χτυπώ

Revision as of 20:35, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Greek Monolingual

-άω / κτυπῶ, -έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν
1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ' τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.)
2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» β. «άρχισαν οι τυμπανιστές να χτυπούν τα τύμπανα» γ. «χθόνα δ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι, νύσσοντες χήλῃσι», Ησίοδ.)
3. δίνω, καταφέρω πλήγμα σε κάποιον ή σε κάτι, πλήττω (α. «τον χτύπησε με τη μαγκούρα» β. «κτύπησε... κρᾱτα πλαγάν», Ευρ.)
νεοελλ.
1. δέρνω, βαρώ, ξυλοκοπώ (α. «τον έβαλε κάτω και τον χτυπούσε, ώσπου λιποθύμησε» β. «τον χτύπησαν άσχημα στην ασφάλεια»)
2. στοχεύω και πετυχαίνω τον στόχο («χτύπησε διάνα»)
3. (κατ' επέκτ.) τραυματίζω ή σκοτώνω (α. «η σφαίρα τον χτύπησε στην καρδιά» β. «χτύπησα δυο λαγούς και μια μπεκάτσα»)
4. επιτίθεμαι («μάς κύκλωσαν και μάς χτυπούσαν από παντού»)
5. βάλλω, πυροβολώ, βομβαρδίζω (α. «οι ελεύθεροι σκοπευτές χτυπούν αδιάκριτα όποιον κινηθεί» β. «επί δύο ώρες τους χτυπούσε το πυροβολικό και η αεροπορία»)
6. αναταράσσω με γρήγορες αλλεπάλληλες κινήσεις (α. «χτυπώ το αβγολέμονο» β. «εσύ να χτυπήσεις την κρέμα»)
7. επιδρώ αρνητικά, επενεργώ βλαβερά, προσβάλλω (α. «το σπίτι μας το χτυπάει πολύ ο ήλιος» β. «η αρρώστια τον χτύπησε στα νεφρά» γ. «τις ελιές τίς χτύπησε ο δάκος»)
8. επικρίνω με δριμύτητα, μέμφομαι, καταπολεμώ (α. «οι κριτικοί χτύπησαν αλύπητα το έργο του» β. «το νομοσχέδιο χτυπήθηκε από όλους τους βουλευτές της αντιπολίτευσης» γ. «το κακό πρέπει να το χτυπήσουμε στη ρίζα του»)
9. ναυτ. κατευθύνομαι προς ένα σημείομόλις καβαντζάρεις, θα χτυπήσεις το πόρτο»)
10. (σχετικά με αυτοκίνητο) τρακάρω («μού χτύπησαν το αμάξι»)
11. (αμτβ.) α) πάλλομαι, σφύζω («η καρδιά του μόλις που χτυπάει»)
β) αναδίδω χαρακτηριστικό ήχο, ηχώ, σημαίνω (α. «χτυπάει η καμπάνα» β. «δεν χτύπησε ακόμη το κουδούνι» γ. «θα χτυπήσει η σάλπιγγα»)
γ) προσκρούω, συγκρούομαι και μωλωπίζομαι (α. «χτύπησε τη μύτη του στο τζάμι» β. «πρόσεχε μην πέσεις και χτυπήσεις»)
12. μτφ. α) κάνω εντύπωση, προξενώ σχόλια («αυτό χτυπάει άσχημα» — αυτό προξενεί δυσάρεστη εντύπωση)
β) επιδιώκω, θέτω ως σκοπό («χτυπάει την πρώτη θέση στον πίνακα της βαθμολογίας»)
13. (μέσ. και παθ.) χτυπιέμαι και χτυπιούμαι
α) δέχομαι πλήγμα, επίθεση, προσβολή (α. «χτυπήθηκαν τρεις στρατιώτες» β. «η πρόταση του χτυπήθηκε άσχημα» γ. «χτυπήθηκαν τρία αεροπλάνα»)
β) συμπλέκομαι, συγκρούομαι («χτυπήθηκαν πάλι οι αναρχικοί με την αστυνομία»)
γ) δέρνομαι, χτυπώ το στήθος ή το κεφάλι μου από θλίψη ή από απελπισία («χτυπιόταν στον τάφο του παιδιού της»)
δ) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι («άδικα χτυπιέμαι τόσα χρόνια»)
ε) διαμαρτύρομαι έντονα («όσο και να χτυπιέσαι, δεν θα γίνει το δικό σου»)
14. (το γ' εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) χτυπιέται
(για γυναίκα ή κίναιδο) έχει έντονη σεξουαλική ζωή
15. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χτυπημένος, -η, -ο
λαβωμένος, τραυματίας
16. φρ. α) «τά χτύπησε κάτω» — παραιτήθηκε αγανακτισμένος
β) «χτυπώ το κεφάλι μου [στον τοίχο]» — μετανιώνω πικρά
γ) «μού το χτύπησε κατά πρόσωπο» — μού το είπε απερίφραστα, μέ κατηγόρησε απροκάλυπτα
δ) «χτυπώ τα χέρια» — χειροκροτώ
ε) «χτυπώ τα πόδια» — ποδοκροτώ, αποδοκιμάζω
στ) «χτυπάει η καρδιά μου» — έχω χτυποκάρδι, αγωνιώ
ζ) «χτυπούν τα δόντια μου» — έχω ρίγη, κρυώνω
η) «χτυπάει στο κεφάλι»
(για οινοπνευματώδες ποτό) ζαλίζει, προκαλεί πονοκέφαλο
θ) «δεν χτυπήσαμε φτερό»
i) δεν σκοτώσαμε κανένα θήραμα
ii) μτφ. αποτύχαμε παταγωδώς, δεν κατορθώσαμε τίποτε
ι) «χτύπησε εγερτήριο [[[σιωπητήριο]], προσκλητήριο]» — σήμανε η σάλπιγγα εγερτήριο [[[σιωπητήριο]], προσκλητήριο]
ια) «χτυπάει στα μάτια» — προξενεί ζωηρή εντύπωση
ιβ) «μού χτυπάει στο μάτι» — μού ελκύει την προσοχή, μού προξενεί ενδιαφέρον
ιγ) «μού χτυπάει στα νεύρα» — μέ εκνευρίζει, μέ εξοργίζει
ιδ) «τον χτύπησε τρέλα» — τρελάθηκε
17. παροιμ. α) «πάρε τον έναν και χτύπα τον άλλο» — ο ένας είναι χειρότερος από τον άλλο, και οι δύο είναι εξίσου κακοί και αξιόμεμπτοι
β) «του φταίει ο γάιδαρος και εκείνος χτυπάει το σαμάρι» — βλ. σαμάρι
αρχ.
αντηχώ («κτυπέει δ' ὑπ' αὐτοῦ [τοῦ χειμάρρου] ὕλη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κτύπος).