ἐκπέμπω
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
I of persons, send out or send forth from, c. gen. loci, ὅπως Πρίαμον..νηῶν ἐκπέμψειε Il.24.681; ὅς τίς σε..δώματος ἐκπέμψῃσι Od.18.336, cf. S.El.1128; ἐ. ἐκ τῆς πόλεως Isoc.6.78:—Med., δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε Od.20.361,cf.S.Aj.612(lyr.), etc. 2 bring out by calling, call out or fetch out, τινὰ ἐκτὸς πυλῶν Id.Ant.19:—so in Med., Id.OT951:—Pass., go forth, depart, Id.OC1664. 3 send forth, dispatch, πρέσβεις, στρατιάς, οἰκήτορας, Th.1.90,141,4.49; ἐ. συμπρεσβευτὰς τοὺς ἐχθρούς Arist.Pol.1271a24; ἐ. ἀποικίας οἷον σμήνη μελιττῶν Pl.Plt.293d, cf.Arist.Pol.1273b19:—Pass., τῶν -ομένων καὶ εἰσαγομένων ἐπιστολῶν Aen.Tact.10.6. 4 send away, τινὰ ἐς.. Hdt.1.160; ἐ. τινὰ ἄτιμον S.OT789; καθάρμαθ' ὥς τις ἐκπέμψας A.Ch. 98: in Prose, divorce a wife, ἐ. γυναῖκα Hdt.1.59, Lys.14.28, cf.D.59.55:—also in Med., γῆς φυγάδας ἐκπέμψασθαι S.OT309. 5 c. dupl. acc., conduct across, τινὰ τὸν Ἰορδάνην LXX 2 Ki.19.31. II of things, send out, send abroad, κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά..ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ Il.24.381; δῶρά τινι Hdt.1.136; σῖτόν τινι Th.4.16 (nisi leg. ἐσ-). 2 export, ἐ. ὧν ἐπλεόναζον Arist.Pol.1257a32:—Med., τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι export their surplus products, ib.1327a27. 3 send forth, give out, σέλας A.Ag.281; πνεῦμα, [ὑγρόν], Arist.PA664a18, HA589b18; δυσοσμίαν Alciphr.3.28. 4 utter, pronounce, A.D.Pron.35.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 771] heraus-, wegschicken, geleiten; τινὰ νηῶν Il. 24, 681; δώματος Od. 18, 336; σ' ἐκτὸς πυλῶν ἐξέπεμπον, ich ließ dich herauskommen, Soph. Ant. 19; vgl. Xen. Cyr. 4, 1, 11 u. Thuc. 3, 25; im med., zu sich herausrufen lassen, Soph. O. R. 951; ἀποικίας, aussenden, Plat. Polit. 293 d; oft mit εἰς verbunden, nach einem Orte hin. Bes. oft bei den Historikern, ein Heer, eine Gesandtschaft, eine Kolonie abschicken. Von Sachen, wegsenden, ausführen, κειμήλια ἐς ἀλλοδαπούς Il. 24, 381. Nach Poll. 3, 151 auch δίσκον, schleudern. Stärker, fortschicken, vertreiben, Thuc. 1. 56 u. öfter; Xen. Hell. 4, 8, 6; ἐμὲ δ' ἐξέπεμψεν ὁ καπνός, trieb mich heraus, Ar. Plut. 821; dah. καθάρμαθ' ὥς, Aesch. Ch. 96, wegwerfen; γυναῖκα, verstoßen, Her. 1, 59, Lys. 14, 28 Dem. 59, 55. – Med., von sich fortschicken, δόμου θύραζε Od. 20, 361; Soph. Ai. 612, Xen. An. 5, 2. 21 u. A.; τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων, den Überfluß der Erzeugnisse, Arist. pol. 7, 6. – Das pass. bei Soph. O. C. 1660, ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς ἐξεπέμπετο, er starb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέμπω: μέλλ. -ψω: Ι. ἐπὶ προσώπων, ἀπομακρύνω, ἀπάγω ἔκ τινος μέρους, μετὰ γεν. τόπου, ὅπως Πρίαμον βασιλῆα νηῶν ἐκπέμψειε Ἰλ. Ω. 681· ἐκδιώκω, ὅστις σε... δώματος ἐκπέμψῃσι Ὀδ. Σ. 336, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 281, Σοφ. Ἠλ. 1128· ὡσαύτως, ἐκπ. ἐκ..., Ἰσοκρ. 131Β, Πλάτ. κλ.: - Μέσ., δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε Ὀδ. Υ. 361, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 612, κτλ. 2) καλῶ ἔξω, προσκαλῶ, καί σ’ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν τοῦδ’ οὕνεκ’ ἐξέπεμπον, δι’ αὐτὸ σ’ ἐφώναξα ἔξω, Σοφ. Ἀντ. 19· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ο. Τ. 951: - Παθ., ἐξέρχομαι, ἀναχωρῶ, Ο. Κ. 1664. 3) ἀποστέλλω, ἐξαποστέλλω, οἰκήτορας, πρέσβεις, στρατιὰν Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἐκπ. συμπρεσβευτὰς τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 30· ἐκπ. ἀποικίας, οἷον σμήνη μελιττῶν Πλάτ. Πολιτ. 293D, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 15. 4) ἐξαποστέλλω, ἐς Μυτιλήνην αὐτὸν ἐκπέμπουσι Ἡρόδ. 1. 160· καί μ’ ὁ Φοῖβος ὧν μὲν ἱκόμην ἄτιμον ἐξέπεμψεν Σοφ. Ο. Τ. 789· καθάρμαθ’ ὥς τις ἐκπέμψας Αἰσχύλ. Χο. 98· παρὰ πεζογράφοις, διαζεύγνυμαι, ἐκπ. γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 59, Λυσ. 142. 9, Δημ. 1364. 3: - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, γῆς φυγάδας ἐκπέμψασθαι Σοφ. Ο. Τ. 309, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 956D. II. ἐπὶ πραγμάτων, στέλλω ἔξω, στέλλω εἰς ξένην χώραν, εἰς ξένους ἀνθρώπους, ἠέ πῃ ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά..., ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ; Ἰλ. Ω. 381· δῶρά τινι Ἡρόδ. 1. 136· σῖτόν τινι Θουκ. 4. 16. 2) ἐπὶ προϊόντων ἢ ἐμπορευμάτων κάμνω ἐξαγωγήν, ἐξάγω, ἐκπ. ὧν ἐπλεόναζον Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι αὐτόθι 7. 6, 4. 3) ἐκπέμπω, σέλας Αἰσχύλ. Ἀγ. 281· πνεῦμα, ὑγρόν, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ.· δυσοσμίαν Ἀλκίφρων 3. 28.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκπέμψω, etc.
I. envoyer hors de :
1 faire sortir de : τινα νηῶν IL, τινα δώματος OD envoyer qqn hors des navires, d’une maison;
2 renvoyer, chasser : τινα ἄτιμον SOPH qqn honteusement ; γυναῖκα HDT répudier une femme;
3 envoyer au dehors : πρέσβεις THC, στρατιάν THC des ambassadeurs, une expédition ; σῖτόν τινι THC des vivres à qqn;
II. faire sortir en appelant, appeler hors de;
Moy. ἐκπέμπομαι;
I. tr. 1 faire sortir;
2 chasser, bannir;
II. intr. s’éloigner, partir.
Étymologie: ἐκ, πέμπω.
English (Autenrieth)
aor. ἔκπεμψα: send out or away, mid., from oneself; conduct forth, Il. 24.681.
English (Slater)
ἐκπέμπω
1 send out med., set free (from) c. acc. & gen. ἄκων ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον possibly, the pentathlon victor Sogenes, by winning in the javelin, freed himself of the necessity of competing in wrestling (N. 7.72)
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. iter. sin aum. ἐκπέμπεσκον Hdt.1.100]
I c. mov. ‘desde’
1 c. ac. de pers. enviar fuera de, hacer salir de c. gen. separat. ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι y lo envió tranquilo de regreso fuera del combate, Il.21.598, ὅπως Πρίαμον ... νηῶν ἐκπέμψειε Il.24.681, δόμων δέ σ' ... ἐξέπεμψ' ἐγώ S.El.1130, σ' ἐκτὸς ... πυλῶν ... ἐξέπεμπον S.Ant.19, τάσδε δ' ἐκπέμπειν χθονὸς Ἑλληνίδας γυναῖκας E.IT 1467, cf. A.R.2.814
•tb. en v. med. τί μ' ἐξεπέμψω δεῦρο τῶνδε δωμάτων; S.OT 951
•tb. c. ac. de cosa enviar desde Ἥφαιστος, Ἴδης λαμπρὸν ἐκπέμπων σέλας Hefesto, enviando un brillante fulgor desde el Ida A.A.281, πελανὸν ἐκπέμπεις δόμων E.Fr.350
•fig. sacar fuera de, librar de ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα libró su cuello de la lucha, e.e., no llegó a competir, Pi.N.7.72.
2 implicando cierta violencia expulsar, echar c. ac. de pers. y gen. separat. o giro prep. μὴ ... τίς ... σ' ... δώματος ἐκπέμψῃσι no sea que alguien te arroje de la casa, Od.18.336, εἰ τοὺς κτανόντας Λάϊον ... γῆς φυγάδας ἐκπεμψαίμεθα S.OT 309
•en v. med. mismo sent. ἀλλά μιν ... δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε pero echadlo fuera de palacio, Od.20.361, τὸν μὲν λέχους ἤγειρ[α] κἀξεπεμψάμην Trag.Adesp.664.29, sólo c. ac. Κορινθίους Th.4.49, ἐμὲ δ' ἐξέπεμψεν ὁ καπνός a mí me ha echado el humo Ar.Pl.821
•despachar καί μ' ὁ Φοῖβος ὧν μὲν ἱκόμην ἄτιμον ἐξέπεμψεν y Febo me despachó sin atenderme en lo que venía a preguntar S.OT 789, fig. καθάρμαθ' ... ἐκπέμψας A.Ch.98.
3 dejar marchar, despedir c. ac. de pers. ὁμήρους τοῦ ἀδόλως ἐκπέμψειν rehenes (como garantía) de que él había de dejarlos ir sin engaño X.An.3.2.24
•enviar fuera, despedir en v. pas. c. pred. ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς ... ἐξεπέμπετ' el hombre ha sido despedido (e.e. ha muerto) sin lamentos de Edipo, S.OC 1664.
II gener. c. compl. de direcc. ‘hacia’ enviar a, hacer salir
a) c. ac. de pers. o cosa y giro prep. de direcc. ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ ... ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς Il.24.381, ἐκπέμπουσι αὐτὸν ἐς Μυτιλήνην Hdt.1.160, εἴδωλον Ἑλένης ... ἐς Ἴλιον E.El.1283, c. ac. plu. o colect. ref. a colonizaciones ἐς Ἰωνίαν ... ἀποικίας Th.1.2, cf. 3.92, τοὺς οἰκήτορας Th.2.27, εἰς τὴν χώραν τοὺς νέους Pl.Lg.778e, τὸν ὄχλον ... ἐκ τῆς πόλεως ἐκπέμψαι ... εἰς Σικελίαν Isoc.6.73, τοὺς δὲ κατ' ἐμπορίαν ἐκπέμποντες enviando a otros a comerciar fuera Isoc.7.32, cf. Arist.Pol.1273b19, Plb.5.60.10, Hdn.3.7.2, en v. pas. Th.1.34, 38;
b) c. ac. de pers. o cosa y dat. de pers. τῷ δὲ ... δῶρα ἐκπέμπει βασιλεύς Hdt.1.136, ὁ δὲ κύριος ἄγγελον ... ἐκπέμψει αὐτῷ LXX Pr.17.11, τοῦ ... ὑπομνήματος ... ἐκπέπομφα [σοὶ τὸ] ἀντίγραφον IMaced.87.3 (Eordea II d.C.), c. σύν y dat. πολὺν δὲ σὺν ἐμοὶ χρυσὸν ἐκπέμπει λάθρᾳ πατήρ junto conmigo mi padre envió ocultamente mucho oro E.Hec.10, en v. pas. τῶν δὲ ἐκπεμπομένων ... ἐπιστολῶν ... ἐπισκόπησις Aen.Tact.10.6;
c) sólo c. ac. de pers. ἔκπεμψάν τε νομῆας Od.16.3, cf. Pl.Plt.293d, Arist.Pol.1271a24, Plb.1.60.2, μισθοφόρους IPr.17.18 (III a.C.), στράτευμα Milet 1(3).155.13 (II a.C.)
•en v. med. mismo sent. ὃν ἐξεπέμψω ... κρατοῦντ' ἐν Ἄρει al que enviaste poderoso en la guerra S.Ai.613;
d) enviar una delegación o expedición, enviar al extranjero βούλῃ ξυνεργῶν αὐτὸς ἐκπέμψω στόλον; ¿quieres que yo mismo, para ayudarte, dirija la expedición? E.Hel.1427, πρέσβεις Th.1.90, cf. 141, τὸν ἄνδρα ἀποκτεῖναι κελεύσας οἰκέτην ἐκεῖνον μὲν ἐξέπεμψε tras ordenar a un esclavo matar al marido lo mandó al extranjero Is.8.41, τοὺς ὑπὸ τῆς πόλεως ἐκπεμπομένους σπονδοφόρους Gonnoi 109.11 (III a.C.), σὺν ὅπλοις πομπαὶ ἐκπέμπονται Aen.Tact.17.1, en v. pas. βασιλέως στρατευμάτων τῶν ἐπὶ βαρβάρους ἐκπεμπομένων Tib.II Nou.140, cf. Hierocl.Facet.65
•abs. εἰρήνης πέρι τὴν ταχίστην ἐκπέμπειν Euagr.Schol.HE 6.3.
III usos téc.
1 jur. dejar ir, divorciarse de, repudiar τὴν γυναῖκα ἐκπέμπειν Hdt.1.59, cf. Lys.14.28, Is.3.35, 36, D.59.55
•despedir, dejar un hombre a su amante τοῦτον ἐξέπεμψε παρ' ἑαυτοῦ Aeschin.1.53.
2 fisiol. expeler, expulsar τὸ πνεῦμα τὰ ζῷα ... ἐκπέμπει Arist.PA 664a18, cf. HA 589b18, Mnesith.Ath.51.3, 25, c. ac. y adv. τῶν ... ζῴων τὰ μὲν ... ἐκπέμπει θύραζε ὅμοιον ἑαυτῷ de los animales unos (e.d. los vivíparos) expulsan hacia afuera un ser semejante a sí Arist.GA 732a25, τοῦ στόματος ἐκ τοῦ μυχαιτάτου τῆς φάρυγγος τὴν δυσοσμίαν ἐκπέμποντος Alciphr.2.25.3.
3 emitir, proyectar ἡ δὲ σελήνη ... μέχρι γῆς ἐκπέμπει τὴν ἀπ' αὐτῆς λαμπηδόνα Cleom.2.4.43, αὐγήν Didym.Gen.39.6, en v. pas. τὸ ἐκπεμπόμενον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν φῶς Alex.Aphr.in Sens.28.7.
4 gram. pronunciar en v. pas. τὰ σχετλιαστικὰ τῶν ἐπιρρημάτων, ἐξ αὐτοπαθείας ἐκπεμπόμενα A.D.Pron.35.1.
5 econ. exportar mercancías τοὺς δι' ἀφθονίαν καὶ ἄλλοσε σῖτον ἐκπέμποντας los que por la abundancia incluso exportan trigo a otros lugares X.HG 6.1.11, op. εἰσάγεσθαι X.Vect.3.5, Arist.Pol.1257a32
•en v. med. mismo sent. τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι Arist.Pol.1327a27.
English (Strong)
from ἐκ and πέμπω; to despatch: send away (forth).
English (Thayer)
(ἐκπερισσῶς) adverb, exceedingly, out of measure, the more: used of intense earnestness, L T Tr WH (for ἐκ περισσοῦ); not found elsewhere. But see ὑπερεκπερισσῶς.
Greek Monolingual
(AM ἐκπέμπω)
1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς»)
2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῦμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.»)
νεοελλ.
1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται ελεύθερα στον χώρο
2. μεταβιβάζω ήχο και εικόνα με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
3. φρ. «εκπέμπω σήμα κινδύνου» — αποστέλλω με τον ασύρματο σήμα κινδύνου και ζητώ βοήθεια
μσν.
1. (για βέλη) εκτοξεύω
2. στέλνω κάποιον με κακό σκοπό
αρχ.
1. απομακρύνω κάποιον από κάπου («ὅπως Πρίαμον βασιλῆα νηῶν ἐκπέμψειε»)
2. καλώ, προσκαλώ έξω («σ' αὐλείων πυλῶν ἐξέπεμπον»)
3. (για πράγματα) στέλνω σε ξένη χώρα («ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά»)
4. (για εμπορεύματα) εξάγω («τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι»).
Greek Monotonic
ἐκπέμπω: μέλ. -ψω·
I. λέγεται για πρόσωπα,
1. στέλνω έξω, διώχνω, πετώ από ένα μέρος, με γεν., σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.
2. βγάζω έξω με κάλεσμα, καλώ κάποιον έξω, βγάζω κάποιον έξω, αποπέμπω, εκβάλλω, στον ίδ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., εξέρχομαι, αναχωρώ, στον ίδ.
3. πετώ από ένα μέρος, ξαποστέλνω, σε Θουκ.
4. διώχνω κάποιον, απομακρύνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· χωρίζω με τη σύζυγο, παίρνω διαζύγιο, σε Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., Σοφ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, στέλνω έξω, στέλνω σε ξένη χώρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. εκπέμπω, αποκαλύπτω, σέλας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπέμπω:
1) высылать, посылать (δῶρά τινι Her.; ναῦς καὶ πεζὰς στρατιάς, πρέσβεις, ἐκπέμπεσθαι ἐς Μυτιλήνην Thuc.; ἀμφοτέρους ὑπάτους Plut.): ἀποικίας ἐ. Plat. отправлять переселенцев, т. е. создавать колонии;
2) выделять, испускать (τὰ ζῷα ἐκπνέοντα ἐκπέμπει τὸ πνεῦμα Arst.): λαμπρὸν ἐ. σέλας Aesch. испускать яркий свет; τὸ ὑγρὸν ἐ. Arst. выделять влагу;
3) отсылать, выводить, увозить (τινὰ νεῶν, κειμήλια ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, med. τινα δόμου θύραζε Hom.; τοὺς ἀχρείους Xen.; τοὺς παῖδας καὶ τὰς γυναῖκας ἐκ τῆς πόλεως Isocr.);
4) вызывать (τινὰ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν, med. τινα τῶν δωμάτων Soph.);
5) выносить (τὸν θανόντα δόμων Plut.);
6) вывозить, экспортировать (ὧν ἐπλεόναζον, med. τὰ πλεοναζοντα τῶν γιγνομένων Arst.);
7) удалять прочь, изгонять (τινὰ ἄτιμον, med. φυγάδας γῆς Soph.): ἐ. γυναῖκα Her., Lys., Dem. разводиться с женой;
8) pass. умирать: οὐ στενακτὸς οὐδ᾽ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. он скончался без стонов и страданий.
Middle Liddell
fut. ψω
I. of persons, to send out or forth from a place, c. gen., Hom., Aesch., etc.:—Mid., Od., Soph., etc.
2. to bring out by calling, call or fetch out, Soph.; so in Mid., Soph.:—Pass. to go forth, depart, Soph.
3. to send forth, dispatch, Thuc.
4. to send away, cast out, Hdt., Aesch.; to divorce a wife, Hdt.:—so in Mid., Soph.
II. of things, to send out, send abroad, Il., Hdt.
2. to send forth, give out, σέλας Aesch.
Chinese
原文音譯:™kpšmpw 誒克-盆坡
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-打發
字義溯源:差遣,打發;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(πέμπω)*=打發)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 打發⋯去(1) 徒17:10;
2) 差遣(1) 徒13:4