κόρη

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρη Medium diacritics: κόρη Low diacritics: κόρη Capitals: ΚΟΡΗ
Transliteration A: kórē Transliteration B: korē Transliteration C: kori Beta Code: ko/rh

English (LSJ)

ἡ, orig. κόρϝα (v. infr. B), with κόρ-η even in Att. Prose and Trag. dialogue; Dor. and Aeol. κόρα, Ar.Lys.1308 (lyr.), Alc.14, also Trag. in lyr. as A.Supp.145, S.OT508, E.Tr.561, and in the pr. n.: κούρα Pi.O.13.65, and twice in Trag. (in lyr.), v. infr. 1.3: Ion. κούρη, as always in Hom. (κόρη first in h.Cer.439): Dor. also κώρα Theoc.6.36, also Boeot., Corinn.Supp.1.48, 2.60 (but

   A κόρα IG7.71012, Ar.Ach.883, cf. κορικός, κόριλλα):—fem.of κόρος, κοῦρος.    1 girl, ἠΰτε κούρη νηπίη ἥ θ' ἅμα μητρὶ θέουσ' ἀνελέσθαι ἀνώγει Il.16.7; μήτε παῖδα μήτε κόραν Schwyzer 324.12 (Delph., iv B. C.); ἔτεκε κόραν IG42 (1).121.22 (Epid.); with reference to virginity, maiden, κόρην . . οὐκέτ', ἀλλ' ἐζευγμένην S.Tr.536; παῖς κ. Ar.Lys.595, D.21.79 codd.; παρθενικὴ κ. E.Epigr.2; ἀδελφὴ κ. Th.6.56; ἀνεδέξαντο τὰς κόρας πέμψειν ἐν Ἴλιον Schwyzer 366 A2 (Tolophon, iii B. C.); of Nymphs, Pi.P.3.78; ἐνάλιοι κ. sea-nymphs, Ar.Th.325 (lyr.): Com., πρέσβειρα πεντήκοντα Κωπᾴδων κορᾶν, of eels, Id.Ach.883; τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κ., i.e. ἀφύη, Eub.75.4; of maiden-goddesses, however old, as the Eumenides, A.Eu.68, S.OC127 (lyr.); the Phorcids, A.Pr.794; the Sphinx, S.OT508 (lyr.); the Fates, Pl.R.617d.    2 of a bride, Od.18.279; young wife, Il.6.247, E.Or.1438 (lyr.), Hdn.3.10.8; or concubine, as Briseis, Il.1.98, 337, 2.689; καταχύσματα . . κατάχει τοῦ νυμφίου καὶ τῆς κ. the bride, Theopomp.Com.14; of a ἑταίρα, AP5.4 (Stat.Flacc.), 219 (Agath.).    3 with gen. of a pr. n. added, daughter, νύμφαι κοῦραι Διός Il.6.420, cf. Sapph.65, E.Hel.168 (lyr.), Andr.897, etc.; κ. Διός, of Athene, A.Eu.415; Λητῴα κόρη, of Artemis, Id.Fr.170, S.El.570; κ. Ἰναχεία, κ. Θεστιάς, A.Pr.589, E.Hel.133; Γῆς τε καὶ Σκότου κόραι, i.e. the Furies, S.OC40; in Thess. Prose, Αἰσχυλὶς Σατύροι (gen.) κόρα IG9(2).1035 (Gyrton): without gen., Berl.Sitzb. 1927.7 (Locr., V B.C.): in voc., κούρα my daughter, A.Th.148, S.OC 180 (both lyr.); κόραι Ar.Pax119.    4 metaph., of a colony, Κύμης κ. Hom.Epigr.1.2; of newly-launched ships, Lyc.24.    II puppet, doll, as a child's plaything, Hyp.Fr.199 (v. infr. v), D.Chr.31.153; small votive image, Pl.Phdr.230b.    III pupil of the eye, because a little image appears therein (v. Pl.Alc.1.133a), κύκλοπα κούρην Emp.84.8, cf. S.Fr.710, E.Hec.972, al., Ar.V.7, Hp.Prorrh.2.20, Gal.UP10.4, Ruf.Onom.23; αἱ καλούμεναι κ. IG42(1).122.67 (Epid., iv B. C.); K. κόσμου, title of Hermetic tract, Stob.1.49.44 tit.    IV long sleeve reaching over the hand, X.HG2.1.8.    V the Attic drachma, because it bore a head of Athena, misinterpr. of Hyp.l.c. ap. Poll.9.74.    VI = ὑπέρεικον, Hp. ap. Gal.19.113.    VII Archit., female figures as supports, Caryatids, τοὺς λίθους . . τοὺς ἐπὶ τῶν κορῶν IG12.372.86 (Erechtheum).    B Κόρη, Dor. Κόρα (Cret. Κώρα GDI5047), Ion. Κούρη, Arc.(?) Κόρϝα IG5(2).554 (provenance unknown), ἡ:—the Daughter (of Demeter), Persephone, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κόρῃ (v.l. Κούρῃ) Hdt.8.65; ναὶ τὰν Κόραν Ar.V.1438; Δημήτηρ καὶ K. Id.Th.298, X.HG6.3.6, IG2.1217, etc.; τῆς Κόρης ἁρπασθείσης Isoc.4.28: less freq. K. Δήμητρος E.Alc.358, cf. Ar.Ra.337; K. τὴν Διὸς καὶ Δήμητρος Isoc.10.20.    II Δηοῦς κ., in Com., = flour, Antiph.52.9; so μεμαγμένη Δήμητρος κ. Eub.75.10.

German (Pape)

[Seite 1486] ἡ, ion. u. ep. κούρη, H. h. Cer. 439 ist κόρη bedenklich, dor. κώρα, Theocr. 6, 36; aber Pind. nur κόραι u. κοῦραι (vgl. κόρος, κοῦρος); – 1) Mädchen, Jungfrau, Tochter; ἠΰτε κούρη νηπίη, ἥθ' ἅμα μητρὶ θέουσ' ἀνελέσθαι ἀνώγει Il. 16, 7; von der Briseis, πρίν γ' ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην 1, 98, öfter; sehr gew. heißen die Nymphen κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο; die Braut, Od. 18, 279; die junge Frau, die Neuvermählte, Il. 6, 247; vgl. Eur. Or. 1436; die Tragg. gewöhnl. κόρη, aber auch κούρα, Aesch. Spt. 133, wie Soph. O. C. 176 (bei dem ἁ πτερόεσσα κόρα die Sphinx heißt, O. R. 509); Eur. I. T. 210; in Prosa nur κόρη, ἤδη δ' εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης Plat. Critia. 113 d, καὶ κόρας καὶ γυναῖκας Legg. VII, 813 e, παιδὸς οὔσης κόρης Dem. 21, 79. – Vorzugsweise heißt so in Attika Proserpina, Eur. Alc. 855 u. A.; ναὶ τὰν Κόραν, Ar. Vesp. 1438; τὰ Δήμητρος καὶ Κόρης ἱερά, Xen. Hell. 6, 3, 6. – 2) eine Puppe von Wachs, Thon od. anderen Stoffen, B. A. 272 τὸ σμικρὸν ἀγαλμάτιον τὸ γύψινον ἢ πήλινον; so ἀπὸ τῶν κορῶν τε καὶ ἀγαλμάτων Plat. Phaedr. 230 b; Sp.; Ep. ad. 115 (VI, 280). – 3) die Pupilleim Auge, weil in ihr ein Bildchen des Hineinsehenden erscheint, vgl. Plat. Alc. I, 133 a u. Medic. Oft bei Eur., ὀμμάτων ξηραῖς κόραις Or. 389; geradezu für Auge, προς βλέπειν ὀρθαῖς κόραις Hec. 979, vgl. Bacch. 746; κόραι στάζουσι δακρύοις Ion 876; auch in der Anth. – Nach Poll. 9, 74 auch eine Münze in Athen. – Bei Xen. Hell. 2, 1, 8 ein langer über die Hand hinaus reichender Aermel.

Greek (Liddell-Scott)

κόρη: ἡ, (οὐχὶ κόρα, οὐδὲ παρ’ Ἀττ., πλὴν τῶν λυρικῶν χωρίων τῶν Τραγ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 144, Σοφ. Ο. Τ. 508, Εὐρ. Τρῳ. 561, καὶ ἐν τῷ κυρίῳ ὀνόματι· ἀλλὰ κούρα Πινδ. Ο. 13. 92, καὶ δὶς παρὰ Τραγ. (ἐν λυρ. χωρίοις), ἴδε κατωτ. Ι. 3)· Ἰων. κούρη, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμήρῳ· (κόρη κατὰ πρῶτον ἐν τῷ ὑπόπτῳ στίχῳ, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 439)· Δωρ. κώρα, Θεόκρ. 6. 36· ― θηλ. τοῦ κόρος, κοῦρος. 1) ἐν σχέσει πρὸς τὴν παρθενίαν, παρθένος, κόρη, κοράσιον, Λατ. puella, ἠύτε κούρη νηπίη ἥθ’ ἅμα μητρὶ θέουσ’ ἀνελέσθαι ἀνώγει Ἰλ. Π. 7· κόρην... οὐκέτ’, ἀλλ’ ἐζευγμένην Σοφ. Τρ. 536· παῖς κ. Ἀριστοφ. Λυσ. 595, Δημ. 540. 4· παρθενικὴ κ. Εὐρ. παρ’ Ἀθην. 61Β· συχνὸν παρὰ κωμ. καὶ τῷ Πλάτ.· ― ἐπὶ τῶν νυμφῶν, Πινδ. Π. 3. 138· ἐνάλιοι κόραι, θαλάσσιαι νύμφαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 325· καὶ κωμικῶς, πρέσβειρα πεντήκοντα Κωπᾴδων κορᾶν, δηλ. ἐγχέλεων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 883· οὕτω, τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κ., δηλ. ἀφύη, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 4· ἐπὶ θεαινῶν παρθένων καὶ γραῖαι ἀκόμη ἂν ἦσαν, οἷον αἱ Εὐμενίδες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 68, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 127· αἱ Φορκίδες, Αἰσχύλ. Πρ. 794· ἡ Σφίγξ, Ο. Τ. 509· αἱ Μοῖραι, Πλάτ. Πολ. 617D. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν νεότητα, νύμφη, Ὀδ. Σ. 279· νεαρὰ σύζυγος, Ἰλ. Ζ. 247· ἢ παλλακίς, ὡς τὸ Λατ. puella, ὡς ἡ Βρισηΐς, Α. 98, 337., Β. 689· τίκτει κόρη Ἑλένη πατρὸς κατ’ οἴκους Εὐρ. Ἀνδρ. 898, πρβλ. Ὀρ. 1436· καταχύσματα... κατάχει τοῦ νυμφίου καὶ τῆς κόρης, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἡδυχάρει» 3· ἴδε παρθένος. 3) μετὰ γεν. κυρίου ὀνόματος, = θυγάτηρ, Νύμφαι κοῦραι Διὸς Ἰλ. Ζ. 420, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 168, κτλ.· κ. Διός, ἡ Ἀθηνᾶ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 415· Λητῴας κόρης, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 169, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 570· κ. Ἰναχείῃ, κ. Θεστιὰς Αἰσχύλ. Πρ. 590, Εὐρ. Ἑλ. 133· Γῆς τε καὶ Σκότου κόραι, αἱ Ἐρινύες, Σοφ. Ο. Κ. 40· ― ἐν τῇ κλητικῇ, κούρα, κόρη μου, Αἰσχύλ. Θήβ. 148, Σοφ. Ο. Κ. 180· κόραι Ἀριστοφ. Εἰρ. 119· πρβλ. θυγάτηρ, κόρος. 4) μεταφ. ἐπὶ ἀποικίας, Ὁμ. Ἐπιγρ. 1. 2· ― ἐπὶ πλοίων νεωστὶ καθελκυσθέντων, Λυκόφρ. 24. ΙΙ. πλαγγών, «κοῦκλα», Λατ. pupa, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β. ΙΙΙ. ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, Λατ. pupa, pupula, pupilla, διότι μικρά τις εἰκὼν φαίνεται σχηματιζομένη ἐν αὐτῇ (ἴδε Πλάτ. Ἀλκ. 1. 133Α), κύκλοπα κούρην Ἐμπεδ. 227· ἀκολούθως ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 634, συχνότερον παρ’ Εὐρ., Ἀριστοφ. Σφ. 7, Πλ. 635· ― ἡ μεταβολὴ τῆς σημασίας ἐν τῇ λέξει γλήνη εἶναι ἀκριβῶς ἀντίθετος πρὸς ταύτην, ἴδε τὴν λέξιν γλήνη ΙΙ. IV. μακρὰ χειρὶς («μανίκι») ἐκτεινομένη πέραν τῆς χειρὸς καὶ καλύπτουσα αὐτήν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 8, πρβλ. Κύρ. 8. 3, 10. 13. V. ἡ Ἀττικὴ δραχμὴ ὡς φέρουσα κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 74. VI. = ὑπέρεικον, Ἱππ. παρὰ Γαλην. Λεξ. VII. κόραι ἦτο ἡ κυρίως Ἑλληνικὴ ὀνομασία τῶν Καρυατίδων, Müller Archäol. d. Kunst. § 279· τοὺς λίθους... τοὺς ἐπὶ τῶν κορῶν, τοὺς στηριζομένους ἐπὶ τῶν Καρυατίδων ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, στήλ. 1. 86. Β. Κόρη, Δωρ. Κόρα, Ἰων. Κούρη, ἡ, τὸ ὄνομα ὑφ’ ὃ ἡ Περσεφόνη ἐλατρεύετο ἐν τῇ Ἀττικῇ, ἡ κόρη, δηλ. ἡ θυγάτηρ τῆς Δήμητρος, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ Ἡρόδ. 8. 65· ναὶ τὰν Κόραν Ἀριστοφ. Σφ. 1348· Δημήτηρ καὶ Κ. ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 298, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 6· τῆς Κόρης ἁρπασθείσης Ἰσοκρ. 46Α· σπανιώτερον Κόρη Δήμητρος Εὐρ. Ἄλκ. 858, Ἱκέτ. 34, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 337, Ἰσοκρ. 211Ε· ἀλλὰ Δηοῦς κ., παρὰ τοῖς κωμ., ἀντὶ τοῦ ἀλεύρου, Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 9· οὕτω, μεμαγμένη Δήμητρος κ. Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 10· πρβλ. Δήμητρος παῖδ’ ὀπτόν... πλακοῦντα Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 137Β.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. jeune fille, càd :
1 jeune vierge ; particul. la jeune vierge, nom de Perséphonè (v. Κόρη), ou du Sphinx, ou de Pallas ; αἱ κόραι les Furies, les Parques, les Phorcides;
2 fille (par rapport au père ou à la mère) : Νύμφαι κοῦραι Διός IL les Nymphes filles de Zeus ; κόρη Ἰνάχου SOPH la fille d’Inakhos (Io) ; κόρη Ἰναχείη ESCHL m. sign.
3 p. ext. jeune femme;
II. pupille de l’œil (à cause de la petite image qui s’y réfléchit);
III. longue manche des vêtements persans.
Étymologie: p. *κόρϜη > *κόϜρη, κούρη ; v. κοῦρος.

English (Autenrieth)

see κούρη.

Spanish

figurillas de niñas, pupilas

Greek Monolingual

η (ΑM κόρη, Α ιων. τ. κούρη, δωρ. και αιολ. τ. κόρα, δωρ. τ. και κώρα)
1. θυγατέρα, το παιδί θηλυκού γένους, το κορίτσι, σε αντιδιαστολή με το αγόρι (α. «έχει τρεις κόρες κι έναν γιο» β. «η κόρη του σπουδάζει στην Αγγλία» γ. «ἀσκήσεων ἀρρένων καὶ θηλειῶν κορῶν», Πλάτ.
δ. «Διὸς κόρη» — η Αθηνά, Αισχύλ.)
2. παρθένα (α. «τρεις μήνες παντρεμένη κι είναι ακόμα κόρη» β. «κόρην γάρ, οἶμαι, δ' οὐκέτ', ἀλλ' ἐζευγμένην», Σοφ.)
3. νέα γυναίκα, κοπέλα (α. «τώρα που τούτη η κόρη φαίνεται, το χόρτο γένεται άνθι απαλό», Σολωμ.
β. «Τρωάδες κόραι», Ευρ.)
4. αρχ. τύπος αγάλματος της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, χαρακτηριστικού της αρχαϊκής περιόδου, που παριστάνει όρθια ντυμένη γυναικεία μορφή η οποία συνήθως με το ένα χέρι στο στήθος ή προτεταμένο κρατά ένα πουλί ή έναν καρπό και με το άλλο σηκώνει ελαφρά τα ενδύματά της
5. το άνοιγμα στο κέντρο της ίριδας του ματιού μέσα από το οποίο περνούν οι φωτεινές ακτίνες προς τον κρυσταλλοειδή φακό («ὃ δὴ καὶ κόρην καλοῡμεν,...εἴδωλον ὄν τι τοῡ ἐμβλέποντος», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «ως κόρην οφθαλμού» — με μεγάλη προσοχή και στοργή, ως το πολυτιμότερο πράγμα
(νεοελλ.-μσν.)
1. αρχοντοπούλα
2. η αγαπημένη
3. η Παναγία
μσν.-αρχ.
νεαρή σύζυγος, νιόπαντρη
αρχ.
1. άγαλμα νεαρής γυναίκας
2. μακρύ μανίκι που κάλυπτε όλο το χέρι και εκτεινόταν και πέρα απ' αυτό («ὅτι αὐτᾦ ἀπαντῶντες οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῑρας», Ξεν.)
3. είδος θάμνου, το υπέρεικον
4. μτφ. α) αποικία
β) πλοίο που διαπλέει τη θάλασσα για πρώτη φορά
5. κούκλα, πλαγγόνα
6. συνεκδ. η αττική δραχμή, επειδή απεικόνιζε κεφαλή της Αθηνάς
7. προσωνυμία παρθένων θεαινών ή νυμφών ανεξάρτητα από ηλικία
8. ως κύριο όν. ἡ Κόρη
(στην Αττική) η κόρη της Δήμητρος, η Περσεφόνη («τὰ Δήμητρος καὶ κόρης ἄρρητα ἱερά», Ξεν.)
9. φρ. (στους κωμικούς) «Δήμητρος κόρη» ή «Δηοῡς κόρη» — το αλεύρι («μεμαγμένη Δήμητρος κόρη», Εύβουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του κόρος. Η κόρη του ματιού ονομάστηκε έτσι επειδή σ' αυτήν διακρίνεται το οπτικό είδωλο.
ΠΑΡ. κοράσι(ον), κορικός
αρχ.
κοραίος, κόρειος, κορεύομαι, κορίδιον, κορίλλα, Κόριννα, κόριον, κορίσκη, κορύδιον
αρχ.-μσν.
κορίζομαι
μσν.- νεοελλ.
κορίτσι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. Κοράγια, Κοραγοί. (Β' συνθετικό) αρχ. τετρακόρη, ψευδοκόρη
νεοελλ.
ακριβοκόρη, αρχοντοκόρη, βασιλοκόρη, γεροντοκόρη, διαβολοκόρη, λεβεντοκόρη, μοναχοκόρη, παρακόρη, ρηγοκόρη, τρελοκόρη, ψυχοκόρη].