μήποτε

Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

or μή ποτε, Ion. μή κοτε (v. infr. 11):    I as Adv. never, on no account, after ὡς, A.Pr.205, Eu.882; after εἰ, Id.Ch.182, etc.: c. inf., Id.Eu.977, Supp.617; esp. in oaths, never, ὀμοῦμαι, μή ποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι Il.9.133, 275; ἐπεκέκλετ' Ἐρινῦς, μή ποτε . . ἐφέσσεσθαι ib.455; in aposiopesis, ἢ μήπορ' ἆρ' . . Men.Sam.97: in orat. obliq., Hes.Op.86.    2 in prohibition or warning, with aor. subj., μή ποτε καὶ σὺ . . ὀλέσσῃς Od.19.81, etc.: with inf. for imper., 11.441.    3 in later Gr., perhaps, Arist.EN1172a33, LXX Ge.24.5, Aristeas 15, Ph.1.13, Arr.Epict.3.22.80, Plu.2.106d, A.D.Pron.18.4.    II as Conj., lest ever, αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν... μή ποτέ τις εἴπῃσι Od.21.324, al.; οὐδαμὰ ἐλπίσας μή κοτε ἄρα . . ἐλάσῃ Hdt.1.77, cf. 8.53.

German (Pape)

[Seite 176] niemals, daß nicht einmal, daß niemals, daß doch nie, in allen Vrbdgn, welche bei μή aufgeführt sind (vgl. οῦποτε); τῷ νῦν μήποτε καὶ σύ, γύναι, ἀπὸ πᾶσαν ὀλέσσῃς ἀγλαΐην, Od. 19, 81; ὀμοῦμαι μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι, Il. 9, 133. 275; c. inf. fut., 9, 455. 19, 128; εἰ τῆσδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί, Aesch. Ch. 180; μήποτ' ἐν πόλει στάσιν τᾷδ' ἐπεύχομαι βρέμειν, Eum. 933; auch εἰσελθέτω σε μήποτε, Prom. 1004; μήποτε μήποτέ μ' εὐνάτειραν ἴδοισθε πέλουσαν, 896; εἴθε μήποτε γνοίης, o möchtest du doch niemals erkennen, Soph. O. R. 1068; ἣν μήποτ' ἐγὼ προσιδεῖν ὁ τάλας ὤφελον ὄσσοις, Trach. 993; auch getrennt geschrieben u. mit einem dazwischen tretenden Worte, μὴ δόξῃς ποτέ, Ant. 758; τὸ μήποτε κινδυνεῦσαι, Plat. Rep. V, 467 b; ὅπως μήποτε ἔτι ἔσται ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ, Xen. An. 1, 1, 4, öfter. – Bei Arist. eth. 10, 1 u. bes. bei den Gramm. bedeutet es geradezu »vielleicht«, eigtl. wie nescio an, ich weiß nicht, ob nicht einmal, vgl. Buttm. ad Dem. Mid. p. 134.

Greek (Liddell-Scott)

μήποτε: ἢ μή ποτε. Ι. ὡς ἐπίρρ.: οὐδέποτε, κατ’ οὐδένα τρόπον, μηδαμῶς, ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ, μετὰ τὰ ὡς, εἰ, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 203, Εὐμ. 882, Χο. 182, κτλ.· ― ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 977, Ἱκέτ. 617· ἰδίως ἐπὶ ὅρκων, ὀμοῦμαι, μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, 275· ἐπεκέκλετ’ Ἐρινῦς, μήποτε... ἐφέσσεσθαι αὐτόθι 455· ὡσαύτως ἐπὶ πλαγίου λόγου, ὅτε ἄλλου λόγοι ἀναφέρονται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 86· πρβλ. οὐδέποτε. 2) ἐπὶ ἀπαγορεύσεως ἢ ἰσχυρᾶς ἀρνήσεως, μετ’ ἀορ. ὑποτ., μήποτε καὶ σύ... ὀλέσσῃς Ὀδ. Τ. 81, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ προστ., Λ. 441. 3) παρὰ μεταγενεστ., = ἴσως, ὡς τὸ Λατ. nescio an, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 1, 3, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Γραμμ.· ἴδε Buttm. Exc. vii ad Dem. Mid., σ. 135. ΙΙ. ὡς σύνδ., μήπως, Λατ. ne quando, αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν..., μή ποτέ τις εἴπῃσι Ὀδ. Φ. 324, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

v. μή in fine.

English (Autenrieth)

see μή and ποτέ, πού, πώ, πώς.

English (Slater)

μήποτε (v. μή, ποτε.) c. impv.,
   1 never Παιὰν δὲ μήποτε λείποι Πα. 2. 36, 72, 108.

English (Strong)

or me pote from μή and ποτέ; not ever; also if (or lest) ever (or perhaps): if peradventure, lest (at any time, haply), not at all, whether or not.

English (Thayer)

(from μή and πότε) (μή πότε (separately) L WH (except Tr (except οὔποτε as μή does from οὐ; (from Homer down). Accordingly it is:
1. a particle of Negation; not ever, never: ἐπεί μήποτε ἰσχύει, since it is never of force, because the writer thinks that the very idea of its having force is to be denied, WH text μή τότε), on which see Winer s Grammar, 480 (447), cf. Buttmann, 353 (304); but others refer, this passage to 3a. below.
2. a prohibitory conjunction; lest ever, lest at any time, lest haply, (also written separately μή πότε (see at the beginning), especially when the component parts retain each its distinctive force; cf. Lipsius, Gram. Untersuch., p. 129f; Ellendt, Lex. Sophocles 2:107. In the N. T. use of this particle the notion of time usual to πότε seems to recede before that of contingency, lest perchance)), so that it refers to the preceding verb and indicates the purpose of the designated action (Winer's Grammar, § 56,2): with a subjunctive present Sept. for פֶּן); R G); Sept. for פֶּן); οὐ namely, θέλω); ἵνα prefixed, Buttmann, § 139,7, cf. also, p. 368 (315)
d.): (L T Tr WH; (cf. L T Tr WH). after verbs of fearing, taking care (Winer s Grammar, as above; Buttmann, § 139,48): with subjunctive aorist — so after προσέχω, to take heed, lest etc., φοβούμενοι or προσέχοντες must be mentally supplied, μήποτε οὐκ ἀρκέσῃ, lest perchance there be not enough (so that οὐκ ἀρκέσῃ forms one idea, and φοβούμεθα must be supplied before μήποτε), R T WH marginal reading; but L Tr WH text, together with Meyer, et al., have correctly restored μήποτε (namely, τοῦτο γενέσθω (Winer's Grammar, § 64,7a.)) οὐ μή ἀρκέσῃ, i. e. "Not so! There will in no wise be enough" (see μή, IV:2); cf. Bornemann in the Studien und Kritiken for 1843, p. 143 f; (but all the editors above named remove the punctuation mark after μήποτε; in which case it may be connected directly with the words which follow it and translated (with R. V.) 'peradventure there will not be enough'; cf. Buttmann, § 148,10, especially, p. 354 (304) note. For additional examples of μήποτε in this sense (cf. Aristotle, eth. Nic. 10,10, p. 1179a, 24; with indicative, ibid., pp. 1172{a}, 33; 1173{a} 22, etc.), see Sophocles Lexicon, under the word; Alexander Buttmann (1873) in his translation of Apoll. Dysk., index under the word; (cf. Liddell and Scott, under the word μή, Buttmann, 9)). after φοβοῦμαι, with present subjunctive φοβούμενος must be supplied before it, βλέπειν with a future indicative (cf. Winer's Grammar, § 56,2b. α.; Buttmann, 243 (209)), μή, III.), whether ever, whether at any time; whether perchance, whether haply, (German doch nicht etwa; ob nicht etwa);
a. in a direct question introduced by ἐπεί, for, else (see ἐπεί, 2under the end): so according to the not improbable interpretation of some (e. g. L WH marginal reading, Delitzsch) in α. with the optative (where the words are regarded as the thought of someone (Winer s Grammar, § 41b. 4c.; Buttmann, § 139,60)): β.) β. with the subjunctive: R G L (cf. Buttmann, 46 (40));. but T Tr WH text give the optative), where μήποτε κτλ. depend on the suppressed idea διαλογιζόμενος (cf. Buttmann, § 139,62at the end; Winer's Grammar, as above).

Greek Monolingual

(ΑΜ μήποτε, Α και μή ποτε και ιων. τ. μήκοτε, Μ και μήποτες)
1. (ως επίρρ. με απαγορευτική σημ.) με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο («ὡς Ζεὺς μήποτ' ἄρξειεν θεῶν», Αισχύλ.)
2. (ως σύνδ. με ερωτηματική σημ.) μήπως («αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν... μήποτέ τις εἴπῃσι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
(ως επίρρ.) ίσως («τὰ γὰρ τοῡ θανάτου μήποτε καὶ λίαν ἡμῑν ὄντα συνήθη καὶ συμφυᾱ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μή + ποτέ (πρβλ. ουδέποτε)].

Greek Monotonic

μήποτε: ή μή-ποτε,
I. 1. ως επίρρ., ποτέ, με κανέναν τρόπο, μετά τα ὡς, εἰ, κ.λπ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης με απαρ. σε όρκους, ὀμοῦμαι, μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. σε απαγόρευση ή ισχυρή άρνηση, με υποτ. αόρ., μήποτε καὶ σὺ ὀλέσσῃς, σε Ομήρ. Οδ.
3. πιθ., όπως το nescio an, σε Αριστ.
II. ως σύνδ., ότι ποτέ, μήπως κάποτε, Λατ. ne quando, σε Ομήρ. Οδ.