βλασφημέω
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
pf. A βεβλασφήμηκα D.18.10:—speak profanely of sacred things, εἰς θεούς Pl.R.381e; offer rash prayers, Id.Alc.2.149c; β. κατά τινος utter imprecations against, Aeschin.1.180. 2 speak ill or speak to the prejudice of one, slander, περὶ τῆς ἐμῆς διατριβῆς Isoc.15.2, cf. D.l.c., ib.82; β. κατά τινος Isoc.12.65, cf. Arist.Fr.44; ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησαν D.51.3; β. τινά Babr.71.6, Ev.Luc.23.39, etc.: abs., Phld.Lib.p.8 O.:—Pass., to have evil spoken of one, βεβλασφημημένους Id.Vit.p.12 J., cf. 1 Ep.Cor.10.30. 3 speak impiously of God or speak irreverently of God, blaspheme, εἰς τὸν Κύριον LXX Da.3.29(96); εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Ev.Marc.3.29; εἰς τὰ θεῖα Vett. Val.58.12; τοὺς θεούς Id.67.20: abs., LXX 2 Ma.10.34, al., Ev.Matt.9.3.
Spanish (DGE)
I 1intr. hablar mal, proferir infamias o insultos c. prep. y gen. περὶ τῆς ἐμῆς διατριβῆς Isoc.15.2, cf. Is.2.43, D.18.10, 82, ὑπὲρ ἐκείνων Isoc.12.65, κατὰ τῆς πόλεως D.20.37, cf. Aeschin.1.180, c. εἰς y ac. εἰς τὴν Ἀθηνᾶν Theopomp.Hist.31, c. ac. int. ὅσ' εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησαν D.51.3
•criticar, insultar, injuriar abs. D.19.210, 20.37, 115, 25.94, Phld.Lib.fr.18.7, c. dat. instrum. λόγοις PSI 298.14 (IV d.C.).
2 tr. criticar, infamar τινά Socr.Ep.22.2, Ep.Tit.3.2, μή με βλασφήμει Babr.71.6, en v. pas. βεβ[λασ] φημημένους ὑπό τινων Phld.Vit.p.12, cf. Ep.Rom.3.8.
II rel. la divinidad y su ámbito
1 intr. hablar impía o profanamente, blasfemar contra εἰς θεούς Pl.R.381e, cf. Vett.Val.57.8, περὶ τῆς Λητοῦς Plu.2.170b, εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Eu.Marc.3.29, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ Herm.Sim.6.2.3.
2 tr. hablar irreverentemente de pers. divinizadas καθάπερ θεὸν ἀόρατον ... ἕκαστος οὐδὲ λόγῳ βλασφημεῖν ἐτόλμα D.S.2.21.7, cf. Vett.Val.65.20
•esp. en lit. jud.-crist. αὐτόν (Jesucristo) Eu.Luc.23.39, δόξας 2Ep.Petr.2.10, τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης Apoc.Petr.7.22, en v. pas. βλασφημείσθω ... ὑμῶν τὸ ἀγαθόν Ep.Rom.14.16
•c. ac. int. εἴ ... τις ... βλασφημοῖ πᾶσαν βλασφημίαν si uno profiere toda clase de blasfemias Pl.Lg.800c, cf. LXX To.1.18S, Eu.Marc.3.28
•abs. manifestarse profanamente, blasfemar βλασφημούντων ... αὐτῶν Pl.Alc.2.149c, τὸ βλασφημεῖν οὐχ ὅσιον ἡγούμεθα Arist.Fr.44, ἐβλασφήμουν καὶ λόγους ἀθεμίτους προΐεντο LXX 2Ma.10.34, οὗτος βλασφημεῖ Eu.Matt.9.3.
• Etimología: Comp. cuyo primer elemento βλασ-puede proceder de *ml̥-ku̯- c. alarg. en -s-: *βλαψ-φ > βλασ-φ- y por tanto rel. c. βλάπτω q.u. Para el segundo elemento v. φήμη
German (Pape)
[Seite 448] perf. βεβλασφήμηκα, Dem. 18, 10, den guten Ruf eines Andern schmälern, schmähen, lästern; εἰς θεούς Plat. Rep. II, 381 e; so bes. N. T. u. K. S., gotteslästerliche Reden führen; ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλ. Dem. 51, 3; vgl. πᾶσαν βλασφημίαν βλ. Plat. Legg. VII, 800 c; περί τινος Dem. 18, 10. 40, 47; καὶ λοιδορεῖσθαι 19, 210; ὑπὲρ ἐκείνων καθ' ἡμῶν Isocr. 12, 65; Sp. auch τινά, z. B. Plut. u. App. – Böses von den Göttern erflehen, Plat. Alc. II, 149 c.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. βλασφημήσω, ao. ἐβλασφήμησα, pf. βεβλασφήμηκα;
1 au sens religieux prononcer des paroles de mauvais augure ou qui ne doivent pas être prononcées pendant un sacrifice, p. opp. à εὐφημέω;
2 p. ext. tenir de mauvais propos sur, médire de : περί τινος, de qqn, κατά τινος, lancer de mauvais propos contre qqn;
NT: blasphémer.
Étymologie: βλάσφημος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλασφημέω βλάβη, φήμι] kwaadspreken, lasteren; vooral over goden; ἵνα μὴ... εἰς θεοὺς βλασφημῶσιν opdat zij niet de goden belasteren Plat. Resp. 381e; ὃς δ’ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον alwie over de Heilige Geest lasterlijk spreekt NT Marc. 3.29; ook over mensen. βεβλασφήμηκε περὶ ἐμοῦ hij heeft laster over mij verspreid Dem. 18.10.
Russian (Dvoretsky)
βλασφημέω:
1 хулить, злословить (περί τινος Isocr., Dem., κατά τινος Isocr., Arst., Plut., εἰς θεούς Plat., τι εἴς τινα Dem. и τινα Babr., NT);
2 воссылать неразумные молитвы (βλασφημούντων ἀκούοντες οἱ θεοὶ οὐκ ἀποδέχονται τὰς θυσίας Plat.);
3 кощунствовать NT.
English (Abbott-Smith)
βλασφημέω, -ῶ (< βλάσφημος), [in LXX: IV Ki 19:4 (יכח hi.) ib. 6, 22 (גּדף pi.), Is 52:5 (נאץ hith.), Da LXX 3:29 (96) (אמר שׁלח), To 1:18, Da TH Bel 9, II Mac 2 *;]
1.to speak lightly or profanely of sacred things (in cl., opp. of εὐφημέω), esp. to speak impiously of God, to blaspheme, speak blasphemously: absol., Mt 9:3 26:65, Mk 2:7, Jo 10:36, Ac 26:11, I Ti 1:20, II Pe 2:12; τ. θεόν, Ac 19:37, Re 16:11, 21; τὸ ὄνομα τ. θεοῦ, Re 13:6 16:9; δόξας, Ju 3, II Pe 2:10; εἰς τὸ πνεῦμα τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, Mk 3:29, Lk 12:10.
2.to revile, rail at, slander: absol., Lk 22:65, Ac 13:45 18:6, I Pe 4:4; c. acc., Mt 27:39, Mk 3:28 15:29, Lk 23:39, Tit 3:2, Ja 2:7, Ju 10. Pass.: Ro 2:24 3:8 14:16, I Co 10:30, I Ti 6:1, Tit 2:5, II Pe 2:2 (Cremer, 570).†
English (Strong)
from βλάσφημος; to vilify; specially, to speak impiously: (speak) blaspheme(-er, -mously, -my), defame, rail on, revile, speak evil.
English (Thayer)
βλασφήμω; imperfect ἐβλασφήμουν; 1st aorist ἐβλασφήμησα; passive (present βλασφημοῦμαι); 1future βλασφημηθήσομαι; (βλάσφημος, which see); to speak reproachfully, rail at, revile, calumniate (Vulg. blasphemo); absolutely: Plutarch, Appian, etc.): L T Tr WH; βλασφημίαν, to utter blasphemy (Plato, legg. 7, p. 800c.; see ἀγαπάω at the end), R G (where L T Tr WH ὅσα for ὅσας, see above); (followed by ἐν, Buttmann (1873) as at end, and see ἀγνοέω, a.). Passive βλασφημοῦμαι to be evil spoken of, reviled, railed at: T WH Tr marginal reading δυσφημούμενοι); τό ὄνομα τίνος, גִּדֵּף, L T Tr WH; (τόν Θεόν, τήν θεάν, G L T Tr WH τήν Θεόν); τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (βλασφημεῖται), δόξας, δόξα, III:3b. γ.); εἰς τό πνεῦμα τό ἅγιον, εἰς θεούς, Plato, rep. 2, p. 381e.). The earlier Greeks say βλασφημαν εἰς τινα, περί or κατά τίνος; (on the N. T. constructions cf. Winer's Grammar, 222 (208); 629 (584); Buttmann, 146 (128)).
Greek Monotonic
βλασφημέω: παρακ. βεβλασφήμηκα (βλάσφημος),
1. μιλώ επιπόλαια με αισχρές ή ανίερες λέξεις, μιλώ αψήφιστα ή εσφαλμένα για ιερά πράγματα· βλασφημέω εἰς θεούς, σε Πλάτ.· ξεστομίζω δυσοίωνες λέξεις, σε Αισχίν.
2. μιλώ με κακεντρέχεια ή προκατάληψη για κάποιον, μιλώ δυσφημιστικά για κάποιον· περί τινος, σε Δημ.· εἴς τινα, στον ίδ.· επίσης, βλασφημέω τινά, σε Βάβρ., Κ.Δ. — Παθ., κακολογούμαι, κατηγορούμαι, στο ίδ.
3. μιλώ ανευλαβώς ή ασεβώς για το Θεό, είμαι βλάσφημος, στο ίδ.
Greek Monolingual
(-άω) (AM βλασφημῶ, βλασφημέω)
1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων
2. αναθεματίζω, καταριέμαι
μσν.- νεοελλ.
οικτίρω
νεοελλ.
1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον
2. φρ. «βλαστήματα» — εκδήλωση στενοχώριας και απογοήτευσης
αρχ.
δυσφημώ, συκοφαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τα βλασφημώ και βλασφημία (πρβλ. ευφημώ, ευφημία) είναι αρχαιότερα της υποτιθέμενης πρωταρχικής λ. βλάσφημος και σχηματίστηκαν πιθ. ως «σύνθετα εκ συναρπαγής» όπως και τα ανδραγαθώ, ανδραγαθία (< ανήρ αγαθός), δειροτομώ (< δειρήν τέμνειν), πολιορκώ, πολιορκία (< πόλις + έρκος) με βάση το πρότυπο του οινοχοώ: οινοχόος: οίνον χειν. Τα βλασφημώ, βλασφημία, βλάσφημος έχουν ως β' συνθετικό τη φήμη, ενώ το α' συνθετικό είναι άγνωστης προέλευσης. Ο συσχετισμός του α' συνθετικού με το μέλεος «αργός, αδιάφορος» δεν είναι μορφολογικά και σημασιολογικά δυνατός, η δε σύνδεσή του με τα βλάβος, βλαψ δημιουργεί φωνητικές δυσκολίες. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ομάδα του βλασφημώ ανήκει στην κατηγορία των εκφραστικών σχηματισμών με γενικά άγνωστο τον α' όρο (πρβλ. αγανακτώ, κερτομώ). Το νεοελλ. βλαστημώ < αρχ. βλασφημώ, με ανομοίωση].
Greek (Liddell-Scott)
βλασφημέω: πρκμ. βεβλασφήμηκα, Δημ. 228. 14· (βλάσφημος) προφέρω κακοὺς ἢ βεβήλους λόγους, ὁμιλῶ μετ᾿ ἐλαφρότητος ἢ περιφρονήσεως περὶ ἱερῶν πραγμάτων, εἰς θεούς Πλάτ. Πολ. 381Ε (πρβλ. τὸ ἐναντίον εὐφημέω)· ἐν Ἀλκ. ΙΙ. 149C, ἀναπέμπω ἀπερισκέπτως προσευχάς· παρ᾿ Αἰσχίν. 25.39, προφέρω λόγους δυσοιώνους. 2) ὁμιλῶ κακὰ περί τινος, κακολογῶ ἢ συκοφαντῶ, κατηγορῶ, ψέγω, περί τινος Ἰσοκρ. 310Β, Δημ. ἔνθ' ἀνωτ.· ὦ βλασφημῶν περὶ ἐμοῦ ὁ αὐτ. 252. 29· βλ. κατά τινος Ἰσοκρ. 246Α, Ἀριστ.· ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησεν Δημ. 1229. 5· ὡσαύτως, βλ. τινα Βάβρ. 71. 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 23. 39, κτλ.: ― Παθ., κακολογοῦμαι, κατηγοροῦμαι, Ἐπιστ. π. Κορινθ. ι', 30. ― Πρβλ. ἑπόμ. 3) ὁμιλῶ ἀσεβῶς περὶ Θεοῦ, Ἑβδ., Κ. Δ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: speak profanely, evil of, slander (Arist.).
Derivatives: βλασφημία (Democr.). βλάσφημος evil-speaking is rare and late (D.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: βλασφημέω and βλασφημία seem older than βλάσφημος. which reminds of ἀνδραγαθία (from ἀνηρ ἀγαθός) etc., cf. Schwyzer 726; the second element seems φήμη, the first is uncertain (βλάβος, μέλεος etc.). - Cf. the synonymous κερτομέω, λοιδορέω (s. vv.) which also have no etym. - On Mod.Gr. βλαστημῶ CEG 5
Middle Liddell
βλάσφημος
1. to drop evil or profane words, speak lightly or amiss of sacred things, βλ. εἰς θεούς Plat.: to utter ominous words, Aeschin.
2. to speak ill or to the prejudice of one, to speak slander, περί τινος Dem.; εἴς τινα Dem.:—also, βλ. τινα Babr., NTest.:—Pass. to have evil spoken of one, NTest.
3. to speak impiously or irreverently of God, to blaspheme, NTest.
Frisk Etymology German
βλασφημέω: {blasphēméō}
Forms: βλασφημῆσαι
Grammar: v.
Meaning: schmähen, lästern, verleumden (Pl., Redner, Arist. usw.).
Derivative: Daneben βλασφημία Schmähung, Verleumdung, Gotteslästerung (Demokr., E., Pl., Redner usw.) und, erheblich seltener und im ganzen später, βλάσφημος lästernd, verleumdend, der Verleumder (D., Arist., LXX usw.).
Etymology: Nach den Belegen zu schließen sind βλασφημέω und βλασφημία (vgl. besonders die gegensätzlichen Begriffe εὐφημέω und εὐφημία) älter als ihr angebliches Grundwort βλάσφημος. Es handelt sich somit wahrscheinlich um eine Bildung wie καλλιερέω (: καλὰ ἱερά), ἀνδραγαθέω, ἀνδραγαθία (: ἀνὴρ ἀγαθός), δειροτομέω (: δειρὴν τέμνειν), πολιορκέω, πολιορκία (: πόλις, ἕρκος), die nach dem Muster von z. B. οἰνοχοέω: οἰνοχόος: οἶνον χεῖν direkt aus einer Wortgruppe gebildet worden sind, vgl. Schwyzer 726. In βλασφημέω, βλασφημία fungiert als Hinterglied φήμη; der vordere Bestandteil hat mehrere hypothetische Deutungsversuche hervorgerufen (βλάβος, μέλεος usw., s. Bq). — Es verdient notiert zu werden, daß auch die Synonyme κερτομέω, λοιδορέω (s. dd.) in ihren Anfangsgliedern unklar sind. In allen diesen Fällen haben wir es mit expressiven und volkstümlichen Wörtern zu tun, die einer logischen Zerlegung spotten.
Page 1,241-242
Chinese
原文音譯:blasfhmšw 不拉士-費姆哦
詞類次數:動詞(35)
原文字根:傷害-宣稱 相當於: (גָּדַף) (חָרַף) (נָאַץ)
字義溯源:詆毀,褻瀆,辱罵,譏誚,中傷,謗讟,誹謗,毀謗,說僭妄話,說褻瀆話;源自(βλάσφημος)=褻瀆的);由(βλάπτω)*=傷害)與(φήμη)=聲言)組成,其中 (φήμη)出自(φημί)=說明), (φημί)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀),或出自(φαίνω)=發光)。這字出奇的被用了35次;14卷書,8位作者都用了這字。在新約,這字用來描述詆毀神( 徒6:11);褻瀆神的名( 啓13:6);毀謗神的話( 多2:5)。反對主的人也經常用這字來加罪在主耶穌身上,指責主耶穌說僭妄(βλασφημέω / δυσφημέω))的話,因他將自己當作神( 約10:33);大祭司也是這樣認定主耶穌說僭妄話而定他死罪( 可14:63);到末了,他們自己也辱罵(βλασφημέω / δυσφημέω))主耶穌( 可15:29)。
同義字: 1)£G€詆毀 2)£G€誹謗 3)£G€誹謗 4)£G€辱罵 5)£G€誹謗 6)£G€辱罵
2) 褻瀆(7) 可3:29; 路12:10; 雅2:7; 啓13:6; 啓16:9; 啓16:11; 啓16:21;
3) 被毀謗(3) 羅14:16; 多2:5; 彼後2:2;
4) 謗讟(2) 徒19:37; 提前1:20;
5) 譏誚(2) 太27:39; 路23:39;
6) 辱罵(2) 可15:29; 路22:65;
7) 被褻瀆(1) 提前6:1;
8) 他們就毀謗(1) 彼前4:4;
9) 我們被誹謗(1) 羅3:8;
10) 受了褻瀆(1) 羅2:24;
11) 毀謗著(1) 徒13:45;
12) 他說僭妄的話了(1) 太26:65;
13) 褻瀆的(1) 可3:28;
14) 你說僭妄話(1) 約10:36;
15) 說僭妄話了(1) 太9:3;
16) 說褻瀆的話(1) 徒26:11
Translations
blaspheme
Arabic: جَدَّف عَلَى; Bulgarian: богохулствам; Catalan: blasfemar; Czech: rouhat se; Dalmatian: blasmur; Danish: bespotte; Dutch: God lasteren; Esperanto: blasfemi; Finnish: pilkata Jumalaa; French: blasphémer; Galician: blasfemar; German: blasphemieren, Gott lästern, lästern; Gothic: 𐍅𐌰𐌾𐌰𐌼𐌴𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: βλασφημώ; Ancient Greek: βλασφημέω; Hebrew: נאץ; Ido: blasfemar; Indonesian: menghujat; Irish: diamhaslaigh; Italian: bestemmiare; Latin: blasphemo; Lithuanian: plūstis; Macedonian: богохулење; Middle English: blasfemen; Norwegian: spotte; Polish: bluźnić, zbluźnić; Portuguese: blasfemar; Romanian: blestema; Russian: богохульничать, кощунствовать; Slovak: rúhať sa; Spanish: blasfemar; Swedish: häda, smäda; Turkish: küfretmek; Ukrainian: богохульствувати; Westrobothnian: heed; Yiddish: לעסטערן
slander
Bengali: এলজাম দেওয়া; Bulgarian: клеветя; Catalan: calumniar, injuriar; Chinese Mandarin: 毀謗, 誹謗, 诽谤, 中傷, 中伤, 詆毀, 诋毁; Cornish: sklandra; Czech: pomluvit; Danish: bagtale; Dutch: smaden, lasteren; Esperanto: kalumnii; Farefare: dõrɛ; Finnish: suullisesti loukata jonkun kunniaa; French: calomnier verbalement; Galician: deostar, calumniar, inxuriar; German: mündlich verleumden, mündlich verunglimpfen; Gothic: 𐍅𐌰𐌾𐌰𐌼𐌴𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: συκοφαντώ, διαβάλλω, διασύρω; Ancient Greek: διαβάλλω, ὄνομαι; Hungarian: rágalmaz; Italian: diffamare, infangare, infamare, denigrare, calunniare; Japanese: 中傷する, 讒言する; Korean: 갈붙이다, 훼방하다, 중상하다, 자훼하다, 손가락질하다; Luxembourgish: beklaatschen; Macedonian: клевети; Maori: tūtara, tarawau, mure; Moore: rõde, dõde; Polish: szkalować; Portuguese: caluniar, injuriar, difamar; Romanian: defăima; Russian: клеветать, злословить, порочить, хаять, хулить, наговаривать, очернять; Scottish Gaelic: càin; Serbo-Croatian: klevetati, клеветати; Spanish: calumniar, difamar, dejar negro, pelar; Swedish: baktala, förtala; Thai: ใส่ร้าย, นินทา; Welsh: athrodi
defame
Bulgarian: позоря, хуля; Catalan: difamar; Czech: pomluvit; Finnish: panetella; French: diffamer; German: diffamieren; Greek: κακολογώ, συκοφαντώ; Ancient Greek: κακολογέω, βλασφημέω; Hebrew: השמיץ; Irish: aithisigh; Latin: diffamo; Maori: tūtara, oro, whakakino ingoa, taiaroa; Ngazidja Comorian: ukalia; Portuguese: difamar; Romanian: defăima; Russian: порочить, позорить, хулить, поносить; Spanish: difamar, arruinar la reputación; Swedish: ärekränka, förtala, baktala, baktala, smutskasta, diskreditera; Thai: หมิ่นประมาท
insult
Albanian: fyej, shaj; Arabic: سَبَّ, شَتَمَ; Egyptian Arabic: شتم; Armenian: վիրավորել; Azerbaijani: təhqir etmək; Belarusian: абражаць, абразіць; Bulgarian: оскърбявам, оскърбя, обиждам, обидя; Catalan: insultar; Chinese Mandarin: 侮辱; Min Nan: 無理, 无理; Czech: urážet, urazit; Dutch: beledigen; Esperanto: insulti; Finnish: loukata; French: insulter; Galician: insultar, deostar; Georgian: შეურაცხყოფა; German: beleidigen; Greek: προσβάλλω; Ancient Greek: ὑβρίζω; Hindi: निन्दा करना, अपमान करना; Icelandic: skamma; Irish: maslaigh, tarcaisnigh; Italian: offendere, insultare; Japanese: 侮辱する; Kabuverdianu: abuza, abuzá; Khmer: ដៀល; Korean: 모욕하다; Latin: insulto; Macedonian: навредува, навреди; Malayalam: അപമാനിക്കുക, നിന്ദിക്കുക; Maori: whakamanioro, whakaparanga, whakatakao, muhani, muheni; Mongolian: доромжлох, гутаах; Northern Sami: ciellat; Norwegian: skjelle ut; Occitan: insultar; Oromo: arrabsuu; Polish: obrazić, obrażać; Portuguese: insultar, injuriar; Romanian: insulta, jigni; Russian: оскорблять, оскорбить, обижать, обидеть; Sanskrit: निन्दति; Serbo-Croatian Cyrillic: вређати, вријеђати, увредити, увриједити; Roman: vréđati, vrijéđati, uvréditi, uvrijéditi; Slovak: urážať, uraziť; Slovene: užaliti, žaliti; Spanish: insultar; Swahili: kutukana; Swedish: förolämpa; Thai: ดูถูก, พูดใส่ร้ายคนอื่น, พูดใส่ร้าย, พูดใส่ไม่ดี, พูดไม่ดี, พูดคำไม่ดี คำหยาบคาย เพ้อเจ้อ ไร้สาระ; Tibetan: དམའ་འབེབ་བྱས; Turkish: aşağılamak, hakaret etmek; Ukrainian: ображати, образити; Urdu: بے عزت کرنا, ذلیل کرنا, اہانت کرنا; Vietnamese: làm nhục, xúc phạm