τέλλω: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tello | |Transliteration C=tello | ||
|Beta Code=te/llw | |Beta Code=te/llw | ||
|Definition=aor. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἔτειλα <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.70</span>:—Pass. [[τέλλομαι]]:—poet. Verb, but used in Cretan Prose (v. infr.), [[accomplish]], ἔτειλαν ὁδόν Pi. l.c.; [[perform]] duties, rites, etc., [[τέλλεμ]] (inf.) μὲν τὰ θῖνα καὶ τὰ ἀντρώπινα <span class="title">Leg.Gort.</span>10.42:—Med., <b class="b3">τελλόμεναι χορόν</b>, apparently = [[στελλόμεναι]], <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1181.39</span>:—Pass., [[come into being]], γένος φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.257</span>; ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ ὅρκιον <span class="bibl">Id.<span class="title">O.</span>11(10).6</span>; <b class="b3">ἐς χάριν τέλλεται</b> [[turns]] to good, ib.<span class="bibl">1.76</span>; <b class="b3">ἀπὸ θεσφάτων ἀγαθὰ φάτις . . τέλλεται</b> cj. Emper. for [[στέλλεται]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 1133</span> (lyr.); of the gadfly, <b class="b3">οἷόν τε νέαις ἐπὶ φορβάσιν οἶστρος τέλλεται</b>) = [[γίγνεται]]) <span class="bibl">A.R.3.277</span>; ἠοῦς τελλομένης <span class="bibl">Id.1.1360</span>; <b class="b3">πρόκα τελλομένου ἔτεος</b> as soon as a year [[is complete]], ib.<span class="bibl">688</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass., of stars, = [[ἀνατέλλω]], [[rise]], <span class="bibl">Arat.285</span>,<span class="bibl">320</span>,<span class="bibl">382</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> intr. in Act., = [[ἀνατέλλω, ἡλίου τέλλοντος]] at sun[[rise]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>699</span>; <b class="b3">ἶρις τέλλει</b> [[grows up]], Nic.<span class="title">Fr.</span> 74.32. (Cf. [[πέλω]] (πέλομαι) fin., with which [[τέλλομαι]] (Pass.) is cogn.; the Act. [[τέλλω]] (fr. which <b class="b3">δικασπόλος, θυηπόλος, ὑμνοπόλος</b>, etc. are derived) may be formed fr. the Pass., with causal meaning ('cause to come into existence or be done'), as [[πείθω]] fr. | |Definition=aor. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἔτειλα <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.70</span>:—Pass. [[τέλλομαι]]:—poet. Verb, but used in Cretan Prose (v. infr.), [[accomplish]], ἔτειλαν ὁδόν Pi. l.c.; [[perform]] duties, rites, etc., [[τέλλεμ]] (inf.) μὲν τὰ θῖνα καὶ τὰ ἀντρώπινα <span class="title">Leg.Gort.</span>10.42:—Med., <b class="b3">τελλόμεναι χορόν</b>, apparently = [[στελλόμεναι]], <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1181.39</span>:—Pass., [[come into being]], γένος φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.257</span>; ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ ὅρκιον <span class="bibl">Id.<span class="title">O.</span>11(10).6</span>; <b class="b3">ἐς χάριν τέλλεται</b> [[turns]] to good, ib.<span class="bibl">1.76</span>; <b class="b3">ἀπὸ θεσφάτων ἀγαθὰ φάτις . . τέλλεται</b> cj. Emper. for [[στέλλεται]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 1133</span> (lyr.); of the gadfly, <b class="b3">οἷόν τε νέαις ἐπὶ φορβάσιν οἶστρος τέλλεται</b>) = [[γίγνεται]]) <span class="bibl">A.R.3.277</span>; ἠοῦς τελλομένης <span class="bibl">Id.1.1360</span>; <b class="b3">πρόκα τελλομένου ἔτεος</b> as soon as a year [[is complete]], ib.<span class="bibl">688</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass., of stars, = [[ἀνατέλλω]], [[rise]], <span class="bibl">Arat.285</span>,<span class="bibl">320</span>,<span class="bibl">382</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> intr. in Act., = [[ἀνατέλλω, ἡλίου τέλλοντος]] at sun[[rise]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>699</span>; <b class="b3">ἶρις τέλλει</b> [[grows up]], Nic.<span class="title">Fr.</span> 74.32. (Cf. [[πέλω]] (πέλομαι) fin., with which [[τέλλομαι]] (Pass.) is cogn.; the Act. [[τέλλω]] (fr. which <b class="b3">δικασπόλος, θυηπόλος, ὑμνοπόλος</b>, etc. are derived) may be formed fr. the Pass., with causal meaning ('cause to come into existence or be done'), as [[πείθω]] fr. [[πείθομαι]], [[πεύθω]] fr. [[πεύθομαι]]; the sense [[rise]] is perh. derived from that of [[revolve]] as used of stars; [[ἐντέλλω]], [[ἐπιτέλλω]] (A) may orig. have meant 'cause to be done (by another)'.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:05, 1 January 2021
English (LSJ)
aor. A ἔτειλα Pi.O.2.70:—Pass. τέλλομαι:—poet. Verb, but used in Cretan Prose (v. infr.), accomplish, ἔτειλαν ὁδόν Pi. l.c.; perform duties, rites, etc., τέλλεμ (inf.) μὲν τὰ θῖνα καὶ τὰ ἀντρώπινα Leg.Gort.10.42:—Med., τελλόμεναι χορόν, apparently = στελλόμεναι, PSI10.1181.39:—Pass., come into being, γένος φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο Pi.P.4.257; ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ ὅρκιον Id.O.11(10).6; ἐς χάριν τέλλεται turns to good, ib.1.76; ἀπὸ θεσφάτων ἀγαθὰ φάτις . . τέλλεται cj. Emper. for στέλλεται, A.Ag. 1133 (lyr.); of the gadfly, οἷόν τε νέαις ἐπὶ φορβάσιν οἶστρος τέλλεται) = γίγνεται) A.R.3.277; ἠοῦς τελλομένης Id.1.1360; πρόκα τελλομένου ἔτεος as soon as a year is complete, ib.688. 2 Pass., of stars, = ἀνατέλλω, rise, Arat.285,320,382. II intr. in Act., = ἀνατέλλω, ἡλίου τέλλοντος at sunrise, S.El.699; ἶρις τέλλει grows up, Nic.Fr. 74.32. (Cf. πέλω (πέλομαι) fin., with which τέλλομαι (Pass.) is cogn.; the Act. τέλλω (fr. which δικασπόλος, θυηπόλος, ὑμνοπόλος, etc. are derived) may be formed fr. the Pass., with causal meaning ('cause to come into existence or be done'), as πείθω fr. πείθομαι, πεύθω fr. πεύθομαι; the sense rise is perh. derived from that of revolve as used of stars; ἐντέλλω, ἐπιτέλλω (A) may orig. have meant 'cause to be done (by another)'.)
German (Pape)
[Seite 1088] fut. τελῶ, äol. τέλσω, aor. ἔτειλα, äol. ἔτελσα, perf. pass. τέταλμαι u. s. w., – zum Ende, zum Ziele führen, bringen, vollenden, fertig machen; ὁδὸν ἔτειλαν, sie vollendeten den Weg, Pind. Ol. 2, 70; dah. übh. verfertigen, hervorbringen, u. pass. entstehen, ὕμνοι ἀρχαὶ λόγων τέλλεται, Gesänge entstehen, 10, 6; ἐς χάριν τέλλεται, 1, 76, es wird, gedeiht zur Zufriedenheit; auch λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο γένος, P. 4, 257, es dauerte fort, stete Fortpflanzung des Geschlechts. – Über die homer. Vrbdg ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν u. τῷ δ' ἐπὶ πάντ' ἐτέταλτο s. ἐπιτέλλω. – Einzeln bei den folgdn Dichtern; τὰ δ' ὁλοὰ τελλόμεν' οὐ παρέρχεται, Aesch. Spt. 768, das Verderben, wenn es entstanden ist, angehoben hat, geht nicht vorbei; ἡλίου τέλλοντος, Soph. El. 684, wenn die Sonne aufgeht, wie sonst ἀνατέλλειν gebraucht wird; Ap. Rh. 1, 688 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τέλλω: ἀόρ. ἔτειλα Πινδ. Ο. 2. 126. - Παθ., τέλλομαι· - ῥῆμα ποιητικ., ἐν χρήσεις παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. ἀνα-, ἐπι-, περι-· παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν καὶ ἐπανατέλλω· παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττικ. ἐντέλλω, ἐντέλλομαι· - ὁ πρκμ. τέταλκα, τέταλμαι, ὁ ὑπερσ. ἐτέταλτο, ὁ μέσ. ἀόρ. ἐτειλάμην εὕρηνται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις τούτοις. (Ἐντεῦθεν τῷ τελέθω, ἐπὶ ἀμεταβ. σημασ. τέλλω ἦτο πιθανῶς ἐξ ἀρχῆς τύπος παράλληλος τῷ στέλλω, ὡς τὸ τρέφω τοῦ στρέφω, tego τοῦ στέγω, κλπ., πρβλ. Σσ. ΙΙ. 7. - Ἡ σχέσις αὐτοῦ καὶ συγγένεια πρὸς τὸ τελέω εἶναι ἀβέβαιος, ἂν καὶ τὸ τοῦ Πινδ. Ο. 2. 126. εὐνοεῖ τῆν τοιαύτην ὑπόθεσιν.) Τελῶ, ἐκτελῶ, ἔτειλαν ὁδὸν αὐτόθι 2. 126. - Παθ., παραπλήσιον τῷ τελέθω, τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο, διετέλει ὑπάρχον ἐν διαδοχικαῖς γενεαῖς, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4· 457· ὕμνοι τέλλεται καὶ ὅρκιον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 11 (10). 5· ἐς χάριν τέλλεται, μεταστρέφεται εἰς καλόν, αὐτόθι 1. 122· ἀπὸ θεσφάτων ἀγαθὰ φάτις... τέλλεται (οὕτως ὁ Ἐμπεδ. ἀντὶ στέλλεται), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1133· (περὶ τοῦ ἐπὶ Θήβ. 768 χωρίου, ἴδε πέλω ἐν τέλ.)· ἐπὶ τοῦ ἄστρου, νέαις ἐπὶ φορβάσι... τέλλεται Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 277· ἠὼς τελλομένη αὐτόθι 1. 1360, πρβλ. 688· ἐπὶ ἀστέρων, Ἄρατ. 285, κλπ. ΙΙ. ὡσαύτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὡς τὸ ἀνατέλλω· ἠλίου τέλλοντος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, Σοφ. Ἠλ. 699· ἶρις τέλλει, αὐξάνεται, Νικ. παρ’ Ἀθην. 683Ε.
French (Bailly abrégé)
ao. ἔτειλα, pf. inus., pqp. Pass. 3ᵉ sg. ἐτέταλτο;
se produire, particul. en parl. des astres se lever : ἡλίου τέλλοντος SOPH au lever du soleil.
Étymologie: DELG apparenté à τλάω, τέλος.
English (Slater)
τέλλω (aor. ἔτειλαν: pass. τέλλεται: impf. τέλλετο.)
a act., complete ὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν, ἔτειλαν Διὸς ὁδόν (O. 2.70)
nbsp; b pass., be accounted “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται” count for goodwill (O. 1.76) μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς (O. 11.6) τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο (P. 4.257)
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.)
1. τελώ, εκτελώ, αποπερατώνω, φέρω εις πέρας («ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν», Πίνδ.)
2. (αμτβ.) α) ανατέλλω («ἡλίου τέλλοντος», Σοφ.)
β) (για το φυτό ίριδα) αυξάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέλλω (< τέλ-jω) συνδέεται με το θ. της λ. τέλος και εμφανίζει δύο βασικές σημασίες: α) τη σημ. «ανεβαίνω, σηκώνω, υψώνω, προχωρώ, αυξάνομαι», η οποία μαρτυρείται στα σύνθ. ἀνατέλλω, ἐπιτέλλομαι, ὑπερτέλλω, που χρησιμοποιούνται ειδικότερα για να δηλώσουν την εμφάνιση τών ουράνιων σωμάτων (πρβλ. ανατολή, επιτολή)
και β) τη σημ. «εκτελώ, ορίζω, διατάσσω», η οποία μαρτυρείται στα σύνθ. ἐντέλλομαι (πρβλ. εντολή), ἐπιτέλλω (για την ετυμολ. του ρήματος αναφορικά προς τις δύο διαφορετικές σημ. που παρουσιάζει βλ. λ. τέλος). Από τη συνεσταλμένη βαθμίδα του θ. τελ- έχει σχηματιστεί ο παρακμ. τέ-ταλ-μαι (πρβλ. και ένταλμα), ενώ την ετεροιωμένη βαθμίδα εμφανίζουν τα σύνθ. επιτολή, εντολή, ανατολή].
Greek Monotonic
τέλλω: αόρ. ἔτειλα, παρακ. τέταλκα·
I. κάνω κάτι να ανυψωθεί, εκπληρώνω, σε Πίνδ. — Παθ., έρχομαι προς τα εμπρός, ανυψώνομαι, στον ίδ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., ἡλίου τέλλοντος, κατά την ανατολή του ηλίου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τέλλω: (aor. ἔτειλα)
1) совершать, проходить (ὁδόν Pind.); pass. совершаться, происходить, длиться; ἀεὶ τέλλεσθαι Pind. непрерывно продолжаться, не прекращаться; ἐς χάριν τέλλεσθαι Pind. принимать хороший оборот; ὕμνοι τέλλεται (= τέλλονται) Pind. рождаются гимны;
2) подниматься, восходить (ἡλίου τέλλοντος Soph.).
Middle Liddell
I. to make to arise, accomplish, Pind.:—Pass. to come forth, arise, Pind.
II. intr. in Act., ἡλίου τέλλοντος at sunrise, Soph.
Frisk Etymology German
τέλλω: 3.
{téllō}
Forms: = τελέω, Inf. τέλλεν (Gortyn), Aor. ἔτειλαν (ὁδόν) ‘sie legten (den Weg) zurück’ (Pi.).
Grammar: v.
Meaning: vollbringen, verrichten,
Composita : Dazu συντέλλω = συντελέω in [συν]τέλλοντα (Argos Va; nicht ganz sicher).
Etymology : Faktitivum zu 1. τέλλομαι mit derselben Bed. entwicklung wie in 1. τέλος *Wendepunkt, Ende, Vollendung.
Page 2,870
-ομαι 2.
{téllō}
Forms: Aor. τεῖλαι, -ασθαι, Perf. Med. τέταλμαι, Akt. (Arist. usw.) τέταλκα,
Grammar: v.
Meaning: ‘aufgehen od. aufspriessen lassen, hervorbringen’, intr. aufgehen, aufsprießen, entspringen, von Gestirnen, Pflanzen, Gewässern usw. (ep. ion. poet. seit Il.), vereinzelt Med. ‘in die Höhe schießen (Pi.).
Composita : fast nur m. Präfix: A. ἀνατέλλω (auch ἐξ-, ἐπ-, προ-, συνανατέλλω usw.) Ebenso ὑπερτέλλω, -ομαι sich erheben (Hdt., E. u.a.). ὑποτέλλομαι aufgehen, entstehen (Arat., A. R.). B. ἐπιτέλλω. -ομαι auftragen, auferlegen, befehlen (ep. poet. seit Il., sp. Prosa), intr. aufgehen von Gestirnen usw. (ep. ion., Arist., Plb. u.a.); ἐντέλλομαι (auch προσεν- ~ ), selten -τέλλω auftragen, befehlen (ion. att.). — Als Simplex ganz vereinzelt. ἡλίου τέλλοντος (S.), ἶρις τέλλει sprießt auf (Nik. Fr. 74, 32; vgl. 1. τέλλομαι), auch Med. ἠοῦς τελλομένης (A. R.), τέλλεται von aufgehenden Sternen (Arat.).
Derivative: Ableitungen: l. ἀνατολή (auch ἐπ-, συν- ~ usw.) f. ‘Aufgang, bes. der Sonne, Osten, Morgenland’ (seit μ 4 [ἀντολαί pl.]); ἐπιτολή f. Aufgang eines Gestirns (Hp., Th., E., Arist. usw.); ἐντολή f. Auftrag, Befehl (Pi., Hdt., Decr. ap. D. u.a.) mit -ίδιον. -ιος, -ικός, -ικάριος, -ιμαῖος, -εύς (sp.). 2. ἔνταλμα n. = ἐντολή (LXX, NT). 3. τέλος, s. bes.
Etymology : An das Präsens τέλλω schlossen sich als Neubildungen τεῖλαι, τέταλμαι, τέταλκα nach Muster von στέλλω u.a. Als Jotpräsens gehört *τέλι̯ω ‘heben, sich erheben, aufheben und jmdm. aufladen, auferlegen, auftragen’ zu ταλάσσαι usw. (s. d.). Zum Ablaut τελαμών : τέλλω vgl. τεράμων : τείρω.
Page 2,870