δάμνημι: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δάμνημι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]] (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» — κατανικά τις σειρές των πολεμιστών<br />β. «[[αλλά]] με χεῑμα δάμναται» — [[αλλά]] μέ καταβάλλει η [[κακοκαιρία]])<br /><b>2.</b> (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) [[δαμναμένη]], η<br />α) το [[φυτό]] [[κατανάγκη]], ορνιθόπους<br />β) το [[φυτό]] [[κήμος]], λεοντοπέταλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[δάμνημι]] (αιολ. <i>δάμναμι</i>) ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>dm</i>-<i>n</i>-(<i>ā</i>)- που σημαίνει «[[δαμάζω]], [[υποτάσσω]] καταναγκαστικά, [[εξημερώνω]] (για ζώα και [[κυρίως]] άλογα)» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. <i>damnain</i> «[[δένω]] [[σφιχτά]], [[τιθασεύω]], [[δαμάζω]]». Το θ. <i>δαμα</i>- του αορ. <i>εδάμασα</i>, από τον οποίο προήλθε και το [[δαμάζω]], ανάγεται σε IE <i>dm∂</i>- ( | |mltxt=[[δάμνημι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]] (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» — κατανικά τις σειρές των πολεμιστών<br />β. «[[αλλά]] με χεῑμα δάμναται» — [[αλλά]] μέ καταβάλλει η [[κακοκαιρία]])<br /><b>2.</b> (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) [[δαμναμένη]], η<br />α) το [[φυτό]] [[κατανάγκη]], ορνιθόπους<br />β) το [[φυτό]] [[κήμος]], λεοντοπέταλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[δάμνημι]] (αιολ. <i>δάμναμι</i>) ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>dm</i>-<i>n</i>-(<i>ā</i>)- που σημαίνει «[[δαμάζω]], [[υποτάσσω]] καταναγκαστικά, [[εξημερώνω]] (για ζώα και [[κυρίως]] άλογα)» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. <i>damnain</i> «[[δένω]] [[σφιχτά]], [[τιθασεύω]], [[δαμάζω]]». Το θ. <i>δαμα</i>- του αορ. <i>εδάμασα</i>, από τον οποίο προήλθε και το [[δαμάζω]], ανάγεται σε IE <i>dm∂</i>- ([[πρβλ]]. και [[αδάματος]], [[δαμαίος]], [[δαμάλης]], [[δάμαλις]], [[πανδαμάτωρ]], [[πανδαμάτειρα]]), ενώ το θ. -<i>δμη</i>- (-<i>δμᾱ</i>), που εμφανίζεται στα <i>ά</i>-<i>δμη</i>-<i>τος</i>, <i>α</i>-<i>δμή</i>-<i>ς</i>, <i>δμη</i>-<i>τός</i>, <i>νεο</i>-<i>δμής</i>, προέρχεται από <i>dm</i><i>ā</i>- (Και οι δύο ρίζες μπορούν να ερμηνευθούν ως μεταπτωτικές βαθμίδες μιας αρχικής κοινής ΙΕ ρ. <i>dem</i><i>ā</i>-). Οι τύποι που απαντούν στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες δεν έχουν άμεση [[σύνδεση]] με τους ελληνικούς. Η Χεττική στη λ. <i>damaš</i>-<i>zi</i> παρουσιάζει θ. <i>damaš</i>- με σιγματική [[παρέκταση]] που αντιστοιχεί στο ελλ. <i>δαμα</i>-, η λ. [[πανδαμάτωρ]] αντιστοιχεί στο λατ. <i>domitor</i>, αρχ. ινδ. <i>damitar</i>, [[αλλά]] ίσως πρόκειται για ανεξάρτητους παράλληλους σχηματισμούς και το β' συνθετικό -<i>δαμος</i> απαντά στην αρχ. Ινδική ως -<i>dama</i>- ([[πρβλ]]. [[ιππόδαμος]]: <i>arim</i>- <i>dama</i>-). Οι αρχαίοι ενεστώτες <b>λατ.</b> <i>dom</i><i>ā</i><i>re</i> <b>αρχ. ινδ.</b> <i>dam</i><i>ā</i><i>yati</i>, <b>γοτθ.</b> <i>gatamjan</i> δεν απαντούν σε αντίστοιχους τύπους της Ελληνικής. Τέλος, [[παρά]] τις αμφισβητήσεις, θεωρείται πιθανή μια αρχική [[συγγένεια]] με τις λέξεις [[δόμος]], [[δεσπότης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:40, 23 August 2021
English (LSJ)
(v. also foreg.), A = δαμάζω, τὴν μὲν… δάμνημ' ἐπέεσσι Il.5.893; δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ib.746, etc.; ἄνδρ' ἀγαθὸν πενίη δάμνησι Thgn.173; πενία… δ. λαόν Alc.92:—Med., ἵμερον, ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτους Il.14.199; ἀλλά με χεῖμα δάμναται Od.14.488; Ἔρος δ. νόον Hes.Th.122, cf. Archil.85, A.Pr.165, Q.S.11.25:—Pass., πυκνὰ καρήαθ' ὑφ' Ἕκτορι δάμνατο Il.11.309; μηδ' οὕτω Τρώεσσιν ἔα δάμνασθαι Ἀχαιούς 8.244; Ἀχαιοὺς Τρωσὶν δαμναμένους 13.16; δάμναμαι A.Supp.904 (lyr.); imper. μηκέτι δάμναο θυμόν Maiist.51: pf. part. δεδαμναμένα forced, seduced, Leg.Gort.2.13.
German (Pape)
[Seite 522] Nebenform von δαμνάω, δαμάω, δαμάζω; Homer: δάμνημι Iliad. 5, 893; δάμνησι Il ad. 5, 746. 8, 390. 21, 401 Odyss. 1, 100; medium: δάμνᾳ, statt δάμνασαι, wie δύνᾳ δύνασαι und ἐπίστᾳ ἐπίστασαι, Iliad. 14. 199. Bekker δαμνᾷ, medium von δαμνάω, Aristarch wahrscheinlich δάμνᾳ, s. Scholl.; δάμναται Odyss. 14, 488; passivum: δάμνατο Iliad. 11, 309; δάμνασθαι Iliad. 8, 244. 15, 376; δαμναμένους Iliad. 13, 16. 353. – Aesch. Suppl. 882; h. Ven. 17; Hes. Th. 122; Aesch. Prom. 164; Bacchyl. bei Plut. Num. 20.
Greek (Liddell-Scott)
δάμνημι: δαμάζω, τ ὴν μὲν … δάμνημ᾿ ἐπέεσσιν Ἰλ. Ε. 893· δάμνησι στίχας ἀνδρῶν αὐτόθι 746, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπ., ἵμερον, ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτως Ἰλ. Ξ. 199· ἀλλά με χεῖμα δάμναται Ὀδ. Ξ. 488, πρβλ. Ἡσ. Θ. 122, Ἀρχίλ. 78, Αἰσχύλ. Πρ. 164. ‒ Παθ., ὑφ᾿ Ἕκτορι δάμνατο Ἰλ. Λ. 309· Τρώεσσιν ἔα δάμνασθαι Ἀχαιοὺς Θ. 244· Ἀχαιοὺς Τρωσὶν δαμναμένους Ν. 16· δάμναμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 904.
French (Bailly abrégé)
c. δαμάζω.
English (Autenrieth)
ipf. (ἐ)δάμνᾶ, fut. δαμᾷ, δαμάᾷ, δαμόωσι, aor. ἐδάμα(ς)σα, pass. δάμναμαι, 2 sing. δαμνᾷ, pass. aor. 1 ἐδμήθην, imp. δμηθήτω, part. δμηθείς, also ἐδαμάσθην, δαμνάσθη, aor. 2 ἐδάμην, δάμη, 3 pl. δάμεν, subj. δαμείω, δαμήῃς, -ήῃ, -ήετε, opt. δαμείη, 3 pl. -εῖεν, inf. -ῆναι, -ήμεναι, part. -είς, perf. δεδμήμεσθα, part. δεδμημένος, plup. δεδμήμην, δέδμητο, δέδμηντο, δεδμήατο, mid. aor. (ἐ)δαμασσάμην, subj. δαμάσσεται, etc.: tame, subdue, mid., for oneself; of taming, ‘breaking’ animals, Il. 17.77, Od. 4.637 (cf. ἱπποδάμος); subjecting as a wife, Il. 18.432, Il. 3.301 (cf. δάμαρ); and, generally, of ‘reducing to subjection,’ ‘overcoming,’ in war or otherwise, ‘laying low’ in battle; of things as well as of persons, τὸν δ' οὐ βέλος ὠκὺ δάμασσεν, Il. 5.106, 391; met., ἔρος θῦμόν, Il. 14.316, etc.; pass. freq. in all the above relations.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór., eol. δάμνᾱμι
• Morfología: lesb. pres. ind. 3a sg. δάμνᾱ Alc.364.1, para impf. ἐδάμνα v. δαμνάω; fut. act. 3a sg. δαμᾷ Il.1.61, δαμάᾳ Il.22.271, 3a plu. c. diéct. δαμόωσιν Il.6.368 (pero v. tb. 1 δαμάω), sigm. δαμάσσω Il.16.438, tard. δαμάσω AP 6.329 (Leonid.), v. med. 3a sg. δαμάσσεται Il.21.226, contr. δαμεῖται PMag.4.2907; aor. sigm. ἐδάμασσα Il.5.191, inf. δμῆσαι Hsch., part. δαμάσσας Il.21.90, δαμάσσαις Pi.O.9.92, v. med. ind. 3a sg. ἐδαμάσσατο Od.9.516, 3a plu. δαμάσαντο Il.10.210, part. δαμασσάμενος Od.9.454; aor. tem. v. med. opt. δάμοιτο JHS 38.1918.155.14 (Iconion, imper.); aor. rad. pas. ind. 3a sg. δάμη Il.21.383, 3a plu. δάμεν Il.8.344, subj. δαμείω Od.18.54, 2a sg. δαμήῃς Il.3.436, 2a plu. δαμήετε Il.7.72, opt. 3a sg. δαμείη Il.12.403, inf. δαμῆναι Il.15.522, δαμήμεναι Il.20.312, ind. δαμάσθην Il.19.9, ἐδαμάσθην Od.8.231, imperat. δμηθήτω Il.9.158, inf. δμηθῆναι A.R.3.469, part. δμηθέντα Il.4.99, dór. δμᾱθέντες A.Pers.906; perf. v. med.-pas. ind. 2a plu. δεδμήμεσθα Il.5.878, part. δεδμημένος Thgn.177, fem. δεδαμναμένα ICr.4.72.2.13 (Gortina V a.C.); plusperf. 3a sg. δέδμητο Od.3.305, 3a plu. δεδμήατο Il.3.183; fut. perf. 2a sg. δεδμήσεσθε h.Ap.543, cf. otros pres. δαμάζω, δαμάω, δαμνάω
A tr. en v. act. o med.
I c. suj. de pers. y compl. de anim. domar, domesticar en v. med. (ἡμίονοι) τῶν κέν τιν' ἐλασσάμενος δαμασαίμην Od.4.637, en v. pas. (ἡμίονος) ἥ τ' ἀλγίστη δαμάσασθαι Il.23.655, (ἵπποι) εἰ μὲν ἐκ νέων δαμασθεῖεν X.Mem.4.1.3.
II gener. c. compl. de pers. o de abstr. y frec. c. sent. fact.
1 hacer sucumbir, doblegar, derrotar, vencer y euf. por matar c. suj. de pers. Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς Od.9.59, τὸν ... δαμάσσας ... ἐπεὶ βάλες ὀξέϊ δουρί al uno ya lo has doblegado ... al acertarle con la aguda lanza, Il.21.90, cf. 5.191, 10.210, Opp.H.5.117, c. dat. instrum. μ' ἐδαμάσσατο οἴνῳ Od.9.516, de dioses y héroes ὅ μιν ... βίῃ καὶ χερσὶ δαμάσσας de Zeus respecto a Crono, Hes.Th.490, Γίγαντας ὃς ἐδάμασας de Heracles, Pi.N.7.90, c. compl. de abstr. ἀλλ', Ἀχιλεῦ, δάμασον θυμὸν μέγαν Il.9.496, c. suj. y compl. de animales (σῦν) ἀσθμαίνοντα λέων ἐδάμασσε βίηφιν al (jabalí) jadeante el león lo doblegó por la fuerza, Il.16.826
•c. suj. de dioses y compl. de pers. hacer perecer a alguien a manos de otro en dat. o c. ὑπό y dat. ἄγετε ..., θεοί, ... μητιάασθε ἠέ μιν ἐκ θανάτοιο σαώσομεν, ἦέ μιν ἤδη Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ δαμάσσομεν ¡vamos, dioses!, decidid si lo vamos a salvar de la muerte, o si lo vamos a hacer perecer ya a manos del Pelida Aquiles, Il.22.176, τεὶ γὰρ Ἀλεξάνδρῳ δαμάσαι Alcm.70(b), σε Παλλὰς Ἀθήνη ἔγχει ἐμῷ δαμάᾳ Il.22.271, μ' ὑπὸ χερσὶ θεοὶ δαμόωσιν Ἀχαιῶν Il.6.368, cf. 16.438, sin dat. (Ζεύς) νῦν τοῦτον ἔτεισε, δάμασσε δὲ λαὸν Ἀχαιῶν (Zeus) ahora ha satisfecho a ése y ha derrotado a las huestes aqueas, Il.9.118, τούσδε μοῖρ' ἐδάμασσε θεῶν a éstos los doblegó el hado de los dioses, Od.22.413
•c. suj. de cosa o abstr. y ac. de pers. τὸν δ' οὐ βέλος ... δάμασσεν pero el dardo no le doblegó, e.e. no le mató, Il.5.106, cf. 1.61, ἀλλά ν[ιν] χρόνος [ἐδά] μασσε B.Fr.20A.19, τὰν ... πετραία βλάστα δάμασεν la mató un crecimiento de las rocas S.Ant.827, tb. en v. med. οὔ τοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, ἀλλά με χεῖμα δάμναται no voy a estar ya entre los vivos, pues el frío me está matando, Od.14.488
•en cont. deportivos ἀγῶν' ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς ... δάμασσας ἔργῳ dominaste mediante tu esfuerzo, con una triple victoria, el certamen local Pi.P.8.80, cf. O.9.92.
2 hacerse obedecer, someter, dominar en v. act. c. suj. de pers. y dat. instrum. τὴν μὲν ἐγὼ σπουδῇ δάμνημ' ἐπέεσσι a ella yo, a duras penas, la someto con mis palabras, Il.5.893, tb. c. ὑπό y dat. τοὺς σοῖσιν ὑπὸ σκήπτροισι δαμάσσει les hará someterse bajo tu cetro A.R.3.353, cf. 2.786
•c. suj. de abstr. ἄνδρ' ἀγαθὸν πενίη πάντων δάμνησι μάλιστα a un hombre virtuoso, de entre todas las cosas la pobreza lo somete especialmente a su poder Thgn.173
•esp. de fuerzas como el amor subyugar οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικὸς θυμὸν ... ἐδάμασσεν pues nunca hasta ahora me ha subyugado así el amor de una diosa ni de una mujer, Il.14.316, cf. Sapph.1.3
•en v. med. Ἔρος ὃς ... πάντων τε θεῶν πάντων τ' ἀνθρώπων δάμναται ... νόον καὶ ... βουλήν Eros, que subyuga la mente y la voluntad de todos los dioses y todos los hombres Hes.Th.122, (Ζεύς) δάμναται Οὐρανίαν γένναν A.Pr.165
•sujetar, contener a un endemoniado Eu.Marc.5.4, cf. en v. pas. PMag.4.2907.
3 esp. c. compl. de mujeres y suj. de hombres, en v. act. hacer someterse, someter en matrimonio ἐκ μὲν μ' ἀλλάων ἁλιάων ἀνδρὶ δάμασσεν de entre las demás diosas marinas, a mí me hizo someterme a un hombre, Il.18.432
•poseer sexualmente, B.1.118, A.R.1.218, 2.954
•euf. forzar, violar en v. med. ICr.4.72.2.11 (Gortina V a.C.), en v. pas. ICr.4.72.2.13 (Gortina V a.C.).
III c. compl. de cosas
1 c. suj. de cosas o abstr. c. sign. peyor. dominar, dañar ἔγχεα τε λογχωτὰ ξίφεα τ' ἀμφάκεα δάμναται εὐρώς a las lanzas puntiagudas y a las espadas de doble filo domeña la herrumbre B.Fr.4.72, ἀρκοῦμαι δώροις, ἃ φθόνος οὐ δαμάσει estoy satisfecho con estos regalos que la envidia no dañará, AP 6.329 (Leon.).
2 fig. mantener cuidado, limpio un terreno de labranza (ἀρούρας) ... δαμάσαι ἀπὸ πάσης δείσης καὶ θρύων PSI 4.316.6 (IV d.C.).
B usos intr. en v. med.-pas. (pudiendo ser interpr. frec. como pas. de los usos anteriores)
I c. suj. de pers. o colect.
1 sucumbir a o ante, ser doblegado o abatido por, morir gener. c. compl. en dat. o ὑπό c. dat. μή πως τάχ' ὑπ' αὐτοῦ δουρὶ δαμήῃς Il.3.436, cf. 5.653, Μενέλαον ... σῷ βέλεϊ δμηθέντα Il.4.99, ἐλέαιρε δ' Ἀχαιοὺς Τρωσὶν δαμναμένους Il.13.16, cf. 8.244, 20.312, ἵνα πληγῇσι δαμείω Od.18.54, ὀΐομαι ... ὑπ' ἐμοὶ δμηθέντα πύλας Ἀΐδαο περήσειν estoy seguro de que doblegado por mí vas a cruzar las puertas del Hades, Il.5.646, πολλοὶ ... δάμεν Τρώων ὑπὸ χερσί Il.8.344, δαμασσάμενος φρένα οἴνῳ sucumbiendo mi mente al vino, Od.9.454, cf. Nic.Al.29, θεῶν ἰότητι δαμάσθη Il.19.9, μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ Il.10.2, ἁλὶ γὰρ δέδμητο φίλον κῆρ su corazón era doblegado por el mar, Od.5.454, τοὺς δ' Ἄρει δαμνημένους Semon.2.13, πᾶς δ' ἀπώλλυτο στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς A.Pers.279, cf. 906, δμηθῆναι ὑπὸ βουσί A.R.3.469, θανάτῳ ... δαμείην E.Med.650, νήμασι Μοιράων ἀλύτοισι δαμείς IStratonikeia 1203.4 (II/III d.C.), νούσοισι δαμείς abatido por las enfermedades, SB 5883.8 (Cirene II/III d.C.), c. otras constr. o abs. ἐνὶ προμάχοισι δαμῆναι Il.15.522, εἰς ὅ κεν ... αὐτοὶ παρὰ νηυσὶ δαμήετε Il.7.72, cf. 12.403, ἐδαμάσθην κύμασιν ἐν πολλοῖς Od.8.231, ἰὼ πόλεως ἀγοὶ πρόμοι, δάμναμαι A.Supp.905, cf. S.El.845, πόλις δαμείη πᾶσα S.Tr.432, ὄψῃ δαμασθὲν ἄστυ Θηβαῖον τόδε verás sucumbir a esta ciudad de Tebas E.Ph.563, δμαθέντες los muertos E.Alc.127, χρεὼ ἦγε δαμῆναι A.R.2.817, δμαθεὶς βροτός un mortal al que le ha llegado la muerte Cerc.3.2, c. pred. τοξευτὸς ... ἐκ Φοίβου δαμείς S.Ph.335.
2 someterse, dejarse convencer, obedecer τοι πολλοὶ δεδμήατο κοῦροι Ἀχαιῶν Il.3.183, (σοί) δεδμήμεσθα ἕκαστος Il.5.878, δμηθήτω ... καί μοι ὑποστήτω ¡que se deje convencer y que se someta a mí!, Il.9.158, δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ' αὐτῷ el pueblo estaba sometido por él, Od.3.305, ἀνὴρ πενίῃ δεδμημένος Thgn.177, cf. h.Ap.543, tb. c. ὑπό y gen. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων ... δαμασθέν dominado por nobles alegrías Pi.O.2.20.
3 esp. c. suj. de mujeres someterse a un hombre, ser sometida por un hombre, c. dat. o ὑπό c. dat. ἄλοχοι δ' ἄλλοισι δαμεῖεν Il.3.301, de Clitemnestra μιν μοῖρα θεῶν ἐπέδησε δαμῆναι el destino divino la forzó a someterse (a Egisto) Od.3.269, δμηθεῖσ' ὑπ' Ἰήσονι Hes.Th.1000, cf. B.9.64.
II c. suj. de abstr.
1 doblegarse, apaciguarse, desaparecer Ξάνθοιο δάμη μένος Il.21.383.
2 imponerse, prevalecer οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ εἶναι μὴ ἐόντα que de ningún modo se imponga nunca esto: que existan cosas que no existen Parm.B 7.1. • DMic.: da-ma-o-te.
• Etimología: De *d°mneH2-, cf. irl. damnaim y, sin infijo nasal, δαμάζω < *d°m°H2-, ἀδμής <*-dmeH2-, y en otras lenguas, het. damašš-/damešš-, ai. damāyáti, lat. domāre, etc.
Greek Monolingual
δάμνημι (Α)
1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» — κατανικά τις σειρές των πολεμιστών
β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» — αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία)
2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η
α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους
β) το φυτό κήμος, λεοντοπέταλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. δάμνημι (αιολ. δάμναμι) ανάγεται σε ρίζα dm-n-(ā)- που σημαίνει «δαμάζω, υποτάσσω καταναγκαστικά, εξημερώνω (για ζώα και κυρίως άλογα)» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. damnain «δένω σφιχτά, τιθασεύω, δαμάζω». Το θ. δαμα- του αορ. εδάμασα, από τον οποίο προήλθε και το δαμάζω, ανάγεται σε IE dm∂- (πρβλ. και αδάματος, δαμαίος, δαμάλης, δάμαλις, πανδαμάτωρ, πανδαμάτειρα), ενώ το θ. -δμη- (-δμᾱ), που εμφανίζεται στα ά-δμη-τος, α-δμή-ς, δμη-τός, νεο-δμής, προέρχεται από dmā- (Και οι δύο ρίζες μπορούν να ερμηνευθούν ως μεταπτωτικές βαθμίδες μιας αρχικής κοινής ΙΕ ρ. demā-). Οι τύποι που απαντούν στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες δεν έχουν άμεση σύνδεση με τους ελληνικούς. Η Χεττική στη λ. damaš-zi παρουσιάζει θ. damaš- με σιγματική παρέκταση που αντιστοιχεί στο ελλ. δαμα-, η λ. πανδαμάτωρ αντιστοιχεί στο λατ. domitor, αρχ. ινδ. damitar, αλλά ίσως πρόκειται για ανεξάρτητους παράλληλους σχηματισμούς και το β' συνθετικό -δαμος απαντά στην αρχ. Ινδική ως -dama- (πρβλ. ιππόδαμος: arim- dama-). Οι αρχαίοι ενεστώτες λατ. domāre αρχ. ινδ. damāyati, γοτθ. gatamjan δεν απαντούν σε αντίστοιχους τύπους της Ελληνικής. Τέλος, παρά τις αμφισβητήσεις, θεωρείται πιθανή μια αρχική συγγένεια με τις λέξεις δόμος, δεσπότης.
Greek Monotonic
δάμνημι: = δαμάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· — Μέσ., σε Όμηρ.· — Παθ., ὑφ'Ἕκτορι δάμνατο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δάμνημι: Hom. = δαμάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάμνημι, ep. en poët.; aor. (ἐ)δαμασσ-; aor. pass. (ἐ)δάμην, 3 plur. δάμεν, conj. 1 sing. δαμείω, 2 sing. δαμήῃς, 2 plur. δαμήετε, inf. δαμῆναι en δαμήμεναι; aor. pass. ἐδμήθην, imperat. 3 sing. δμηθήτω, ptc. acc. sing. δμηθέντα, Dor. nom. plur. δμαθέντες; perf. med.-pass. δέδμημαι, 1 plur. δεδμήμεσθα, 3 plur. δεδμήαται; plqperf. 3 plur. ἐδεδμήατο, ptc. δεδμημένος; fut. δαμάσσω overweldigen, doden:; εἴ χ ’ ὑπ ’ ἐμοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας als de godheid door mijn hand de vrijers overweldigt Od. 21.213; δμαθέντας ἀνίστη hij liet de doden weer opstaan Eur. Alc. 127; met zaak als subj.: τὸν δ ’ οὐ βέλος... δάμασσεν maar de pijl doodde hem niet Il. 5.106. onderwerpen, bedwingen, ook med.:; μ ’ ἐδαμάσσατο οἴνῳ hij had mij door wijn bedwongen Od. 9.516; pass.:; ἦ ῥά νύ τοι πολλοὶ δεδμήατο κοῦροι Ἀχαιῶν waarachtig, klaarblijkelijk zijn er in grote getale jonge Achaeërs aan u onderworpen ( lett. plqperf. ) Il. 3.183; δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ ’ αὐτῷ het volk was aan hem onderworpen Od. 3.305; spec. bij uithuwelijking:; ἀνδρὶ δάμασσεν hij heeft mij aan een man onderworpen Il. 18.432; pass.:; ἄλοχοι δ ’ ἄλλοισι δαμεῖεν mogen hun vrouwen aan andere mannen onderdanig zijn Il. 3.301; met zaak als subj. overmannen:; μ ’... ἔρος... θυμόν... ἐδάμασσεν een liefdesverlangen heeft mijn hart overmand Il. 14.316; pass.:; ὅτε μιν μοῖρα θεῶν ἐπέδησε δαμῆναι toen het lot van de goden haar dwong te bezwijken Od. 3.269; overdr. pass.:; δμηθήτω laat hij zich laten vermurwen Il. 9.158; anders overdr.: οὐ μήποτε τοῦτο δαμῇ εἶναι μὴ ἐόντα nooit zal dit afgedwongen worden: dat niet-zijnden bestaan Parm. B 7.1.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: tame, subdue, conquer, esp. of horses.
Other forms: 3. sg. also δαμνᾳ̃ (for Aeol. δάμνα, Schwyzer 694), aor. δαμάσ(σ)αι, intr. δαμῆναι, perf. δέδμημαι (Il.); to δαμάσ(σ)αι new present δαμάζω (A.), fut. δαμάσσω, 3. sg. δαμᾳ̃ (Il.), aor. Pass. δαμα-σ-θῆναι (Il.), also (after δέδμημαι) δμηθῆναι (Il.)
Compounds: ὑπο-. as first member in δάμν-ιππος (Orph.)
Derivatives: δμητήρ (ἵππων) tamer (h. Hom., Alkm.), f. δμήτειρα (Il.), δμῆσις (ἵππων) taming (Il.); ἀ-δμής, -τος f. m. untamed, unmarried (Od.), also ἄ-δμη-τος id. (Il.) and ἀ-δάμα-σ-τος (Il.), ἀ-δάμα-τος (trag.), δματέα (Dor.). δαμαστέα H.; on ἀδάμας s. s. v. - Isolated δαμα- and δαμν-: Δαμαῖος tamer of Poseidon (Pi.), δαμάτειρα (AP), παν-δαμάτωρ alltamer (Il.), late f. πανδαμάτειρα; δάμασις and δαμαστικός (sch.), δαμάστης ([Epich.] 301 [?], gloss.); δαμνῆτις δαμάζουσα, τιμωρός; δάμνος ἵππος. Τυρρηνοί H. - δαμασώνιον and δαμναμένη plant names (Dsc., Ps.-Dsc.; for love, Strömberg Pflanzennamen 92). - On δαμάλης s. s. v. Not here δμώς, s. v.
Origin: IE [Indo-European] [199] *demh₂- tame
Etymology: The present δάμνημι, Aeol. δάμναμι agrees with OIr. damnaim bind, tame (horses) from *dm̥-n-eh₂-mi, from a disyllabic root *demh₂- seen in δαμά-σαι, where *δεμα- was reshaped to δαμα-, partly after -δαμο- < *dmh₂-o; zero grade *dm̥h₂- in δμη-θῆναι (Dor. δμα-). Many representatives (note Hitt. damaš-zi he forces, urges). Note παν-δαμάτωρ = Lat. domitor, Skt. damitár-; they may be independent parallel formations. As second member in compounds ἱππό-]δαμος (Il.) = Skt. ariṃ-]dama- conquering the enemy (from *domh₂-o-?); (ἄ-)δμητος : Skt. dāntá- from *dm̥h₂-to- (independent Lat. domitus). - The old presents Lat. domāre = Skt. damāyáti and OHG zamōn, Goth. ga-tamjan, NHG zähmen = Skt. damáyati are not found in Greek. - Not to the old word for house (s. δόμος and δεσπότης).
Middle Liddell
= δαμάζω
Il.:—Mid., Hom.:—Pass., ὑφ' Ἕκτορι δάμνατο Il.
Frisk Etymology German
δάμνημι: {dámnēmi}
Forms: 3. sg. auch δαμνᾷ (viell. für äol. δάμνα, Schwyzer 694), Aor. δαμάσ(σ)αι, intr. δαμῆναι, Perf. δέδμημαι (alles poet. seit Il.); zu δαμάσ(σ)αι neugebildetes Präsens δαμάζω (A. usw.), Fut. δαμάσσω, 3. sg. δαμᾷ (Il.), Aor. Pass. δαμασ-θῆναι (Il. usw.), auch (nach δέδμημαι usw.) δμηθῆναι (Il. usw.)
Grammar: v.
Meaning: bezähmen, bändigen, bewältigen, bes. von Pferden.
Composita : Komp. ὑπο-.
Derivative: Ableitungen: δμητήρ (ἵππων) Bändiger (h. Hom., Alkm.), f. δμήτειρα (Il.), δμῆσις (ἵππων) Bändigung (Il.); ἀδμής, -τος f. m. ungebändigt, unverheiratet (seit Od.), auch ἄδμητος ib. (seit Il.), daneben ἀδάμασ-τος (Il. usw.), ἀδάματος (Trag.), δματέα (dor.). δαμαστέα H.; zu ἀδάμας s. bes. — Vereinzelt belegte Simplicia der Wurzelformen δαμα- und, mit Anschluß an δάμνημι, δαμν-: Δαμαῖος Rossebändiger, Beiwort des Poseidon (Pi.), δαμάτειρα (AP), πανδαμάτωρ Allbändiger (poet. seit Il.), spätes f. πανδαμάτειρα; δάμασις und δαμαστικός (Sch.), δαμάστης ([Epich.] 301 [?], Gloss.); δαμνῆτις· δαμάζουσα, τιμωρός; δάμνος· ἵππος. Τυρρηνοί H.; als Vorderglied in δάμνιππος (Orph.) usw. — δαμασώνιον und δαμναμένη Pflanzennamen (Dsk., Ps.-Dsk.; als Liebesmittel, Strömberg Pflanzennamen 92). — Zu δαμάλης s. bes. Kaum hierher δμώς, s. d.
Etymology : Das Präsens δάμνημι, äol. δάμναμι hat eine genaue Entsprechung in air. damnaim ‘festbinden, (Pferde) bändigen’ und geht wie dies auf eine zweisilbige Wurzel zurück, die in δαμάσαι zutage tritt; daneben die einsilbige langvokalische Form in δμηθῆναι (dor. δμα-). Die Sippe hat zahlreiche Vertreter, besonders im Altindischen, Lateinischen, Germanischen und Keltischen (in Betracht kommt noch heth. damaš-zi er drückt, bedrängt mit s-Erweiterung [Kronasser Vgl. Laut- u. Formenlehre 175]), aber die verschiedenen Wörter stimmen nur selten zueinander. Zu bemerken indessen πανδαμάτωρ = lat. domitor, aind. damitár-; es kann sich jedoch dabei um unabhängige Parallelbildungen handeln. Dazu als Hinterglied in Zusammenbildungen ἱππό-]δαμος (seit Il.) = aind. ariṃ-]dama- den Feind bewältigend; fraglicher dagegen (ἄ-)δμητος : aind. dāntá- (sicher Neubildung lat. domitus). — Die alten Präsentia lat. domāre = aind. damāyáti bzw. ahd. zamōn (hierher viell. heth. damaš-zi s. o.) und got. ga-tamjan, nhd. zähmen = aind. damáyati sind im Griechischen nicht vertreten. — Ursprüngliche Verwandtschaft mit dem alten Worte für Haus (s. δόμος und δεσπότης) ist möglich.
Page 1,346