τοῖος
English (LSJ)
τοία (Ion. τοίη) , τοῖον:—demonstr. Pron., corresponding to the relat. οἷος, interrog. ποῖος, and indef. ποιός,
A such, such-like, common in Poets, but rare in Prose (where τοιόσδε or τοιοῦτος is used, v. infr.): prop. τοῖος requires an answering clause with οἷος, τοῖος ἐών, οἷος οὔ τις Ἀχαιῶν (sc. ἐστίν) Il.18.105, cf. Od.4.342, al.; τοῖος ἐών, οἷόν κε.. ἴδησθε ib.421, cf. 1.257, al.; οὐ γάρ πω τοίους ἴδον... οἷον Πειρίθοον(= οἷος Πειρίθοος ἦν) Il.1.262; οἵηπερ φύλλων γενεή, τοίη δὲ (not τοιήδε) καὶ ἀνδρῶν 6.146: for οἷος we have ὁποῖος, Od.17.421; or simple relat. Pron., ἡμεῖς δ' εἰμὲν τοῖοι, οἳ ἂν σέθεν ἀντιάσαιμεν Il.7.231 (v. infr.), cf. 17.164, 24.153,182, Od.2.286, al.: rarely a Conj. instead of a relat. Adj., τοῖον ὅπως ἐθέλει such as... 16.208: but τοῖος is sometimes abs., referring to something mentioned earlier, Il.4.289,390,399, 5.828, 17.170, Pi.I.6(5).14, A.Eu. 378 (lyr.), S.Aj.562, Ar.Ra.470 (paratrag.), etc.
2 with qualifying words, τεύχεσι τοῖον Il.5.450; τ… ἐν πολέμῳ 18.105; τ. ἰδεῖν Thgn.216.
3 in early Prose writers only used in such phrases as τοῖος ἢ τοῖος Pl.R. 429b, 437e; τοῖα καὶ τοῖα Id.Phdr. 271d, cf. Longin.27.1; οἱ μὲν τ. οἱ δὲ τ. Epicur.Ep.1p.14U., cf. Arr. Epict.3.16.11; οὐ μᾶλλον τοῖον ἢ τοῖον εἶναι Plu.2.1108f, al.: in late Prose used alone, S.E.P.1.228, M.7.197, Ael.NA1.41, POxy.903.14 (iv A.D.).
II τοῖος c. inf., such as to do, i.e. fit or able to do, τοῖοι ἀμυνέμεν Od.2.60: cf. οἷος III.
III with an Adj. of the same gender and case, it emphasizes the sense of the Adj., so very, just... ἐπιεικέα τοῖον just of moderate size, Il.23.246; πέλαγος μέγα τοῖον a sea so large, Od.3.321; κερδαλέον δὴ τ. so very knowing, 15.451; still stronger, ἀβληχρὸς μάλα τ. so exceeding gentle, 11.135, 23.282; μείδησε.. σαρδάνιον μάλα τ. 20.302: rarely with Sup., τ. μέγιστος δοῦπος v.l. in Hes.Th.703.
IV in late Ep., = οἷος, Nic.Th.762, Al.232,293.
V neut. τοῖον as adverb, thus, so much, τοῖον γὰρ ὑποτρομέουσι Il.22.241, cf. Od.3.496; θάμα τ. ever so often, 1.209; ἀλλ' ἴθι σιγῇ τ. 7.30, cf. 4.776: in later Ep. τοίως, Theoc.24.72 codd., A.R.3.1399.
VI Sch.Il.7.231 (v. supr. 1.1) has οἱ γλωσσογράφοι τὸ τοῖοι ἀντὶ τοῦ ἀγαθοί· ὅθεν καὶ Καλλίμαχος τῷ τοίων δεῖ κέχρηται.
German (Pape)
[Seite 1124] demonstr. zum Frageworte ποῖος (vgl. τοιοῦτος, τοιόσδε), so beschaffen, ein solcher, von der Art; schon bei Hom. u. Hes. sehr häufig; regelmäßig einem Relativsatze mit οἷος entsprechend, Il. 1, 262. 18, 105 Od. 1, 257. 4, 342. 421. 7, 312 u. sonst, wie dem ὁποῖος entsprechend 17, 421. 19, 77; ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις, Il. 20, 250. – Auch dem einfachen Relativpronomen entspr., Il. 7, 231. 24, 153. 182 Od. 2, 286 u. sonst, dem ὅς κε 11, 135; selten τοῖος ὅπως, so wie, 16, 208. – Häufiger aber ist der Relativsatz aus dem Vorigen zu ergänzen, τοῖος, so, wie gesagt ist, Hom. u. Folgde; Pind. I. 5, 14; ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσιν προσφιλές, Aesch. Spt. 562; τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται, Eum. 356; τοῖον πυλωρὸν φύλακα Τεῦκρον ἀμφί σοι λείψω, Soph. Ai. 562; τοίας ἐρέσσουσιν ἀπειλάς, 246. – In Prosa steht es nur, wenn auf der Qualität ein geringer Nachdruck liegt, τοῖος ἢ τοῖος, Plat. Rep. IV, 429 b 437 e, vgl. Phaedr. 271 d. – C. inf., von solcher Art, d. i. fähig od. im Stande Etwas zu thun, τοῖοι ἀμυνέμεν, fähig oder tüchtig, uns zu wehren, Od. 2, 60. – Mit einem adj. in demselben genus, numerus und casus hebt es die Bdtg des adj. mehr hervor, so recht, so ganz und gar, ἐπιεικὴς τοῖος, so recht mäßig, weder zu groß noch zu klein, Il. 23, 246; πέλαγος μέγα τοῖον, ein so gar großes Meer, Od. 3, 321; κερδαλέος τοῖος, 15, 451; ἀβληχρὸς μάλα τοῖος, 11, 135. 23, 282; Σαρδάνιον μάλα τοῖον, so recht sardanisch, 20, 302; Hes. vrbdt es mit dem superl., τοῖος μέγιστος δοῦπος, Th. 703; vgl. Lob. Phryn. 424. – Τοῖον adverbial, so, auf solche Art, so sehr, Il. 22, 241 Od. 1, 209. 3, 496. 4, 776. 7, 30 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
τοία, τοῖον;
pron. démonstr. tel, de telle sorte :
I. abs. τοῖος ἢ τοῖος PLAT tel ou tel ; adv. • τοῖον tellement, càd de cette manière, à ce point : τοῖον ὑποτρομέουσιν IL tant ils sont tremblants ; θάμα τοῖον OD tellement souvent, si souvent, très souvent;
II. en corrél.
1 avec l'interrog. ποῖος (qualis ?) ATT;
2 avec un adj. relat. τοῖος ἐὼν οἷος οὔτις Ἀχαιῶν IL étant tel que pas un des Grecs ; οἴηπερ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν IL telle est la génération des feuilles, telle aussi celle des hommes;
3 avec un adv. relat. τοῖος ὅπως OD tel que, capable de;
4 avec l'inf. τοῖος ἀμυνέμεν OD capables de résister;
III. joint à un adj. pour lui donner à peu près la valeur d'un Sp. πέλαγος μέγα τοῖον OD une mer tellement vaste, càd très vaste ; ἐπιεικὴς τοῖος IL assez peu élevé, de hauteur médiocre ; ἀβληχρὸς μάλα τοῖος OD assez douce (mort).
Étymologie: th. démonstr. το- et ποῖος.
Russian (Dvoretsky)
τοῖος:
1 такой, таков (πέλαγος μέγα τοῖον Hom.): τοῖοι, οἳ ἂν σέθεν ἀντιάσαιμεν Hom. (мы) таковы, что можем померяться с тобой; τ. ἐὼν ἐν πολέμῳ Hom. столь грозный в бою; ἐπιεικὴς τ. Hom. посредственный; τ. ἢ τ. или τ. καὶ τ. Plat. такой или иной; тот или другой; τοῖα ἔλεξε Pind. он сказал следующее;
2 способный (ἀμυνέμεν Hom.). - см. тж. τοῖον.
Greek (Liddell-Scott)
τοῖος: τοία (Ἰωνικ. τοίη), τοῖον· ― δεικτικὴ ἀντωνυμία ἀνταποκρινομένη πρὸς τὴν ἀναφορ. οἷος, τὴν ἐρωτημ. ποῖος; καὶ τὴν ἀόρ. ποιός, Λατιν. talis, τοιοῦτος τὸ εἶδος ἢ τὴν ποιότητα, τοιοῦτος, «τέτοιος», σύνηθες παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς, ἀλλὰ σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις (παρ’ οἷς εἶναι ἐν χρήσει τὸ τοιόσδε ἢ τοιοῦτος, ἴδε κατωτ.). Κυρίως τὸ τοῖος ἀπαιτεῖ ἑπομένην πρότασιν διὰ τοῦ οἷος· τοῖος ἐών, οἷος οὖτις Ἀχαιῶν (ἐνν. ἐστὶν) Ἰλ. Σ. 105, πρβλ. Ὀδ. Δ. 342, κλπ.· τοῖος ἐών, οἷόν κε... ἴδησθα Ὀδ. Δ. 421, πρβλ. Α. 257, κλπ.· οὐ γάρ πω τοίους ἴδον..., οἷον Πειρίθοον = (οἷος Περίθοός ἐστι) Ἰλ. Α. 262· οὕτω, οἵηπερ φύλλων γενεή, τοίη δὲ (οὐχὶ τοιήδε) καὶ ἀνδρῶν Ζ. 146· ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ οἷος ἔχομεν ὁποῖος, ὡς ἐν Ὀδ. Ρ. 421, Τ. 77· ἢ τὴν ἁπλῆν ἀναφορ. ἀντωνυμ., ἡμεῖς δ’ εἰμὲν τοῖοι, οἳ ἂν σέθεν ἀντιάσαιμεν Ἰλ. Ζ. 231, πρβλ. Ω. 153, 182, Ὀδ. Β. 286, κλπ.· σπανίως ἕπεται σύνδεσμος ἀντὶ ἀναφορικῆς ἀντωνυμίας, τοῖος ὅπως... Π. 208· ― ἀλλὰ τὸ τοῖος εἶναι συνηθέστατον παρ’ Ὁμ. ἀπολύτως, ὅτε καὶ ἀναφέρεται εἴς τι προηγούμενον, τοιοῦτον ὁποῖον ἐλέχθη, Ἰλ. Δ. 289, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 6 (5). 20, Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Σοφ. Αἴ., 562, κ. ἀλλ. 2) μετὰ λέξεων προσδιοριστικῶν, τοῖος δέ τε χεῖρας, τοιοῦτος κατὰ τὰς χεῖρας, Ὀδ. Τ. 359· τεύχεσι τοῖος Ἰλ. Ε. 450 τοῖος... ἐν πολέμω Σ. 105· τοῖος ἰδεῖν Θεόγν. 216. 3) παρὰ τοῖς δοκίμοις πεζογράφοις εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς φράσεσι τοῖος ἢ τοῖος, Πλάτ. Πολ. 429Β, 437Ε· τοῖος καὶ τοῖος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271D· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις κεῖται καθ’ ἑαυτὸ ὡς τὸ τοιόσδε, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 228, π. Μ. 7. 197, κλπ. ΙΙ. τοῖος μετ’ ἀπαρεμ., κατάλληλος, ἁρμόδιος ἢ ἱκανὸς νά..., τοῖοι ἀμυνέμεν Ὀδ. Β. 60· πρβλ. οἷος ΙΙΙ. ΙΙΙ. μετ’ ἐπιθ. τοῦ αὐτοῦ γένους καὶ τῆς αὐτῆς πτώσεως καθιστᾷ τὴν κυρίαν ἔννοιαν τοῦ ἐπιθέτου ἐμφαντικωτέραν, τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλὸν ἐγώ πονέεσθαι ἄνωγα ἀλλ’ ἐπιεικέα τοῖον, ἀλλὰ συμμέτρως τοιοῦτον (δεικτικῶς), Ἰλ. Ψ. 246 πέλαγος μέγα τοῖον, τόσον μέγα, Ὀδ. Γ. 321· κερδαλέος τοῖος, τέτοιος πανοῦργος, Ο. 451· καὶ ἔτι ἰσχυρότερον, ἀβληχρὸς μάλα τοῖος, καθ’ ὑπερβολὴν ἤπιος, μαλακός, Λ. 135., Ψ. 282· Σαρδάνιον μάλα τοῖον Υ. 302· σπάνιον μετὰ ὑπερ., τοῖος μέγιστος δοῦπος Ἡσ. Θεογ. 703, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 424. IV. παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. = οἷος, Νικ. Θηρ. 762, Ἀλεξ. 232, 292. V. οὐδ. τοῖον ὡς ἐπίρρ., οὕτω, οὕτω πολύ, πολύ, παρὰ πολύ, τοῖον γὰρ ὑπεκτρομέουσι Ἰλ. Χ. 241· θαμὰ τοῖον, τόσον συχνά, πολὺ συχνά, Ὀδ. Α. 209, πρβλ. Γ. 496· ἀλλ’ ἴθι σιγῇ τοῖον, ἀκριβῶς ἐν σιγῇ, Δ. 776., Η. 30· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., τοίως, Θεόκρ. 24. 71, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ, 1399.
English (Autenrieth)
of such a kind, such (talis), answering to οἷος, Σ 1, Od. 1.257; to ὁποῖος, Od. 21.421; to ὅς, Od. 2.286; to ὅπως, Od. 16.208; with inf., capable, able; with adjs., so really, so very, just, Od. 1.209, cf. Od. 11.135, Od. 2.286.—Adv., τοῖον, so, so very.
English (Slater)
τοῑος such (as has been indicated) “ἔσομαι τοῖος” (byz.: τοιοῦτος codd.) (P. 4.157) τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆρας τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς (I. 6.14) ]ιν τοία τις εμ[ Πα. 13. c. 1.
Greek Monolingual
-οία, -ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α
(δεικτ. αντων.)
1. (ως απόκριση στην αναφ. αντων. οἷος, στην ερωτ. αντων. ποῖος και στην αόρ. αντων. ποιός) τέτοιος («τοῑον ὅπως ἐθέλει», Ομ. Οδ.)
2. (απόλ. όταν αναφέρεται σε κάτι που έχει λεχθεί προηγουμένως) τέτοιος, όπως έχει λεχθεί (α. «οὐ μᾶλλον τοῑον ἤ τοῑον εἶναι», Πλούτ.
β. «oἱ μὲν τοῑοι, οἱ δὲ τοῑοι», Επίκ.)
3. (με απρμφ.) κατάλληλος ή ικανός να... («ἡμεῖς δ' οὐ νύ τι τοῑοι ἀμύνεμεν», Ομ. Οδ.)
4. (με επίθ. του ίδιου γένους και της ίδιας πτώσης ως εμφαντικό) τόσο («πέλαγος μέγα τοῑον», Ομ. Οδ.)
5. οἶος
6. (το ουδ.) τοῑον
α) τόσο πολύ
β) (κατ' επέκτ.) πάρα πολύ
7. φρ. α) «θαμὰ τοῑον»
i) τόσο συχνά (Ομ.)
ii) πολύ συχνά (Ομ.)
β) «σιγῇ τοῑον» — ακριβώς σε σιγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η δεικτική αντωνυμία τοῖος, τοία, τοῖον έχει σχηματιστεί από τη ρίζα to-/ ta-/ toi- του ουδ. του άρθρου ὁ, ἡ, το βλ. λ. με επίθημα -οιος (πρβλ. οἷος, ποῖος) που έχει προέλθει με εκφραστικό διπλασιασμό του -y-. Κατ' άλλη άποψη, η αντων. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τη γεν. πληθ. τοίων του άρθρου, που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική αλλά μαρτυρείται στην Αρχαία Ινδική (πρβλ. αρχ. ινδ. tesām, αρχ. νορβ. peira < ΙΕ τ. toisōm)].
Greek Monotonic
τοῖος: τοία (Ιων. τοίη), τοῖον, δεικτ. αντων., ανάλογη της αναφορ. οἷος, Λατ. talis·
I. 1. τέτοιος στο είδος ή στην ποιότητα, τέτοιος, τοῖος ἐών, οἷος οὖτις Ἀχαιῶν (ἐστιν), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· το ποῖος στον Όμηρ. αναφέρεται κυρίως σε κάτι που έχει προηγηθεί, τέτοιο όπως ελέχθη, στο ίδ.
2. με προσδιοριστικές λέξεις, τοῖος χεῖρας, τέτοιος ως προς τα χέρια, σε Ομήρ. Οδ.· τεύχεσι τοῖος, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖος με απαρ., κατάλληλος, δηλ. αρμόδιος ή ικανός να κάνει, σε Ομήρ. Οδ.
II. με επίθ. του ιδίου γένους και της ίδιας πτώσης, δίνει έμφαση στην κύρια έννοια του επιθέτου, ἐπιεικὴς τοῖος, ακριβώς μετριοπαθής, σε Ομήρ. Ιλ.· πέλαγος μέγα τοῖον, τόσο μεγάλο πέλαγος, σε Ομήρ. Οδ.· κερδαλέος τοῖος, τέτοιος πανούργος, στο ίδ.
III. το ουδ. τοῖον ως επίρρ., έτσι, τόσο πολύ, πάρα πολύ, σε Όμηρ.· ομοίως, τοίως, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
I. demonstr. Pron., antecedent to relat. οἷος, Lat. talis, of such kind or quality, such, such-like, τοῖος ἐών, οἷος οὖτις Ἀχαιῶν (sc. ἐστίν) Il., etc.:— τοῖος in Hom. mostly refers to something gone before, such as is said, Hom.
2. with qualifying words, τοῖος χεῖρας such in his hands, Od.; τεύχεσι τοῖος Il.; τοῖος, c. inf., such as to do, i. e. fit or able to do, Od.
II. with an adj. of the same gender and case, it increases the sense of the adj., ἐπιεικὴς τοῖος just of moderate size, Il.; πέλαγος μέγα τοῖον a sea so large, Od.; κερδαλέος τοῖος so very crafty, Od.
III. neut. τοῖον as adv. so, thus, so very, so much, Hom.; —so, τοίως, Theocr.
Frisk Etymology German
τοῖος: {toĩos}
Forms: τοία (ion. -η), τοῖον
Grammar: demonstr. Pron.
Meaning: so beschaffen (vorw. ep. poet. seit Il.).
Derivative: Davon τοιοῦτος, τοιόσδε ib. (vorw. ion. att. Prosa) nach οὗτος, ὅδε (vgl. τηλίκος, -οῦτος, -όσδε).
Etymology: Griech. Neubildung vom Pronominalstamm το-; Erklärung strittig. Nach W. Petersen TransAmPhAss. 46, 59ff. (zustimmend Schwyzer 609 A. 5) ist von dem Gen.pl. τοίων = aind. téṣām, awno. þeira, idg. *toisōm, von idg. *to-, gr. το- (s.d.). auszugehen, wozu τοῖοι, τοῖος usw. Ebenso ποῖος, οἷος aus ποίων, οἵων (= aind. kéṣām, yéṣām); danach auch die übrigen auf -οῖος. — Anders, nicht vorzuziehen, Schulze ZGLE 435 A.3: ποῖος aus *ποοιϝος mit got. ƕaiwa ‘wie?’ aus idg. *qʷo-oiu̯os zu aind. éva- Art und Weise; ebenso τοῖος, οἷος. Wie Schulze urteilen u.a. Brugmann Grundr.1 II: 1, 79 und Fraenkel Glotta 32, 19. Ältere, abzulehnende Erklärungen bei Brugmann-Thumb 212 und J. Schmidt KZ 25, 93. Weitere Lit. bei Schwyzer a. O.
Page 2,908