αὐθάδης: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, <i>neutre</i> αὔθαδες;<br /><b>1</b> qui se complaît en soi, suffisant, présomptueux ; arrogant;<br /><b>2</b> dur, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], R. Ἁδ plaire ; cf. ἀνδάνω, [[ἥδομαι]].
|btext=ης, <i>neutre</i> αὔθαδες;<br /><b>1</b> qui se complaît en soi, suffisant, présomptueux ; arrogant;<br /><b>2</b> dur, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], R. Ἁδ plaire ; cf. ἀνδάνω, [[ἥδομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθάδης:''' (θᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[самоуверенный]], [[самонадеянный]], [[самодовольный]], [[заносчивый]] Her., Aesch., Thuc., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[своенравный]], [[строптивый]] ([[κύων]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[беспощадный]], [[жестокий]] (σφηνὸς [[γνάθος]] Aesch.; αὐθαδεστέρα θαλάττης Eur.; φύσει τραχὺς καὶ αὐ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐθάδης:''' [ᾱ], -ες ([[ἥδομαι]]), [[ισχυρογνώμων]], [[επίμονος]], [[πεισματάρης]], [[ατίθασος]], απείθαρχος, [[αλαζόνας]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για πράγματα, [[άσπλαχνος]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-δως</i>, σε Αριστοφ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''αὐθάδης:''' [ᾱ], -ες ([[ἥδομαι]]), [[ισχυρογνώμων]], [[επίμονος]], [[πεισματάρης]], [[ατίθασος]], απείθαρχος, [[αλαζόνας]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για πράγματα, [[άσπλαχνος]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-δως</i>, σε Αριστοφ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθάδης:''' (θᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[самоуверенный]], [[самонадеянный]], [[самодовольный]], [[заносчивый]] Her., Aesch., Thuc., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[своенравный]], [[строптивый]] ([[κύων]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[беспощадный]], [[жестокий]] (σφηνὸς [[γνάθος]] Aesch.; αὐθαδεστέρα θαλάττης Eur.; φύσει τραχὺς καὶ αὐ. Plut.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθάδης Medium diacritics: αὐθάδης Low diacritics: αυθάδης Capitals: ΑΥΘΑΔΗΣ
Transliteration A: authádēs Transliteration B: authadēs Transliteration C: afthadis Beta Code: au)qa/dhs

English (LSJ)

ες,
A self-willed, stubborn, ἦσάν τε αὐθαδέστεροι Hdt.6.92; τὰς ὀργὰς αὐ. Hp.Aër.24, cf. Arist.Rh.1367a37; surly, Thphr.Char. 15.1; αὐθάδη φρονῶν A.Pr.907; of a dog, X.Cyn.6.25.
2 metaph. of things, remorseless, σφηνὸς γνάθος αὐ. A.Pr.64.
3 Adv. αὐθάδως Ar. Ra.1020, POxy.1242.41: Comp. αὐθαδέστερον Pl.Ap.34c; cf. αὐτώδης. (From αὐτοάδης, cf. Arist.MM1192b33.)

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): jón. αὐτώδης A.D.Pron.74.9, Hsch. y quizá tb. αὐτάδης Hsch.; αὐτοάδης Arist.MM 1192b33
I c. idea de hostilidad
1 arrogante, desafiante, obstinado de dioses y hombres y su comportamiento αὐθάδη φρονῶν (Zeus) A.Pr.908, αὔθαδες ὁ θεός, πρὸς δὲ τοὺς θεοὺς ἐγώ E.HF 1243
gener. del carácter y modales de las pers. πρὸς τάδ' αὐθαδέστερα γίγνου θαλάσσης E.Hipp.304, ἄνθρωπος αὐθάδης καὶ ἀμαθής Pl.Plt.294b, cf. R.548e, Aesop.135, τρόποις αὐθάδεσι καὶ χαλεποῖς Pl.Lg.950b, en rel. c. ὀργιλός y μανικός Arist.Rh.1367a38, op. ἄφρων: αὐ. τις ὢν καὶ ἀνάγωγος Chrysipp.Stoic.3.158, op. φρόνιμος Isoc.1.15, οὐ ... αὐ. ... οὐδὲ ἐπαχθὴςχρηστός Plu.2.823a, c. adjs. similares: οὐ σκληρὸς οὐδ' αὐθάδης ὁ Λυκοῦργος Plu.Lyc.11, cf. LXX Ge.49.3, θρασὺς καὶ αὐ. καὶ ἀλαζών LXX Pr.21.24
de un obispo δεῖ ... μὴ αὐθάδη εἶναι Ep.Tit.1.7, de los falsos maestros τολμηταί, αὐθάδεις 2Ep.Petr.2.10, ἀνὴρ βίαιος καὶ αὐθάδης SB 4284.9 (III d.C.)
def. en Arist.EE 1233b36, MM 1192b31, Thphr.Char.15.1
de una respuesta altanero, desafiante compar. αὐθαδέστερόν τι ἀπεκρίνατο Th.8.84.
2 del carácter colectivo de una raza o un pueblo arrogante, osado, desafiante de los eginetas αὐθαδέστεροι Hdt.6.92, τῇ κατὰ γένος αὐθάδει ῥώμῃ Pl.Lg.692a, de los pueblos mediterráneos ὀργὰς αὐθάδεάς τε καὶ ἰδιογνώμονας Hp.Aër.24, de los romanos κατὰ ... τὰς ἐλαττώσεις αὐθαδεστάτους ... φαίνεσθαι Plb.27.8.8, de los arcadios, Plb.4.21.3, de los persas κηρύγματα ... αὐθαδέστερα Ath.538b.
3 fig. del clavo que aprisiona a Prometeo cruel ἀδαμαντίνου ... σφηνὸς αὐθάδη γνάθον A.Pr.64
de un perro antipático, arisco X.Cyn.6.25.
II sin idea de hostilidad
1 duro, inflexible πολλὰ μὲν δὴ τὸ πρᾶον ἐπιεικὲς τοῦ αὐθάδους δικαίου προκρίνοντες prefiriendo la bondad de la verdadera justicia más que la arrogancia del derecho (positivo), Gorg.B 6
obstinado, inmutable πρὸς τὸ συμφέρον Gorg.B 6
orgulloso σεμνότης αὐθάδων D.61.14
de la apariencia del médico serio, solemne αὐ. γὰρ δοκέει εἶναι μισάνθρωπος Hp.Medic.1
tozudo, terco δειλία πρὸς ἡδονάς Philostr.Ep.64, ψυχὴ νέα τε καὶ αὐ. D.C.61.4.2
subst. τὸ αὔθαδες τῶν νέων I.AI 4.263.
2 esp. en ret. del gusto de los épicos por las palabras insólitas enfático σεμνὸν καὶ αὔθαδες Arist.Rh.1406b3
del uso del hipérbaton en el estilo de Demóstenes en rel. c. el de Tucídides atrevido Longin.22.3.
III adv. αὐθάδως = osadamente, descaradamente del estilo de Esquilo, αὐ. σεμνυνόμενος χαλέπαινε Ar.Ra.1020, φράζουσι (τὸν μῦθον) ... μάλα αὐθαδῶς (sic) D.Chr.36.42, ἁρπαγῇ αὐ. ἀναστραφέντες SB 10218.21 (I/II d.C.), αὐ. ... ἐπῆλθη BGU 2240.7 (II d.C.), κἀμοὶ αὐ. ἀποκρεινόμενος POxy.1242.41 (III d.C.)
compar. αὐθαδέστερον ἂν πρός με σχοίη Pl.Ap.34c.
• Etimología: De *αὐτοϝαδής, comp. de αὐτός y de la raíz *su̯ad- que da lugar a ἁνδάνω (q.u.), ἅδος, etc.

French (Bailly abrégé)

ης, neutre αὔθαδες;
1 qui se complaît en soi, suffisant, présomptueux ; arrogant;
2 dur, cruel.
Étymologie: αὐτός, R. Ἁδ plaire ; cf. ἀνδάνω, ἥδομαι.

Russian (Dvoretsky)

αὐθάδης: (θᾱ)
1) самоуверенный, самонадеянный, самодовольный, заносчивый Her., Aesch., Thuc., Plat.;
2) своенравный, строптивый (κύων Xen.);
3) беспощадный, жестокий (σφηνὸς γνάθος Aesch.; αὐθαδεστέρα θαλάττης Eur.; φύσει τραχὺς καὶ αὐ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐθάδης: [ᾱ], ες, (ἥδομαι) φίλαυτος, αὐθαίρετος, ἐπίμονος, θρασύς, ὑπερόπτης, ὑπέρφρων, ἰσχυρογνώμων, ὁ μὲν γὰρ μηδὲν πρὸς ἕτερον ζῶν, ἀλλὰ καταφρονητικὸς αὐθάδης Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 3. 7· ἔσαν τε αὐθαδέστεροι Ἡρόδ. 92, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Θεοφρ. Χαρ. 15· αὐθάδη φρονῶν Αἰσχύλ. Πρ. 908· ἐπὶ κυνός, Ξεν. Κυν. 6. 25. Καθ’ Ἡσύχ. «αὐθάδης· ὑπερήφανος, θυμώδης, παράνομος, αὐτάρεσκος». 2) μεταφ. ἐπὶ πραγμάτων, σκληρός, ἀνάλγητος, σφηνὸς γνάθος αὐθάδης Αἰσχύλ. Πρ. 64· πρβλ. ἀναιδής. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1020 (κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμ. (171, 40) ὅμως αὐθάδως)· συγκρ. -έστερον Πλάτ. Ἀπολ. 34C. ΙΙ. ὁ Ἰων. τύπος ἦτο αὐτώδης, ὃ ἴθε.

English (Strong)

from αὐτός and the base of ἡδονή; self-pleasing, i.e. arrogant: self-willed.

English (Thayer)

ἀυθαδες (from αὐτός and ἥδομαι), self-pleasing, self-willed, arrogant: Aeschylus and Herodotus down.) (Trench, § xciii.)

Greek Monolingual

-ες (AM αὐθάδης, -ες)
θρασύς
αρχ.
1. υπεροπτικός, αλαζονικός
2. (για ζώα) επιθετικός, βίαιος
3. (για πράγματα) άκαμπτος, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-Fάδης (με αττική συναίρεση κατά το αττικό πρότυπο της κράσεως οα > ) < αυτός + Faδ-, αδείν (ανδάνω), άδος.
ΠΑΡ. αυθάδεια (Α και -ία)
αρχ.
αυθαδίζομαι, αυθαδικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. αυθαδόστομος].

Greek Monotonic

αὐθάδης: [ᾱ], -ες (ἥδομαι), ισχυρογνώμων, επίμονος, πεισματάρης, ατίθασος, απείθαρχος, αλαζόνας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για πράγματα, άσπλαχνος, σκληρός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -δως, σε Αριστοφ.· συγκρ. -έστερον, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

-ες
Grammatical information: adj.
Meaning: self-willed, stubborn, arrogant (Hdt.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From *αὐτο-Ϝάδης, αὐτός and the stem of ἁδ-εῖν with crasis (Lejeune, Phon. 296); Ion. (contracted) αὐτώδης given by A. D. Pron. 74, 9 and H. S. ἁνδάνω.

Middle Liddell

ἥδομαι
self-willed, wilful, dogged, stubborn, contumacious, presumptuous, Hdt., etc.:— metaph. of things, remorseless, unfeeling, Aesch.:— adv. -δως, Ar.; comp. -έστερον, Plat.

Frisk Etymology German

αὐθάδης: -ες
{authá̄dēs}
Meaning: selbstgefällig, anmaßend (ion. att.).
Derivative: Davon αὐθάδεια, auch -ία (Suffixübertragung, Schwyzer 469, Chantraine Formation 88) Selbstgefälligkeit, Anmaßung (att., hell. u. spät); αὐθαδικός (Ar.). Denominative Verba αὐθαδίζομαι (Pl., Them.) mit αὐθάδισμα (A.) und αὐθαδιάζομαι (J. usw.) ‘selbstgefällig usw. sein’.
Etymology: Aus *αὐτοϝάδης, Zusammenbildung von αὐτός und dem Verbalstamm in ἁδεῖν durch Krasis in der Kompositionsfrage; ion. (kontrahierte) Nebenform αὐτώδης nach A. D. Pron. 74, 9 und H. Weiteres s. ἁνδάνω.
Page 1,184-185

Chinese

原文音譯:aÙq£dhj 凹特阿得士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:同一的-滿足(著)
字義溯源:自悅,任性,自願,自大;由(αὐτός)=自己)與(ἡδονή)=欣喜)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身),而 (ἡδονή)出自(ἀναψύχω)X*=願意)
出現次數:總共(2);多(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 任性(2) 多1:7; 彼後2:10

English (Woodhouse)

determined, firm, obstinate, self-opinionated, self-willed, stubborn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)