere, χ. ἔχω ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Πλουτ. Συμπ. 176Α, πρβλ. Θεαίτ. 142Β. ― Πλὴν τοῦ ὁμαλοῦ συγκριτικοῦ χαλεπώτερον (Θουκ. 1. 77., 7. 50, Πλάτ., κλπ.) εὑρίσκομεν -τέρως, Θουκ. 8. 40· ὑπερθ. χαλεπώτατα ὁ αὐτ. 7. 71., 8. 95, Πλάτ. κλπ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 difficile, malaisé, pénible : χωρίον χαλεπόν XÉN, τόπος χαλεπός XÉN pays, lieu difficilement accessible, difficile à traverser ; λιμὴν χαλεπός OD port d’un accès difficile ; χαλεπὸς ἄεθλος OD travail pénible à exécuter ; χαλεποὶ δέ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς IL les dieux sont terribles ou difficiles à supporter dans leur apparition ; avec un part. : χαλεπὸν ἧν τὸ δίκαιον φυλάσσων HDT il était rigide observateur de la justice;
2 difficile à porter, à supporter : θώρακες XÉN cuirasses gênantes ; νόμος χαλεπός loi sévère ; χωρίον ἑλῶδες καὶ χαλεπόν THC lieu marécageux et malsain;
3 contraire en parl. du vent ; en gén. désagréable, malveillant, avec le dat. ou avec πρός ou περί et l’acc. ; χαλεπὸν ὁ βίος XÉN la vie (à Athènes) est chose difficile ; οὐδὲν χαλεπόν LUC aucune difficulté, càd cela se laisse facilement faire ou dire ; subst. τὸ χαλεπόν, la manière d’être difficile, fâcheuse ; τὰ χαλεπά, les difficultés, les maux, les dangers, les soucis ; avec le gén. : τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος XÉN la violence du vent ; τὰ χαλεπώτατα, le plus difficile, le plus important;
Cp. χαλεπώτερος, Sp. χαλεπώτατος.
Étymologie: DELG reste inexpliqué en dépit de son ancienneté.
English (Autenrieth)
comp. χαλεπώτερος: hard, difficult, dangerous, ἄεθλος; λιμήν, ‘hard to approach,’ Od. 11.622, Od. 19.189; personal const. w. inf., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, Il. 21.482; χαλεποὶ θεοὶ ἐναργεῖς φαίνεσθαι, ‘it is dangerous when gods appear, etc.’, Il. 20.131; oftener the impers. const. Of things, harsh, grievous, severe; γῆρας, μόχθος, ὀνείδη, ἔπεα, Il. 23.489; of persons, stern, angry, τινί, Od. 17.388.
English (Slater)
χᾰλεπός
a of pers., troublesome χαλεπώτατοι ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (χαλεπώτατοι Pindaro e Plut. tribuit Snell, cll. P. Oxy. 2245. 3; verba Pindari cum ἄγαν incipere censebant edd. vulg.) fr. 210.
b c. inf., difficult χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων pr. (N. 10.72)
c n. pl. pro subs., distress δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. the soul) fr. 131b. 4.
d frag. χαλεπα[ fr. 260. 4.