ἄπρακτος

From LSJ
Revision as of 10:57, 19 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " German: erfolglos; Ancient Greek: ἄπρακτος; Hungarian: sikertelen" to " German: erfolglos; Ancient Greek: ἀκατεύοδος, ἀνεπιτυχής, ἄπρακτος, ἄπρηκτος, [[δ...)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπρακτος Medium diacritics: ἄπρακτος Low diacritics: άπρακτος Capitals: ΑΠΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: ápraktos Transliteration B: apraktos Transliteration C: apraktos Beta Code: a)/praktos

English (LSJ)

Ion. ἄπρηκτος, ον, Pi.I.8(7).7 codd.: I Act., unavailing, unprofitable, ἄπρηκτον πόλεμον Il.2.121; ἀπρήκτους ἔριδας ib.376; ἄπρακτος ἐλπίς Simon.5.16, cf. Pi. l.c.; ἄ. γίγνεταί τι D.9.40; ἄπρακτοι ἡμέραι = days when no business is done, holidays, Plu.2.270a, cf. BGU 255.8(vi A. D.); restful, παῦλα B.9.8; ἄπρακτος ἑορτή Proll.Hermog. in Rh. 4.15 W.(s. v.l.); ἄπρακτος χρόνος = period of inaction, Plb.2.31.10. b of a farm, untilled, Lys.7.6. 2 of persons, unsuccessful, ἄπρηκτος νέεσθαι Il.14.221; ἄπρακτον ἀπιέναι, ἀπελθεῖν, ἀποχωρεῖν, Th.4.61,99, 1.111; ἄπρακτον γίγνεσθαι = gain nothing, Id.2.59; ἄ. ἀποπέμπειν τινά Id.1.24: Comp., Socr.Ep.6.7. Adv. ἀπράκτως = unsuccessfully, Th.6.48; ἄπρακτ' ὀδυρόμενον in vain, B.Fr.8. 3 not taking part in the action, ἄ. κηδευτὴςχορός Arist.Pr.922b26; doing nothing, idle, Ti.Locr.104e, Arr.Epict.1.10.7. Adv. ἀεργῶς καὶ ἀπράκτως PFlor.295.5 (vi A. D.). 4 impotent, μόρια Orib. Fr.67, cf. Dsc.3.101. Adv. ἀπράκτως, βοηθεῖ οὐκ ἀπράκτως Orib.Fr.129. II Pass., against which nothing can be done, unmanageable, incurable, ὀδύναι, ἀνίη, Od.2.79, 12.223; μεληδόνες Simon.39; φόβων ἀπρακτότατος καὶ ἀπορώτατος ὁ τῆς δεισιδαιμονίας Plu.2.165d. 2 not to be done, impossible, πρᾶγμα, ἔργμα, Thgn.1075, 1031; ἄπρηκτα impossibilities, Id.461. 3 not done, left undone, X.Mem.2.1.2, D.19.278; ἄπρακτόν τι ποιῆσαι = undo it, Id.Prooem.41. 4 c. gen., κοὐδὲ μαντικῆς ἄπρακτον ὑμῖν εἰμί = not unassailed even by your divining arts, S.Ant.1035.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): jón. ἄπρηκτος Il.2.121, Od.2.79, Thgn.1031, 1075
• Morfología: [dór. ac. fem. ἀπράκταν B.10.8]
I gener. de cosas y abstr.
1 en constr. pred. no hecho, inacabado λῦσαν δ' ἄπρακτα νεάνιδες las jóvenes dejaron el juego sin terminar Alcm.82.1, τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα X.Mem.2.1.2, εἰ ... τι τούτοις ἄπρακτον ἐστι τούτων si ellos no han hecho alguna de esas cosas D.19.278, cf. PRyl.437.8 (I d.C.), Aristid.Or.11.68, Poll.6.131, ἄπρακτόν τι ποιῆσαι deshacer algo D.Prooem.41.
2 contra lo que no se puede hacer nada μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ Od.2.79, Σκύλλη, ἄ. ἀνίη Od.12.223, μεληδόνες Simon.15.2, κακά Pi.I.8.7
que no se puede hacer, imposible, irrealizable πρᾶγμα Thgn.1075, μήποτε' ἐπ' ἀπρήκτοισι νόον ἔχε Thgn.461, ἀπρήκτοισιν ἐπ' ἔργμασιν en tus fracasos Thgn.1031
τὸ ... μηδενὶ πιστεύειν εἰς τέλος ἄπρακτον Plb.8.1b.2, ἐλπίδες Nonn.D.2.626, φιλότης Nonn.D.42.382
de pers. incapaz (de pagar), insolvente, PRev.Laws 49.23 (III a.C.).
3 de pers. no afectado, no tocado por μαντικῆς S.Ant.1035.
II 1que no obtiene éxito, no provechoso de abstr. πόλεμος Il.2.121, ἐλπίς Simon.37.22, κακαὶ γλῶσσαι E.Ep.5.88, 90
inútil, vano ταῦτ' ἄχρηστα, ἄπρακτα D.9.40, ζωὴν ἀπρακτοτέραν Socr.Ep.6.7, βοήθεια Plb.1.48.5, φόβος Plu.2.165d
neutr. adv. ἄπρακτ' ὀδυρόμενον lamentándose en vano B.Fr.12.1
de pers. inútil, inservible Luc.Pisc.3, para el trabajo PLond.1708.86 (VI d.C.)
en uso pred. fracasado como suj. ἄπρακτοι ἐγένοντο Th.2.59, φοβούμενοι μὴ ἄπρακτοι ἥκοιεν X.HG 2.2.21, ἄπρακτοι ἀπίασιν Th.4.61, cf. Luc.Sacr.3, ἀπῆλθεν ἄ. Th.4.99, cf. 6.48, ἄ. ἐπανῄει Plb.4.34.11, κινδυνεύει ... ἄ. ἀπεληλυθέναι Luc.Herm.55, τέλος ... ἄπρακτον ἀναστῆναι D.L.4.7, μὴ γένηται ... ἄ. LXX Iu.11.11
como obj. ἀπράκτους ἀπέκτους ἀπέπεμψαν Th.1.24, cf. Luc.Phal.1.14.
2 de pers. que no actúa, inactivo χορός Arist.Pr.922b26, καθήμενος ἄ. Plu.2.42d, ἔσεσθαι Numen.27.21, ἄπρακτον ... ἐκλελυκότα LXX 2Ma.12.18
ocioso, inactivo τᾶν ψυχᾶν ... ἀπράκτων Ti.Locr.104e, οὐδὲ γὰρ ἰδιώτας οὐδ' οἰκουροὺς οὐδ' ἀπράκτους ἠξίουν εἶναι θεῶν μαθητάς Plu.2.776e, cf. Arr.Epict.1.10.7
neutr. subst. τὸ ἄπρηκτον la inactividad Hp.Decent.1
de abstr. improductivo λόγος ἐστὶ καλοῦ πράγματος ἄπρακτος es una palabra que no produce una bella acción D.Chr.63.2
c. palabras de tiempo período en el que no se trabaja, fiesta, vacación παῦλα B.10.8, ἡμέραι Plu.2.270a, BGU 255.8 (VI d.C.), ἑορτή Rh.4.15, del Domingo, Theod.Lect.Fr.377, cf. τὸν δὲ λοιπόν χρόνον ... ἄπρακτον εἶχον Plb.2.31.10
en plu. ἐν ἀπρήκτοισι καθήμεθα estamos sin hacer nada, AP 5.120 (Phld.).
3 que no puede hacer nada, impotente τοὺς σκορπίους ναρκώδεις καὶ ἀπράκτους γίνεσθαι Dsc.3.101, μόρια Orib.Ec.66.1.
III adv. ἀπράκτως = en vano βοηθεῖν οὐκ ἀ. Orib.Ec.132.4
ociosamente, PFlor.295.5 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 338] ion. ἄπρηκτος, 1) nichts ausrichtend, nichts bewirkend, erfolglos, vergeblich, ἄπρηκτον νέεσθαι Iliad. 14, 221; ἄπρηκτον πόλεμον πολεμίζειν Iliad. 2, 121; ἀπρήκτους ἔριδας 2, 376; Thuc. 1, 111. 4, 61, oft; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά 1, 24; μή οἱ πρέσβεις ἄπρακτοι ἥκοιεν Xen. Hell. 2, 2, 21; so βοήθεια, ἐπιβολή u. ä., Pol. 1, 48, 5. 6, 15, 5; δόρατα ἄπρακτα καὶ μάταια 6, 25, 5; γῆ, nichts einbringend, Plut.; nichts thuend, καὶ ἀργός Plat. Locr. 104 c; φόβων ἀπρακτότατος Plut. superst. 3; ἡμέραι, an denen man nichts unternimmt, Feiertage, Alc. 34 qu. Rom. 25; = ἀποφράς, Luc.; ἑορτή Hermogen. Proleg. p. 27; ἡ θερεία ἀπρ. γίγνεται Pol. 5, 5, 5. – 2) pass., a) wogegen man nichts ausrichten kann, ἀπρήκτους ὀδύνας, unheilbare Schmerzen, Od. 2, 79; ἄπρηκτον ἀνίην, ein unabwendbares Unheil, 12, 223; κακά Pind. I. 7, 7; wie ἀμήχανος. – b) ungethan, ὅπως μη τὰ τῆς πόλεως ἀπρακτα γένηται, nicht besorgt wird, Xen. Mem. 2, 1, 2; vgl. Dem. 19, 278. 50, 58. Auch Sp. – c) οὐδὲ μαντικῆς ἄπ. ὑμῖν γίγνομαι Soph. Ant. 1022, ihr versucht auch die Seherkunst an mir. – Adv. ἀπράκτως, gew. ohne etwas auszurichten, ohne Erfolg, Thuc. 6, 48 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui ne fait rien, qui n'arrive à rien, vain ; ἄπρακτος πόλεμος IL guerre sans résultat ; ἔρις ἄπρακτος IL querelle sans issue ; ἄπρακτον νέεσθαι IL, ἀποχωρεῖν ou ἀπιέναι THC revenir, s'éloigner sans avoir abouti à rien ; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά THC congédier qqn sans qu'il ait rien obtenu ; γῆ ἄπρακτος PLUT terre improductive ; avec un gén. qui ne produit pas : φόβων ἄπρακτος PLUT qui ne cause pas de craintes;
2 qui n'agit pas, inactif, inerte ; ἄπρακτοι ἡμέραι PLUT jours fériés;
II. 1 non fait, qui reste à faire ; particul. non pratique, non entrepris : μαντικῆς ἄπρακτον τινι SOPH qui n'a pas été pour qqn matière à divination, un sujet de prédiction;
2 contre quoi il n'y a rien à faire, irrémédiable, incurable;
Cp. ἀπρακτότερος, Sp. ἀπρακτότατος.
Étymologie: , πράσσω.

English (Slater)

ᾰπρακτος disabling (πᾶσαν πρᾶξιν κωλύοντα. Wil.) παυσάμενοι δ' ἀπράκτων κακῶν (Schneidewin: ἀπρήκτων codd., def. Forssman, p. 111) (I. 8.7)

Greek Monolingual

κ. άπρακτος, -η, -ο (AM ἄπρακτος, -ον) πράττω
1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος
2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος
3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής
νεοελλ.
1. αδρανής
2. ανίδεος, άπειρος
3. ασύνετος, ασυλλόγιστος
αρχ.
1. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος
2. αυτός που δεν παίρνει μέρος σε κάτι, που δεν κάνει τίποτε, ο αργός
3. αυτός για τον οποίο τίποτε δεν μπορεί να γίνει, που δεν μπορεί κανείς να τον αντιμετωπίσει
4. αυτός που δεν έχει προσβληθεί
5. φρ. α) «ἄπρακτοι ἡμέραι» — ημέρες αργίας, διακοπές
β) «ἄπρακτος χρόνος» — περίοδος απραγίας ή αδράνειας.

Greek Monotonic

ἄπρακτος: Ιων. ἄ-πρηκτος, -ον,
I. 1. Ενεργ., αυτός που δεν κάνει απολύτως τίποτε, αναποτελεσματικός, ανωφελής, σε Ομήρ. Ιλ., Δημ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ανεπιτυχής, αποτυχημένος, ἄπρηκτος νέεσθαι, Λατ. re infecta, σε Ομήρ. Ιλ.· και στους πεζούς συγγραφείς, ἄπρακτον ἀπιέναι, ἀπελθεῖν, ἀποχωρεῖν, σε Θουκ.· ἄπρακτον γίγνεσθαι, δεν αποδοκιμάζω, δεν επωφελούμαι σε τίποτε, στον ίδ.· ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά, στον ίδ.· επίρρ. ἀπράκτως, ανεπιτυχώς, στον ίδ.
II. 1. Παθ., αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει τίποτε, αυτός που προκαλεί αμηχανία για το τι πρέπει να γίνει, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να γίνει, αδύνατος, απραγματοποίητος, σε Θέογν.
3. αυτός που δεν έγινε, που εγκαταλείφθηκε ατέλεστος, σε Ξεν.
4. με γεν., μαντικῆς ἄπρακτος ὑμῖν, απρόσβλητος, ανέγγιχτος από τη μαντική σας τέχνη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπρακτος: эп.-ион.-дор. ἄπρηκτος 2
1 бесполезный, бесцельный, напрасный, тщетный (πόλεμος Hom.; βοήθεια Polyb.; μεληδόνες Plut.);
2 ничего не добившийся, не достигший цели (ἀπεχώρησαν ἄπρακτοι Thuc.; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά Plut.);
3 бесплодный, по др. невозделанный (γῆ Plut.);
4 проводимый в бездействии, нерабочий (ἡμέραι Plut.);
5 неисполненный, несделанный Dem.: μη τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα γίγνηται Xen. чтобы не запустить государственных дел; οὐκ ἄ. τινι εἶναι Soph. не иметь покоя от кого-л.;
6 неутолимый, неисцелимый (ὀδύναι Hom.);
7 неотвратимый, неодолимый, неминуемый (ἀνίη Hom.);
8 бездеятельный, бездействующий (ἄ. καὶ ἀργός Plat.; κηδευτής Arst.): φόβων ἀπρακτότατος Plut. не внушающий никакого страха.

Middle Liddell


I. act. doing nothing, ineffectual, unprofitable, Il., Dem.
2. of persons, without success, unsuccessful, ἄπρηκτος νέεσθαι, Lat. re infecta, Il.; and in Prose, ἄπρ. ἀπιέναι, ἀπελθεῖν, ἀποχωρεῖν Thuc.; ἄπρ. γίγνεσθαι to gain nothing, Thuc.; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά Thuc.:—adv. ἀπράκτωςφ, unsuccessfully, Thuc.
II. pass. against which nothing can be done, impracticable, Od.
2. not to be done, impossible, Theogn.
3. not done, left undone, Xen.
4. c. gen., μαντικῆς ἄπρακτος ὑμῖν unassailed by your divining arts, Soph.

English (Woodhouse)

fruitless, ineffectual, unsuccessful, useless, vain, accomplishing nothing, barren of result, making no impression, not accomplishing one's object

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

unavailing

Bulgarian: безполезен, безрезултатен; Estonian: asjatu; Finnish: turha, hyödytön; French: inutile, vain, futile, infructueux; German: vergeblich, nutzlos, unbrauchbar, umsonst; Ancient Greek: ἄπρακτος; Italian: inefficace, infruttuoso, futile; Scottish Gaelic: dìomhain; Spanish: infructuoso, fútil, inútil, ocioso, inservible; Swedish: fåfäng, fruktlös, resultatlös; Ukrainian: даремний, марний

unsuccessful

Azerbaijani: uğursuz, müvəffəqiyyətsiz, səmərəsiz; Bengali: অকৃতকার্য, অসফল; Bulgarian: неуспешен; Chinese Mandarin: 不成功; Czech: neúspěšný, nezdařilý; Esperanto: malsukcesa; Finnish: epäonnistunut; French: infructueux; German: erfolglos; Ancient Greek: ἀκατεύοδος, ἀνεπιτυχής, ἄπρακτος, ἄπρηκτος, δυσεπίβολος, δυσροητικός, δύστευκτος; Hungarian: sikertelen; Japanese: 不成功; Korean: 성공하지 못한; Manchu: laqu; Maori: rahua, ngere; Polish: nieudany; Portuguese: malsucedido; Russian: безуспешный, неудачный, неудачливый; Tagalog: bigo; Turkish: başarısız; Ukrainian: безуспі́шний, невдалий, безрезультатний; Vietnamese: bất thành, không thành công

impossible

Arabic: مُسْتَحِيل‎; Egyptian Arabic: محال‎; Armenian: անհնար; Asturian: imposible; Azerbaijani: qeyri-mümkün, mümkünsüz, həyata keçirilməz, yerinə yetirilməz; Belarusian: немагчымы, немажлі́вы; Bulgarian: невъзможен; Catalan: impossible; Chinese Cantonese: 冇可能嘅; Mandarin: 不可能的; Czech: nemožný; Danish: umuligt; Dutch: onmogelijk; Esperanto: neebla; Estonian: võimatu; Finnish: mahdoton; French: impossible; Galician: imposible, imposíbel; Georgian: შეუძლებელი; German: unmöglich; Greek: ακατόρθωτος; Ancient Greek: ἀδύνατος; Hebrew: בלתי־אפשרי‎; Hindi: असंभव or असम्भव, नामुमकिन, अनहोनी; Hungarian: lehetetlen; Icelandic: ómögulegur; Ido: neposibla; Interlingua: impossibile; Italian: impossibile; Japanese: 不可能な, 無理な; Korean: 불가능하다; Kyrgyz: мүмкүнсүз; Latvian: neiespējams, neiespējama; Lithuanian: neįmanoma; Macedonian: невозможен; Malay: mustahil; Malayalam: അസാധ്യ; Manx: neuchredjallagh; Maori: tē-taea; Nepali: असम्भव; Norman: împôssibl'ye; Northern Sami: veadjemeahttun; Norwegian: umulig; Old English: unmihtlīċ; Plautdietsch: ommäajlich; Polish: niemożliwy; Portuguese: impossível; Romanian: imposibil; Romansch: nunpussaivel; Russian: невозможный, невыполнимый, неосуществимый; Scottish Gaelic: do-dhèanta; Serbo-Croatian Cyrillic: немогућ; Roman: nȅmogūć; Slovak: nemožný; Slovene: nemogoč, nemogoča, nemogoče; Spanish: imposible; Swedish: omöjlig, ogörlig, orealiserbar; Tagalog: di-sapala; Thai: เป็นไปไม่ได้; Turkish: olanaksız, imkânsız; Ukrainian: неможливий; Urdu: اسمبھو‎, ناممکن‎, ان ہونی‎; Vietnamese: không thể; Welsh: amhosibl; Westrobothnian: omögli, odö

idle

Arabic: عَاطِل عَن اَلْعَمَل‎; Bulgarian: незает, безработен; Catalan: desocupat, aturat; Chinese Mandarin: 閒, 闲; Czech: nečinný; Dutch: nietsdoend; Finnish: joutilas, toimeton; French: oisif; German: untätig, müßig; Greek: άνεργος; Ancient Greek: ἀργός; Hungarian: tétlen; Irish: díomhaoin; Italian: ozioso, disoccupato, inattivo; Japanese: 暇な; Korean: 게으르다; Latin: otiosus; Maori: paeko; Middle English: ydel; Norwegian: arbeidsløs; Occitan: ociós, desobrat; Persian: بیکار‎; Polish: próżny, bezczynny; Portuguese: ocioso, desocupado, desempregado; Quechua: qilla; Russian: незанятый; Scottish Gaelic: dìomhain; Spanish: ocioso; Swedish: overksam; Thai: ว่างงาน; Tocharian B: ālase; Turkish: boş, atıl, aylak, avare

doing nothing

Bulgarian: бездеен; Catalan: inactiu, ociós; Chinese Cantonese: 閒置嘅, 得閒嘅; Czech: volný; Dutch: inactief; Finnish: joutilas, luppo, luppoaika; Galician: desocupado; German: ungenutzt, Mußezeit, Totzeit; Greek: αδρανής; Italian: ozioso, inattivo; Latin: deses; Middle English: ydel; Occitan: estaire, desocupat, inactiu; Persian: تلف‌شده‎, بیکار‎, بیکاری‎; Portuguese: vazio, inapropriado, desocupado, inutilizável; Scottish Gaelic: dìomhain; Spanish: desocupado

uncultivated

Dutch: onbebouwd; Friulian: pustot; Irish: fódbhán; Italian: incolto; Latin: rudis; Maori: toitū, papatua; Portuguese: inculto; Scottish Gaelic: fàs; Slovak: neobrobený, nekultivovaný; Spanish: inculto

impotent

Ancient Greek: ἄστυτος; Bikol Central: bawas; Bulgarian: безпомощен, импотентен; Bulgarian: слаб, безсилен; Catalan: impotent; Czech: impotentní; Dutch: impotent; French: impuissant; German: impotent; Hindi: नामर्द, नपुंसक; Italian: debole, impotente; Russian: бессильный, слабый, беспомощный, импотентный, страдающий импотенцией; Swedish: impotent; Tagalog: limawon