σκότος
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ὁ, more rarely σκότος, εος, τό (v. sub fin.),
A darkness, gloom, Od.19.389, Emp.121.4, Pi.Fr.142, etc.; opp. φάος, A.Ch.319 (lyr.), E.Hipp.417, etc.; opp. ἡμέρα, Pl.Def.411b. 2 in Il. always of the darkness of death, mostly in phrase τὸν δὲ σ. ὄσσε κάλυψεν 4.461, al.; στυγερὸς δ' ἄρα μιν σ. εἷλεν 5.47, 13.672; so in Trag. and Com., σκότῳ θανεῖν E.Hipp.837 (lyr.); ἤδη με περιβάλλει σ. Id.Ph.1453; σ. γίγνεται Pherecr.40; σκότον εἶναι τεθνηκότος (sc. Αἰσχύλου) Ar.Fr. 643. 3 of the nether world, Pi.Fr.130; σκότον νέμονται Τάρταρόν τε A.Eu.72, cf. Pers.223; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σ. εἱμένος S.OC1701 (lyr.); παῖδες ἀρχαίου Σκότου ib.106; ἰὼ σ., ἐμὸν φάος Id.Aj.394 (lyr.); γῆς σκότῳ κέκρυπται E.Hel.62; σκότου πύλαι Id.Hec.1. 4 the darkness of the womb, φυγόντα μητρόθεν σκότον A.Th.664: pl., ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη Id.Eu.665. 5 of blindness, σκότου νέφος S.OT 1313 (lyr.); ὁθούνεκ' . . ἐν σκότῳ . . ὀψοίατο, i.e. οὐκέτι ὀψοίατο, ib.1273; βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ', ἔπειτα δὲ σκότον, i.e. μηδέν, ib.419; σκότον δεδορκώς E.Ph.377, cf. HF563. b dizziness, vertigo, Hp.Epid. 5.23; σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Arist.HA584a3; cf. σκοτόδινος, -δινιάω. 6 metaph., σκότῳ κρύπτειν hide in darkness, S.El.1396 (lyr.), cf. Pi.Frr.42.5, 228; σκότον ἔχειν to be in darkness, obscurity, Id.N.7.13, E.Fr.1052.8; ἀπορία καὶ σ. Pl.Lg.837a; περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον E.Ion 1522: with Preps., διὰ σκότους ἡ ὁδός it is dark and uncertain, X.An.2.5.9; ἐν σ. καθήμενος Pi.O.1.83; μηδὲν ἐν σ. τεχνωμένων S.Ant.494; κατὰ σκότον Id.Ph.578; ὑπὸ σκότου Id.Ant.692, E.Or.1457 (lyr.), X.Cyr.4.6.4; ὑπὸ σκότῳ A.Ag.1030 (lyr.), E.Ph.1214. 7 of a person, Μητρότιμος ὁ σ., like ὁ σκοτεινός, the mystery-man, Hippon.78; also, darkness, i.e. ignorance, D.19.226; deceit, σ. καὶ ἀπάτη Pl.Lg.864c. 8 pl., σκότη shadows in a picture, Paus.Gr.Fr.300, Suid. s.v. ἀπεσκοτωμένα, Eust.953.51.—Ael.Dion. Fr.217 regarded the masc. as the Att. form: the neut. never occurs in Ar., and is nowhere required by the metre in Trag., though it sts. occurs in codd., E.Hec.831, HF1159, Fr.534, v.l. in S.OC40, dub. l. in A.Fr.6; it is found, however, without v.l., in Pi.Fr.42.5 and Att. Prose, Pl.R.516e, Cra.418c, D.18.159, etc.; also in Hdt.2.121. έ, X.An.2.5.9, 7.4.18; the word is always neut. in LXX and NT.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, Finsterniß, Dunkelheit, Dunkel; Od. 19, 389; häufiger ist das Wort in der Il., hier aber immer das Todesdunkel, z. B. τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν, Il. 4, 461 u. öfter, στυγερὸς δ' ἄρα μιν σκότος εἷλεν, 5, 47 u. öfter; wie vom Dunkel der Unterwelt Soph. Ai. 388, τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος O. C. 1698; ἐπεὶ γῆς σκότῳ κέκρυπται, Eur. Hel. 62. – Ueberh. Dunkelheit, Verborgenheit; ἐν σκότῳ καθήμενος, Pind. Ol. 1, 83; γνώμαν σκότῳ κυλίνδει, N. 4, 40; αἱ μεγάλαι ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι, die verborgen, unbekannt bleiben, 7, 13; οὐδ' ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη, Aesch. Eum. 635; σκότῳ φάος ἰσόμοιρον, Ch. 317, u. oft; δόλον σκότῳ κρύψας, Soph. El. 1388; vom Dunkel der Blindheit, O. R. 1313, vgl. βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ', ἔπειτα δὲ σκότον, 419. 1273; Eur. oft, auch περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον, Ion 1522; u. in Prosa: Ggstz τὸ φῶς, Plat. Crat. 418 c; auch übrtr., πᾶσαν ἀπορίαν καὶ σκότον ἀπεργάζεται, Legg. VIII, 837 a; οἱ ἐν σκότῳ ὄντες, die im Verborgenen leben, Xen. Cyr. 2, 1, 25; ὑπὸ σκότου τὸν φθόνον κατέχειν, den Neid verhehlen, 4, 6, 4. – Auch neutr. τὸ σκότος, im dat. σκότει, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν, Pind. frg. 171, vgl. ib. 106, was nach Moeris mehr attisch sein soll; so Eur. ἐκ τοῦ σκότους, Hec. 831; σκότος ἀμπίσχον, Hipp. 192; πέπλοισι κρατὶ περιβάλω σκό- τος, Herc. F. 1159; u. in Prosa: ὥςπερ ἐν σκότει, Plat. Phaed. 99 b; ἐν σκότει = bei Nacht, Xen. Cyr. 1, 6, 40; ἐπίκουρον σκότους, Mem. 4, 3, 7. Vgl. Piers. Moeris 355 Schäfer Greg. Cor. 22. 615.
Greek (Liddell-Scott)
σκότος: -ου, ὁ, σπανιώτερον σκότος, εος, τό, ἴδε ἐν τέλ.· (ἴσως συγγενὲς τῷ σκιά)· - «σκοτάδι», ἔλλειψις φωτός, γνόφος, Ὀδ. Τ. 389, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· ἀντίθετον τῷ φάος, Αἰσχύλ. Χο. 320, Σοφ. Αἴ. 394, κτλ.· τῷ ἡμέρα, Πλάτ. Ὅροι 411Β. 2) ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ σκότους τοῦ θανάτου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν Δ. 461, Ζ. 11, κ. ἀλλ.· στυγερὸς δ’ ἄρα μιν σκότος εἷλεν Ε. 47, Ν. 672· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, π.χ., σκότῳ θανεῖν Εὐρ. Ἱππ. 837· ἤδη με περιβάλει σκ., ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1453· σκ. γίγνεται Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· σκότον εἶναι τεθνηκότος (ἐξυπακ. Αἰσχύλου) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 565. 3) οὕτως ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Πινδ. Ἀποσπ. 95· σκότον νέμονται Τάρταρόν τε Αἰσχύλ. Εὐμ. 72, πρβλ. Πέρσ. 223· τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος Σοφ. Ο. Κ. 1701· παῖδες ἀρχαίου σκότου αὐτόθι 106· ἰὼ σκ., ἐμὸν φάος ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 394· γῆς σκότῳ κέκρυπται Εὐρ. Ἑλ. 62, πρβλ. Ἱππ. 837· σκότου πύλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1. 4) τὸ σκότος τῆς μήτρας, φυγόντα μητρόθεν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664· ἐν τῷ πληθ., ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 665. 5) ὡσαύτως ἐπὶ τυφλότητος, σκότου νέφος Σοφ. Ο. Τ. 1313· ὁθούνεκ’.. ἐν σκότῳ.. ὀψοίατο, ὅ ἐστιν, οὐκέτι ὀψοίατο, αὐτόθι 1273· βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ’, ἔπειτα δὲ σκότον, ὅ ἐστι, μηνέν, αὐτόθι 419· σκότον δεδορκὼς Εὐρ. Φοίν. 377, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 563· - ὡσαύτως, ζάλη, σκοτασμός, ἴλιγγος, vertigo, Ἱππ. 1149Β· σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 3· πρβλ. σκοτόδινος, -ιάω. 6) μεταφορ., σκότῳ κρύπτειν, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου nocte premere, κρύπτομαι ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Ἠλ. 1396, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 171. 5., 252· ἀντίθετον τῷ σκότον ἔχειν, εἶμαι ἐν τῷ σκότει, ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 19, Εὐρ. Ἀποσπ. 1039. 8· ἀπορία καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 837Α· καὶ περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον Εὐρ. Ἴων 1522· οὕτω μετὰ προθέσεων, διὰ σκότους ἐστί, εἶναι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἀβέβαιον, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 9· ἐν σκ. καθήμενος Πινδ. Ο. 1. 134· ἐν σκ. τεχνᾶσθαι Σοφ. Ἀντ. 494· κατὰ σκότον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 578· ὑπὸ σκότου ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 692, Εὐρ. Ὀρ. 1457, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4· ὑπὸ σκότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1030, Εὐρ. Φοίν. 1214. 7) ἐπὶ προσώπου, Μητρότιμος ὁ σκ., ὡς τὸ ὁ σκοτεινός, ὁ μυστηριώδης, διάφορ. γραφ. ἐν Ἱππώνακτ. Ἀποσπ. 112· - ὡσαύτως, σκότος, δηλ. ἄγνοια, Δημ. 411. 25· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀπάτη, δόλος, σκ. καὶ ἀπάτη Πλάτ. Νόμ. 864C. 8) τὸ σκοτεινὸν μέρος ἢ ἡ σκιὰ εἰκόνος, Εὐστ. 953. 51, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀπεσκοτωμένα. - Ὑπάρχει ἐν χρήσει ὡσαύτως καὶ οὐδέτ. σκότος, ἂν καὶ ὁ Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1390. 56 ἐθεώρει τὸν ἀρσενικὸν τύπον ὡς Ἀττικόν· τὸ οὐδέτερον οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., καὶ οὐδαμοῦ ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, εἰ καὶ εὕρηται ἐνιαχοῦ παρ’ αὐτοῖς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡς διαφ. γραφ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 5, Σοφ. Ο. Κ. 40, Εὐρ. Ἑκάβ. 831, Ἡρακλ. Μαιν. 563, 1159, Ἀποσπ. 538· εὕρηται ὅμως ἄνευ ἑτέρας γραφῆς ἐν τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττικῶν πεζογράφων, Πλάτ. Πολ. 516Ε, Κρατ. 418C, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 9., 7. 4, 18, Δημ. 281. 3, κτλ.· ὡσαύτως ἐν Ἡροδ. 2. 121, 5.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
I. ténèbres, obscurité : ἐν σκότῳ, ὑπὸ σκότῳ, ὑπὸ σκότου, κατὰ σκότον dans l’obscurité ou dans l’ombre au propre et au fig. ; ὑπὸ σκότου SOPH furtivement ; ὁ Σκότος les Ténèbres personnifiées ; particul. :
1 ténèbres de la mort;
2 ténèbres des enfers ; les enfers;
3 cécité;
II. fig. obscurité, incertitude, aveuglement de l’esprit ; ignorance.
Étymologie: apparenté à σκιά.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. ὁ σκότος.
English (Autenrieth)
darkness, gloom; often in relation to death, Il. 4.461, Il. 5.47.
English (Slater)
σκότος (ὁ.)
1 darkness ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ sc. in the underworld fr. 130 ad Θρ. 7. met., τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν; (O. 1.83) γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει (N. 4.40) ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13) πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
Spanish
English (Strong)
from the base of σκιά; shadiness, i.e. obscurity (literally or figuratively): darkness.
Greek Monolingual
-ους, το / σκότος, -εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, -ου, ὁ Α
1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη της νύχτας» β. «καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῡ φωτός, καὶ ἀναμέσον τοῡ σκότους», ΠΔ
γ. «αὐτάρ Ὀδυσσεὺς ἴζεν ἐπ' ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ' αἶψα», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγνοια, έλλειψη πνευματικής ή άλλης ανάπτυξης, απουσία προόδου (α. «βρίσκεται στο σκότος της αμάθειας» β. «επανερχόμαστε στα σκότη της βαρβαρότητας» γ. «ἐκάλεσεν ἡμᾱς ἀπὸ σκότους εἰς φῶς, ἀπὸ ἀγνωσίας εἰς ἐπίγνωσιν...», Κλήμ. Αλ.
δ. «σκότος καλεῑ τὴν ἄγνοιαν...», Θεοδώρ.)
3. ασάφεια, μυστήριο (α. «σκότος πυκνό καλύπτει την υπόθεση της δραπέτευσης αυτής» β. «ἐνταῡθα σκότος τὴν παντελῆ ἀκαταληψίαν ἔφη», Μάξ. Ομολ.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα σκότη
το έρεβος του θανάτου, ο Άδης («μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη» Φιλύρας)
2. φρ. «το αιώνιο σκότος»
α) η κατάσταση του τυφλού, η τυφλότητα
β) θάνατος
μσν.-αρχ.
1. η νύχτα («ὑπὸ δὲ τούτου τοῡ σκότου... προέπεμψαν... τὴν Μαγδαληνήν...», ΚΔ)
2. (στις δυαδιστικές αιρέσεις) η αρχή, η δύναμη, ο θεός του κακού, το κακό, σε αντιδιαστολή με το φώς που είναι η αρχή του καλού («δύο θεούς... φῶς τῷ ἑνὶ ὄνομα θέμενος καὶ τῷ ἑτέρῳ σκότος...», Ηγεμόν.)
3. η ειδωλολατρεία, τα ειδωλολατρικά δόγματα («τὸ σκότος τῶν ασεβῶν δογμάτων», Ωριγ.)
4. η πλάνη, η ασέβεια, ο αθεϊσμός («σκότος ἐνταῡθα οὐ τὸ αἰσθητὸν καλῶν, ἀλλὰ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. οι πονηρές, οι κακές πράξεις (α. «σκότος ἐνταῡθα πάλιν τὰς πονηρὰς πράξεις καλῶν...», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «ἔργα δὲ τοῡ σκότους τὰς παρανόμους πράξεις», Θεοδώρ.)
6. οι κακοτυχίες, οι συμφορές («σκότος... ποτὲ μὲν... ποτὲ δὲ τὰς συμφορὰς ὀνομάζει», Θεοδώρ.)
7. φρ. «ὁ ἄρχων τοῡ σκότους» — ο σατανάς (Μεθόδ. Ολ.)
αρχ.
1. ο θάνατος («τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
2. ο κάτω κόσμος, ο Άδης («ἐπεὶ κακὸν σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός», Αισχύλ.)
3. η ανυπαρξία πριν από τη γέννηση, το σκοτάδι της μήτρας («ἀλλ' οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον», Αισχύλ.)
4. έλλειψη οράσεως, τυφλότητα («βλέποντα νῡν μὲν ὄρθ' ἔπειτα δὲ σκότον», Σοφ.)
5. ζάλη, σκοτοδίνη, ίλιγγος («μετὰ δὲ τὰς συλλήψεις οἱ γυναῑκες βαρύνονται τὸ σῶμα πᾱν, καὶ σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων», Αριστοτ.)
6. το σκοτεινό μέρος, η σκιά εικόνας
7. δόλος, σκοτεινή διάθεση («τὸ δὲ μετὰ σκότους καὶ ἀπάτης λαθραίως γιγνόμενον», Πλάτ.)
8. (ως επίθ. που προσδιορίζει κύριο όν.) σκοτεινός, μυστηριώδης («Μητρότιμος ὁ σκότος», Ιππων.)
9. φρ. «σκότον ἔχω» — ζω, υπάρχω στο σκοτάδι της αφάνειας και της ασημότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκότος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα skot- με σημ. «σκιά, σκοτάδι» και συνδέεται με αντίτοιχους γερμ. και κελτ. τ., πρβλ. τα: γοτθ. skadus, αρχ. άνω γερμ. scato (< skadu-) και αρχ. ιρλδ. scāth (< skōto), καθώς και τα νεώτερα: αγγλ. shade, shadow και γερμ. Schaten. Η λ. σκότος απαντά σε αρσ. γένος στον Όμ., στους μτγν. ποιητές και στους τραγικούς, μάλλον για μετρικούς λόγους, ενώ το ουδ. γένος του τ., που οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του αντώνυμου φάος, χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους αττ. πεζογράφους και επικράτησε τελικά ώς σήμερα. Η λ. σκότος, τέλος, αντικατέστησε τους αρχαϊκούς τ. για το σκοτάδι: δνόφος, ζόφος, κνέφας.