σύνδικος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύν-δῐκος, ὁ, ἡ, [[δίκη]]<br /><b class="num">I.</b> one who helps in a [[court]] of [[justice]], an [[advocate]], Lat. [[patronus]], Aesch., Dem.<br /><b class="num">2.</b> at [[Athens]], the σύνδικοι were [[public]] advocates appointed to [[represent]] the [[state]], Dem.<br /><b class="num">3.</b> [[after]] the 30 Tyrants, the σύνδικοι were judges to [[determine]] disputes [[about]] confiscated [[property]], Lys.<br /><b class="num">II.</b> belonging [[jointly]] to, ς. Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν [[κτέανον]] [[their]] [[joint]] [[possession]], Pind.:—adv. [[συνδίκως]], with [[joint]] [[sentence]], [[jointly]], Aesch.
|mdlsjtxt=σύν-δῐκος, ὁ, ἡ, [[δίκη]]<br /><b class="num">I.</b> one who helps in a [[court]] of [[justice]], an [[advocate]], Lat. [[patronus]], Aesch., Dem.<br /><b class="num">2.</b> at [[Athens]], the σύνδικοι were [[public]] advocates appointed to [[represent]] the [[state]], Dem.<br /><b class="num">3.</b> [[after]] the 30 Tyrants, the σύνδικοι were judges to [[determine]] disputes [[about]] confiscated [[property]], Lys.<br /><b class="num">II.</b> belonging [[jointly]] to, ς. Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν [[κτέανον]] [[their]] [[joint]] [[possession]], Pind.:—adv. [[συνδίκως]], with [[joint]] [[sentence]], [[jointly]], Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[advocate]]
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
Line 45: Line 42:
{{trml
{{trml
|trtx====[[advocate]]===
|trtx====[[advocate]]===
Albanian: avokat; Arabic: محامي‎, محامية‎; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: [[advocaat]], advocate, [[verdediger]], [[verdedigster]]; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: [[avocat]], avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: [[Rechtsanwalt]], Rechtsanwältin, [[Verteidiger]]; Greek: [[συνήγορος]]; Ancient Greek: [[συνήγορος]], [[συνάγορος]], [[δικήγορος]], [[πρόδικος]]; Hebrew: סנגור‎; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: [[cognitor]], [[advocatus]]; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: [[адвокат]], [[защитник]], [[защитница]]; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: [[abogado]], abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan
Albanian: avokat; Arabic: محامي‎, محامية‎; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: [[advocaat]], advocate, [[verdediger]], [[verdedigster]]; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: [[avocat]], avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: [[Rechtsanwalt]], Rechtsanwältin, [[Verteidiger]]; Greek: [[συνήγορος]]; Ancient Greek: [[ἀγοραῖος]], [[ἀρωγός]], [[δικαιολόγος]], [[δικηγόρος]], [[δικήγορος]], [[δικογράφος]], [[δικολέκτης]], [[δικολόγος]], [[δικοτέχνης]], [[ἐκβιβαστής]], [[ἔκδικος]], [[ξύνδικος]], [[ξυνήγορος]], [[παράκλητος]], [[πρόδικος]], [[προήγορος]], [[ῥητὴρ δικῶν]], [[συνάγορος]], [[σύνδικος]], [[συνήγορος]], [[σχολαστικός]]; Hebrew: סנגור‎; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: [[cognitor]], [[advocatus]]; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: [[адвокат]], [[защитник]], [[защитница]]; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: [[abogado]], abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδῐκος Medium diacritics: σύνδικος Low diacritics: σύνδικος Capitals: ΣΥΝΔΙΚΟΣ
Transliteration A: sýndikos Transliteration B: syndikos Transliteration C: syndikos Beta Code: su/ndikos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (δίκη)
A one who helps in a court of justice, advocate, ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών A.Supp.726; μητρὸς τάσδε σ. ὁρῶν Id.Eu.761; μάρτυρες καὶ σύνδικοι Pl.Lg.929e; τὸν νόμον σύνδικον ἔχων = having the law on one's side, Isoc.19.14; σ. ὑπέρ τινος D.18.134: metaph., σ. αὐτῷ Ἰολάου τύμβος Pi.O.9.98.
2 after the 30 Tyrants, judges appointed to determine disputes respecting confiscated property, Lys.16.7, cf. Harp. s.v.
3 public advocate, appointed to represent the state in matters concerning its interests or dignity, at Athens, IG22.1100.55 (ii A.D.), etc.; ᾕρηνται δὲ τῷ νόμῳ σ. καὶ μάλισθ' οἱ δεινοὶ λέγειν ἄνδρες D.20.146, cf. 152; at Sparta, IG5(1).65; at Delphi, σ. τοῦ Πυθίου SIG825 C 5 (ii A.D.); at Palmyra, OGI629.14 (ii A.D.); also advocates chosen by the tribes to defend their interests, D.23.206, cf.IG22.1196.17; of certain officials of an ἔρανος, ib.1369.36; of public advocates under Valentinian and later, Lib.Or.56.20, Cod.Just.12.35.18.2a; σύνδικος Ὀξυρυγχίτου (sc. νομοῦ) PFreib.11.3 (iv A.D.), etc.
4 accomplice, Tab.Defix.66.
II belonging jointly to, σύνδικος Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν κτέανον = their joint possession, Pi.P.1.2. Adv. ξυνδίκως = with joint sentence, jointly, A.Ag.1601.

German (Pape)

[Seite 1008] Einem vor Gericht beistehend, der Sachwalter, τινός; Aesch. Eum. 731; ἐγὼ δ' ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών, Suppl. 707; Plat. Legg. XI, 929 e; öfter bei den Rednern, z. B. σύνδικος ὑπὲρ τοῦ ἐν Δήλῳ ἱεροῦ, Dem. 18, 134, vgl. noch 20, 146; – gemeinsam zukommend, zugehörig, Pind. κτέανον Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν, P. 1, 2; aber τύμβος, Ol. 9, 98, ist = Zeugniß ablegend, für ihn sprechend. – In Athen hießen σύνδικοι die nach der Vertreibung der dreißig Tyrannen eingeführten Fiskale des Staates, welche über eingezogene Güter und Confiscationen entschieden, Lys. 16, 7. 18, 26; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 170. – Adv. gerecht, Aesch. Ag. 1583

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui assiste qqn en justice, d'où
1 assistant, défenseur ; τὸν νόμον σύνδικον ἔχων ISOCR ayant la loi de son côté;
2 particul. à Athènes, membre d'une commission de cinq orateurs publics chargés de défendre la cause d'Athènes devant le conseil des Amphictions.
Étymologie: σύν, δίκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνδικος -ον, Att. ook ξύνδικος [σύν, δίκη] die iem. verdedigt of bijstaat (eigenl. in de rechtbank, ook overdr.), met dat.; m. n. subst. ὁ of ἡ σύνδικος advocaat (voor de verdediging); in Athene plur..; οἱ σύνδικοι college van rechter-commissarissen, ingesteld na het oligarchische regime van de Dertig, om processen te behandelen die betrekking hadden op de teruggave van tijdens dat regime geconfisqueerde bezittingen Lys. 16.7; adv. met dat.. λάκτισμα δείπνου ξυνδίκως τίθεις ἀρᾷ (Thyestes vervloekte de Pelopiden) terwijl hij de maaltijd (bestaande uit zijn eigen kinderen) wegtrapte om zijn vloek kracht bij te zetten Aeschl. Ag. 1601. rechtmatig. Pind. P. 1.2.

Russian (Dvoretsky)

σύνδῐκος:
I ὁ, редко
1 защитник, заступник Aesch., Pind.: τὸν νόμον σύνδικον ἔχειν Isocr. иметь закон на своей стороне;
2 член суда (μάρτυρες ἅμα καὶ σύνδικοι Plat.);
3 синдик (в Афинах, член коллегии, на которую была возложена защита государственных интересов и законов, в частности - отстаивание старых законов при внесении к ним поправок и изменений Dem., защита интересов Афин в Амфиктионийском совете Dem. и, после свержения Тридцати тираннов, решение вопросов о конфискованных имуществах Lys.).
находящийся в общем владении, общий (κτέανον Pind.).

English (Slater)

σύνδῐκος
   a bearing witness for c. dat. σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ Ἐλευσὶς ἀγλαίαισιν pr. (O. 9.98)
   b rightful cf. ἔνδικος, Fränkel, D & P, 521̆{26}. χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον (P. 1.2)

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α
στον πληθ. οἱ σύνδικοι
α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση της αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα του οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που πρόσκειντο φιλικά προς τους τριάκοντα τυράννους
β) (ιδίως στην Αθήνα) κρατικοί συνήγοροι οι οποίοι διορίζονταν προκειμένου να αντιπροσωπεύσουν την πολιτεία αλλά και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και την αξιοπρέπειά της
γ) (στη Σπάρτη και στους Δελφούς) αυτοί που επόπτευαν για την εφαρμογή τών νόμων, τών ηθών αλλά και τη διοίκηση γενικότερα
δ) συνήγοροι εκλεγόμενοι από τις φυλές για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τους
νεοελλ.
1. επίτροπος τών υποθέσεων ομάδας, εταιρείας, σωματείου
2. φρ. «σύνδικος πτωχεύσεως»
(εμπορ. δίκ.) πρόσωπο διοριζόμενο από το πτωχευτικό δικαστήριο για να εκπροσωπήσει την ομάδα τών πιστωτών κατά την πτωχευτική διαδικασία έχοντας τη διαχείριση της περιουσίας εκείνου που πτώχευσε με σκοπό τη σύμμετρη ικανοποίηση τών πιστωτών
μσν.-αρχ.
στον πληθ. οἱ σύνδικοι
δημόσιοι συνήγοροι κατά την εποχή του Βαλεντινιανού και μετέπειτα
αρχ.
1. αυτός που ενώπιον δικαστηρίου υπερασπίζεται το δίκαιο ενός διαδίκου ή τη διατήρηση ενός νόμου, συνήγορος
2. συνεργός, συμμέτοχος
3. αυτός που από κοινού με άλλους ανήκει σε κάποιον
4. μτφ. σύμφωνος, αρμονικός με κάποιον ή κάτι, συνῳδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].

Greek Monotonic

σύνδῐκος: ὁ, ἡ (δίκη),
I. 1. αυτός που βοηθάει κάποιον στο δικαστήριο, δικηγόρος, συνήγορος, Λατ. patronus, σε Αισχύλ., Δημ.
2. στην Αθήνα, σύνδικοι ήταν οι συνήγοροι του δημοσίου και διορίζονταν για να αντιπροσωπεύουν την πόλη και να υπερασπίζονται τα συμφέροντά της, σε Δημ.
3. μετά την περίοδο των Τριάκοντα Τυράννων, σύνδικοι ήταν δικαστές που εξέδιδαν αποφάσεις σε περιπτώσεις φιλονεικιών με αφορμή τις δημεύσεις περιουσιών, σε Λυσ.
II. αυτός που ανήκει σε κάποιον από κοινού με, σύνδικος Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν κτέανον, το κοινό τους απόκτημα, σε Πίνδ.· επίρρ. συνδίκως, με κοινή απόφαση, από κοινού, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδῐκος: ὁ, ἡ, (δίκη) ὁ βοηθῶν τινα ἐν δικαστηρίῳ, συνήγορος, Λατ. patronus, ἀρωγούς ξυνδίκους θ’ ἥκω λαβὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 726· μητρὸς τάσδε σ. ὁρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 761· τύμβος Ἰολάου σ. αὐτῷ Πινδ. Ο. 9. 148· ξύνδικοί τε καὶ μάρτυρες Πλάτ. Νόμ. 929Ε· τὸν νόμον σύνδικον ἔχων, ἔχων ὑπὲρ ἑαυτοῦ συνήγορον καὶ προστάτην τὸν νόμον, Ἰσοκρ. 387Α· σ. ὑπέρ τινος Δημ. 271. 22. 2) Ἐν Ἀθήναις οἱ σύνδικοι ἦσαν συνήγοροι τοῦ δημοσίου διοριζόμενοι ὅπως ἀντιπροσωπεύωσι τὴν πόλιν καὶ συνηγορῶσιν ὑπὲρ τῶν συμφερόντων καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 126, κτλ.˙ ᾕρηνται δὲ τῷ νόμῳ σύνδικοι, καὶ μάλισθ’ οἱ δεινοὶ λέγειν ἄνδρες Δημ. 501. 22, πρβλ. 503. 15˙ μάλιστα ὅπως συνηγορῶσιν ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐνώπιον ξένων δικαστηρίων, οἷον ἐνώπιον τῶν Ἀμφικτυόνων, ὁ αὐτ. 271. 23˙ ― παρόμοιοι ἄρχοντες ὑπῆρχον καὶ ἐν Σπάρτῃ, Böckh C. I. 1. σ. 610˙ καὶ ἐν Δελφοῖς, Δημ. 271. 22, πρβλ. 272. 7˙ ― ὡσαύτως συνήγοροι οὓς ἐξέλεγον αἱ φυλαὶ ὅπως συνηγορῶσιν ὑπὲρ τῶν συμφερόντων αὐτῶν, ὁ αὐτ. 689. 7˙ ― οἱ ὑπὲρ τῶν ἰδιωτῶν ἐν τοῖς δικαστηρίοις συνηγοροῦντες ἐκαλοῦντο συνήγοροι (ἴδε ἐν λ.), ἢ (ἐν περιπτώσει εἰσαγγελίας) κατήγοροι, ἴδε Herm. Pol. Antt. § 132 κἑξ. 3) μετὰ τοὺς 30 τυράννους σύνδικοι ἐκαλοῦντο δικασταὶ διοριζόμενοι ὅπως ἀποφασίζωσι περὶ φιλονικιῶν ἐγειρομένων ἐν σχέσει πρὸς τὴν δημευθεῖσαν περιουσίαν, Λυσί. 146. 12, κἑξ.˙ πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ., Att. Process σ. 110. II. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἀνήκων εἴς τινα, χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον Πινδ. Π. Ι. 3˙ οὕτως ἐπίρρ. συνδίκως, διὰ κοινῆς ἀποφάσεως, ἀπὸ κοινοῦ, (Herm. communi justitia), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.

Middle Liddell

σύν-δῐκος, ὁ, ἡ, δίκη
I. one who helps in a court of justice, an advocate, Lat. patronus, Aesch., Dem.
2. at Athens, the σύνδικοι were public advocates appointed to represent the state, Dem.
3. after the 30 Tyrants, the σύνδικοι were judges to determine disputes about confiscated property, Lys.
II. belonging jointly to, ς. Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν κτέανον their joint possession, Pind.:—adv. συνδίκως, with joint sentence, jointly, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=συνήγορος). Ἀπό τό σύν + δίκη, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συνδικῶ, συνδικία.

Translations

advocate

Albanian: avokat; Arabic: محامي‎, محامية‎; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: advocaat, advocate, verdediger, verdedigster; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: avocat, avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: Rechtsanwalt, Rechtsanwältin, Verteidiger; Greek: συνήγορος; Ancient Greek: ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός; Hebrew: סנגור‎; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: cognitor, advocatus; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: адвокат, защитник, защитница; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: abogado, abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan