συντελέω

Revision as of 07:43, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A fut. -έσω SIG1044.27 (Halic.. iv/iii B.C.), Att. συντελῶ BCH54.270 (Rhamnus, iii B.C.):—bring to an end, complete, σ. τὴν δαπάνην make up the whole expense, D.14.20; σ. εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα make up the number of the chariots to one hundred, X.Cyr.6.1.50; of a workman, σ. γεῖσον finish it off, Lys.Fr.185 S. (Pass.), cf. IG12.372E14; στέφανον Test. ap. D.21.22; ναῦς Plb.1.21.3 (Pass.); σ. ταχύ finish it in a hurry, Alex.149.12; σ. τὴν ἐπίνοιαν accomplish it, Plb.4.81.3; λόγον LXX Is.10.22, Gal.15.59:—Med.. Plb.1.9.6, PFay.12.8 (ii B.C.), D.S.1.59; ἵνα περὶ ὧν καταπέπλευκας συντετελεσμένος.. ἀναπλεύσῃς PSI6.614.9 (iii B.C.), cf. Plb.5.100.9:—Pass., Inscr.Délos 502 A 15 (iii B.C.), PCair.Zen.124.7 (iii B.C.), D.S.12.26, Ev.Marc.13.4, etc.; λιθάρια συντετελεσμένα PHolm.5.4.
b Act., c. inf., σ. καταφαγεῖν finish eating, LXX Ge.43.2, cf. Si.24.28: c. part., ib.Nu.4.15, 3 Ki.8.54.
c perpetrate, βίαιόν τι BGU1818.21 (i B.C.):—Med., περὶ ὧν συντετέλεσται, τυχεῖν αὐτὸν.. τιμωρίας PEnteux.50.7 (iii B.C.), cf. Klio 16.150 (Delph., ii B.C.):—Pass., SIG684.5 (Dyme, ii B.C.), BGU1762.7, al. (i B.C.).
2 Pass., to be caused, be brought about, freq. in Epicur., πλεοναχῶς σ., of a plurality of causes, Ep.2p.37U., cf. p.50 U.; simply, occur, happen, τὰς συντελουμένας.. φάσεις Ptol.Phas.p.10 H.
3 celebrate or hold sacred rites, ἁγιστείας Pl.Ax.371d; θυσίας SIG1044.27, al., Supp.Epigr.1.366.29 (Samos, iii B.C.); τὴν ἡμέραν Epicur.Fr.217; τὸν ἀγῶνα, τὴν πανήγυριν, D.S.11.29, 17.16; τὰ Ἴσθμια Plu.Ages.21; τοὺς κός μους παρὰ τῇ Μητρί Michel 537 (Cyzicus, i B.C.):—Pass., θυσία τῷ Διὶ σ. Arist.Mir.844a35, cf. PEnteux.6.6 (iii B.C.).
4 make an end of, destroy, LXX 2 Ch.20.23.
II pay towards common expenses, contribute, σ. ἑξήκοντα τάλαντα Aeschin.3.95; but mostly without the sum expressed, ἐν ταῖς εἰσφοραῖς σ. εἰς τὸν πόλεμον contribute by payment of the εἰσφοραί towards the war, D.20.28.
2 generally, contribute, πρὸς or εἰς τὴν γένεσιν, Arist.GA715a12, HA 509a29; πρὸς μίαν ἀρχήν Id.PA669b19; πρὸς ἓν ἅπαντα σ. Id.EN1096b28; εἰς ἀνάδοσιν τροφῆς Gal.15.196: also c. dat., to be of service, be profitable, help, τῷ βίῳ Alex.271; τῇ λεπτυνούσῃ διαίτῃ Gal.Vict.Att. 6; τινὶ πρός τι Luc.Alex.36:—Pass., to be contributed, εἴς τι Arist. GA725a5, al.
3 ὧν οὐδὲν εἰς τὴν ἐξαλλαγὴν σ. τῆς ἐπιμελείας none of which make for (require) a change of treatment, Sor.2.17.
III since at Athens all citizens were classed acc. to their rateable property, and the contributions to which they were liable, σ. εἰς.. meant to belong to a class, be counted in it (cf. τελέω II.3), σ. εἰς ἄνδρας Isoc.12.212; εἰς τοὺς νόθους D.23.213; ἐς τὸ μετοικικόν, ἐς τὸ συνέδριον, Luc.Bis Acc.9, Deor.Conc.15: c. dat., σ. τῷ χορῷ Alciphr.3.71.
2 σ. ἐς Ἀθήνας, ἐς Ὀρχομενόν, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, used of communities united in or to a state, Th.2.15, 4.76, X.HG7.4.12: c. dat., σ. Θηβαίοις Isoc.14.8, cf. Plu.Arat.34: abs., Μακεδονίας καὶ τῶν συντελούντων the tributaries, ib.54: cf. συντελής III.

French (Bailly abrégé)

συντελῶ :
I. tr. finir, accomplir, exécuter avec ou ensemble : ἅρματα XÉN faire fabriquer des chars ; νεών PLUT construire un temple ; φιλοσοφικοὺς διαλόγους PLUT composer des dialogues philosophiques ; ἀγῶνα PLUT organiser ensemble un concours ; θυσίας PLUT célébrer ensemble des sacrifices;
II. intr. 1 parvenir avec ou ensemble au même but, à une même fin ; concourir à, contribuer à, avec πρός et l'acc.;
2 en gén. contribuer à, aider à : πρός τι LUC à qch ; οὐδὲν τῷ χρησμῷ πρὸς τὴν νόσον σ. LUC n'aider en rien à l'oracle contre la maladie;
3 appartenir à une certaine classe, litt. payer des impôts comme citoyen inscrit parmi (les hommes faits, etc.) : σ. εἰς ἄνδρας ISOCR faire partie des hommes faits ; εἰς τὸ μετοίκιον LUC faire partie des métèques;
4 payer une contribution à une cité, à un État, à un peuple, càd être tributaire, payer un tribut à un autre État.
Étymologie: συντελής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντελέω, Att. ook ξυντελέω [σύν, τελέω] voltooien, afmaken:; συντελέσας πάντα πειρασμὸν ὁ διάβολος toen de duivel alle beproeving had beëindigd NT Luc. 4.13; νεὼν σ. een tempel afbouwen Plut. Ant. 23.4; tot stand brengen:; συντελέσω... διαθήκην καινήν ik zal een nieuw verbond tot stand brengen NT Hebr. 8.8; van plechtigheden. τὸν εἰωθότα σ. καθαρμόν de gebruikelijke reinigingsrite doorlopen Plut. Aem. 36.4. belasting betalen; tot een belastingklasse behoren (in Athene); μετοικικὸν σ. tot de klasse van de metoiken behoren Luc. 29.9; overdr. een bijdrage leveren:. τάχα γὰρ ἂν... συντελέσαιμι πρὸς τὸν ἔρωτα misschien kan ik je wel helpen met je liefde Luc. 80.11.1.

German (Pape)

1 mit, zugleich, zusammen endigen, vollbringen, zu Stande bringen; Xen. Cyr. 6.1.50; φιλοτιμουμένων τοῦτο συντετελέσθαι, Dem. 18.78; bes. eine aufgetragene Arbeit vollenden, von einem Künstler, 21.22; τὴν ἐπίνοιαν, Pol. 4.81.3; ἅμα τῷ συντελεσθῆναι τὰς νῆας, 1.21.3; τὰς ἁγιστείας κἀκεῖσε συντελοῦσι, Plat. Ax. 371d; und so bes. ἱερά, ἀγῶνα, gemeinschaftlich feiern, begehen, Plut. Thes. 9, Ages. 21; γάμους, Luc. Alex. 35.
2 gemeinschaftlich Abgaben, Steuern entrichten, Aesch. 3.95; bes. συντελεῖν εἰς τὸν πόλεμον ἐν ταῖς εἰσφοραῖς, gleiche Beisteuer zum Kriege entrichten, Dem. 20.28; – εἰς τοὺς ἱππέας od. εἰς ἱππάδα, zu den Rittern steuern, seinem Vermögen und den davon zu entrichtenden Abgaben nach zu dem Ritterstande gehören; und so überhaupt τελεῖν εἴς τι, zu Etwas, zu einer Klasse, einem Stande gerechnet werden, z.B. εἰς ἄνδρας, Isocr. 12.212; εἰς τοὺς νόθους, zu den unehelichen Kindern gezählt werden, Dem. 23.213; – συντελεῖν εἰς τοὺς Ἀθηναίους, εἰς Θήβας, an die Athener, an Theben Tribut zahlen, Einem zinsbar, steuerpflichtig sein, und dah. = einem fremden Staate unterwürfig sein, wie Χαιρώνεια, ἣ εἰς Ὀρχομενὸν συντελεῖ, Thuc. 4.76; ἁπάντων ἤδη συντελούντων εἰς αὐτήν, 2.15, die Vereinigung der einzelnen Ortschaften zu einem Stadtverbande ausdrückend; καταλαμβάνουσιν οἱ Ἠλεῖοι Λασίωνα τὸ μὲν παλαιὸν ἑαυτῶν ὄντα, ἐν δὲ τῷ παρόντι συντελοῦντα εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, Xen. Hell. 7.4.12; seltener τινί, wie Isocr. 14.8; Plut. Arat. 34; vgl. Pol. 4.60.4. – Dah. = wozu beitragen, nützlich sein, τῷ βίῳ, Alexis bei Plut. de aud. poet. 4 M.; μηδὲν πρός τι, Luc. salt. 63, öfter.

Russian (Dvoretsky)

συντελέω:
1 вместе или полностью заканчивать, завершать, изготовлять (εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα Xen.; τὰς νῆας Polyb.);
2 заканчивать постройкой, сооружать (τὸν τοῦ Πυθίου νεών Plut.);
3 тж. med. исполнять, осуществлять (τὴν ἐπίνοιαν Polyb.);
4 оканчивать, прекращать (λόγους NT): συντελεσθεισῶν αὐτῶν (τῶν ἡμερῶν) NT по прошествии этих дней;
5 составлять, сочинять (διαλόγους Plut.);
6 заключать (τὴν εἰρήνην Diod.);
7 торжественно справлять, праздновать (ἱερά Plut.; γάμους Luc.);
8 способствовать, содействовать, помогать (εἴς и πρός τι Arst., Luc.);
9 направляться, устремляться (πρὸς ἕν Arst.);
10 совместно уплачивать, вносить (τὴν δαπάνην ἑξήκοντα τάλαντα σ. Dem.): σ. εἰς τὸν πόλεμον ἐν ταῖς εἰσφοραῖς Dem. вскладчину оплачивать военные расходы;
11 досл. вместе уплачивать подати, перен. относиться, причисляться, принадлежать (εἰς τὸ μετοικικόν Luc.; εἰς ἄνδρας Isocr.);
12 уплачивать дань, быть данником (εἰς Ἀθήνας и εἰς τοὺς Ἀθηναίους Thuc.; Θηβαίοις Isocr.): οἱ συντελοῦντες Thuc. данники.

Spanish

cumplir, realizar completamente, celebrar, oficiar

Greek (Liddell-Scott)

συντελέω: μέλλ. -έσω, φέρω εἰς τέλος ὁμοῦ, παντελῶς τελειώνω, συμπληρῶ, τελειώνω, σ. τὴν δαπάνην, συμπληρῶ τὴν ὅλην δαπάνην, Δημ.· 183. 13· σ. εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα, συμπληρῶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἁρμάτων εἰς 100, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 50· ― ἐπὶ ἐργάτου, σ. γεῖσον, ἀποτελειώνω αὐτό, Λυσί. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 120· στέφανον παρὰ Δημ. 522. 4· ναῦς Πολύβ. 1. 21, 3· συντελῶ ταχύ, τελειώνω τι ἐν σπουδῇ, ταχέως, ἐπὶ ὀψοποιοῦ, Ἄλεξις ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 12· ― ὡσαύτως, σ. τὴν ἐπίνοιαν, ἀποτελειώνω, φέρω εἰς πέρας, Πολύβ. 4. 81, 3· τὴν νομοθεσίαν, εἰρήνην Διόδ. 12. 26, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πολύβ. 1. 9, 6, Διόδ. 1. 59· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., Πολύβ. 5. 100, 9. 2) ἐκτελῶ ἱερὰς τελετάς, ἁγιστείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D· τὸν ἀγῶνα, τὴν πανήγυριν Διόδ. 11. 29., 17. 16· τὰ Ἴσθμια Πλουτ. Ἀγησ. 21. τοὺς κόσμους παρὰ τῇ μητρὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 3657. 3. ― Παθ., θυσία τῷ Διὶ σ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 137. ΙΙ. συνεισφέρω πρὸς δημοσίας δαπάνας, σ. ἑξήκοντα τάλαντα Αἰσχίν. 67. 17· εἰσφορὰς τοῖς Ἀχαιοῖς Πολύβ. 4. 60, 4· ― ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἄνευ τοῦ ποσοῦ ῥητῶς ἐκφερομένου, σ. εἰς τὸν πόλεμον ἐν ταῖς εἰσφοραῖς, συνεισφέρω, πληρώνων τὰς εἰσφορὰς διὰ τὸν πόλεμον, Δημ. 465. 23. 2) καθόλου, συνεργῶ, βοηθῶ, πρὸς ἢ εἰς τὴν γένεσιν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 2, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 1· εἰς μίαν ἀρχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 2· πρὸς ἓν ἅπαντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 12· ― ὡσαύτως μετὰ δοτικ., εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, τῷ βίῳ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 31· τινι πρός τι Λουκ. Ἀλέξ. 36, κτλ. ― Παθ., συνεισφέρομαι, πληρώνομαι ἀπὸ κοινοῦ, εἴς τι Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 43, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐπειδὴ ἅπαντες οἱ πολῖται ἐν Ἀθήναις ἦσαν διῃρημένοι κατὰ τὴν ἐκτιμητὴν αὐτῶν περιουσίαν, καὶ αἱ συνεισφοραὶ εἰς ἃς ὑπέκειντο ἦσαν ἀναλόγως διορισμέναι, διὰ ταῦταφράσις, σ. εἰς…, ἐσήμαινεν, ἀνήκω εἴς τινα διαίρεσιν φορολογικήν, κατατάσσομαι εἰς αὐτὴν (πρβλ. τελέω ΙΙ. 3), σ. εἰς ἄνδρας Ἰσοκρ. 277Β· εἰς τοὺς νόθους Δημ. 691. 18· ἐς τὸ μετοικικόν, ἐς τὸ συνέδριον Λουκ. Δὶς Κατηγ. 9, Θεῶν Συμβουλ. 15· μετὰ δοτ., σ. τῷ χορῷ Ἀλκίφρων 3. 71. 2) σ. εἰς Ἀθήνας, εἰς Ὀρχομενόν, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, λέγεται ἐπὶ μικρῶν πόλεων ὑποτελῶν φόρου εἰς μεγαλειτέρας ἢ διατελουσῶν ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Θουκ. 2. 15., 4. 76, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 12· μετὰ δοτ., σ. Θηβαίοις Ἰσοκρ. 298Β, πρβλ. Πλουτ. Ἄρατ. 34· ἀπολ., οἱ συντελοῦντες, οἱ φόρον τελοῦντες, οἱ φόρου ὑποτελεῖς, αὐτόθι 54, πρβλ. συντελὴς ΙΙ.

English (Slater)

συντελέω fulfil together τλάντων δ (sc. τῶν Ἀβδηριτῶν) ἔπειτα θεοὶ συνετέλεσσαν (Pae. 2.65)

English (Strong)

from σύν and τελέω; to complete entirely; generally, to execute (literally or figuratively): end, finish, fulfil, make.

English (Thayer)

συντέλω; future συντελέσω; 1st aorist συνετέλεσα; passive, present infinitive συντελεῖσθαι; 1st aorist συνετελεσθην (T WH 'rejected' marginal reading), participle (συντελεσθεις; from Thucydides and Xenophon down; the Sept. often for כִּלָּה; also sometimes for תָּמַם, עָשָׂה, etc.;
1. to end together or at the same time.
2. to end completely; bring to an end, finish, complete: τούς λόγους, R G; τόν πειρασμόν, ἡμέρας, passive, to accomplish, bring to fulfilment; passive, to come to pass, λόγον, a word, i. e. a prophecy, ῤῆμα, to effect, make (cf. our conclude): διαθήκη, to finish, i. e. in a use foreign to Greek writings, to make an end of: συνετελέσθη ὁ οἶνος τοῦ γάμου (was at an end with), Tdf. after the Sinaiticus manuscript (אָכַל; to bring to an end, destroy, for כִּלָּה, Jeremiah 16:4).

Greek Monotonic

συντελέω: μέλ. -έσω,
I. φέρω από κοινού εις πέρας, ολοκληρώνω, συμπληρώνω, επιτελώ, τελειώνω, εκπληρώνω· συντελέω τὴν δαπάνην, συμπληρώνω τη συνολική δαπάνη, σε Δημ.· συντελέω εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα, συμπληρώνω τον αριθμό των εκατό αρμάτων, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Πολύβ.
II. συνεισφέρω στα δημόσια έξοδα, στις δημόσιες δαπάνες, καταβάλλω κοινή εισφορά, σε Αισχίν., Δημ.
III. καθώς οι πολίτες των Αθηνών διαιρούνταν σε τάξεις αναλόγως των συνεισφορών τους, το ύψος των οποίων καθοριζόταν σύμφωνα με την τεκμαρτή τους περιουσία, η φράση συντελέω εἰς..., σήμαινε ανήκω σε μια οικονομική και φορολογική τάξη ή και γενικότερα κοινωνική τάξη, συναριθμούμαι, κατατάσσομαι σε αυτή· συντελέω εἰς ἄνδρας, σε Ισοκρ.· εἰς τοὺς νόθους, σε Δημ.· επίσης, συντελέω εἰς Ἀθήνας, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, λέγεται για έναν αριθμό μικρών πόλεων που ήταν φόρου υποτελείς σε μεγαλύτερες πόλεις ή βρίσκονταν υπό την προστασία τους, σε Θουκ.· με δοτ., συντελέω Θηβαίοις, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

fut. έσω
I. to bring quite to an end, complete, accomplish, ς. τὴν δαπάνην to make up the whole expense, Dem.; ς. εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα to make up the number of 100 chariots, Xen.:—so in Mid., Polyb.
II. to pay towards common expenses, contribute, Aeschin., Dem.
III. since at Athens all citizens were classed acc. to the contributions to which they were liable, ς. εἰς . . meant to belong to a class, be counted in it, ς. εἰς ἄνδρας Isocr.; εἰς τοὺς νόθους Dem.:—hence ς. εἰς Ἀθήνας, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, used of a number of small states tributary or subject to a larger, Thuc.; c. dat., ς. Θηβαίοις Isocr.

Chinese

原文音譯:suntelšw 尋-帖累哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:共同-完成
字義溯源:圓滿,滿了,成全,成,完,完成,立,用完,澈底,應驗;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τελέω)=完畢)組成,其中 (τελέω)出自(τέλος)=界限,結局),而 (τέλος)出自(055X*=有目標的計劃)參讀 (ἀναπληρόω)同義字
出現次數:總共(6);可(1);路(2);徒(1);羅(1);來(1)
譯字彙編
1) 徹底的(1) 羅9:28;
2) 我要⋯立(1) 來8:8;
3) 完(1) 徒21:27;
4) 用完了(1) 路4:13;
5) 滿了(1) 路4:2;
6) 成(1) 可13:4

Léxico de magia

1 gener. c. dat. cumplir, realizar completamente la acción mágica, c. suj. divino συντέλεσόν μοι τὸ δεῖνα πρᾶγμα ... κραταιὲ Σὴθ Τυφῶν, καὶ ἀνόμησον τῷ σθένει σου realiza completamente para mí tal obra, poderoso Set-Tifón, y actúa contra ley por medio de tu poder P III 85 P III 121 συντέλεσόν μοι τοῦτο τὸ δεῖνα πρᾶγμα ἐπὶ τῇ μορφῇ σου, αἰλουροπρόσωπος ἄγγελος realiza completamente para mí tal obra con tu aspecto, ángel de rostro de gato P III 90 P III 92 συντέλεσον τῷ δεῖνα, ὅσα σοι εἰς τοῦτο ἔγραψα realiza completamente para fulano cuanto te he escrito aquí P LVII 2 P LVII 35 κύριε, βα<σι>λεῦ χθονίων θεῶν, συντέλεσον τὰ ἐγγεγραμμένα τῷ πετάλῳ τούτῳ señor, rey de los dioses ctónicos, realiza por completo lo que está escrito en esta lámina SM 42 40 2 celebrar, oficiar c. suj. humano ἐγὼ εἰμι Μοϋσῆς ὁ προφήτης σου, ᾧ παρέδωκας τὰ μυστήριά σου τὰ συντελουμένα Ἰσραήλ yo soy Moisés, tu profeta, a quien entregaste tus misterios, los celebrados por Israel P V 110