ἐργασία

From LSJ
Revision as of 22:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰσία Medium diacritics: ἐργασία Low diacritics: εργασία Capitals: ΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: ergasía Transliteration B: ergasia Transliteration C: ergasia Beta Code: e)rgasi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, Cret. ϝεργασία Leg.Gort.8.44, ἡ, (ἐργάτης)

   A work, business, ἐργασίην φεύγουσα h.Merc.486, etc.; opp. ἀργία, X.Mem.2.7.7; ἐ. ἀγαθή productive labour, Id.Vect.4.29 ; ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, of bees, Arist. HA625b24 ; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐ., of seamen, Pl.R.371b ; μὴ γενομένης ἐργασίας if no work was done, D.27.20 ; δὸς ἐργασίαν, c. inf., Lat. da operam ut.., Ev.Luc.12.58, cf. OGI441.109 (SC. de Stratonicensibus, i B. C.) : pl., τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐ. ἐργάζεσθαι X.Oec.7.20 ; ἐ. ἀνελεύθεροι Arist.EN1121b33, cf. Epicur.Fr.196 (dub.).    2 function, ἥπατος Aret.SD1.15.    II working at, making, manufacture, ἱματίων, ὑποδημάτων, etc., Pl.Grg.449d, Tht.146d, etc. ; ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐ. X.Oec.7.21 ; making up of a prescription, Hp.Ulc.14 : metaph., Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται Troy is (i.e. is doomed to be) taken in the part wrought by thy hands, Pi.O.8.42 ; ἐ. ἡδονῆς production of pleasure, Pl.Prt.353d ; ἐ. χρημάτων money-making, Arist.EN1160a16 (but administration of property, Leg.Gort. l.c.).    2 working of a material, ἡ ἐ. τοῦ σιδήρου Hdt.1.68 ; χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων, Pl.Chrm.173e ; τῶν χρυσείων μετάλλων Th.4.105, cf. Hyp.Eux.36 ; πίττης Thphr.HP9.2.6: most commonly, tillage of the ground, ἐ. γῆς, χώρας, Ar.Ra.1034(pl.), Isoc.7.30, etc.; ἐ. κήπων Pl. Min.316b ; ἐ. περὶ τὴν τροφήν preparation (i.e. mastication and digestion) of food, Arist.Juv.469a3 ; treatment of silphium, Thphr.HP6.3.2    3 generally, trade, business, X.Mem.3.10.1 ; ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν engaged in trade by sea, D.33.4 ; ἡ ἐ. τῆς τραπέζης the banking business, Id.36.6 ; ἐ. χρυσοχοϊκή, ἀρωματική, PLond.3.906.6 (ii A.D.), PFay.93.7 (ii A.D.) ; βαφεῖς τὴν ἐ. dyers by trade, PTeb.287.3(ii A.D.); esp. of a courtesan's trade, Hdt.2.135, D.18.129 ; of sexual intercourse, Arist.Pr.876a39.    b ἐὰν ἐργασίαν εὕρῃ ὁ οἰκέτης if a slave brings in earnings, Hyp.Ath.22.    4 practising, exercising, τῶν τεχνῶν Pl.Grg.450c ; Κύπριδος AP5.218 (Paul. Sil.); ἀκαθαρσίας Ep.Eph.4.19.    5 work of art, production, τετράγωνος ἐ., of the Hermae, Th.6.27 (non legit Sch.); τῶν τειχῶν αἱ ἐργασίαι the fortification works, Id.7.6.    6 literary execution, ἐ. ποιητική Phld. Po.5.11 ; elaboration of a topic, Sch.Pi.P.2.24.    7 production of a play, Arg. Men.Oxy.1235.108.    III guild or company of workmen, ἡ ἐ. τῶν βαφέων Judeich Altertümer von Hierapolis50 ; ἐριοπλυτῶν ib. 40 ; ἐ. θρεμματική dub. sens., ib.227.

German (Pape)

[Seite 1019] ἡ, das Arbeiten, die Thätigkeit, Arbeit, δυήπαθος H. h. Merc. 486; Ggstz von ἀργία, Xen. Mem. 2, 7, 7; bes. Feldarbeit, αἱ ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίαι Oec. 7, 20, vgl. 6, 9; τινός, Beschäftigung womit, Ausübung, Betreibung einer Kunst, eines Handwerks, τεχνῶν Plat. Gorg. 450 c; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐργ. Rep. II, 371 c, vgl. Charmid. 163 b; τῆς ἡδονῆς, die Wirkung, Prot. 353 d; μισθοῦται τὴν τῆς τραπέζης ἐργασίαν, das Geldwechselgeschäft, Dem. 36, 6; auch allein das Geldgeschäft, ibd. 11; ἡ κατὰ θάλατταν ἐργ. 33, 4; – das Gewerbe einer Hure, Dem. 18, 129; Κύπριδος Paul. Sil. 1 (V, 219). In Inscr. auch Zunft. Gewerk, βαφέων; vgl. Plut. Lys. 3. – Die Ausarbeitung, Verfertigung, τῶν τειχῶν Thuc. 7, 6; ὑποδημάτων Plat. Theaet. 146 d; οἰκίας Rep. IV, 438 d; τῶν ἱματίων Gorg. 449 d; auch das Verfertigte selbst, die Arbeit, ἡ τετράγωνος ἐργ., von den Hermen, Thuc. 6, 27; χερός Pind. Ol. 8, 42. Aber τρισσῶν ἐργασίην καμάτων, das Geräth, Werkzeug der Fischer, Jäger u. Vogelsteller, Satyr. ep. 1 (VI, 11). – Bearbeitung, τοῦ σιδήρου Her. 1, 68; χαλκοῦ Plat. Charm. 173 e; γῆς Ar. Ran. 1034 u. A.; τῶν χρυσείων μετάλλων, der Goldbergwerke, Thuc. 4, 105; vgl. Dem. 37, 35; auch περὶ τὰ ξύλα, Plat. Euthyd. 281 a. – Verarbeitung der Speisen, Verdauung, Arist. de respir. 11 u. öfter. – Erwerb, Xen. Mem. 3, 10, 1; Gewinn, χρημάτων, Arist. u. A.; ἐργασίας μὴ γιγνομένης Dem. 27, 20; ἐργασία καὶ δυναστεία 25, 7; Hurenerwerb, -lohn, Her. 2, 135; ἡ ἀπὸ τοῦ σώματος Dem. 59, 36; αἱ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐργασίαι Pol. 4, 50, 3. – Im N. T. ist ἐργασίαν διδόναι operam dare, sich Mühe geben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἐργάζομαι), ὡς καὶ νῦν, «δουλειά», ἀσχολία, Λατ. labor, ἐργασίην φεύγειν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 486, καὶ Ἀττ. ἀντίθετον τῷ ἀργία, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 7· ἐργ. ἀγαθή, παραγωγικὴ ἐργ., ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 29· ἀνελεύθερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 40· ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40 ἡ περὶ τὴν θάλασσαν ἐργ., ἐπὶ ναυτῶν, Πλάτ. Πολ. 371Β· μὴ γενομένης ἐργασίας, Δημ. 819. 28· δὸς ἐργασίαν. μετ’ ἀπαρ., Λατ. da operam ut..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ΙΒ΄, 5· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Ξεν. Οἰκ. 7. 20. ΙΙ. κατασκευή, οἰκοδομή, τειχῶν Θουκ. 7. 6· ἱματίων, ὑποδημάτων, κτλ., Πλατ. Γοργ. 449D, Θεαίτ. 146D· τῆς ἐσθῆτος Ξεν. Οἰκ. 7. 21· πίττης Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2. 6· μεταφ., Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς ἐργασίαις ἁλίσκεται, ἡ Τροία κυριεύεται (δηλ. εἶναι πεπρωμένον νὰ κυριευθῇ) κατὰ τὸ μέρος τὸ κτισθὲν διὰ τῶν χειρῶν σου, Πινδ. Ο. 8. 56· ἐργ. ἡδονῆς Πλάτ. Πρωτ. 353D. 2) ἡ κατεργασία ὕλης τινος, ἡ ἐργ. τοῦ σιδήρου Ἡρόδ. 1. 68· χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων Πλάτ. Χαρμ. 173Ε· τῶν χρυσείων μετάλλων Θουκ. 4. 105, πρβλ. Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Εὐξενίππ. 45: ἀλλὰ συνηθέστατα, ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ἐργ. γῆς χώρας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1034, Ἰσοκρ. 145D. κτλ.· ἐργ. περὶ κήπων Πλάτ. Μίνως 316Ε· ὡσαύτως, πέψις, χώνευσις τροφῶν, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11. 1, κτλ. 3) καθόλου, ἐμπόριον, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1, Δημ. 976. 28, κτλ.· ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὤν τῆς κατὰ τήν θάλασσαν, ἐνησχολημένος εἰς ἐμπόριον κατὰ θάλασσαν, Δημ. 893. 21· ἐργ. χρημάτων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 9, 5· - ἐπάγγελμα, ἐργασία ἐργασία ἑταίρας, ἐπικομένη δὲ κατ’ ἐργασίην Ἡρόδ. 2. 135, ἴδε Valck εἰς 1. 93, Δημ. 270. 15. 4) ἐξάσκησις, τῶν τεχνῶν Πλάτ. Γοργ. 450C. ἡ ἐργ. τῆς τραπέζης, τὸ ἔργον τοῦ τραπεζίτου, Δημ. 946. 3· Κύπριδος Ἀνθ. Π. 5. 219. 5) ἔργου τέχνης, τετράγωνος ἐργ., ἐπὶ τῶν Ἑρμῶν, Θουκ. 6. 27, πρβλ. 7. 6. ΙΙΙ. συντεχνίαἑταιρεία ἐργατῶν, ἡ ἐργ. τῶν βαφέων Συλλ. Ἐπιγρ. 3924, πρβλ. 3938, καὶ ἴδε τὴν λ. ἔργον V.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. abs. travail;
II. avec un rég.
1 travail, préparation : σιδήρου HDT, ἐρίων, ξύλων PLAT du fer, de la laine, du bois ; γῆς AR de la terre;
2 pratique : τῶν τεχνῶν PLAT des arts;
3 action de produire par son travail : τειχῶν THC construction de murs ; ἱματίων, ὑποδημάτων PLAT confection de vêtements, de chaussures ; ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων XÉN confection d’un vêtement avec de la laine, abs. action de se procurer des ressources.
Étymologie: ἐργάζομαι.

English (Slater)

ἐργᾰςῐα
   1 workΠέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” i. e. in the part of the wall built by Aiakos (O. 8.42)

English (Strong)

from ἐργάτης; occupation; by implication, profit, pains: craft, diligence, gain, work.

English (Thayer)

ἐργασίας, ἡ, (ἐργάζομαι;
1. equivalent to τό ἐργάζεσθαι, a working, performing: ἀκαθαρσίας, work, business: Xenophon, oec. 6,8, et al.).
3. gain got by work, profit: παρέχειν ἐργασίαν τίνι, Xenophon, mem. 3,10, 1; cyneg. 3,3; Polybius 4,50, 3).
4. endeavor, pains (A. V. diligence): δίδωμι ἐργασίαν, after the Latinism operam do, Hermog. de invent. 3,5, 7).

Greek Monolingual

η (AM ἐργασία)
1. σωματική ή πνευματική ενέργεια για παραγωγή έργου, δουλειά (α. «οι εργασίες της Βουλής» β. «τὴν δ’ ἐργασίαν καὶ τὴν ἐπιμέλειαν οὐδὲν χρήσιμα», Ξεν.)
2. το έργο με το οποίο ασχολείται κάποιος συνεχώς, βιοποριστικό επάγγελμα («κερδίζει πολλά από την εργασία του»)
3. το αποτέλεσμα καλλιτεχνικής, επιστημονικής ή άλλης εργασίας
νεοελλ.
1. η τεχνοτροπία της κατασκευής («καλλιτεχνική εργασία»)
2. ο κόπος, η αμοιβή που καταβάλλεται για την εκτέλεση ενός έργου («πλήρωσα μόνο την εργασία
τα υλικά ήταν δικά μου»)
3. έργο που ανέλαβε ή εποπτεύει κάποιος («τελευταία ανέλαβε πολλές εργασίες»)
μσν.- νεοελλ.
1. ενέργεια, πράξη
2. ασχολία, απασχόληση
3. τρόπος ή ωράριο λειτουργίας
αρχ.-μσν.
εκτέλεση, επεξεργασία, κατασκευή («ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐργασία», Ξεν.)
αρχ.
1. έργο, λειτουργία
2. κατεργασία ύλης («χαλκοῡ ἐργασίας», Πλάτ.)
3. καλλιέργεια της γης («τὰ περὶ κήπων ἐργασίας συγγράμματα», Πλάτ.)
4. πέψη, χώνεψη
5. γεν. εμπορική επιχείρηση, εμπόριο («ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν», Δημοσθ.)
6. το επάγγελμα της εταίρας
7. κέρδη από την εργασία («ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῑχε τοῑς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη», ΚΔ)
8. εξάσκηση μιας τέχνης («τῶν τεχνῶν τῶν μέν ἐργασία τὸ πολύ ἔστι», Πλάτ.)
9. κατασκευή, ανέγερση («τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι», Θουκ.)
10. γραμμ. εκτέλεση, επεξεργασία
11. όργανο, εργαλείο
12. συντεχνία, σωματείο εργατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργάζομαι. Ως δηλωτικό της ρηματικής ενέργειας το όνομα εργασία παρακολουθεί τις σημασιολογικές εξελίξεις του εργάζομαι βλ. λ.. Στη Νέα Ελληνική το εργασία διατήρησε τη σημασία της πνευματικής ή χειρωνακτικής ενέργειας για βιοποριστικούς κυρίως σκοπούς, ενώ το συνώνυμό του δουλειά εξελίχθηκε σε γενικότερο όρο αποκτώντας επί πλέον τέτοιες σημασίες όπως «επιδιωκόμενος σκοπός» (αυτό δεν κάνει για τη δουλειά σου), «πράγμα που αφορά κάποιον» (αυτό δεν είναι δουλειά δική σου) και «μπελάς, πρόβλημα» (αυτό το σπυράκι θα σου ανοίξει δουλειές). Το έργο, τέλος, δηλώνει όχι τη ρηματική ενέργεια αλλά το αποτέλεσμά της].

Greek Monotonic

ἐργᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ (ἐργάζομαι),·
I. εργασία, ημερήσια δουλειά, ασχολία, Λατ. labor, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.· δὸς ἐργασίαν, με απαρ., Λατ. da operam ut..., σε Καινή Διαθήκη
II. 1. κατασκευή, οικοδόμηση, ανέγερση, τειχῶν, σε Θουκ.· ἱματίων, ὑποδημάτων, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. κατεργασία, επεξεργασία υλικού, τοῦ σιδήρου, σε Ηρόδ.· τῶν χρυσείων μετάλλων, σε Θουκ., Αριστοφ. κ.λπ.
3. γενικά, εμπόριο, συναλλαγή, σε Ξεν., Δημ.
4. εξάσκηση, πρακτική, τῶν τεχνῶν, σε Πλάτ.
5. έργο τέχνης, τετράγωνος ἐργ., λέγεται για τις Ερμές, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐργᾰσία: ион. ἐργασίη ἡ
1) работа, труд: ἐ. τῶν τεχνῶν Plat. профессиональный труд; ἡ περὶ τὴν θάλατταν Plat. и κατὰ θάλατταν ἐ. Dem. мореплавание, преимущ. морская торговля; τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Xen. трудиться под открытым небом;
2) обработка (σιδήρου Her.; ἐρίων Plat.);
3) возделывание (γὴς Arph.);
4) разработка, эксплуатация (τῶν μετάλλων Thuc.);
5) переработка, переваривание (τροφῆς Arst.);
6) выработка, изготовление, производство (ἱματίων, ὑποδημάτων Plat.; τῶν σιτίων Arst.);
7) возбуждение, причинение (τῆς ἡδονῆς Plat.);
8) сооружение, возведение, постройка (τειχῶν Thuc.; οἰκίας Plat.);
9) занятие, ремесло, промысел (ἐργασίαι μισθαρνικαί Arst.): ἐ. τῆς τραπέζης Dem. банковское дело, ремесло менялы; κατ᾽ ἐργασίην Her. в целях ремесла (лат. ut quaestum corporis faciat);
10) зарабатывание, стяжание, приобретение (χρημάτων Arst.): ἐργασίας ἕνεκα Dem. для наживы;
11) произведение, изделие (χερὸς ἐργασίαι Pind.): ἡ τετράγωνος ἐ. Thuc. = ἑρμῆς;
12) доход (αἱ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐργασίαι Polyb.; ἡ ἀπὸ μετάλλων ἐ. Plut.).

Middle Liddell

ἐργᾰσία, ἡ, ἐργάζομαι
I. work, daily labour, business, Lat. labor, Hhymn., attic; δὸς ἐργασίαν, c. inf., Lat. da operam ut . . , NTest.
II. a working at, making, building, τειχῶν Thuc.; ἱματίων, ὑποδημάτων Plat., etc.
2. a working of a material, τοῦ σιδήρου Hdt.; τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc., Ar., etc.
3. generally, trade, commerce, Xen., Dem.
4. a practising, exercising, τῶν τεχνῶν Plat.
5. a work of art, production, τετράγωνος ἐργ., of the Hermae, Thuc.