σκάφη
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
ἡ:
I trough, tub, basin, or bowl (Hom. only in Dim. σκαφίς), Hdt.4.73, Ar.Ec.742, etc.; kneading trough or baker's tray, Timocl.33, cf. Poll.10.102; wash-tub, bath, A.Fr.225, Hp.Steril.234; bowl or tray on which offerings were carried by metoeci at the Panathenaea, etc., IG12.844.6, 22.1388.46, al., Semus 5; cf. σκαφηφόρος: prov., τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην σκάφην λέγει = call a spade a spade Apostol.15.95b, cf. Plu.2.178b, Luc.Hist.Conscr.41, Jul.Or. 7.208a.
2 light boat, skiff, Ar.Eq.1315 (with a pun on signf. 1), PCair.Zen.25.5 (iii B.C.), Plb.1.23.7; used for cargo, BGU1742.9 (i B.C.); boat load, ξύλων PGrad.9.5 (iii B.C.).
3 child's cradle, Arist.Po.1454b25, Phylarch.36 J., Plu.Rom.3, Sor.1.106, al., Sch. Ar.Lys.138 (prob.).
4 grave, BCH24.394 (Bithynia).
II concave sundial, Vitr.9.8.1, Cleom.1.10, cf. Poll.6.110. (Prob. orig. something dug or scooped out, fr. σκάπτω.)
German (Pape)
[Seite 890] ἡ, jeder ausgegrabene, ausgehöhlte Körper, jedes Gefäß; Her. 4, 73; Aesch. frg. 206; Trog, Wanne, Napf; τὰς σκάφας, ἐν αἷς ἐπώλει τοὺς λύχνους, Ar. Equ. 1312, Schol. ξύλινα ἀγγεῖα, vgl. Ar. Eccl. 742; komisch Lys. 139, οὐδὲν γάρ ἐσμεν πλὴν Ποσειδῶν καὶ σκάφη, Poseidon und ein Kahn, Anspielung auf eine Tragödie des Sophokles, s. Schol.; Wiege, τῇ προβοσκίδι τὴν σκάφην ἐκίνει, Ath. XIII, 607 a; ἐνθέμενος εἰς σκάφην τὰ βρέφη, Plut. Rom. 3; bei Poll. 10, 102 Backtrog; zum Darbringen von Opfern gebraucht, προσφέρουσιν αὐτῇ τῇ Βριζοῖ σκάφας πάντων πλήρεις ἀγαθῶν Ath. VIII, 335 b; σκάφαις ἐξαντλεῖν τὸ χρυσίον, Luc. Gall. 12.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 auge;
2 sorte de corbeille pour exposer les enfants;
NT: chaloupe, canot, barque.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser ; cf. σκάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκάφη -ης, ἡ σκάπτω uitgehold voorwerp trog, kuip, tobbe, schaal, schuit, sloep.
Russian (Dvoretsky)
σκάφη: (ᾰ) ἡ
1 корыто, бассейн, ванна, Her., Arph., Aesch.: τὴν σκάφην σκάφην λέγειν погов. Plut. называть корыто корытом, т. е. называть вещи своими именами;
2 челн, лодка Soph., Arph., Plut., NT;
3 таз Arph.
English (Strong)
a "skiff" (as if dug out), or yawl (carried aboard a large vessel for landing): boat.
English (Thayer)
σκάφης, ἡ (σκάπτω (which see)), from (Aeschylus and) Herodotus down, anything dug out, hollow vessel, trough, tray, tub; specifically, a boat: Acts 27:16,30, 32.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. κοίλο και επίμηκες ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος στο οποίο ζυμώνεται το ψωμί, πλύνονται ρούχα, ποτίζονται τα ζώα
2. μικρό πλοιάριο («τῶν δὲ ναυτῶν ζητούντων φυγεῖν ἐκ τοῦ πλοίου καὶ χαλασάντων τὴν σκάφην εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)
3. φρ. «λέω τα σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη» και «τὴν σκάφην σκάφην λέγειν» (Πλούτ.) ή «τὰ σῡκα σῡκα τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάσων» (Λουκιαν.)
λέω τα πράγματα με τα αληθινά ονόματά τους, χωρίς περιστροφές και προσποιητή λεπτότητα, είμαι ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος
νεοελλ.
1. μικρή και ελαφριά βάρκα χωρίς καρίνα, που χρησιμοποιείται συνήθως για μικρές υπηρεσίες και για τον καθαρισμό και χρωματισμό του πλοίου στα τμήματα κοντά στην ίσαλο
2. τύπος ιστιοφόρου πλοίου («η σκαρωμένη σκάφη συνέδεεν ούτω πρόωρον γνωριμίαν με το κύμα», Παπαδ.)
3. στρατ. μεταλλικό κοίλωμα στα παλαιά εμπροσθογενή όπλα και πυροβόλα για την τοποθέτηση μικρής ποσότητας πυρίτιδας, που χρησίμευε για την ανάφλεξη του γεμίσματος με πυρόλιθο ή με αναμμένο δαυλό
αρχ.
1. κάδος για λούσιμο, λουτήρας
2. λεκάνη ή δίσκος πάνω στον οποίο έφερναν αναθήματα και προσφορές οι σκαφηφόροι στα Παναθήναια
2. φορτηγό πλοίο
3. πλοιάριο γεμάτο με φορτίο («σκάφη ξύλων», πάπ.)
4. λίκνο, κούνια («ἐνθέμενος... εἰς σκάφην τὰ βρέφη», Πλούτ.)
5. τάφος, τύμβος («τὸ ἀκροστόλιον τῇ πόλει τῆς Παναθηναΐδος σκάφης καὶ τὸ ἕδος τῆς θεοῦ ἀνέστησεν», επιγρ.)
6. είδος ταινίας της κεφαλής ή είδος επιδέσμου, σκάφιον (Ι)
7. είδος κοίλου ηλιακού ρολογιού
8. φρ. «σκάφης μαρτύριον» — η σκάφευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -η].
Greek Monotonic
σκάφη: [ᾰ], ἡ (σκάπτω), οτιδήποτε έχει σκαφτεί ή έχει γίνει κοίλο·
1. κάδος ή λεκάνη, κάδος που προορίζεται για το λουτρό (λουτήρας), σκάφη, σκαφίδι, γαβάθα, σε Ηρόδ.
2. ελαφρύ σκάφος, λέμβος, σχεδία, βαρκούλα, μονόξυλο, σε Αριστοφ.
3. παροιμ., τὴν σκάφην σκάφην, «λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», λέω τα πράγματα με το όνομά τους, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σκάφη: [ᾰ], ἡ, (σκάπτω) ὡς τὸ σκάφος, πρᾶγμα ἐσκαμμένον καὶ διακοιλανθέν, ὡς, 1) «σκάφη» ἢ κάδος, ἢ λεκάνη, (καὶ εἶναι ἡ λέξις γνωστὴ τῷ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῷ ὑποκορ. τύπῳ σκαφίς), Ἡρόδ. 4. 73, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 742, Ἀποσπ. 154 καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμ.· σκάφη ζυμωτική, Τιμοκλ. ἐν «Ψευδολησταῖς» 1, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 102· κάδος πρὸς λοῦσιν, λουτήρ, Ἱππ. 684. 53, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 224· λεκάνη ἢ δίσκος ἐν ᾧ ἔφερον ἀναθήματα καὶ προσφορὰς οἱ μέτοικοι ἐν τοῖς Παναθηναίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 46., 151, 26· πρβλ. σκαφηφόρος. 2) ἐλαφρὰ λέμβος, Λατ. scapha, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1315 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς σημασ. Ι), Πολύβ. 1. 23, 7. 3) κιβώτιον ἐν ᾧ βρέφη ἐξετίθεντο, Σοφ. Ἀποσπ. 574, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Φύλαρχ. 56, Πλουτ. Ρωμ. 3. 4) παροιμ., τὴν σκάφην σκάφην λέγειν, καλῶ τὰ πράγματα μὲ τὰ ἴδιά των ὀνόματα ἄνευ προσπεποιημένης λεπτότητος, Πλούτ. 2. 178Β, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 41. ΙΙ. εἶδος ταινίας τῆς κεφαλῆς ἢ ἐπιδέσμου, Γαλην. 12. 468· πρβλ. σκάφιον ΙΙ. ΙΙΙ. κοῖλον ἡλιακὸν ὡρολόγιον (πρβλ. πόλος), Λατιν. scaphium, Βιτρούβ. 9.9. § 42, Πολυδ. Ϛ΄, 110· σ. αφὶς παρὰ τῷ Μαρτιαν. Cap. 6, § 597.
Frisk Etymological English
σκάφος a. o.
See also: s. σκάπτω.
Middle Liddell
σκᾰ́φη, ἡ, σκάπτω
anything dug or scooped out,
1. a trough or tub, basin or bowl, Hdt.
2. a light boat, skiff, Ar.
3. proverb., τὴν σκάφην σκάφην λέγειν "to call a spade a spade, " to call things by their right names, Luc.
Frisk Etymology German
σκάφη: οκάφος u. a.
{skáphē}
See also: s. σκάπτω.
Page 2,720
Chinese
原文音譯:sk£fh 士卡費
詞類次數:名詞(3)
原文字根:挖掘-出
字義溯源:輕舟,小帆船,小船。參讀 (σκάπτω)同源字參讀 (ναῦς)同義字
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編:
1) 小船(3) 徒27:16; 徒27:30; 徒27:32
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό σκάπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.