ἀπόλεμος

From LSJ
Revision as of 07:47, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλεμος Medium diacritics: ἀπόλεμος Low diacritics: απόλεμος Capitals: ΑΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: apólemos Transliteration B: apolemos Transliteration C: apolemos Beta Code: a)po/lemos

English (LSJ)

Ep. ἀπτόλεμος, ον,
A unwarlike, ἀπόλεμος καὶ ἄναλκις Il.2.201, al., cf. X.Cyr.7.4.1, Jul.Or.2.87a; ἀπολέμῳ δὲ χειρὶ λείψεις βίον = by an unwarlike hand you will lose your life, i.e. by a woman's hand, E.Hec.1034 (lyr.).
2 unwarlike, peaceful, εὐνομία Pi.P.5.66; εὐναί E.Med.640; ἡσυχία D.H.2.76, etc. Adv. ἀπολέμως = in an unwarlike manner, peacefully, invincibly, ἴσχειν Pl.Plt.307e.
II invincible, A.Ag.768, Ch.55 (lyr.).
III πόλεμος ἀπόλεμος = a war that is no war, a hopeless struggle, Id.Pr.904 (lyr.) (Dind. metri gr. proposes ἀπολέμιστος), E.HF1133.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ép. ἀπτόλεμος Il.9.35, etc.
I 1no guerrero, poco belicoso de pers. φὰς ἔμεν ἀπτόλεμον καὶ ἀνάλκιδα de Diomedes Il.l.c., de los aqueos Il.9.41, οἱ Ἀσιηνοί Hp.Aër.16, de un persa, X.Cyr.7.4.1, de unos guardianes, Iul.Or.3.87a, ἀπολέμῳ δὲ χειρὶ λείψεις βίον = perderás la vida por mano no guerrera e.d. de mujer, E.Hec.1033, ἡ (γυνή) Pl.R.456a.
2 pacífico, alejado de la guerra de cosas y abstr. εὐνομία Pi.P.5.66, los tirsos dionisíacos, E.Io 216, εὐναί E.Med.641, ἀπόλεμος χρόνος tiempo de paz, Com.Adesp.846, ἡσυχία D.H.2.76, εἰρήνη Ph.1.572, βίος Ph.2.383.
II 1invencible δαίμων A.A.768, σέβας A.Ch.55.
2 ἀπόλεμος ... πόλεμος = guerra que no es guerra, en que no hay victoria de la de un mortal contra un dios, A.Pr.904, un padre contra sus hijos, E.HF 1133, ἀπόλεμος ἅμιλλα enfrentamiento incruento Plu.2.784f.
III adv. ἀπολέμως = sin belicosidad ἀπολέμως ἴσχοντες = comportándose con total carencia de combatividad Pl.Plt.307e.

German (Pape)

[Seite 311] 1) krieglos, ἡσυχία D. Hal. 2, 76; unkriegerisch; friedlich, εὐνομία Pind. P. 5, 62; Μοῦσα Plat. Legg. VII, 815 d; γεωργός Plut. Cim. 11; im Kriege unerfahren, Xen. Cyr. 7, 4, 1; zum Kriege untauglich, βάκτρον Βάκχου, Thyrsusstab, Eur. Ion. 217; Plat. Rep. V, 456 a; ἀπολέμως ἔχειν Polit. 307 e; Xen. Cyr. 8, 1, 47 u. Sp. – 2) nicht zu bekriegen, nicht zu bezwingen, δαίμων Aesch. Ag. 746; σέβας Ch. 53; – πόλεμος ἀπ., ein Unglückskrieg, der nicht zu kämpfen, Prom. 906; Eur. Herc. fur. 1133.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui ne fait pas la guerre :
1 non belliqueux, pacifique;
2 impropre à la guerre;
II. qu'on ne peut vaincre à la guerre, invincible;
III. πόλεμος ἀπόλεμος ESCHL guerre qui n'est pas une guerre, càd qu'on ne peut soutenir, funeste.
Étymologie: , πόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλεμος: эп. ἀπτόλεμος 2
1 невоинственный, миролюбивый (εὐνομία Pind.; εὐναί Eur.; γεωργός Plut.);
2 не умеющий воевать, слабый (ἀ. καὶ ἄναλκις Hom.; ἀνήρ Xen.);
3 непобедимый, неодолимый (δαίμων Aesch.);
4 (о войне), злополучный, безнадежный, (πόλεμος ἀ. Aesch., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλεμος: Ἐπ. ἀπτόλεμος, ον, ὁ ἄπειρος πολέμου, ὁ μὴ πολεμικός, ἀκτάλληλος πρὸς πόλεμον, ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις Ἰλ. Β. 201, κτλ. πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 1· ἀπολέμῳ χειρὶ λείψεις βίον, ὃ ἐ. διὰ χειρὸς γυναικός, Εὐρ. Ἑκ. 1034. 2) ὁ μὴ πολεμικός, ὁ τὴν εἰρήνην φιλῶν, εὐνομία Πινδ. Π. 89· εὐναὶ Εὐρ. Μήδ. 641· ἡσυχία Διον. Ἁλ. 2. 76 κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπολέμως ἴσχειν, ἀπολέμως ἔχειν. Πλάτ. Πολιτικ. 307Ε. ΙΙ. ἄμαχος, ἀήττητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 769, Χο. 54. ΙΙΙ. ἀπόλεμος ὅδε γ’ ὁ πόλεμος, ἄνευ τινὸς ἐλπίδος ἐπιτυχίας ὡς γινόμενος πρὸς κρείσσονας, ὁ αὐτ. Πρ. 904 (ἔνθα ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου προτείνει ἀπολέμιστος), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1133.

English (Slater)

ᾰπόλεμος, -ον without war ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν (P. 5.66)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόλεμος, -ον)
όποιος δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο, δεν έχει πολεμήσει
νεοελλ.
ακατάλληλος για πόλεμο
αρχ.
1. ειρηνόφιλος
2. αήττητος, ακαταμάχητος.

Greek Monotonic

ἀπόλεμος: Επικ. ἀ-πτόλεμος, -ον·
I. 1. αυτός που δεν έχει εμπειρία στον πόλεμο, ακατάλληλος για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. ειρηνόφιλος, σε Ευρ.
II. ακαταμάχητος, ανίκητος, σε Αισχύλ.
III. πόλεμος ἀπόλεμος, πόλεμος που κατ' ουσίαν δεν είναι πόλεμος, η άπελπις πολεμική αντιπαράθεση με υπερτέρους αντιπάλους, στον ίδ., Ευρ.

Middle Liddell

I. unwarlike, unfit for war, Il., Eur.
2. peaceful, Eur.
II. not to be warred on, invincible, Aesch.
III. πόλεμος ἀπόλεμος a war that is no war, a hopeless struggle, Aesch., Eur.

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний