πράκτωρ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A = πρακτήρ, one who does or one who executes, accomplisher, Ζεὺς ὅτου π. φανῇ S.Tr.251; π. τῶν ἀκουσίων Antipho 3.2.6; with fem. Subst., Κύπρις… τῶνδ' ἐφάνη π. S.Tr.861 (lyr.).
II official who executes a judgment for debt, esp. public debt, bailiff, IG12.75.49, al., Antipho 6.49, Decr. ap. And.1.77, D.25.28, IG12(8).51.9 (Imbros, ii B.C.), OGI 483.7 (Pergam.), Ev.Luc. 12.58; βασιλικὸς π. PSI4.335.2 (iii B.C.); τῶν ξενικῶν PTeb.5.222 (ii B.C.).
2 collector of taxes, π. βαλανήου Ostr. in Wilcken Grundzüge p.213 (i A.D.), Ostr.399 (i A.D.); π. ἀργυρικῶν PIand.29.1 (ii A.D.), BGU434.3 (ii A.D.), etc.; π. σιτικῶν PLond. 2.367a1, al. (ii A.D.).
3 in Poets, one who exacts punishment, avenger, A.Supp.647 (lyr.); π. αἵματος Id.Eu.319 (anap.); φόνου S.El.953: as adjective, with a fem. Subst., avenging, σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι A.Ag.111 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 693] ορος, ὁ, poet. statt πρακτήρ, Thäter, Vollbringer; Ζεὺς ὅτου πράκτωρ φανῇ, Soph. Trach. 250. – Bes. der eine schuldige Buße, Sühne eintreibt; αἵματος, Rächer, Aesch. Eum. 309; πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι, Ag. 111, φόνου ποτ' αὐτὸν πράκτορ' ἵζεσθαι πατρός, Soph. El. 941; auch in Prosa, τῶν ἀκουσίων, Antiph. 3 β 6. 6, 49. – In Athen eine Obrigkeit, welche die Eintreibung der Abgaben und Steuern zu besorgen hatte, Dem. 25, 28 u. A.; vgl. Böckh Staatshaush. p. 167. 403.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 qui fait, qui accomplit, auteur d'une action;
2 qui recouvre les créances de l'État ; p. ext., poét. vengeur de, gén.;
3 p. ext. qui perçoit les taxes, percepteur ; huissier d'un tribunal.
Étymologie: πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
πράκτωρ: ορος ὁ и ἡ
1 свершитель, виновник: Ζεὺς ὅτου π. φανῇ Soph. (сам) Зевс - виновник этого;
2 каратель, мститель (αἵματος Aesch.; φόνου πατρός Soph.);
3 (в Афинах), сборщик податей Dem.;
4 исполнитель судебных приговоров NT.
Greek (Liddell-Scott)
πράκτωρ: -ορος, ὁ, = πρακτήρ, ὁ πράττων ἢ ἐκτελῶν, ἐκτελεστής, κατορθωτής, Ζεὺς ὅτου πρ. φανῇ Σοφ. Τρ. 251· πρ. τῶν ἀκουσίων Ἀντιφῶν 121. 39· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., Κύπρις… τοῦδ’ ἐφάνη πρ. Σοφ. Τρ. 860. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις εἰσπράκτωρ φόρων, Ἀντιφῶν 147. 14, Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 36, Δημ. 778. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 203-206· πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. 2) παρὰ ποιηταῖς, ὡσαύτως, ὁ ἀπαιτῶν καὶ λαμβάνων τιμωρίαν, τιμωρός, ἐκδικητής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 646· πρ. αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 319· φόνου Σοφ. Ἠλ. 953· οὕτως ὡς ἐπίθ. καὶ μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι Αἰσχύλ. Ἀγ. 111.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πράκτωρ -ορος, ὁ [πράττω] ook f. uitvoerder, dader:; Ζεὺς ὅτου πράκτωρ φανῇ waarvan Zeus de dader blijkt Soph. Tr. 251; f.. Soph. Tr. 861. straffer, wreker:; πράκτορες αἵματος wrekers van de moord Aeschl. Eum. 319; als adj. f.. ξὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι met lans en wrekende hand Aeschl. Ag. 111. (~ πράττομαι: invorderen) belastingambtenaar; And. 1.77; gerechtsdienaar. NT Luc. 12.58.
English (Thayer)
πρακτορος, ὁ (πράσσω);
1. one who does anything, a doer (Sophocles).
2. "one who does the work of inflicting punishment or taking vengeance; especially the avenger of a murder (Aeschylus, Sophocles); the exactor of a pecuniary fine" (Antiphon), Demosthenes, others); an officer of justice of the tower order whose business it is to inflict punishment: Luke 12:58.
English (Strong)
from a derivative of πράσσω; a practiser, i.e. (specially), an official collector: officer.
Greek Monotonic
πράκτωρ: -ορος, ὁ, = πρακτήρ,
I. αυτός που εκτελεί ή φέρει εις πέρας, εκτελεστής, σε Σοφ.· με θηλ. ουσ., στον ίδ.
II. 1. αυτός που απαιτεί πληρωμή, εισπράκτορας φόρων, σε Δημ. κ.λπ.
2. στους Ποιητές επίσης, αυτός που επιβάλλει τιμωρία, τιμωρός, εκδικητής, σε Αισχύλ., Σοφ.· επίσης ως επίθ., με θηλ. ουσ. εκδίκηση, σε Αισχύλ.
Greek Monolingual
ο, η / πράκτωρ, -ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α
νεοελλ.
1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων, τοποθέτηση χρημάτων, διεξαγωγή στοιχήματος κ.ά. (α. «ναυτικός πράκτορας» β. «εμπορικός πράκτορας»)
2. ναυτ. άτομο που κατά επάγγελμα και με προμήθεια αναλαμβάνει την πρακτόρευση πλοίων και διορίζεται για τον λόγο αυτό από τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του, ενώ συνήθης τρόπος αμοιβής του είναι τα ποσοστά επί τών ναύλων
3. στρ. άτομο που δρα σε μία χώρα και συλλέγει πληροφορίες στρατιωτικής κυρίως φύσης με σκοπό να τίς μεταδόσει σε άλλο κράτος, εχθρικό προς τη χώρα αυτή
4. φρ. α) «διπλωματικός πράκτορας» — τίτλος γενικού προξένου που ασκεί και διπλωματικά καθήκοντα
β) «πράκτορας εφημερίδων» — αυτός που αναλαμβάνει την κυκλοφορία εφημερίδων σε έναν τόπο
γ) «προξενικός πράκτορας» — βαθμός κατώτερου προξενικού υπαλλήλου, διορισμένου σε μικρής σπουδαιότητας πόλεις
δ) «πράκτορας ταξιδιών» — πρόσωπο που αναλαμβάνει και διεκπεραιώνει την οργάνωση ταξιδιών
αρχ.
1. αυτός που πράττει, που εκτελεί κάτι, πρακτήρ
2. υπάλληλος που εκτελεί απόφαση για κάποιο χρέος και κυρίως για δημόσιο, εισπράκτορας
3. εισπράκτορας φόρων
4. (στους ποιητές) τιμωρός, εκδικητής (α. «πράκτωρ αἵματος», Αισχύλ.
β. «πράκτωρ φόνου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ- του πράττω + επίθημα -τωρ (πρβλ. φυλάκτωρ)].
Middle Liddell
πράκτωρ, ορος, ὁ, = πρακτήρ
I. one who does or executes, an accomplisher, Soph.; with a fem. Subst., Soph.
II. one who exacts payment, a tax-gatherer, Dem., etc.
2. in Poets also, one who exacts punishment, a punisher, avenger, Aesch., Soph.:—so as adj., with a fem. Subst., avenging, Aesch.
Chinese
原文音譯:pr£ktwr 普拉克拖而
詞類次數:名詞(2)
原文字根:實行(者)
字義溯源:實行的人,差役,公務員,徵收人,處罰者;源自(ἀναπράσσω / πράσσω)*=實行)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 差役(2) 路12:58; 路12:58
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πράσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.