ἀλώπηξ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
[ᾰ], εκος (also
A ἀλώπηκος Anan.5), ἡ; dat. pl., ἀλώπεξι LXX 3 Ki.21.10, Ep. ἀλωπήκεσσι Opp.C.1.433:—fox, Canis vulpes (smaller Egyptian species Arist.HA606a24, Canis niloticus), Archil.86.2, 89.5, Semon.7.7, Hdt.2.67, etc.: of sly persons, ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν Sol.11.5; μῆτιν ἀλώπηξ = a very fox for craft, Pi.I.4(3).65: prov., τὴν . . Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν = we must trail Archilochus' foxskin behind, i.e. deceive by false appearances, Pl.R.365c; πολλῆς αὐτῆς τῆς ἀλώπεκος ἐπιχέαντες Eun.Hist.p.249D.; ἡ ἀλώπηξ τὸν βοῦν ἐλαύνει = 'sleight masters might', Diogenian.2.73; πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται = sleep allows one to go without food, 'qui dort dine', Id.7.91; ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ = you can tell a fox by its tail, 'small traits give the clue to the character of a person', Lat. cauda de vulpe testatur, 'ex pede Herculem', Id.5.15; ἀλλ' οὐκ αὖθις ἀλώπηξ (sc. πάγαις ἁλώσεται) = 'a burnt child dreads the fire', Id.2.15.
II a large bat, Sciurus or Pteromys volans, Arist.HA490a7.
III = ἀλωπεκίας ΙΙ, ib.566a31.
IV in plural, muscles of the loins, psoas muscles, Clearch.92, Ruf.Onom.189.
V = ἀλωπεκία 1, mange, Herod.7.72, Call.Dian. 79: in plural, bald patches, Hp.Aff.35.
VI kind of dance, dub. in S.Fr.419 (prob. in sense v), cf. Hsch.s.v. ὄρχησις.
German (Pape)
[Seite 113] εκος, ἡ (Her. ἀλωπέκεων gen. pl. 3, 102; ἀλωπεκέεσσι Opp. Cyn. 1, 433), der Fuchs, Pind. αἴθων Ol. 10, 20; μῆτιν ἀλώπηξ, an Schlauheit ein Fuchs, I. 3, 65; κερδαλέα καὶ ποικίλη Plat. Rep. II, 365 c; häufig ein listiger, ränkevoller Mensch, ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν Solon bei Plut. Sol. 30. Auch gleich ἀλωπεκῆ, Fuchsbalg, s. Ruhnk. zu Tim. 257; Krankheit, ἀλωπεκία, Call. Dian. 79; Hippocr. – Bei Arist. H. A. 1, 5 πτηνὰ δερμόπτερα, οἷον ἀλώπηξ wahrscheinlich sciurus volans. – Auch ein Fisch, Arist. H. A. 6, 10; Opp. H. 3, 144; Ael. H. A. 9, 12. S. ἀλωπεκίας. – Nach Ath. IX, 399 b und Poll. 2, 185 die Lendenmuskeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλώπηξ: [ᾰ], εκος, ἡ, ὡσαύτως ἀλώπηκος παρ’ Ἀνανίῳ 5. Bgk: δοτ. πληθ. ἀλωπήκεσσι, Ὀππ. Κ. 1. 433: - ἀλώπηξ, «ἀλεποῦ», canis vulpis (σμικρότερον Αἰγυπτιακὸν εἶδος ἐν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 28, 7, Can. Niloticus)· Ἀρχίλ. 8. 6, Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, Σόλων 11. 5, Ἡρόδ. 2. 67, κτλ.: συχνάκις ἐπὶ πανούργων ἀνθρώπων, ὡς λέγομεν καὶ νῦν «εἶναι μιὰ ἀλεποῦ!» (πρβλ. κίναδος): ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ.: μῆτιν ἀλώπηξ = ὡς πρὸς τὴν πανουργίαν εἶναι ἀληθὴς ἀλώπηξ, Πινδ. Ι. 4. 79 (3. 65)· παροιμ. τὴν… Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν = πρέπει νὰ σύρωμεν τὴν ἀλωπεκῆν τοῦ Ἀρχιλόχου κατόπιν μας, δηλ. ὅπως ἐξαπατήσωμεν, Πλάτ. Πολ. 365C· ἡ ἀλώπηξ τὸν βοῦν ἐλαύνει, διὰ τῆς πανουργίας ὁ μικρὸς νικᾷ τὸν μέγαν, Παροιμ. Διογ. ΙΙ, 73. 2) = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Ruhnk Τίμ. ἐν λ. τὴν ἀλ., ὡς λέων ἀντὶ λεοντῆ. ΙΙ. πτηνὰ δερμόπτερα οἷον ἀλώπηξ, εἶδος ἱπταμένου σκιούρου (ἢ pteromys volans), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5, 10. ΙΙΙ. εἶδος καρχαρίου ἢ σκυλοψάρου, (ἴδε ἀλωπεκίας ΙΙ), αὐτόθι 6. 11, 8. IV. κατὰ πληθ. ἀλώπεκες = οἱ κατὰ τοὺς νεφροὺς μυῶνες, ψόαι ἢ νεφρομῆτραι, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 399Β, πρβλ. ψόα. V. = ἀλωπεκία Ι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 79. VI. εἶδος χοροῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 369, πρβλ. γλαῦξ Ι. 2, λέων V. (Ὁ Pott παραβάλλει τὸ Σανσκρ. lôp-âças, ὁ ἐσθίων θνησιμαῖα, ἀλλ’ ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι ἡ ὁμοιότης εἶναι τυχαῖα καὶ ταυτίζει τὸ ἀλώπηξ (τοῦ α λαμβανομένου ὡς προθεματικοῦ εὐφωνικοῦ) μὲ τὰ Λιθουαν. lape, lapùkas (vulpes, vulpecula). Ἡ Λατ. λέξις vulpes δυνατὸν νὰ εἶναι ἐπίσης ἡ αὐτὴ μὲ τὰς ἀνωτέρω λέξεις, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ ἀπολεσθῇ τὸ υ ἔν τε τῇ Ἑλλ. καὶ Λιθουαν.).
French (Bailly abrégé)
εκος (ἡ) :
1 renard, animal;
2 renard de mer, sorte de poisson.
Étymologie: DELG cf. arm. alues « renard » ; skr. lopaśa « chacal » ; m-pers. ropas « renard ».
Syn. βασσάρα, κίδαφος, κίναδος, κίραφος, κερδώ, σκίνδαφος.
English (Slater)
ᾰλώπηξ
1 fox τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλά- ξαιντο ἦθος (O. 11.19) ὄπισθεν δὲ κεἶμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων fr. 237. as a symbol of cunning, ὑποφάτιες ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77) μῆτιν δ' ἀλώπηξ (ἦν sc.), αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (sc. Μέλισσος.) (I. 4.47)
Spanish (DGE)
-εκος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [dat. plu. ép. ἀλωπήκεσσι Opp.C.1.433]
I zool.
1 zorra, zorro, raposa, Canis vulpes Archil.27.2, Anan.5.5, Hdt.2.67, Theoc.5.112, Plb.12.3.9, Luc.Alex.2, Pisc.46, Paus.9.19.1, LXX Ps.62.11, Ca.2.15, Eu.Matt.8.20, Artem.2.12 (p.124), I.AI 5.295
•como ejemplo de animal astuto πόλλ' οἶδ' ἀ. ἀλλ' ἐχῖνος ἓν μέγα Margites 5 (= Archil.37), ἀ. κερδαλέη Archil.77.5, cf. Semon.8.7, ὑμέων δ' εἷς μὲν ἕκαστος ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνει cada uno de vosotros camina con pasos de zorra Sol.11.5, μῆτιν δ' ἀ. Pi.I.3.65
•como símbolo de deslealtad, Timocr.3.5
•de cobardía οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες Ar.Pax 1190
•en tít. de fábulas ἀετὸς καὶ ἀ. Aesop.1, ἀ. καὶ τράγος Aesop.9, ἀ. καὶ λέων Aesop.10, ἀ. καὶ πάρδαλις Aesop.12, ἀ. καὶ πίθηκος Aesop.14, ἀ. καὶ βότρυς Aesop.15a, ἀ. καὶ μῦς Aesop.15b, ἀ. κόλουρος Aesop.17, ἀ. καὶ βάτος Aesop.19, ἀ. καὶ κροκόδειλος Aesop.20, ἀ. καὶ δρυτόμος Aesop.22, ἀ. ἐξογκωθεῖσα τὴν γαστέρα Aesop.24, ἀ. πρὸς μορμολύκειον Aesop.27, cf. Babr.50.1, 77.2, Αἴσωπος ... ἔφη ἀλώπεκα ... Arist.Rh.1393b24, cf. Pl.Alc.1.123a, Arr.Epict.1.3.7, Lib.Or.1.171
•prov. τὴν ... Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν hay que arrastrar detrás la zorra de Arquíloco e.d. hay que dar una apariencia distinta de lo que se es Pl.R.365c, πολλὴς αὐτοῖς τῆς ἀλώπεκος ἐπιχέαντες Eun.Hist.p.249, ἀ. τὸν βοῦν ἐλαύνει una zorra empuja al buey e.d. la astucia puede más que la fuerza Diogenian.1.2.73, ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ el rabo delata a la zorra e.d. se le ve a uno el plumero (las intenciones) Diogenian.1.5.15, ἀλλ' οὐκ αὖθις ἀλώπηξ = pero no una zorra de nuevo e.d. gato escaldado del agua fría huye Diogenian.1.2.15
•danza de la zorra S.Fr.998a, cf. Hsch.
2 zorra egipcia, Canis niloticus Arist.HA 606a24, cf. τῶν Γαλατῶν Θόας Καλλίστρατος [καὶ] Ἀκάννων Ἀπολλώνιος ἦλθον ἐν[θάδε] καὶ ἀλώπεκα ἔλαβον ἐνθάδε OGI 757.3 (Abidos, Egipto III d.C.).
3 cierta ardilla voladora Pteromys volans L. Arist.HA 490a7.
4 ict. un tipo de tiburón, pez zorro, guadaña, Alopecias vulpinus Bn., Arist.HA 566a31, Plin.HN 32.145.
II medic.
1 alopecia, calvicie S.Fr.998a, Call.Dion.79
•en plu. calvas Hp.Aff.35.
2 plu. músculos lumbares Clearch.106a, Ruf.Onom.189.
• Etimología: De la raíz P/ø *Hu̯2elHu̯3- ‘blanco’ (cf. ἀλφός, ἀλωφούς), que c. diversos grados vocálicos, trat. de las laringales y alargamientos, designa distintos animales en lenguas ide.; ø/P *Hu̯2leHu̯3- > *°Hlō- > ἀλώπηξ, arm. ałuēs ‘zorra’, pero *°Hleu- > ai. lōpaśa- ‘chacal’ (cf. gr. λευκός), cf. tb. ø/ø *(Hu̯2)lHu̯3ḫku̯o- > λύκος.
English (Strong)
of uncertain derivation; a fox, i.e. (figuratively) a cunning person: fox.
English (Thayer)
(εκος, ἡ, a fox: Solon in Plutarch, Song of Solomon 30,2; Pindar Pythagoras 2,141; Plutarch, Sulla 28,5).
Greek Monolingual
ἀλώπηξ (-εκος), η (Α)
1. το ζώο αλεπού
2. άνθρωπος πονηρός, πανούργος
3. είδος ιπτάμενου σκίουρου
4. είδος καρχαρία ή σκυλόψαρου (πρβλ. ἀλωπεκίας)
5. η αρρώστια αλωπεκία (και στον πληθ.) ἀλώπεκες, φαλακρά μέρη του κεφαλιού
6. στον πληθ. οι μυώνες της οσφυικής χώρας
7. κατά τον Ησύχιο και είδος χορού
8. φρ. «μῆτιν ἀλώπηξ», είναι αληθινή αλεπού ως προς την πανουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της αρχαίας Ελληνικής που κυρίως χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως χαρακτηρισμός του πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. ἀλώπηξ απαντούν και σε άλλες γλώσσες
πρβλ. αρμεν. atues (γεν. -esu) «αλεπού», λιθ. lape, λετον. lapsa, αρχ. ινδ. lopāśa «τσακάλι», μεσαιων. περσ. rōpās «αλεπού» πρβλ. επίσης και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. volpes «αλεπού», λιθουαν. vilpišys «άγριος γάτος». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως προς το τερματικό στοιχείο τών παραπάνω τ. οφείλονται είτε σε λεξιλογικές συνδέσεις είτε σε λόγους ευφημισμού.
ΠΑΡ. ἀλωπεκία, ἀλωπεκίας, ἀλωπεκίασις
αρχ.
ἀλωπέκειος, ἀλωπεκιδεύς, ἀλωπέκιον, ἀλωπεκίς, ἀλωπός
αρχ.-μσν.
ἀλωπεκίζω.
ΣΥΝΘ. ἀλωπεκοειδής, ἀλωπέκουρος.
Greek Monotonic
ἀλώπηξ: [ᾰ], -εκος, ἡ, δοτ. πληθ. ἀλωπήκεσσι, η αλεπού, σε Σόλωνα, σε Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀλώπηξ: εκος ἡ
1) лиса, лисица Her., Plat., Arst.: μῆτιν ἀ. Pind. по уму лиса, т. е. хитрец; ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν погов. Solon ap. Plut. идти по следам лисицы, т. е. хитрить, лукавить;
2) зоол., предполож. шерстокрыл (Galeoplthecus volans): τὰ δερμόπτερα, οἷον ἀ. Arst. кожистокрылые, вроде шерстокрыла;
3) «лиса» (разновидность акулы) Arst.
Frisk Etymological English
-εκος
Grammatical information: f. (on the gender DELG).
Meaning: fox (Archil.).
Other forms: A shortened form is ἀλωπά (Alc.), ἀλωπός (Hdn.); on its origin Sommer Nominalkomp. 5 A. 5. Denom. ἀλωπεύει ἀνιχνεύει H., cf. NGr. (Crete) λαγονεύω trace from λαγώς, Kukules Ἀρχ. Ἐφ. 27, 70f.
Derivatives: ἀλωπεκέη, -ῆ fox-skin (Hdt.); ἀλωπεκία a disease of the skin (Arist.); ἀλωπεκίς f. = κυναλώπηξ (X.), also head-gear from fox-skin (X.) and kind of vine (Plin.), s. Strömberg Pflanzennamen 139
Origin: IE [Indo-European] [1179?] *h₂lop- fox
Etymology: ἀλώπηξ can agree with Arm. aɫuēs, gen. -esu fox. Cf. further Lith. lãpė and Latv. lapsa. Schrijver, JIES 26, 1998, 421-434 connects the Celtic words W. llywarn etc., which he derives from *lop-erno-, and reconstructs *h₂lop-. The Greek long ō is explained from an old nom. *h₂lōp-s. (Skt. lopāśá- jackal and MP rōpās fox have an orig. diphthong in the root and cannot be connected. Lat. volpes fox, Lith. vilpišỹs wild cat should also be kept apart; Schrijver starts from a root *ulp-). - The inflection ἀλώπηξ, -εκος is unique in Greek. There is no support for Rix's -ōk-s, -ek-os (1976,, 143). In the Armenian form, the ē presents difficulties and is prob. secondary, the word rather showing old short e; Clackson 1994, 95. De Vaan, IIJ 43, 2000, 279-293, disconnects the suffix from the Indo-Ir. one (as above the words were disconnected) and doubts that Skt. -āśa- etc. is of IE origin. He follows Chantr. Form. 376, in assuming that the Greek (and Armenian) suffix -ek- was taken from a non-IE language; Greek would have lengthened the vowel in the nominative. But this does not explain the Greek ablaut: one would expect that the long vowel was introduced everywhere. Rather the suffixes are IE, and the long vowel of Saskrit and the short of Armenian confirm the Greek ablaut as archaic. - See also Blažek, Linguistica Baltica 7, 1998, 25-31. Cf. Nehring Glotta 14, 184, Lidén KZ 56, 212ff., Fraenkel KZ 63, 189f., Hermann KZ 69, 66.
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
a fox, Solon, Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ἀλώπηξ: -εκος
{alṓpēks}
Grammar: f.
Meaning: Fuchs (ion. att.).
Derivative: Mehrere Ableitungen, alle ziemlich spärlich belegt: Demin. ἀλωπέκιον (Ar.); ἀλωπεκέη, -ῆ Fuchsbalg (Hdt. u. a.); ἀλωπεκία Name einer Haarkrankheit (Arist.), in dieser Bedeutung auch ἀλωπεκίασις (Gal.), vgl. Holt Les noms d’action en -σις 137 A. 3; ἀλωπεκίας m. mit dem Zeichen des Fuchses gebrandmarkt (Luk.); ἀλωπεκίς f. = κυναλώπηξ (X.), auch Kopfbedeckung aus Fuchsfell (X.) und Art Weinrebe (Plin.); in der letztgenannten Bedeutung auch ἀλωπέκεως (H.), wohl mit Anspielung auf die Fabel des Aisopos (Strömberg Pflanzennamen 139); ἀλωπεκιδεύς m. junger Fuchs (Ar.), vgl. Chantraine Formation 364; außerdem die Adjektiva ἀλωπέκειος (Gal. u. a.), ἀλωπεκώδης (H., EM). — Ferner das Denominativum ἀλωπεκίζω sich als Fuchs benehmen, d. h. hinterlistig sein.
Etymology : ἀλώπηξ, -εκος entspricht bis auf den Stammauslaut arm. aɫuēs (ē sekundäre Dehnung), Gen. -esu Fuchs. In Betracht kommen auch andere Wörter für Fuchs oder ähnliche Tiere, zunächst lit. lãpė und lett. lapsa (mit s aus idg. ḱ = gr. κ?). Aind. lopāśá- Schakal und mp. rōpās Fuchs weichen im Vokal ab (urspr. Diphthong). Noch entlegener sind lat. volpes Fuchs, lit. vilpišỹs wilde Katze. Es ist unmöglich, diese Wörter auf einen Nenner zu bringen. Falls alle überhaupt miteinander verwandt sind, muß es sich z. T. um Entlehnungen, vielleicht auch um absichtliche Verdrehungen in euphemistischer Absicht handeln. Lit., außer WP. 1, 317f., Nehring Glotta 14, 184, Lidén KZ 56, 212ff., Fraenkel KZ 63, 189f., Hermann KZ 69, 66. — Eine Kurzform ist ἀλωπά (Alk., H.), ἀλωπός (Hdn.), vgl. Schulze KZ 52, 311; eine Vermutung über die Entstehung bei Sommer Nominalkomp. 5 A. 5. Davon ἀλωπεύει· ἀνιχνεύει H., vgl. ngr. (Kreta) λαγονεύω nachspüren von λαγώς, Kukules Ἀρχ. Ἐφ. 27, 70f.
Page 1,83
Chinese
原文音譯:¢lèphx 阿羅胚克士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:狐狼
字義溯源:狐狸^
出現次數:總共(3);太(1);路(2)
譯字彙編:
1) 狐狸(3) 太8:20; 路9:58; 路13:32
Translations
Abaza: бага; Abenaki: ôkwses, wôkwses; Adyghe: баджэ; Afrikaans: vos, jakkals; Ainu: チロヌッㇷ゚, シュマリ, キモッペ; Alabama: chola; Albanian: dhelpën dhelpër, dhelpra; Algonquin: wonkis; Alutor: татул; Amharic: ቀበሮ; Andi: сори; Arabic: ثَعْلَب; Egyptian Arabic: تعلب; Hijazi Arabic: ثعلب; Sudanese Arabic: بعشوم; Iraqi Arabic: حسيني; San'ani Arabic: ثعل; Aramaic Hebrew: תעלא; Arapaho: nouː, beːχou; Archi: ссол; Armenian: աղվես; Old Armenian: աղուէս; Aromanian: vulpi; Assamese: শিয়াল; Asturian: raposu, vulpeya; Avar: цер; Azerbaijani: tülkü; Baluchi: روباہ; Bashkir: төлкө; Basque: azeri; Bats: ცოკალ; Belarusian: ліса́, ліс; Bengali: শিয়াল; Bhojpuri: 𑂪𑂷𑂧𑂩; Breton: louarn; Budukh: сокул; Bulgarian: лиси́ца; Burmese: မြေခွေး; Carrier: naŋʌz; Catalan: guineu, guilla, rabosa; Chamicuro: tus̈huli; Chechen: цхьогал; Cherokee: ᏧᎳ; Cheyenne: vóhkéso; Chickasaw: chula; Chinese Cantonese: 狐狸; Dungan: хўзы, ехўзы; Hakka: 狐狸; Mandarin: 狐狸; Min Dong: 狐狸; Min Nan: 狐狸; Wu: 狐狸; Choctaw: chula; Chukchi: ятъёԓ, чеԓгырэӄокаԓгын; Chuvash: тилӗ; Cimbrian: buks, vuks; Cornish: lowarn; Cree: ᒪᕁᐁᓰᐢ; Creek: culv; Crimean Tatar: tilki; Czech: liška; Dalmatian: bualp; Danish: ræv; Dargwa: гурда; Daur: xunugw; Dongxiang: funiegve; Dutch: vos; Erzya: ривезь; Esperanto: vulpo; Estonian: rebane; Even: хули; Evenki: сулаки; Ewe: abei; Faroese: revur; Finnish: kettu; Fox: wâkoshêha; Franco-Provençal: renârd; French: renard, goupil, renard roux, renard commun; Middle French: renard; Old French: gupil, goupil; Friulian: bolp, volp; Gagauz: tilki; Galician: raposo, golpe, renarte; Georgian: მელა, მელია; German: Fuchs, Fuchsrüde, Füchsin, Fähe, Fuchsmännchen, Fuchsweibchen; Alemannic German: Fuchs; Middle High German: vuhs; Gondi: కోయ్లల్; Gothic: 𐍆𐌰𐌿𐌷𐍉; Greek: αλεπού; Ancient Greek: ἀλώπηξ, ἀλωπός; Greenlandic: terianniaq; Guaraní: aguara; Hawaiian: ʻalopeka, ʻalopeke; Hebrew: שׁוּעָל; Hiligaynon: sora; Hindi: लोमड़ी; Hopi: leetayo; Hungarian: róka; Icelandic: refur, tófa; Ido: foxo; Indonesian: rubah; Ingrian: repoi; Ingush: цхьогал; Inuktitut: ᑎᕆᒐᓐᓂᐊᖅ; Irish: sionnach, madra rua; Old Irish: sinnach; Istriot: bulpo; Italian: volpe; Japanese: 狐, キツネ, フォックス; Jarai: mơja; Kabardian: бажэ; Kalmyk: арат, үнгн; Karachay-Balkar: тюлкю; Karelian: rebo, repo; Kashmiri: لوو; Kashubian: lës; Kazakh: түлкі; Khakas: тӱлгӱ; Khmer: កញ្ជ្រោង; Khotanese Klamath-Modoc: w̓an; Koasati: cola; Komi-Permyak: руч; Korean: 여우; Kumyk: тюлкю; Kurdish Central Kurdish: رێوی; Northern Kurdish: rovî; Kyrgyz: түлкү; Ladin: volp; Ladino: renar; Lakota: tokalu, šungila; Lao: ຈິກຈອກ; Latgalian: lopsa; Latin: vulpes; Latvian: lapsa; Lezgi: сикӏ; Lithuanian: lapė, lapinas; Livonian: re'bbi; Low German: Foß, Voß, Voss; Middle Low German: vos; Luxembourgish: Fochs, Fuuss; Lü: ᦋᦲᧉᦈᦸᧅᧈ; Macedonian: лисица; Mahican: waugoosus; Maithili: खिखिर; Malagasy: amboahaolo; Malay Jawi: روبه, موسڠ; Rumi: rubah, musang; Malayalam: കുറുക്കൻ; Malecite-Passamaquoddy: qaqsoss; Maltese: volpi; Manchu: ᡩᠣᠪᡳ; Manx: shynnagh; Maori: pōkiha; Marathi: कोल्हा; Massachusett: wonksis, wonkqŭssis, wonksis, wonkqŭssis; Menominee: wa·koh; Mi'kmaq: wokwis; Middle Dutch: vos; Middle English: foxe; Mingo: unõˀkwatkwá; Mohawk: tsitsho; Mohegan-Pequot: wôks; Moksha: келазь; Mongghul: funige; Mongolian: үнэг; Montagnais: matsheshu; Montana Salish: χʷaχʷáʕ; Mru: 𖩔𖩑𖩘; Mòcheno: vucks; Nanticoke: waaks; Navajo: mąʼii łitsooí; Nivkh: кʼеӄ; Nogai: туьлки; Norman: r'nard; North Frisian: Fos; Northern Paiute: waŋ̇i’i; Norwegian: rev; O'odham: gaso; Occitan: mandra, rainal, guèine; Ojibwe: ᐙᑯᔥ; Okinawan: 狐; Old Church Slavonic Cyrillic: лисъ, лисица; Old East Slavic: лисъ, лисица; Old English: fox; Old High German: fuhs, foha; Old Norse: fóa; Old Prussian: lape; Old Turkic: tilkü; Ossetian Digor: робас; Iron: рувас; Pashto: ترودۍ, تروری, تروړۍ; Pawnee: kiwʌ́ku; Penobscot: kwɑ'ŋk'ʷsəs; Persian: روباه; Plautdietsch: Foss; Polabian: laiskă; Polish: lis, lisica, liszka; Portuguese: raposa, raposa-vermelha; Potawatomi: wekshi; Punjabi: ਲੂੰਬੜੀ; Purepecha: kúmi-wátsï; Quechua: atuq; Romagnol: vùlpa; Romani: hilpa; Romanian: vulpe; Romansch: vulp; Russian: лиса́, лиси́ца, лис; Sami Northern Sami: rieban; Inari Sami: riemnjis; Skolt Sami: riʹmjj; Sanskrit: लोपाश; Sardinian: mrexani, fraitzu, liori, grupi; Saterland Frisian: Foaks; Scots: tod; Scottish Gaelic: sionnach; Serbo-Croatian Cyrillic: лѝсица, ли́сац; Roman: lìsica, lísac; Seri: χæːs; Tashelhit: abaɣuɣ; Shor: тӱлгӱ; Sicilian: vurpi; Sinhalese: හිවලා, නරියා; Slovak: líška, lišiak; Slovene: lisica, lisjak; Sorbian Lower Sorbian: liška; Upper Sorbian: liška; Southern Altai: тӱлкӱ; Spanish: zorro, zorra, raposo, raposa, vulpeja, raboso, rabosa; Sumerian: 𒈜; Svan: მა̄ლ; Swahili: mbweha mwekundu, thalabu; Swedish: räv; Sylheti: ꠢꠤꠀꠟ; Tabasaran: сул; Tachawit: abaraɣ; Tagalog: soro; Tajik: рӯбоҳ; Tamil: நரி; Taos: tùxwána; Tatar: төлке; Telugu: నక్క; Thai: จิ้งจอก; Tibetan: ཝ་མོ; Tigrinya: ወኻርያ; Tlingit: nɑġʌs’é; Torwali: pūš; Translingual: 🦊; Turkish: tilki; Turkmen: tilki; Tuvan: дилги; Udi: шул; Udmurt: ӟичы; Ukrainian: лис, лиси́ця; Unami: òkwës; Urdu: لومڑی; Uyghur: تۈلكە; Uzbek: tulki; Venetian: volp, bolpe, bolp; Veps: reboi; Vietnamese: cáo; Vilamovian: füks; Volapük: renar; Voro: repän', rebo; Votic: repo; Welsh: cadno, llwynog; West Frisian: foks; Wutunhua: gha; Xhosa: impungutye; Yagnobi: руба; Yakut: саһыл; Yiddish: פֿוקס; Yucatec Maya: ohč; Yurok: wergers, wɹgɹs; Yámana: ĉilóea; Zazaki: lû