ἀσχολία

Revision as of 10:20, 8 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,
A occupation, business, engagement, πρᾶγμαἀσχολίας ὑπέρτερον Pi.I.1.2,cf.Th.1.90,8.72, Pl.Phd.58d; πρᾳότης καὶ ἀσχολία Lys.6.34; ἀσχολία καὶ ἀπραγμοσύνη D.21.141; opp. ἡσυχία, Th.1.70; ἐμοί τις ἀ. ἐστίν I have an engagement, Pl.Prt. 335c; δι' ἀσχολίαν because of business, Eub.119.12; later, office, function, BGU1202.3(i B. C.).
II want of time or leisure, ἀσχολίαν ἄγειν φιλοσοφίας πέρι to have no leisure, for pursuing it, Pl.Phd.66d; ἀσχολίαν ἄγειν to be engaged or be occupied, Id.Ap.39e; ἀσχολίαν ἔχειν πρός τι Plu.Comp. Sol.Publ.2; opp. σχολή, Arist.Pol.1333a35; ἐν ἀσχολίᾳ λέγειν Pl. Tht.172d; ἀσχολίαν παρέχειν τινί cause one trouble, X.Cyr.4.3.12; μυρίας . . ἡμῖν παρέχει ἀσχολίας τὸ σῶμα Pl.Phd.66b: c. inf., hinder one from doing, X.Cyr.8.1.13; ἀσχολία μοι ἦν παρεῖναι I had no time, Antipho6.12; πολλὴν ἀ. ἔχειν τοῦ ἐπιμεληθῆναι X.Mem.1.3.11; τοῦ (prob. for τῷ) εὐφραίνεσθαι πολλὰς ἀ. παρέχει Id.Cyr.8.7.12; ἀσχολίαν ἔχει τὸ μὴ [εἰς τὸ] πράττειν τὸ δεόμενον Id.HG6.1.16.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀσχολίη AP 9.428.6 (Antip.Thess.)
I 1ocupación, actividad op. ἡσυχία Th.1.70, ὑπερόριος ἀ. actividad al otro lado de la frontera Th.8.72, ὀψιαίτερον δι' ἀσχολίαν ἥκειν llegar más tarde por negocios Eub.117.12, οἱ ἄρχοντες ἀσχολίαν ἄγουσι los magistrados están ocupados Pl.Ap.39e, ἀπέλυσαν ἕκαστον ἐπὶ τὴν ἰδίαν ἀσχολίαν LXX 3Ma.5.34, τῆς ... περὶ τὰς διαλύσεις ἀσχολίας ἀπέστη Plb.21.15.13, ἐν ᾗ ἀσχολίᾳ ἔσμεν PTeb.12.20 (II a.C.)
compromiso τὸ τεὸν ... πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον tu asunto es aún más importante que mi compromiso (de componer un peán), Pi.I.1.2, ἔφη ... ἀσχολίας ... τινος οὔσης αὐτοὺς ὑπολειφθῆναι dijo que cierto compromiso les había retenido Th.1.90, εἰ μή τίς σοι ἀ. τυγχάνει οὖσα si por casualidad no tienes ningún compromiso Pl.Phd.58d, ἐμοί τις ἀ. ἐστίν tengo un compromiso Pl.Prt.335c
cargo ὁ τῆς ἀσχολίας λόγος el sueldo del cargo, BGU 1202.4 (I a.C.), cf. PTeb.24.64, 29.18 (II a.C.).
2 celo, ahínco τῇ ... ἀσχολίᾳ μου ἔδοξας ἐπεγγελᾶν POxy.938.7 (III/IV d.C.), ἀσχαλία· ἐνδελεχισμός Hsch.
II 1falta de tiempo libre c. εἰμί, ἔχω, ἄγω e inf., inf. subst. o rég. prep. faltar tiempo para μοι ἀ. ἦν παρεῖναι no tuve tiempo de estar presente Antipho 6.12, πολλὴν ... ἀσχολίαν ἔχειν τοῦ ἐπιμεληθῆναι X.Mem.1.3.11, τοῦ εὐφραίνεσθαι πολλὰς ἀσχολίας παρέχει X.Cyr.8.7.12, ἀσχολίαν ἔχει τὸ μὴ πράττειν ἀεὶ τὸ δεόμενον X.HG 6.1.16, ἀσχολίαν ἄγομεν φιλοσοφίας πέρι no tenemos tiempo para dedicarlo a la filosofía Pl.Phd.66d, ἀσχολίαν ἔχειν πρὸς τὰ μείζω carecer de tiempo para ocupaciones primordiales Plu.Comp.Sol.Publ.2, ἀπαίδευτον ὑπὸ ἀσχολίας Pl.Tht.174d, πρᾳότης καὶ ἀ. clemencia y falta de tiempo del tribunal, Lys.6.34, ἐν ἀσχολίᾳ ... λέγειν hablar con falta de tiempo Pl.Tht.172d, ἀ. καὶ ἀπραγμοσύνη falta de tiempo y pereza D.21.141, ὥστε ἀσχολίαν με ἔχειν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ PHamb.22.3 (III a.C.), op. σχολή Arist.Pol.1333a35, τίς ἐς Μούσας οὔατος ἀ.; ¿qué falta de tiempo puede haber para escuchar a las Musas?, AP l.c.
2 molestia, preocupación μυρίας ... ἡμῖν ἀσχολίας παρέχει τὸ σῶμα el cuerpo nos proporciona un sinfín de preocupaciones Pl.Phd.66b, τοῖς μὲν (ἀνδράσι) γεωργίαι ἀσχολίαν παρέχουσι, τοῖς δὲ τέχναι X.Cyr.4.3.12, ἀ. μεγάλη ἔκτισται παντὶ ἀνθρώπῳ LXX Si.40.1, ἀνέμφαντος ... φροντίδων ἄλλων καὶ ἀσχολιῶν Plu.2.45c
dificultad, traba ἃ μικρὰν ἔχοντα τὴν ἀσχολίαν cosas que tienen una pequeña dificultad Plb.5.98.3.

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, Mangel an Muße, οὔατος ἐς Μούσας Ant. Th. 14 (IX, 428); Beschäftigung, Pind. I. 1, 2; περί τι Pol. 21, 12; Abhaltung, ἀσχολίαν ἄγειν, beschäftigt, abgehalten sein, Plat. Phaed. 66 d; Apol. 39 e; ἀσχολίαν ἔχειν τινός Xen. Mem. 1, 3, 11; πρός τι Plut. Sol. et Popl. 2; ἀσχολίαν παρέχειν τινί, Hindernisse in den Weg legen, Plat. Phaed. 66 b; sequ. inf. Xen. Cyr. 8, 1, 13; τῷ εὐφραίνεσθαι 8, 7, 12 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque de loisir ; ἀσχολίας οὔσης THC faute de loisir ; ἀσχολίαν ἔχειν τινός XÉN, περί τινος PLAT, πρός τι PLUT n'avoir pas le loisir de s'occuper de qch;
2 occupation, affaire ; en mauv. part affaires, embarras, difficulté : ἀσχολίαν παρέχειν τινί XÉN causer à qqn de l'embarras ; μυρίας τινὶ παρέχειν ἀσχολίας PLAT causer à qqn mille difficultés ; τινί παρέχειν ἀσχολίαν avec l'inf. XÉN empêcher qqn de faire qch.
Étymologie: ἄσχολος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσχολία:
1 занятость, недосуг Arst., Dem., Plut.: ἀσχολίας οὔσης Thuc. за отсутствием свободного времени; ἀσχολίαν ἔχειν или ἄγειν τινός и εἴς τι Xen., περί τινος Plat. и πρός τι Plut. не иметь времени для чего-л.;
2 занятие, забота, дело, Pind., Lys., Plat., Plut.;
3 затруднение, помеха, препятствие (ἀσχολίαν παρέχειν τινί Xen., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχολία: ἡ, ἐνασχόλησις, ἐργασία, Πινδ. Ι. 1. 2, Θουκ. 8.72, κτλ.· πρᾳότης καὶ ἀσχολία Λυσ. 106. 15· ἀσχ. καὶ ἀπραγμοσύνη Δημ. 560. 22· ἀντίθ. τῷ ἡσυχία, Θουκ. 1. 70· ἐμοὶ ἀσχ. τίς ἐστιν, ἔχω ἀσχολίαν τινά, Πλάτ. Πρωτ. 335C· δι' ἀσχολίαν, ἕνεκεν ἀσχολίας, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12· ὑπ' ἀσχολίας Πλάτ. Θεαίτ. 172D. ΙΙ. ἔλλειψις σχολῆς, ἀσχολίας τινὸς οὔσης Θουκ. 1. 90· ἀσχ. ἔχειν φιλοσοφίας πέρι, μη ἔχειν σχολὴν πρὸς ἐπιδίωξιν, σπουδὴν αὐτῆς, Πλάτ. Φαίδων 66D· ἀσχ. ἄγειν, σχολάζειν, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Ε· ἀντίθετ. τῷ σχολή, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 12· ἀσχ. παρέχειν τινί, παρέχω εἴς τινα ἐνόχλησιν, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 12· μύριας… ἡμῖν παρέχει ἀσχολίας τὸ σῶμα Πλάτ. Φαίδων 66Β· καὶ μετ' ἀπαρ., ἐμποδίζω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 13 ἀσχ. μοι ἦν παρεῖναι, δὲν εἶχον εὐκαιρίαν ὥστε νὰ παρευρεθῶ, Ἀντιφῶν 42. 38, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 58D· εἰς δὲ τὸ ἀπαρέμφατον συχν. προτάσσεται τὸ ἄρθρον, ἀσχ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11, (καὶ ἡ δοτ. τῷ ἔπρεπε πιθαν. νὰ εἶναι τοῦ ἐν Κύρ. 8. 7, 12)· ὡσαύτως, εἰς τὸ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 1, 16.

English (Slater)

ἀσχολία lack of leisure τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι (I. 1.2)

Greek Monolingual

η (Α ἀσχολία) άσχολος
1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία
2. τακτική εργασία, επάγγελμα
3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο
αρχ.
1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης, απουσία σχόλης
2. (με απρμφ.) έλλειψη χρόνου, δυσκολία, εμπόδιο στο να κάνει κάποιος κάτι
3. φρ. α) «ἀσχολίαν ἄγω», «...ἔχω πρός τι» — είμαι απασχολημένος (με κάτι)
β) «ἀσχολίαν παρέχω τινί» — ενοχλώ κάποιον.

Greek Monotonic

ἀσχολία: ἡ, ασχολία, ενασχόληση, εργασία, έλλειψη ανάπαυλας, σε Θουκ.· ἀσχολία ἔχειν φιλοσοφίας πέρι, δεν έχω χρόνο για να ασχοληθώ μ' αυτό (δηλ. για να επιδιώξω τη φιλοσοφία), σε Πλάτ.· ἀσχολία ἄγειν, ασχολούμαι ή απασχολούμαι, στον ίδ.· ἀσχολίαν παρέχειν τινί, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον, στον ίδ.

Middle Liddell


an occupation, business, want of leisure, Thuc.; ἀσχ. ἔχειν φιλοσοφίας πέρι to have no leisure for pursuing it, Plat.; ἀσχ. ἄγειν to be engaged or occupied, Plat.; ἀσχ. παρέχειν τινί to cause one trouble, Plat.

English (Woodhouse)

business, press of business, want of leisure, want of time, occupation

Mantoulidis Etymological

(=ἐνασχόληση, ἐργασία). Ἀπό τό ἄσχολος → α στερητ. + σχολή (=ἀπραξία) τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό ἄσχολος: ἀσχολέω -ῶ, ἀσχόλημα.

Translations

difficulty

Arabic: صُعُوبَة‎; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσπορία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי‎; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل‎, کٹھنائی