ὑψηλός

From LSJ
Revision as of 22:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλός Medium diacritics: ὑψηλός Low diacritics: υψηλός Capitals: ΥΨΗΛΟΣ
Transliteration A: hypsēlós Transliteration B: hypsēlos Transliteration C: ypsilos Beta Code: u(yhlo/s

English (LSJ)

ή, όν (also ὑψηλός, ὑψηλόν Demetr.Troezen.1 Diels): Comp. and Sup. ὑψηλότερος, ὑψηλότατος, and irreg.
A ὑψηλέστατος Paus.5.13.9: (ὕψι, ὕψος): —high, lofty, θάλαμος Od.1.426; πύργος Il.3.384, etc.; of a highland country, χώρη ὀρεινὴ . . καὶ ὑψηλή Hdt. 1.110; ὑψλὰ χωρία Th.3.97; and ὑψηλά alone, Pl.Lg.732c; ἐφ' ὑψηλοῦ εἶναι, καθῆσθαι, X.HG4.5.4, Luc. Rh.Pr.6; ἐν ὑψηλῷ τινι καταστάς Plu.Eum. 17; ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht.175d; ἀφ' ὑψηλοτέρου καθορῶντες X.HG6.2.29; ἐποικοδομήσαντες ὑψηλότερον [τὸ τεῖχος] Th.7.4. Adv., ὑψηλῶς καθήμενος Pherecr. 64.
II metaph., high, lofty, stately, proud, ὄλβος, ἀρεταί, κλέος, Pi.O.2.22, 5.1, P.3.111; τέχνη θεσπεσία τις καὶ ὑ. Pl.Euthd.289e; ὑ. καὶ χαύνη ἐλπίς Id.Ep.341e; ὑψηλὰ κομπεῖν = talk high and boastfully, S.Aj.1230.
2 of persons, opp. δυσδαίμων, E.Hel.418; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Id.Heracl.613 (lyr.); ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑ. εἶναι Id.Hipp.730; ἐπὶ τούτοις ὑ. ἐξαρεῖν αὑτόν Pl.R.494d, cf. And.3.7, Aeschin.2.174; [δαίμονα] ὑ. αἴρειν E.Supp.555; τὸ νέον ἅπαν ὑ. καὶ θρασύ Metrod.Fr.57; αὑτὸν παρέχειν ὑψηλότερον λημμάτων Luc.Nigr. 25; ὑ. τῷ ἤθει Plu.Dio4.
3 upraised, i.e. mighty, ἐν βραχίονι ὑψηλῷ LXX Ex.6.1, al.
4 of poets, sublime, Longin.40.2; τὰ ὑψηλότερα = the loftier, sublimer thoughts or language, Id.43.3; ὑ. λέξις, λόγος, D.H.Lys. 13, Plu.Per.5. Adv. ὑψηλῶς Gal.10.12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haut, élevé : ἐν ὑψηλῷ εἶναι PLUT être sur une hauteur ; fig. :
1 en parl. du caractère, des pensées, du style;
2 en mauv. part hautain, fier, orgueilleux;
Cp. ὑψηλότερος.
Étymologie: ὕψος.

Russian (Dvoretsky)

ὑψηλός:
1) высокий (πύργος Hom.; στέγη Aesch.; τεῖχος Thuc.; ὄρος NT);
2) высокогорный, возвышенный (ἡ Μηδικὴ χώρη Her.; τὰ χωρία Thuc.);
3) перен. высокий, возвышенный (ἀρεταί, κλέος Pind.; λόγος Plut.): ὑ. τῷ ἤθει Plut. с возвышенной душой; ὑψηλόν τινα αἴρειν Eur., Aeschin. возвеличивать кого-л.; ἑαυτὸν ὑψηλότερόν τινος παρέχειν Luc. возвышаться над чем-л.;
4) высокомерный, надменный: ὑφηλὰ κομπεῖν Soph. держать надменные речи; τὰ ὑψηλὰ φρονεῖν NT = ὑψηλοφρονεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλός: ή, όν· συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ότερος, -ότατος, καὶ ἀνωμάλως, -έστατος διάφ. γραφ. ἐν Παυσ. 5. 13, 9· (ὕψι, ὕψος)· ― ὡς καὶ νῦν, ὑψηλός, Λατιν. altus, sublimis, Ὅμηρ., Ἡρόδ., Τραγ., κλπ.· θάλαμος Ὀδ. Α. 426· πύργος Ἰλ. Γ. 384, κλπ.· ἐπὶ χώρας, χώρα ὀρεινή… καὶ ὑψηλὴ Ἡρόδ. 1. 110· ὑψηλὰ χωρία Θουκ. 3. 97· καὶ μόνον ὑψηλά, Πλάτ. Νόμ. 732C· ἐφ’ ὑψηλοῦ εἶναι Ξεν., Λουκ., κλπ.· ἐν ὑψηλῷ εἶναι Πλουτ. Εὐμεν. 17· ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθῆναι Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἀφ’ ὑψηλοτέρου καθορᾶν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29· ὑψηλότερον οἰκοδομεῖν [τὸ τεῖχος] Θουκ. 7. 4. ― Ἐπίρρ., καθήμενον ὑψηλῶς ὑπὸ σκιαδείῳ Φερεκράτης ἐν «Ἱπνῷ» 1. ΙΙ. μεταφορ., ὑψηλός, μέγας, λαμπρός, ὄλβος, ἀρεταί, κλέος Πινδ. Ο. 2. 38., 5. 1, Π. 3. 196, κλπ.· τέχνη θεσπεσία τις καὶ ὑψ. Πλάτ. Εὐθύδ. 289Ε· ὑψ. καὶ χαύνη ἐλπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 341Ε· ὑψηλὰ κομπεῖν Σοφ. Αἴ. 1230. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀντίθετ. τῷ δυσδαίμων, Εὐρ. Ἑλ. 418· ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 613· ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψ. εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 730· ἐπὶ τούτοις ὑψ. ἐξαίρειν αὑτὸν Πλάτ. Πολ. 494D· πρβλ. Ἀνδοκ. 24. 18, Αἰσχίν. 51. 24· οὕτω, πνεῦμα ὑψηλὸν αἴρειν Εὐρ. Ἱκ. 555· ἑαυτὸν ὑψηλότερον λημμάτων παρέχειν Λουκ. Νιγρ. 25· ὑψ. τῷ ἤθει Πλουτ. Δίων 4. 3) ἐπὶ ποιητῶν, ἔχων ὕψος λόγου ἢ ἐννοιῶν, Λογγῖν. 40. 2· τὰ ὑψηλότερα, αἱ ὑψηλότεραι ἔννοιαι ἢ φράσεις, ὁ αὐτ. 43. 3· ὑψ. λέξις, λόγος Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13, Πλουτ. Περικλ. 5.

English (Autenrieth)

(ὕψος): high, lofty, highlying.

English (Slater)

ὑψηλός (-οῖο, -όν; -ᾶς, -άν, -ᾶν, -αῖς; -όν acc.: superl. -οτάτων.)
   1 lofty
   a lit. ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου (O. 6.64) Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς (Pae. 2.98) ὑψηλὰν πόλιν ἀμφινέμονται (Akragas) fr. 119. 2.
   b met. ὅταν θεοῦ μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν pr. (O. 2.22) ὑψηλοτάτων ἀέθλων (O. 4.3) ὑψηλᾶν ἀρετᾶν (O. 5.1) κλέος εὑρέσθαι ὑψηλὸν (P. 3.111) τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν (I. 5.45) ὑψηλαῖς πραπίδεσσι (of Kadmos) Δ. 2. 2. ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 3.

English (Strong)

from ὕψος; lofty (in place or character): high(-er, -ly) (esteemed).

English (Thayer)

ὑψηλή, ὑψηλόν (ὕψι on high, ὕψος) (from Homer down), high; lofty;
a. properly, of place: ὄρος, R G L brackets; τεῖχος, τά ὑψηλά (the heights of heaven; the Sept. for מָרום, A. V. on high; cf. Buttmann, § 124,8d.), exalted on high: ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν (made higher than the heavens), of Christ raised to the right hand of God, μετά βραχίονος ὑψηλοῦ, with a high (uplifted) arm, i. e. with signal power, Sept. often ἐν βραχίονι ὑψηλῷ for נְטוּיָה בִּזְרועַ, as in eminent, exulted: in influence and honor, ὑψηλά φρονεῖν, to set the mind on, to seek, high things (as honors and riches), to be aspiring, L marginal reading T Tr WH; T WH marginal reading; (Lucian, Icaromen. 11, Hermot. 5).

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑψηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και -ός Α
1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ' ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ' ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.)
2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό από την θάλασσα ύψος, ορεινός
3. μτφ. α) μεγάλος, μεγαλειώδης, εξαίρετος, υπέροχος, ηθικά και πνευματικά ανώτερος (α. «υψηλά φρονήματα» β. «τέχνη θεσπέσια τις καὶ ὑψηλή», Πλάτ.)
β) (για πρόσ.) εξέχων (α. «είναι υψηλό πρόσωπο» β. «ὅταν δ' ἀνὴρ πράξῃ κακῶς ὑψηλός», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (για αξίωμα ή κοινωνική θέση) ανώτερος
2. ο προερχόμενος από βασιλική γενιά, βασιλικός, πριγκιπικός
3. (για ήχο ή φωνή) οξύς
4. το ουδ. ως ουσ. το υψηλό
(για νοήματα, θεωρίες ή πράξεις) η ηθική και πνευματική ανωτερότητα
5. (το ουδ. του τ. ψηλός στον πληθ. ως ουσ.) τα ψηλά
ναυτ. α) τα έξαλα του πλοίου
β) τα ανώτερα ή τα ελαφρά από τα τριγωνικά ιστία
6. φρ. α) «αφ' υψηλού» — με υπεροψία, ακατάδεκτα
β) «καθ' υψηλήν επιταγήν»
(λόγια έκφρ.) κατά διαταγή ανώτατης αρχής
γ) «Υψηλή Πύλη»
(την εποχή τών σουλτάνων) i) τα ανάκτορα του σουλτάνου
ii) συνεκδ. η τουρκική κυβέρνηση
δ) «υψηλή τάση»
(ηλεκτρολ.) τάση, δηλαδή διαφορά δυναμικού, η οποία ανέρχεται σε αρκετά κιλοβόλτ, από μερικές δεκάδες έως μερικές εκατοντάδες
ε) «υψηλή συχνότητα»
(ραδιοηλ.) συχνότητα που έχει πάνω από 3 μεγαχέρτς, δηλαδή 3 εκατομμύρια χερτς, και φθάνει ώς τα 30 μεγαχέρτς, δηλαδή 30 εκατομμύρια χερτς
στ) «πολύ υψηλή συχνότητα»
(ραδιοηλ.) συχνότητα που έχει πάνω από 30 μεγαχέρτς, δηλαδή πάνω από 30 εκατομμύρια χερτς, και φθάνει ώς τα 300 μεγαχέρτς ή 300 εκατομμύρια χερτς
αρχ.
1. (για συγγραφέα) αυτός που χαρακτηρίζεται από την μεγαλοπρέπεια του λόγου του, την ηθική και πνευματική ανωτερότητα τών εννοιών του
2. (με προθέσεις, όπως πρός, ἀπό, ἐν κ.λπ.) σε αρκετό ύψος, ψηλά (α. «ἐν ὑψηλῷ εἶναι», Πλούτ.
β. «ἰλιγγιῶν τε ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς», Πλάτ.).
επίρρ...
υψηλώς/ ὑψηλῶς ΝΜΑ, και υψηλά και ψηλά και αψηλά Ν
1. σε μεγάλο ύψος
2. προς τα πάνω
νεοελλ.
φρ. α) «με το μέτωπο ψηλά» — με θάρρος ή με περηφάνια
β) «οι υψηλά ιστάμενοι» — ανώτατοι αξιωματούχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγ-ηλός, χαμ-ηλός)].

Greek Monotonic

ὑψηλός: -ή, -όν (ὕψι),
I. ψηλός, υψηλός, ανυψωμένος, Λατ. altus, sublimis, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· λέγεται για ορεινή χώρα, χώρη ὀρεινὴ καὶ ὑψηλή, σε Ηρόδ.· ὑψηλὰ χωρία, σε Θουκ.
II. μεταφ., υψηλός, μέγας, λαμπρός, σε Πίνδ., Πλάτ.· ὑψηλὰ κομπεῖν, μιλώ με αγέρωχο τρόπο, σε Σοφ.· πνεῦμα ὑψηλὸν αἴρειν, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑψηλός, ή, όν [ὕψι]
I. high, lofty, high-raised, Lat. altus, sublimis, Hom., Hdt., Trag., etc.; of a highland country, χώρη ὀρεινὴ καὶ ὑψηλή Hdt.; ὑψηλὰ χωρία Thuc.
II. metaph. high, lofty, stately, Pind., Plat.; ὑψηλὰ κομπεῖν to talk loftily, Soph.; πνεῦμα ὑψηλὸν αἴρειν Eur.

Chinese

原文音譯:ØyhlÒj 虛普些羅士
詞類次數:形容詞(11)
原文字根:高的
字義溯源:高的,高,尊貴的,大能的,高天,高過,高大的事物;源自(ὕψος)=高超),而 (ὕψος)出自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)
出現次數:總共(11);太(2);可(1);路(2);徒(1);羅(1);來(2);啓(2)
譯字彙編
1) 高的(3) 太4:8; 啓21:10; 啓21:12;
2) 高(3) 太17:1; 可9:2; 路4:5;
3) 高天(1) 來1:3;
4) 高過(1) 來7:26;
5) 大能的(1) 徒13:17;
6) 所尊貴的(1) 路16:15;
7) 高大的事(1) 羅12:16

English (Woodhouse)

boastful, exalted, majestic, mountainous, proud, conceited, high in air, high sounding, of horns, puffed up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)