εὐτελής

English (LSJ)

εὐτελές, (τέλος)
A easily paid for, cheap, Hdt.2.86 (Comp. and Sup.), Pl.Cri.45a, etc.; slight, easy, Id.Lg.649d; τὰ εὐτελῆ ἐν χειρουργίᾳ simple methods of treatment, BKT3p.24; εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά the danger would be more cheaply met, Th.8.46 codd. (dub.). Adv. εὐτελῶς = at a cheap rate, X.Smp.4.49; ἀγόρασον εὐ. Ephipp.15.1: Comp. εὐτελέστερον X.Cyr.8.3.46; εὐτελεστέρως Glossaria: Sup. εὐτελέστατα, σκευάσαι IG12.44.9; f.l. for εὐσταλέστατα, Hdn.2.11.1.
2 mean, paltry, worthless, of persons, σηματουργὸς δ' οὔ τις εὐ. ἄρ' ἦν A.Th.491; of character, Arist.Pol.1272b41; opp. σεμνότερος, Id.Po.1448b26 (Comp.); ὅστις εὐτελέστατος Eup.189; παιδισκάριον Men.338; ἀνόητος, εὐ. ὑπερβολῇ Id.615; so of things, εὐτελὴς βίος shabby life, Pl.Lg.806a; of land, depreciated in value, PTeb.61(b).30 (ii B.C.); εὐτελεστέρα ἄσκησις paltry, requiring no exertion, X.Eq.Mag.1.16; τἄλλα δὲ… εὐτελέστατα Pl.Com. 174.11, cf. Epin.1.4.
II thrifty, frugal, δίαιτα X.Mem.1.3.5; δεῖπνον Plu.2.150c (Comp.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 de peu de prix;
2 vil, bas ; commun, vulgaire;
Cp. εὐτελέστερος, Sp. εὐτελέστατος.
Étymologie: εὖ, τέλος.

German (Pape)

ές, wohlfeil, wenig kostend, leicht zu haben, οὐχ ὁρᾷς τοὺς συκοφάντας ὡς εὐτελεῖς, καὶ οὐδὲν ἂν δέοι ἐπ' αὐτοὺς πολλοῦ ἀργυρίου Plat. Crit. 45a; Xen. Hier. 1.20; δίαιτα D. gic. 1.45; οἰκήσεις 5.21; dah. gering, schlecht, ὑποδεεστέρην καὶ εὐτελεστέρην ταρίχευσιν, τὴν δὲ τρίτην εὐτελεστάτην Her. 2.86. Auch in sittlicher Beziehung, gemein, schlecht, Arist. Pol. 2.11; καὶ ταπειναὶ πόλεις DS. 13.83; Plut. Vgl. Aesch. Spt. 473 ὁ σηματουργὸς δ' οὔτις εὐτελὴς ἄρ' ἦν, war kein gemeiner Künstler; – im guten Sinne, einfach, frugal, Xen. Mem. 1.3.5; Plut. öfter; βίος Plat. Legg. VII.806a; mit geringer Anstrengung verbunden, ῥᾴων καὶ εὐτελεστέρα ἄσκησις Xen. Hipparch. 1.16.
• Adv. εὐτελῶς, einfach, ohne großen Aufwand, τρέφειν Xen. Cyr. 8.3.46; θεραπεύειν τοὺς θεούς Conv. 4.49; Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὐτελής:
1 недорогой, дешевый (sc. τέχνη Her.; ἐσθής Arst.);
2 дешево берущий (συκοφάντης Plat.);
3 не требующий больших усилий, легкий (ἄσκησις Xen.; πεῖρα Plat.);
4 незначительный, небольшой (τὰ δεινά Thuc.);
5 простой, неважный (σηματουργός Aesch.);
6 негодный, плохой, жалкий, дрянной (παιδισκάριον Men.; χλαμύδιον Plut.);
7 ничтожный, незначительный (βίος Plat.; πόλεις Diod.);
8 простой, невзыскательный, скромный (δίαιτα Xen., Diod.; δεῖπνον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτελής: -ές, (τέλος) εὔωνος, εὐθηνός, Ἡρόδ. 2. 86, Πλάτ. Κρίτων 45Α, κτλ.· μηδαμινός, εὔκολος, Πλάτ. Νόμ. 649D· εὔτελέστερα δὲ τὰ δεινὰ Θουκ. 8. 46. ― Ἐπίρρ. εὐτελῶς, εὐθηνά, Ξεν. Συμπ. 4. 49· ἀλλ’ ἀγόρασον εὐτελῶς Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1. 2) οὐτιδανός, ποταπός, «τιποτένιος», ἐπὶ προσώπων, σηματουργὸς δ’ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ’ ἦν Αἰσχύλ. Θήβ. 491· ἐπὶ χαρακτῆρος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 4· ἀντίθετον τῷ σεμνός, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4, 8· ὅστις... εὐτελέστατος Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 9· παιδισκάριον… εὐτελὲς Μένανδρ. ἐν «Μισουμένῳ» 3· ἐνόητος εὐτελὴς ὑπερβολῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 137: ― οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, εὐτ. βίος, οὐτιδανός, ἄθλιος, πρόστυχος, Πλάτ. Νόμ. 806Α· εὐτελεστέρα ἄσκησις, ἀναξία λόγου, μὴ ἀπαιτοῦσα πολὺν κόπον, Ξεν. Ἱππαρχ. 1,16· τἆλλα δὲ… εὐτελέστατ’ ἔστ’ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 11, πρβλ. Ἐπίνικον ἐν «Μνησιπτόλεμῳ» 1. 4. ΙΙ. ὀλιγοδάπανος, λιτός, δίαιτα Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5· δεῖπνον Πλούτ. 2.150C.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐτελής, -ές)
1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος
2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο ελαττωματικός, ο πρόστυχος, ο παρακατιανός
3. (για πρόσ.) ποταπός, μηδαμινός, μικροπρεπής, χυδαίος, χαμερπής, ουδιτανός
μσν.
1. φτωχός, ταπεινός
2. αναξιόπιστος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτελές
η ευτέλεια
2. απλός, ευχερής, εύκολος
3. (για στίχους, φράσεις, λέξεις) ασήμαντος
4. (για ποταμούς) μικρός, ασήμαντος
5. λιτός, αυτός που δεν είναι πλούσιος και άφθονος («εὐτελὴς ἦν [η δίαιτα]», Ξεν.).
επίρρ...
ευτελώς (Α εὐτελῶς)
σε χαμηλή τιμή, φθηνά
αρχ.
λιτά, χωρίς μεγάλη δαπάνη, φτωχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + -τελής (< τέλος «αξία, τιμή»)
πρβλ. ατελής, υποτελής. Η κυριολεκτική σημασία «εύκολος στο να πληρωθεί» (πρβλ. το αντίθ. πολυ-τελής) εξελίχθηκε σε «ποιοτικά κατώτερος» (άρα φθηνός) και μεταφορικά «μικροπρεπής, χυδαίος»].

Greek Monotonic

εὐτελής: -ές (τέλος),·
I. 1. αυτός που πληρώνεται εύκολα, φθηνός, πάμφθηνος, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά, ο κίνδυνος θα ήταν μικρότερης σημασίας, σε Θουκ.· επίρρ. -λῶς, σε φθηνή τιμή, σε Ξεν.
2. μέτριος, χαμηλός, άθλιος (φτωχικός), ασήμαντος, τιποτένιος, κακομοίρης, ανάξιος, σε Αισχύλ.· εὐτελεστέρα ἄσκησις, ασήμαντη, τιποτένια, αυτή που δεν απαιτεί πολύ κόπο, σε Ξεν.
II. οικονόμος, φειδωλός, ολιγοδάπανος, λιτός, στον ίδ.

Middle Liddell

εὐ-τελής, ές τέλος
I. easily paid for, cheap, Hdt., Plat., etc.; εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά the danger would be more cheaply met, Thuc.:—adv. -λῶς, at a cheap rate, Xen.
2. mean, paltry, worthless, Aesch.; εὐτελεστέρα ἄσκησις paltry, requiring no exertion, Xen.
II. thrifty, frugal, Xen.

English (Woodhouse)

bad, cheap, indifferent, inefficient, mean, poor, shabby, sorry, worthless, of price, poor in quality

Mantoulidis Etymological

(=φτηνός, μηδαμινός, τιποτένιος). Ἀπό τό εὖ + τέλος (=πληρωμή).
Παράγωγα: εὐτέλεια (=φτήνια, οἰκονομία), εὐτελίζω (=ταπεινώνω), εὐτελισμός.