ἀκολουθέω

Revision as of 19:50, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

   A follow one, go after or with him, freq. of soldiers and slaves:—mostly c. dat. pers., Ar.Pl.19, etc.; ἀ. τῷ ἡγουμένῳ Pl.R. 474c; with Preps., ἀ. μετά τινος Th.7.57, Pl.La.187e, Lys.2.27, etc.; τοῖς σώμασι μετ' ἐκείνων ἠκολούθουν, ταῖς δ' εὐνοίαις μεθ' ὑμῶν ἦσαν Isoc.14.15; ἀ. σύν τινι X.An.7.5.3; κατόπιν τινός Ar.Pl.13: rarely c. acc., Men.558: abs., Pl.Plt.277e, Thphr.Char.18.8, etc.; ἀ. ἐφ' ἁρπαγήν, of soldiers, Th.2.98; ἀκολουθῶν, ὁ, as Subst., = ἀκόλουθος 1, Men.Adul.Fr.1.    2 of stars, follow in the diurnal rotation, Autol.2.2.    II metaph., follow, be guided by, τῇ γνώμῃ τινός Th. 3.38; τοῖς πράγμασιν, τοῖς τοῦ πολέμου καιροῖς, D.4.39, 24.95; obey, τοῖς νόμοις And.4.19: c. acc. neut., ἀ. ἅπαντα PLille1.26.    2 follow the thread of a discourse, Pl.Phd.107b, etc.    3 of things, follow upon, to be consequent upon, consistent with, εὐλογία . . εὐηθείᾳ ἀ. Id.R.400e, cf. 398d; follow analogy of, Arist.HA499a10, al.    b abs., to be consequent, ὡς γένους ὄντος τοῦ ἀεὶ ἀκολουθοῦντος Top.128b4; as species to individual, GA768b13.    4 abs., ἀκολουθεῖ it follows, Id.Cat.14a31.—Not in Trag.: first in Hippon.55, with ᾱ (s.v.l.), elsewhere ᾰ; takes place of ἕπομαι in later Greek.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκολουθέω: μέλλ. -ήσω, εἶμαι ἀκόλουθος, ἕπομαί τινι, ἢ ὑπάγω μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ δούλων: ― συντάσσ. τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ. προσώπ., Ἀριστοφ. Πλ. 19, κτλ.· ἀκ. τῷ ἡγουμένῳ, Πλάτ. Πολ. 474C· ὡσαύτως μετὰ προθ., ἀκ. μετά τινος, Πλάτ. Λάχ. 187Ε, Λυσίας 193. 18, κτλ.· τοῖς σώμασι μετ’ ἐκείνων ἠκολούθουν, ταῖς δ’ εὐνοίαις μεθ’ ἡμῶν ἦσαν, Ἰσοκρ. 299C· ἀκ. σύν τινι, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 3· κατόπιν τινός, Ἀριστοφ. Πλ. 13· σπανιώτατα μετ’ αἰτιατ. ὡς παρὰ Μενάνδ. Ἀδήλ. 32· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 354: ― ἀπολ. συχν. παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀκ. ἐφ’ ἁρπαγῆς ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 2. 98· ἀκολουθῶν, ὁ, ὡς οὐσιαστ., = ἀκόλουθος Ι, Μένανδ. ἐν «Κόλακι» 3. ΙΙ. μεταφ., ἀκολουθῶ τινα εἴς τι πρᾶγμα, ἀφίνομαι νὰ ὁδηγηθῶ ὑπό τινος εἴς τι, τῇ γνώμῃ τινός, Θουκ. 3. 38· τοῖς πράγμασιν, τοῖς καιροῖς, ἀκολουθῶ τὰ πράγματα, κτλ., Δημ. 51. 14., 730. 18: ὑπακούω, τοῖς νόμοις, Ἀνδοκ. 31. 35. 2) παρακολουθῶ τὴν συνέχειαν λόγου τινός, Πλάτ. Φαίδ. 107Β, κτλ. 3) ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀκολουθῶ μετά τι, γίνομαι ὡς συμπέρασμά τινος, συμφώνως πρός τι, ἀκολουθεῖν τοῖς εἰρημένοις, Πλάτ. Πολ. 332D· εὐλογίᾳ…. εὐηθείᾳ ἀκ., αὐτόθι 400Ε, πρβλ. 398D: ἀκολουθῶ τὴν ἀναλογίαν τινός, εἰμὶ ὅμοιος πρός τι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2 . 1, 3, καὶ ἀλλ. 4) ἀπολύτως, ἀκολουθεῖ, ἕπεται, Λατ. sequitur, ὁ αὐτ. Κατηγ. 12. 2. - Μόνον παρ’ Ἀττ. κωμῳδοποιοῖς καὶ πεζογράφοις· πρβλ. ἀκόλουθος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀκολουθήσω, ao. ἠκολούθησα, pf. inus.
I. faire route avec, accompagner, suivre, τινι ; οἱ ἀκολουθοῦντες PLUT la suite (de qqn);
II. fig. 1 suivre par l’intelligence : ἀκολουθεῖν τῷ λόγῳ PLAT suivre le développement d’un discours, le comprendre;
2 se laisser conduire ou diriger par : ἀκολουθεῖν τῇ γνώμῃ τινός THC suivre l’avis de qqn.
Étymologie: ἀκόλουθος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): contr. -ῶ, bárb. ἀκολουτέω Ar.Th.1198

• Prosodia: [ᾰ-]
A de pers. o personif.
I gener.
1 acompañar, seguir ἕπεται κἀκολουθεῖ Cratin.195, ἐγὼ δ' ἀκολουθῶν ᾄσομαι τὸ φαλλικόν Ar.Ach.261, cf. IG 13.46.34 (V a.C.), c. dat. τῷ δ' ἀκολουθοῦμέν ποτε Ar.Pl.19, αὐτῷ ὄχλοι πολλοί Eu.Matt.4.25, c. prep. ἀ. κατόπιν ἀνθρώπου τυφλοῦ Ar.Pl.13, ἀκολούθει μετ' ἐμοῦ Pl.Mx.249d, μετὰ σοφιστῶν Antiph.120.2, σύν τινι X.An.7.5.3, ἅμα Theopomp.Com.61, c. constr. de direcc. Ἑρμῆς δ' ἐς Ἱππώνακτος ἀκολουθήσας Hippon.79.9, Ἀθήναζε Th.5.32, ὡς ἐμέ Ar.Ec.1028, ἐπὶ τὴν στοιάν Ar.Ec.684, εἰς ἀγοράν Lys.1.18, εἰς τὸ δεσμωτήριον Aeschin.1.43
de los amantes ir con, tener trato sexual ἐμοὶ γὰρ ἀ. σε δεῖ κατὰ τὸν νόμον deberías venirte conmigo de acuerdo con la ley Ar.Ec.1077, τοῖς ἐρωμένοις Pl.Phdr.232a, οὐ τὸν ἐλεύθερον ἐκώλυσεν ... ἀκολουθεῖν Aeschin.1.139
ref. caballerías llevar, llevar de las riendas παῖδες ὄνοις SB 9699.29 (I d.C.), cf. dud. ὄνος ὁ ἀκολ(ουθῶν) SB 10908.7 (II d.C.) (cj., cf. ἀκολ(οβός).
2 en sent. milit. seguir, acompañar como aliado frec. de aliados y tropas auxiliares, c. las mismas construcciones que arriba μετὰ Ἀθηναίων Th.7.57, ἐπὶ Δωριᾶς Th.7.57, cf. Isoc.5.48, D.18.146, πύργοι σὺν τάξει ἀκολουθοῦντες ἐδόκουν αὐτῷ μεγάλη μὲν ἐπικουρία las torretas formadas junto con cada división le parecieron una gran ayuda X.Cyr.6.1.53
esp. de locuciones adv. ἐφ' ἁρπαγὴν ἠκολούθουν Th.2.98, κατ' οὐράν X.Cyr.2.4.3, ἀκολουθήσατε ἀνδρείως Th.5.9.
3 en el diálogo seguir, comprender ὑπέρευ, Θεαίτητε, ἀκολουθεῖς Pl.Tht.185d.
4 formar parte de, pertenecer a τὰ τέκνα τῷ πατρικῷ γένει ἀκολουθεῖ PGnom.46 (II d.C.), τὰ τέκνα ἥττονι γένει ἀκολουθεῖ PGnom.39, 57 (II d.C.).
II a nivel subordinado
1 de esclavos seguir, ir detrás ὁ παῖς, ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων esclavo, ven aquí con los bultos, Ar.Ra.521, κατόπιν ἀ. Philem.115, ὁ ἀκολουθῶν servidor Men.Col.fr.1.1
gener. seguir, obedecer a un superior τοῖς δ' ἄλλοις μήτε ἅπτεσθαι ἀκολουθεῖν τε τῷ ἡγουμένῳ (a unos les toca ocuparse de la filosofía) pero a los demás (les toca) no ocuparse de ella y seguir al jefe Pl.R.474c, τούτῳ πείσεται καὶ ἀκολουθήσει a éste (al general) obedecerá y seguirá D.4.19, cf. 18.146
seguir servilmente τῇ τῶν προεστώτων αἱρέσει Plb.5.106.7
fig. ir detrás de πράγμασι los acontecimientos D.4.39.
2 ref. a opiniones, normas, ideas, etc. seguir, ser fiel, aceptar c. dat. τῇ γνώμῃ Th.3.38, τοῖς νόμοις And.4.19, D.26.5, τῷ λόγῳ el argumento Pl.Phd.107b, τῇ φύσει Pl.Lg.836c, τῷ κόσμῳ Pl.Epin.977b, πάσαις todas (las doctrinas éticas), S.E.M.11.173, ἀκολουθεῖν τοῖς φαινομένοις aceptar los fenómenos Arist.Metaph.986b31, cf. 989a32.
3 en hist. seguir cronológicamente τοῖς καιροῖς Plb.4.28.2, χρόνοις D.H.Pomp.3.13.
B de cosas
I al mismo nivel
1 corresponder, ser análogo c. ac. y dat. ἀκολουθοῦσι δὲ κατὰ τὸ σῶμα καὶ οἱ κέρκοι δασύτητι la cola se corresponde con el cuerpo por lo tupido del pelo Arist.HA 499a10, cf. Ph.235b1, οἷς θάνατος ἀκολουθεῖ τὸ πρόστιμον (ofensas) a las que corresponde la pena de muerte Plb.6.16.2, cf. PPetr.3.36a.re.10 (III a.C.), τὴν κοινῶς πᾶσιν ἀκολουθήσασαν (sc. ὀνομασίαν) A.D.Coni.253.27, τῆς χώρης τῇ φύσει ἀκολουθέοντα καὶ τὰ εἴδεα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς τρόπους (verás que) tanto la forma como las costumbres de los hombres corresponden a la naturaleza de su región Hp.Aër.24.
2 acompañar siempre, aparecer, encontrarse πᾶσιν ἀκολουθεῖ τοῦτο τοῖς καθ' ἕκαστον esto (el carácter específico) aparece siempre en los individuos Arist.GA 768b13, ὡς γένους ὄντος τοῦ ἀεὶ ἀκολουθοῦντος que lo que siempre aparece en una cosa es el género Arist.Top.128b4, cf. 127a26, τὰ πάθη ταῦτα ... τοῖς τόποις ἑκάστοις Arist.Metaph.990a27, ἁφὴ καὶ γεῦσις ζῴοις Arist.Sens.436b13, τὰ ταῖς δημοκρατίαις ἀκολουθοῦντα lo que suele acompañar a las democracias Arist.Pol.1317a30.
II a nivel subordinado responder, depender, ser consecuencia de εὐρυθμία εὐηθείᾳ ἀκολουθεῖ Pl.R.400e, εὐσχημοσύνη ... τῷ εὐρύθμῳ Pl.R.400c, ἀκολουθεῖ τῷ μεγέθει ἡ κίνησις el movimiento depende de la magnitud Arist.Ph.219a11, ἡ ἀναθυμίασις ... τῇ ὁρμῇ τῆς ἀρχῆς Arist.Mete.366a7, ἀκολουθοῦσιν αὐταῖς (ταῖς ἡδοναῖς) λύπαι Antipho Soph.B 49, δικαιοσύνῃ ἀκολουθοῦσιν αἱ ἄλλαι ἀρεταί Arist.Pol.1283a39
abs. ἀκολουθεῖ se sigue, se deduce Arist.Cat.14a31, ἀκολουθεῖ ἀδύνατόν τι Thphr.Fr.58.
III desarrollarse καυλὸς κατὰ λόγον Thphr.HP 1.2.2, καρπός Thphr.CP 4.11.9.

English (Strong)

from Α (as a particle of union) and keleuthos (a road); properly, to be in the same way with, i.e. to accompany (specially, as a disciple): follow, reach.

English (Thayer)

(ῶ; future ἀκολουθήσω; imperfect ἠκολούθουν; 1st aorist ἠκολούθησα; perfect ἠκολούθηκα (L T Tr WH); (from ἀκόλουθος, and this from a copulative and κέλευθος road, properly, walking the same road);
1. to follow one who precedes, join him as his attendant, accompany him: R G); προάγειν in τά ἔργα αὐτῶν ἀκολούθει μετ' αὐτῶν, their good deeds will accompany them to the presence of God the judge to be rewarded by him, ἠκολούθησαν αὐτῆς αἱ ἁμαρτίαι ἄχρι τοῦ οὐρανοῦ, ἠκολούθησαν G L T Tr WH have restored ἐκολλήθησαν; (σημεῖα τοῖς πιστεύσασιν ἀκολουθήσει ταῦτα, Tr WH text (where others παρακολουθέω, which see)). to follow one in time, succeed one: Herodian, 1,14, 12 (6) τά γοῦν ἀκολουθήσαντα, others). Since among the ancients disciples were accustomed to accompany their masters on their walks and journeys — (others derive the usage that follows from the figurative sense of the word directly; cf. e. g. τό ἀκολουθεῖν τοῖς νόμοις; M. Antoninus 1. vii. § 31 ἀκολούθησον θεῷ, and Gataker at the passage), ἀκολουθέω denotes
2. to join one as a disciple, become or be his disciple; side with his party, (A. V. follow him): οὐκ ἀκολούθει ἡμῖν he is not of our band of thy disciples, to cleave steadfastly to one, conform wholly to his example, in living and if need be in dying also: μετά τίνος, Treg. marginal reading dative); Lob. ad Phryn., p. 353 f; (Rutherford, New Phryn., p. 458f)); ὀπίσω τίνος, R L WH Tr marginal reading ἐλθεῖν), Hebrew פְּלֹנִי אַחֲרֵי הָלַך, cf. Winer s Grammar, 234 (219); (Buttmann, 172 (150), cf. ἀκολουθέω κατόπιν τίνος, Aristophanes Plutarch, 13. Compare: ἐξακολουθέω, ἐπακολουθέω, κατακολουθέω, παρακολουθέω, συνακολουθέω).

Greek Monotonic

ἀκολουθέω: μέλ. -ήσω (ἀκόλουθος),
I. ακολουθώ κάποιον, κυνηγώ κάποιον ή προχωρώ, συντάσσομαι μαζί του, με δοτ. προσ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, ἀκ. μετά τινος, σε Πλάτ.· σύν τινι, σε Ξεν.· κατόπιν τινός, σε Αριστοφ.· απόλ., σε Πλάτ. κ.λπ.
II. μεταφ., ακολουθώ, υπακούω, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· ἀκ. τοῖς πράγμασιν, ακολουθώ, συμβαδίζω με τις περιστάσεις, σε Δημ.
2. ακολουθώ το νήμα της ομιλίας, την συνέχεια του λόγου κάποιου, σε Πλάτ.
3. λέγεται για πράγματα, ακολουθώ ως συμπέρασμα ενός πράγματος, προκύπτω ως λογικό συμπέρασμα, ως λογική συνέπεια, τοῖς εἰρημένοις, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκολουθέω:
1) следовать (за), идти, идти вслед (за), провожать, сопровождать (τινι Arph., Plat., Luc., μετά τινος Lys., Isocr., Plat., σύν τινι Xen., κατόπιν τινά Arph., реже τινα Men.): ἀ. ἐπί, εἴς и πρός τι Thuc., Dem.; сопровождать к чему-л. (куда-л.); οἱ ἀκολουθοῦντες Plut. сопровождающие, свита;
2) следовать (примеру и т. п.), сообразоваться: ἀκολουθῆσαι τῇ γνώμῃ Thuc. присоединиться к (чьему-л.) мнению; οὐκ ἀ. τοῖς πράγμασιν, ἀλλ᾽ ἔμπροσθεν εἶναι τῶν πραγμάτων Dem. не следовать за событиями, а быть впереди их (т. е. управлять ими); τοῖς καιροῖς ἀ. Dem. сообразоваться с обстоятельствами; τοῖς εἰρημένοις ἀ. Plat. придерживаться сказанного;
3) следить: ἀ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом рассуждения;
4) следовать, подражать (τινι Arst., Luc.);
5) следовать, вытекать: δυοῖν ὄντων, ἀκολουθεῖ τὸ ἓν εἶναι Arst. если существует двойка, то (отсюда) следует, что существует и единица.

Middle Liddell

ἀκόλουθος
I. to follow one, go after or with him, c. dat. pers., Ar., etc.; also, ἀκ. μετά τινος Plat.; σύν τινι Xen.; κατόπιν τινός Ar.:— absol., Plat., etc.
II. metaph. to follow, obey, τινι Thuc., etc.; ἀκ. τοῖς πράγμασιν to follow circumstances, Dem.
2. to follow the thread of a discourse, Plat.
3. of things, to follow upon, be consequent upon, τοῖς εἰρημένοις Plat.

Chinese

原文音譯:¢kolouqšw 阿可魯帖哦 相當於: (אַחַר‎ / אַחֲרַי‎)

詞類次數:動詞(92)

原文字根:不-連接 安置處

字義溯源:同走一路,跟從,跟隨,跟著,隨著,接著,伴同,緊緊跟隨;由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(κείρω)X*=路)組成。在四福音書中描寫群眾或門徒‘跟從’主耶穌,就是用這編號;書信中只在( 林前10:4)用過一次。當主呼召人來跟從他時,他就加上了一個條件說:若有人要跟從我,就當捨己,背起自己的十字架來跟從我( 可8:34)。

同義字:1) (ἀκολουθέω)同走一條路 2) (εἰσακούω)傾聽 3) (ἐξακολουθέω)隨從 4) (ἐπακολουθέω)陪伴 5) (ἐπακούω)在傾聽 6) (κατακολουθέω)緊密陪伴 7) (μιμέομαι)模仿 8) (παρακολουθέω)跟隨在側 9) (συνακολουθέω)陪同 10) (ὑπακούω)聽從

出現次數:總共(90);太(25);可(18);路(17);約(19);徒(4);林前(1);啓(6)

譯字彙編

1) 跟從(13) 太19:27; 太19:28; 太20:34; 可2:14; 可6:1; 可8:34; 可9:38; 可10:21; 路5:28; 路9:23; 路9:59; 路18:28; 約1:40;

2) 跟隨(12) 太14:13; 太20:29; 太27:55; 可5:24; 可10:52; 路7:9; 路18:43; 路22:39; 約6:2; 徒12:8; 徒13:43; 啓19:14;

3) 跟著(11) 太8:1; 太9:27; 太12:15; 太19:2; 太26:58; 路22:54; 約1:38; 約10:4; 約11:31; 約18:15; 約21:20;

4) 跟從了(7) 太4:20; 太4:22; 可1:18; 可2:14; 可10:28; 路5:11; 約1:37;

5) 隨著(3) 約20:6; 林前10:4; 啓14:13;

6) 跟隨著(3) 可14:54; 路23:27; 徒12:9;

7) 跟(3) 太10:38; 約13:36; 約13:37;

8) 我要跟從(3) 太8:19; 路9:57; 路9:61;

9) 接著(2) 啓14:8; 啓14:9;

10) 你⋯跟從(2) 太19:21; 路18:22;

11) 來跟著(2) 太4:25; 可3:7;

12) 你們就跟著(2) 可14:13; 路22:10;

13) 你跟從(2) 太9:9; 約21:19;

14) 跟著⋯去(1) 太9:19;

15) 他⋯跟從了(1) 太9:9;

16) 他⋯曾跟從(1) 可9:38;

17) 他們⋯跟隨(1) 可2:15;

18) 跟從⋯罷(1) 約1:43;

19) 他們⋯跟著(1) 約10:27;

20) 跟從⋯罷!(1) 約21:22;

21) 牠們⋯跟著(1) 約10:5;

22) 跟從⋯的(1) 約8:12;

23) 他⋯跟從(1) 路9:49;

24) 你跟從⋯罷(1) 太8:22;

25) 就跟著⋯去(1) 路9:11;

26) 就當跟從(1) 約12:26;

27) 後隨著(1) 太21:9;

28) 跟從的(1) 可10:32;

29) 來跟從(1) 太16:24;

30) 就跟著(1) 太8:23;

31) 跟從的人(1) 太8:10;

32) 後隨的人(1) 可11:9;

33) 跟隨過(1) 可15:41;

34) 隨(1) 啓6:8;

35) 在跟著(1) 徒21:36;

36) 要跟(1) 約13:36;

37) 你來跟從(1) 路5:27;

38) 都跟隨(1) 啓14:4