ἀκοντίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἠκόντιζον, <i>f.</i> ἀκοντιῶ, <i>ao.</i> ἠκόντισα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> lancer un javelot sur, gén., acc. <i>ou</i> | |btext=<i>impf.</i> ἠκόντιζον, <i>f.</i> ἀκοντιῶ, <i>ao.</i> ἠκόντισα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> lancer un javelot sur, gén., acc. <i>ou</i> ἐπί τινι <i>ou</i> ἐς et l'acc. ; ἀκοντίζειν [[δουρί]] IL frapper d'une javeline ; <i>ou</i> ἀκοντίζειν [[δοῦρα]] OD <i>ou</i> αἰχμάς IL lancer des javelines;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> [[s'élancer]], [[pénétrer comme un trait]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκων]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[ἄκων]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακόντιο]], <i>τινός</i>, [[εναντίον]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· | |lsmtext='''ἀκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[ἄκων]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακόντιο]], <i>τινός</i>, [[εναντίον]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, στο ίδ.· το όπλο τίθεται σε δοτ., <i>ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ</i>, όρμησε με το [[δόρυ]] του, στο ίδ.· επίσης σε αιτ., ἀκόντισαν [[ὀξέα]] [[δοῦρα]], έριξαν, εξακόντισαν τα δόρατά τους, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[χτυπώ]], [[πλήττω]] με το [[δόρυ]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., τραυματίζομαι ή πληγώνομαι από [[ακόντιο]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[φεγγοβολώ]], [[ακτινοβολώ]], [[εκπέμπω]] [[ακτινοβολία]], λέγεται για το [[φεγγάρι]], [[σελήνη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[τρυπώ]], [[διαπερνώ]], [[εἴσω]] γῆς, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 06:20, 28 June 2024
English (LSJ)
Att. fut. ἀκοντιῶ, (ἄκων)
A hurl a javelin, τινός at one, Αἴαντος.. ἀκόντισε φαίδιμος Ἕκτωρ Il.14.402, cf. 8.118; also Αἵας.. ἐφ' Ἕκτορι.. ἵετ' ἀκοντίσσαι 16.359; ἀκοντίζω ἐς or καθ' ὅμιλον, Od.22.263, Il.4.490; ἔς τινας Th. 7.40; εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους X.An.7.4.18: c. dat., of the weapon, ἦ καὶ ἀκόντισε δουρί Il.5.533; ἀκοντίζω δουρὶ φαεινῷ ib.611, al.; αἰχμαῖς Pi.I.1.24: also c. acc., ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα Od.22.265; ἀκοντίζουσι θαμειὰς αἰχμὰς ἐκ χειρῶν Il.12.44, cf. 14.422: abs., use the javelin, τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν Hdt.4.114, cf. Hp.Aër.17, Th.3.23, etc.:—Pass., κῶλα.. ἐς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο E.IT1370; ἀ. ἀπὸ τῶν ἵππων ὀρθός Pl.Men.93d.
2 after Hom., hit with javelin or strike with javelin, or simply aim at, ἀκοντίζω τὸν σῦν Hdt.1.43, etc.:—Pass., to be hit or be wounded, E.Ba.1098, Antipho 3.1.1, X.HG4.5.13.
3 hurl, throw, ἑαυτούς, i.e. leap overboard, Ach.Tat.5.7; jettison cargo, Id.3.2: metaph., τινὰς εἰς ἄπειρον χρόνον Olymp.Alch.p.75B.
4 shoot forth rays, of moon, E.Ion1155:—Med., flash, Arist.Mu. 392b3.
5 metaph., μῦθον Nonn. D. 34.299; μερίμνας ἀνέμοισιν ib.12.258.
II intr., dart or pierce, metaph., of curses, εἴσω γῆς E.Or.1241.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I tr.
1 c. compl. de pers. o anim. lanzar, tirar, arrojar el dardo o la jabalina abs. ἀνδρὸς ἀκοντίσσαντος Il.4.498, cf. 16.336, 359, Od.22.252, τοξεύομέν τε καὶ ἀκοντίζομεν Hdt.4.114, Hp.Aër.17, D.C.41.59.1, Th.3.23, SIG 578.22, 25 (Teos II a.C.), ἀφ' ἵππου ἀκοντίζων IG 22.958.2.95 (II a.C.), καί τις ἀποθνῄσκων ὕστατ' ἀκοντισάτω que cada uno arroje al morir su último dardo Callin.1.5
•en v. pas. ser alcanzado, ser herido ὄζοισιν ... ἠκοντίζετο E.Ba.1098, cf. Pl.Men.93d, ἀκοντιζομένους εἰς τὰ γυμνά X.HG 4.5.13
•c. gen. de pers. disparar el dardo contra, asestar el dardo contra Αἴαντος ... ἀκόντισε φαίδιμος Ἕκτωρ Il.14.402
•c. prep. ἐφ' Ἕκτορι ἵετ' ἀκοντίσσαι Il.16.359, πρὸς ἧπαρ E.IT 1370, καθ' ὅμιλον Il.4.490, ἐς ὅμιλον Od.22.263, ἐς τοὺς ναύτας Th.7.40, εἰς τὸ φῶς X.An.7.4.18
•c. ac. τὸν ὗν Hdt.1.43, a veces tb. c. dat. del arma, δουρί Il.5.533, δούρασι Tyrt.7.37, αἰχμαῖς Pi.I.1.24, λόγχαισιν E.Ph.1167, γρόσφοις Plb.10.20.3.
2 c. compl. de la cosa lanzada tirar, lanzar ὀξέα δοῦρα Od.22.265, αἰχμάς Il.12.44, 14.422, βέλος Nonn.D.1.247, ἑαυτούς arrojarse por la borda Ach.Tat.5.7.6
•tirar la carga, hacer la echazón πάντα ἠκοντίζομεν ἔξω τῆς νηός Ach.Tat.3.2.9
•fig. ἀ. μερίμνας ἀνέμοισιν lanzar las preocupaciones al viento Nonn.D.12.258, μῦθον Nonn.D.34.299, σπινθῆρας Nonn.Par.Eu.Io.20.12, αἴγλην Nonn.D.16.203.
II intr.
1 fig. lanzarse como dardos εἴσω γῆς ... ἀραί E.Or.1241, de la sangre de una herida, Veg.Mul.1.22.5, 1.26.4.
2 abs. lanzar rayos, irradiar κύκλος δὲ πανσέληνος ἠκόντιζ' ἄνω E.Io 1155
•en v. med. relampaguear φλόγες Arist.Mu.392b3.
• Etimología: Cf. ἄκων, -οντος, ὁ.
German (Pape)
[Seite 77] (ἄκων), den Speer werfen; oft bei Hom., welcher es nie vom Stoße mit dem Speergebraucht; ἀνδρὸς ἀκοντίσσαντος ohne Zusatz Iliad. 4, 498; μέλεον δ' ἠκόντισαν 16, 336; ἀκόντισε δουρί4, 496; ἀκόντισε δουρὶθοῶς 5, 533; τὼ δ' ἄρ' ὁμαρτήδην ὁμὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι ἵετ' ἀκοντίσσαι, ὁ δ' ἀπὸ νευρῆφιν ὀιστῷ 13, 585; Od. 8, 229 δουρὶ δ' ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀιστῷ; τινός Il. 13, 502, δουρί τινος 13, 183, αἰχμὰς θαμειὰς ἀκ. ἐκ χειρῶν 12, 44, ἐφ' Ἕκτορι 16, 359, ἐς ὅμιλον Od. 22, 263, τοῦ καθ' ὅμιλον Il. 4, 490; – Pind., Eur. u. Prosaiker; ἀκ. τὸν σῦν Her. 1, 43, τινὰ παλτῷ Xen. An. 1, 8, 19; pass. Hell. 4, 5, 13; Eur. Iph. T. 1335 ἐς ἧπαρ ἠκοντίζετο. – Eur. Or. 1234 εἴσωγῆς ἀκοντίζουσ' ἀραί, eindringen. – Bei Sp. D. vom Strahlen, Glanz verbreiten, σπινθῆρας Nonn. 40, 305, vgl. Eur. Ion. 1155.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠκόντιζον, f. ἀκοντιῶ, ao. ἠκόντισα, pf. inus.
1 tr. lancer un javelot sur, gén., acc. ou ἐπί τινι ou ἐς et l'acc. ; ἀκοντίζειν δουρί IL frapper d'une javeline ; ou ἀκοντίζειν δοῦρα OD ou αἰχμάς IL lancer des javelines;
2 intr. s'élancer, pénétrer comme un trait.
Étymologie: ἄκων¹.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοντίζω: (ᾰ)
1 метать дротик(и) (τοξεύειν καὶ ἀ. Her.; ἀ. τινός и ἐπί τινι Hom. или τινά Her.);
2 метать, бросать: ἀ. τινί или τι Hom., Pind. etc. метать что-л.; ὄζοισι ἠκοντίζετο Eur. в него бросали ветками;
3 ранить, поражать (τινὰ παλτῷ Xen.): ἀκοντίζεσθαι εἴς τι Xen. быть раненым дротиком куда-л.;
4 тж. med. испускать лучи, сверкать (φλόγες ἀκοντίζονται Arst.): κύκλος πανσέληνος ἠκόντιζ᾽ ἄνω Eur. вверху сияла полная луна;
5 устремляться, проникать (εἴσω γῆς) Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (ἄκων) = ῥίπτω ἀκόντιον ἢ ἀπολύτ. = ῥίπτω ταχέως, βάλλω: τινός, ἐναντίον τινὸς (πρβλ. στοχάζομαι), Αἴαντος... ἀκόντισε φαίδιμος Ἕκτωρ, Ἰλ. Ξ. 402, πρβλ. Θ. 118· ὡσαύτως, Αἴας... ἐφ’ Ἕκτορι... ἵετ’ ἀκοντίσσαι, Π. 359· ἀκ. ἐς ἢ καθ’ ὅμιλον. Ὀδ. Χ. 263, Ἰλ. Δ. 490: - τὸ ὅπλον κατὰ τὸ πλεῖστον τίθεται κατὰ δοτ. ἦ καὶ ἀκόντισε δουρί, ὥρμησε μὲ τὸ δόρυ του, ἔρριψε μεθ’ ὁρμῆς τὸ δόρυ, Ἰλ. Ε. 533· ἀκ. δουρὶ φαεινῷ, αὐτόθι 611 καὶ ἀλλ.· ὡσαύτως κατ’ αἰτιατ. ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα, ἠκόντισαν τὰ ὀξέα δόρατα, Ὀδ. Χ. 265· ἀκοντίζουσι θαμειὰς αἰχμὰς ἐκ χειρῶν, Ἰλ. Μ. 44, πρβλ. Ξ. 422, Πινδ. Ι.1. 33: - μεταχειρίζομαι τὸ ἀκόντιον, τοξεύειν καὶ ἀκ., Ἡρόδ. 4.114· ἀκ. ἀπὸ τῶν ἵππων ὀρθός, Πλάτ. Μένων 33D. 2) μεθ’ Ὅμηρ., μετ’ αἰτιατ. προσώπου, βάλλω, πλήττω διὰ τοῦ ἀκοντίου, ἢ ἁπλῶς σκοπεύω ἐναντίον τινός, Λατ. petere, ἀκ. τὸν σῦν, Ἡρόδ. 1.43, κτλ.: ἐντεῦθεν παθητ., πλήττομαι ἢ τραυματίζομαι δι’ ἀκοντίου, Εὐρ. Βάκχ. 1098, Ἀντιφῶν 120, τελευτ., Ξεν. 3) ἀκ. ἑαυτὰς ἐπὶ ποταμόν, βάλλειν ἑαυτάς, ῥίπτειν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱσ. 8.12, 4. ἀναβαίνω φεγγοβολῶν, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης σελήνης, Εὐρ, Ἴων 1155. - ὡς μέσ., ἀπαστράπτω, Ἀριστ. Κόσμ. 2.11. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁρμῶ ἢ διαπερῶ, εἴσω γῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1241.
English (Autenrieth)
(ἄκων), aor. ἀκόντισα: hurl the javelin, hurl; δοῦρα, δουρί.
English (Slater)
ᾰκοντίζω throw, make a cast οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (I. 1.24) met. of song. εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν, ἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν (N. 9.55) μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ' ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (τὸν ἐμὸν λόγον ῥίψαις ὑπερβαλοῦμαι τοὺς ἄλλους. Σ.) (I. 2.35)
Greek Monolingual
(Α ἀκοντίζω)
1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω
«ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῦ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῦ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.)
2. χτυπώ με το ακόντιο
«ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά
«και την καρδιά μου ακόντισες με τα γλυκά σου μάτια»
2. σπρώχνω τη βάρκα με το ακόντι
αρχ.
1. χειρίζομαι το ακόντιο, ασκούμαι στον ακοντισμό
«τοξεύομέν τε καὶ ἀκοντίζομεν και ἱππαζόμεθα» (Ηρόδ.)
2. ρίχνω, πετάω κάποιον με ορμή
«εἰ θέλει με εἰς τὸ πέλαγος ἀκοντίσαι» (Εκκλ. Μην.)
«ἀκοντίζειν ἑαυτὰς ἐπὶ ποταμὸν» (Ευσέβ.)
3. φεγγοβολώ
«κύκλος δὲ πανσέληνος ἠκόντιζ’ ἄνω» (Ευρ.)
4. (αμτβ.) ορμώ κάπου ή διαπερνώ κάτι «εἴσω γῆς ἀκοντίζουσ’ ἀραὶ» (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκων (Ι).
ΠΑΡ. ακόντιση, ακόντισμα, ακοντισμός, ακοντιστής, ακοντιστικός
αρχ.
ἀκοντιστύς
μσν.
ἀκοντιστήριον.
ΣΥΝΘ. εξακοντίζω, υπερακοντίζω
αρχ.
ἀνακοντίζω, ἀντακοντίζω, εἰσακοντίζω, ἐνακοντίζω, κατακοντίζω, παρακοντίζω, προσακοντίζω, συνακοντίζω.
Greek Monotonic
ἀκοντίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (ἄκων),
I. 1. ακόντιο, τινός, εναντίον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, στο ίδ.· το όπλο τίθεται σε δοτ., ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ, όρμησε με το δόρυ του, στο ίδ.· επίσης σε αιτ., ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα, έριξαν, εξακόντισαν τα δόρατά τους, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. προσ., χτυπώ, πλήττω με το δόρυ, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., τραυματίζομαι ή πληγώνομαι από ακόντιο, σε Ευρ., Ξεν.
3. φεγγοβολώ, ακτινοβολώ, εκπέμπω ακτινοβολία, λέγεται για το φεγγάρι, σελήνη, σε Ευρ.
II. αμτβ., τρυπώ, διαπερνώ, εἴσω γῆς, στον ίδ.
Middle Liddell
ἄκων
I. to hurl a javelin, τινός at one, Il.; ἐπί τινι Il.:—the weapon is put in dat., ἀκόντισε δουρί darted with his spear, Il.; also in acc., ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα darted their spears, Od.
2. c. acc. pers. to hit with a javelin, Hdt., etc.; Pass. to be so hit or wounded, Eur., Xen.
3. to shoot forth rays, of the moon, Eur.
II. intr. to pierce, εἴσω γῆς Eur.
Léxico de magia
arrojar unos dientes de asno al fuego λαβὼν τὸν γομφίον καὶ τὴν μύλην καὶ πυρὰν ποιήσας ἀκόντισον εἰς τὸ πῦρ toma la muela y el diente y después de hacer una hoguera arrójalos al fuego P XIa 30