ἰάπτω: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἰάψω;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[jeter]] : κατὰ [[χρόα]] (<i>s.e.</i> τὰς χεῖρας) OD jeter ses mains sur son corps, <i>càd</i> se déchirer la chair de ses mains ; [[πρόσθε]] πυλᾶν κεφαλὰν ἰ. ESCHL se briser <i>litt.</i> se jeter la tête contre les portes;<br /><b>2</b> [[lancer]], [[envoyer]] : ἰ. βέλη [[εἴς]] τινα ESCHL, | |btext=<i>f.</i> ἰάψω;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[jeter]] : κατὰ [[χρόα]] (<i>s.e.</i> τὰς χεῖρας) OD jeter ses mains sur son corps, <i>càd</i> se déchirer la chair de ses mains ; [[πρόσθε]] πυλᾶν κεφαλὰν ἰ. ESCHL se briser <i>litt.</i> se jeter la tête contre les portes;<br /><b>2</b> [[lancer]], [[envoyer]] : ἰ. βέλη [[εἴς]] τινα ESCHL, ἐπί τινι ESCHL lancer des traits contre qqn ; ἰ. ὀρχήματα SOPH commencer les danses;<br /><b>3</b> [[poursuivre]], [[atteindre]], [[blesser]], acc. ; <i>fig.</i> λόγοις ἰ. τινά SOPH déchirer qqn par de mauvaises paroles;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> [[s'élancer]], [[se précipiter]].<br />'''Étymologie:''' R. Ἰαπ, développ. de la R. Ἰa, aller. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 06:20, 28 June 2024
English (LSJ)
(A) [ῐ],
A hurt, spoil ( = βλάπτω, Hsch.), ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ mar her beauty, Od.2.376, cf. 4.749; ναυτιλίην A.R.2.875; of a spear, wound, pierce, τοῦ δ' οὐ χρόα καλὸν ἴαψεν Q.S.6.546; Ἔρως.. ὅς με κατασμύχων καὶ ἐς ὀστέον ἄχρις ἰάπτει Theoc.3.17; βροτῶν, οὓς αὐτίκα γῆρας ἰάπτει AP11.389 (Lucill.); ἆ δειλὸς χαλεποῖς ἐνὶ πένθεσι γῆρας ἰάψει Q.S.3.455; ἐπεὶ ἦ νύ με κῆδος ἰάπτει λευγαλέον ib.481:—Pass., ὃς δὲ.. μελλόντων χάριν ἑὸν ἰάπτεται κέαρ B.Fr.7.5; ἰάπτομαι ἄλγεσιν ἦτορ Mosch.4.39; ὥς μοι περὶ θυμὸς ἰάφθη Theoc.2.82. (Perh. cf. ἴπτομαι.)
(B) [ῐ], fut.
A -ψω A.Th.525 (lyr.): aor. ἴαψα S.Aj.700(lyr.): —send, drive on, of missiles, send forth, shoot, τόξοις βέλη εἴς τινα A. Ag.510; χερμάδα ἐπί τινι Id.Th.299(lyr.); πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰ. to throw his head before the gates, i.e. lose it, ib.525(lyr.): metaph., ἐπιτύμβιον αἶνον ἐπ' ἀνδρὶ θείῳ.. ἰάπτων Id.Ag.1548(lyr.); μακάρεσσιν ἔπι ψόγον αἰνὸν ἰ. Rhian.1.4; ἰ. ὀρχήματα begin the dance, S.l.c.:—Pass., ἐπί τινι ἰάπτεται βέλη A.Th.544.
2 c. acc. objecti, λόγοις ἰάπτειν τινά assail one with words, S.Aj.501.
II intr. (sc. ἑαυτόν), rush, hurry, A.Supp.547 (lyr.). (Perh. cf. Lat. jacio.)
German (Pape)
[Seite 1233] = ἰάλλω, senden, schicken, bes. von Geschossen, τόξοις ἰάπτων μηκέτ' εἰς ἡμᾶς βέλη Aesch. Ag. 496, vgl. Spt. 281; pass., 526; auch πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν, 507; übertr. ἰάπτει δ' ἐλπίδων ἀφ' ὑψιπύργων βροτούς Suppl. 90, Ag. 1528 τίς δ' ἐπιτύμβιον αἶνον ἐπ' ἀνδρὶ θείῳ σὺν δάκρυσιν ἰάπτων – πονήσει, nach Conj., das Lied ertönen lassen, wo Wellauer ἐπιτύμβιος αἶνος beibehalten hat, so daß ἰάπτων intr. zu nehmen, s. nachher; ä. ψόγον ἰάπτειν τινί Rhian. Stob. flor. 4, 34; bei Soph. ὀρχήματα ἰάπτειν Ai. 685 ch., die Tanzreigen in Bewegung setzen, schwingen, u. λόγοις ἰάπτων, mit Reden um sich werfen, mit beißenden Reden verletzen, 496. Vgl. Od. 2, 376 ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ, wie 4, 749, daß sie nicht weinend den schönen Leib entstelle, abhärme, wo schwerlich χεῖρας zu ergänzen ist, wie Passow erkl., die Hände gegen den schönen Leib schicken, d. i. Hand an den schönen Leib legen. Die Alten erkl. βλάπτειν, φθείρειν, u. leiten es auch von ἴπτω ab; Lobeck, dem auch Ellendt lex. Soph. beistimmt, leitet es von ἅπτω ab. Bei sp. D. verletzen, beschädigen, kränken, ὥς μευ περὶ θυμὸς ἰάφθη Theocr. 2, 82, vgl. 3, 17; ἰάπτομαι ἄλγεσιν ἦτορ Mosch. 4, 39; vgl. noch Ap. Rh. 2, 875 Qu. Sm. 3, 454; ἔγχος χρόα ἴαψεν, 6, 546. – Intr., = sich schnell bewegen, schweben, ist es Aesch. Suppl. 542 zu nehmen, ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας, wo man ἑαυτόν ergänzen kann; vgl. ἵημι.
French (Bailly abrégé)
f. ἰάψω;
I. tr. 1 jeter : κατὰ χρόα (s.e. τὰς χεῖρας) OD jeter ses mains sur son corps, càd se déchirer la chair de ses mains ; πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰ. ESCHL se briser litt. se jeter la tête contre les portes;
2 lancer, envoyer : ἰ. βέλη εἴς τινα ESCHL, ἐπί τινι ESCHL lancer des traits contre qqn ; ἰ. ὀρχήματα SOPH commencer les danses;
3 poursuivre, atteindre, blesser, acc. ; fig. λόγοις ἰ. τινά SOPH déchirer qqn par de mauvaises paroles;
II. intr. s'élancer, se précipiter.
Étymologie: R. Ἰαπ, développ. de la R. Ἰa, aller.
Russian (Dvoretsky)
ἰάπτω:
1 бросать, кидать (τόξοις βέλη εἴς τινα, χερμάδα ἐπί τινι Aesch.): πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν Aesch. разбить себе голову о ворота;
2 перен. сбрасывать вниз, низвергать (τινὰ ἐλπίδων ἀφ᾽ ὑψιπύργων Aesch.);
3 произносить (ἐπιτύμβιον αἶνον ἐπί τινι Aesch.);
4 начинать (ὀρχήματα Soph.);
5 нападать, поражать, ранить (τινὰ ἐς ὄστιον ἄχρις Theocr.);
6 уязвлять, оскорблять (τινὰ λόγοις Soph.): ὥς μοι θυμὸς ἰάφθη! Theocr. как уязвлена душа моя!;
7 (sc. ἑαυτόν) носиться, мчаться, бежать: ἰάπτει Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch. (преследуемая оводом Ио) бежит через Азию.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάπτω: μέλλ. -ψω· (ἴδε ἐν τέλει)· - πέμπω, ῥίπτω, ὡς τὸ προϊάπτω· ὁ Ὅμηρ. ἔχει τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα μόνον ἐν τῇ φράσει, κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτειν (δηλ. τὰς χεῖρας), ἐκτείνειν τὰς χεῖρας κατὰ τοῦ ὡραίου σώματος, δηλ. τύπτειν τὸ στῆθος ἐκ θλίψεως, ὡς τὸ κόπτεσθαι, (ἀλλὰ κατ’ Εὐστάθ. τὸ ἰάπτειν ἐνταῦθα σημαίνει ἁπλῶς «τὸ διαφθείριν καὶ βλάπτειν»), Ὀδ. Β. 376, Δ. 749· - βραδύτερον, ῥίπτω, ἐξακοντίζω, βέλη εἴς τινα Αἰσχύλ. Ἀγ. 510· χερμάδα ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 297· πρόσθε πυλᾶν κεφαλὴν ἰάψειν, ὅτι θὰ ῥίψῃ τὴν κεφαλήν του πρὸ τῶν πυλῶν, αὐτόθι 525· - μεταφ., ἐπιτύμβιον αἶνον ἐπ’ ἀνδρὶ θείῳ.. ἰάπτων (οὕτως ὁ Fec. Voss ἀντὶ τῆς γραφῆς τοὺ Ἀντιγράφου, ἐπιτύμβιος αἶνος, ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1547· ψόγον ἰ. ἐπί τινι Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 9· ἰάπτειν ὀρχήματα, ἄρχεσθαι ὀρχημάτων, Σοφ. Αἴ. 700. - Παθ., ἐπί τινι ἰάπτεται βέλη Αἰσχύλ. Θήβ. 544. 2) σπανίως μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ὡς τὸ ἰάλλω 2, λόγοις ἰάπτειν τινά, προσβάλλειν τινὰ διὰ λόγων, Σοφ. Αἴ. 501· ἐντεῦθεν παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, τραυματίζω, βλάπτω, ἔγχος χρόα ἴαψεν Κόϊντ. Σμ. 6. 546· ἐς ὀστέον ἄχρις ἰάπτειν τινὰ Θεόκρ. 3. 17· καὶ οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἰάπτομαι ἄλγεσιν ἦτορ Μόσχ. 4. 39· ἴδε περιιάπτω, καὶ πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 455, 481· οὓς γῆρας ἰάπτει Ἀνθ. Π. 11. 389· - ὡσαύτως, βλάπτω, ματαιώνω, ναυτιλίην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 875. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. ἑαυτόν), ὁρμῶ, σπεύδω, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 547. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ΙΑΠ, = Λατ. jac-io, ? π. ΙΙ: - ἐντεῦθεν ἴαμβος).
English (Autenrieth)
only μὴ κλαίουσα κατὰ (adv.) χρόα κᾶλὸν ἰάπτῃ(ς), harm by smiting, Od. 2.376, Od. 4.749.
Greek Monolingual
ἰάπτω (Α)
1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ' εἰς ἡμᾶς βέλη», Αισχύλ.)
2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» — μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.)
3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ
4. βλάπτω, ζημιώνω («ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτη» — για να μην ασχημίζει με το κλάμα της το ωραίο δέρμα της, Ομ. Οδ.)
5. εκστομίζω λόγο εναντίον ή υπέρ κάποιου, υμνολογώ ή προσβάλλω κάποιον με λόγια (α. «αἶνον ἐπ' άνδρὶ θείῳ... ἰάπτων», Αισχύλ.
β. «πικρὸν πρόσφθεγμα δεσποτῶν ἐρεῖ λόγοις ἰάπτων», Σοφ.)
6. σπεύδω με ορμή, τρέχω («ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας», Αισχύλ.)
7. φρ. (για χορό) «ἰάπτειν ὀρχήματα» — να κάνει κάποιος την έναρξη του χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχ. ενεστ. με αναδιπλασιασμό (i-) που διατηρείται σ' όλους τους χρόνους. Το ρ. συνδέεται μάλλον εσφαλμένα με τα ίπτομαι, ίψασθαι «πιέζω» και με τη γλώσσα του Ησυχίου: ιάσσειν
θυμούσθαι
δάκνειν. Το ιάπτω εμφανίζει δύο διαφορετικές σημασίες: «ρίχνω, εκσφενδονίζω - χτυπώ, τραυματίζω» (πρβλ. βάλλω)].
Greek Monotonic
ἰάπτω: μέλ. -ψω, πέμπω, στέλνω, ρίχνω, σε Όμηρ.· κατὰ χρόα ἰάπτειν (ενν. τὰς χεῖρας), εκτείνουν τα χέρια έναντια στο σώμα, δηλ. χτυπούν το στήθος από λύπη, σε Ομήρ. Οδ.
1. λέγεται για βλήματα, εξακοντίζω, ρίπτω, εξαπολύω, σε Αισχύλ.· ἰάπτειν ὀρχήματα, ξεκινώ το χορό, την όρχηση, σε Σοφ.
2. προσβάλλω με τα λόγια, επιτίθεμαι, πλήττω, στον ίδ.· τραυματίζω, ἰάπτειν τινὰ ἐς ὀστέον ἄχρις, σε Θεόκρ. — Παθ., ἰάπτομαι ἄλγεσιν ἦτορ, σε Μόσχ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: shoot, send on, hurt, wound (Il.)
Other forms: Aor. ἰάψαι (Il.), pass. ἰάφθη (Theoc.), fut. ἰάψω (A.),
Compounds: Also with prefix, e. g. προ-,
Derivatives: On Ίαπετός s.v. On the meanings see βάλλειν. So there is no reason, with Schulze Q. 168 n. 3, Bechtel Lex. s. ἴπτομαι, LSJ to assume two different words (maintained in the LSJ Supplement; the meanings are rather different from those in Frisk and DELG).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Reduplicated formation with generalized reduplication; further unclear. Often combined with *ἴπτομαι, ἴψασθαι press hard, oppress, hurt (Bechtel l. c., Kuiper Glotta 21, 282ff. and MAWNed. N. R. 14 : 5, 25 n 1), also with Lat. iaciō (Lottner KZ 7, 174, Schulze l. c.; s. Bq and W.-Hofmann s. iaciō); diff. Prellwitz Wb. (wrong; on αἶψα s.v.), Belardi Doxa 3, 206 (Skt. vápati strew out). - Whether ἰάσσειν (cod. -εῖν) θυμοῦσθαι, δάκνειν H. was the original present of ἰάψαι (vgl. Bq s. ἰάπτω), is uncertain. - The connection with *ἴπτομαι is semantically not easy; with ἰάσσειν one could suppose *h₂i-h₂ekʷ-, but here again the meanings are difficult to connect.
Middle Liddell
ἰάπτω,
1. to send on, put forth, Hom.; κατὰ χρόα ἰάπτειν (sc. τὰς χεῖρασ) to put forth (her hands) against her body, i. e. smite her breasts for grief, Od.: —of missiles, to send forth, shoot, Aesch.; ἰάπτειν ὀρχήματα to begin the dance, Soph.
2. to assail, attack, Soph.: to wound, ἰ. τινὰ ἐς ὀστέον ἄχρις Theocr.; Pass., ἰάπτομαι ἄλγεσιν ἦτορ Mosch.
Frisk Etymology German
ἰάπτω: {iáptō}
Forms: Aor. ἰάψαι (seit Il.), Pass. ἰάφθη (Theok.), Fut. ἰάψω (A.),
Grammar: v.
Meaning: werfen, schleudern, treffen, verletzen.
Composita : auch mit Präfix, z. B. προ-,
Derivative: Davon Ἰαπετός "der Herabgeschleuderte" (Θ 479, Hes.; Ἰ- metr. gedehnt, zur Bildung Schwyzer 502 m. Lit., Fraenkel Nom. ag. 1, 51 A. 1) mit Ἰαπετιονίδης (Hes.; Solmsen Unt. 58). Zur Bedeutung werfen, schleudern, treffen, verletzen vgl. βάλλειν. Es liegt somit kein Grund vor, mit Schulze Q. 168 A. 3, Bechtel Lex. s. ἴπτομαι, GEL u. a. zwei verschiedene Verba anzusetzen.
Etymology : Reduplizierte Bildung mit verschleppter Reduplikation, aber sonst etymologisch unerklärt. Oft zu *ἴπτομαι, ἴψασθαι drücken, bedrängen gezogen (Bechtel a. a. O., Kuiper Glotta 21, 282ff. und MAWNied. N. R. 14 : 5, 25A. 1), auch zu lat. iaciō (Lottner KZ 7, 174, Schulze a. a. O.; weitere Lit. bei Bq s. v. und W.-Hofmann s. iaciō); noch anders Prellwitz Wb. (zu αἶψα), Belardi Doxa 3, 206 (aind. vápati hinstreuen). — Ob ἰάσσειν (cod. -εῖν)· θυμοῦσθαι, δάκνειν H. als ursprüngliches Präsens von ἰάψαι zu gelten hat (vgl. Bq s. ἰάπτω), mag dahingestellt sein.
Page 1,705-706