εὐχέρεια

English (LSJ)

ἡ,
A tolerance of or indifference to evil, μὴ ἡμῖν πολλὴν εὐχέρειαν ἐντίκτωσι τοῖς νέοις πονηρίας Pl.R. 392a; licentiousness, A. Eu.494 (lyr.); ἡ τῆς πράξεως εὐχέρεια Aeschin.1.124; unscrupulous conduct, ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐχέρεια Plu. Demetr.11; looseness, περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους, Id.Lyc.15, Lys.8; recklessness, πρὸς τὸν ὅρκον εὐχέρεια καὶ ταχύτης Id.2.271c; hastiness, Ph.2.276; πρὸς ὀργήν Luc. Prom.9; of a historian, irresponsibility, εὐχέρεια καὶ τόλμα καὶ ῥᾳδιουργία Plb.12.25e.2, cf. 16.18.3; εἰκαιότης καὶ εὐχέρεια Ph.1.193; of an artist, uncritical facility, ἐν τῷ ποιεῖν εὐχέρεια καὶ ταχύτης Plu.Per.13.
II indifference to danger or indifference to hardship: hence, coolness, fortitude, ἀνδρεία καὶ εὐχέρεια (ironical) Pl.R. 426d; εὐκολία καὶ εὐχέρεια Id.Lg.942d, cf. Alc.1.122c; περὶ τὰς κυνηγίας εὐχέρεια καὶ τόλμα Plb.22.3.8; cf. εὐχειρία.
III ease, agreeableness, κατὰ τὴν προφοράν Phld.Po.994.; comfort, ὁδὸς πρὸς εὐχέρειαν ὡδοποιημένη OGI175.9 (Egypt, ii B.C.); περὶ τὰς δυστοκίας τῶν γυναικῶν τῇ εὐχερείᾳ… βοηθεῖν to minister to the comfort (or promote the fortitude) of women... Arist.HA587a11 (cf. εὐχερής ΙΙ).
IV dexterity, skill, εὐχέρεια Πραξιτέλους Luc. Am.11 (nisi leg. εὐχειρία).

German (Pape)

[Seite 1108] ἡ, Leichtigkeit in der Handhabung, in der Behandlung einer Person od. Sache, Arist. H. A. 7, 10; ἡ ἐν τῷ ποιεῖν εὐχ. Plut. Pericl. 13, mit ταχυτής verbunden; τοῦ Πραξιτέλους, kunstgeübte Hand, Luc. amor. 11; Beweglichkeit des Körpers, καὶ εὐκολία Plat. Legg. XII, 942 b, u. in derselben Vrbdg = Umgänglichkeit Alc. I, 122 c. – Geneigtheit, Bereitwilligkeit, Plat. Rep. IV, 426 d; im schlimmen Sinne, τῆς πονηρίας, Hang zur Schlechtigkeit, III, 391 e; πρὸς ὀργήν Luc. Prom. 9; dah. neben βωμολοχία, Plut. Nic. 3; Leichtsinn, Nachlässigkeit, περὶ τοὺς ὅρκους Lyc. 8; περὶ τὰς γυναῖκας, zu große Nachgiebigkeit, 15; εὐχέρεια πρὸς τὸν δῆμον Demetr. 11, von einem Geschichtschreiber, der unzuverlässige u. falsche Berichte giebt, Pol. 16, 18, 3; a. Sp.; Muthwille, Frevel, Aesch. Eum. 471; – die Leichtigkeit, mit der sich Etwas behandeln läßt, τῆς πράξεως Aesch. 1, 124; καὶ κουφότης Plut. Alex. 71.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. 1 facilité de main, dextérité;
2 tendance, inclination particul. en mauv. part, avec πρός ou περί et l'acc. ; laisser-aller, relâchement, avec περί et l'acc. ; abs. indifférence (pour le crime);
II. facilité qu'offre un objet à se laisser manier, facilité pour faire qch.
Étymologie: εὐχερής.

Russian (Dvoretsky)

εὐχέρεια:
1 ловкость, проворство (εὐκολία καὶ εὐ. Plat.; ἐν τῷ ποιεῖν Plut.);
2 искусство, мастерство (τοῦ Πραξιτέλους Luc.);
3 склонность, тяготение, влечение (τῆς πονηρίας Plat.; πρὸς ὀργήν Luc.);
4 распущенность, беззаботность, легкомысленное отношение (πρὸς τοὺς ἔρωτας и περὶ τὰς γυναῖκας Plut.);
5 легкомыслие, невнимательность, пренебрежение (περὶ τοὺς ὅρκους, πρὸς τὸν δῆμον Plut.);
6 подвижность, легкость (τῆς πράξεως Aeschin.; ἐν ταῖς μεταβολαῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχέρεια: ἡ, = εὐχειρία, δεξιότης, Πλάτ. Πολ. 426D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 1· εὐκολία καὶ εὐχ. Πλάτ. Νόμ. 942D. πρβλ. Ἀλκ. 1. 122C· ἐπὶ τεχνίτου, Πλουτ. Περικλ. 13· εὐχ. Πραξιτέλους Λουκ. Ἔρωτ. 11· πρβλ. εὔχειρ. ΙΙ. ἑτοιμότης, κλίσις, διάθεσις πρός τι, εὐχ. πονηρίας, ῥοπὴ εἰς τὸ κακόν, ἠθικὴ παράλυσις, Πλάτ. Πολ. 391Ε· πρὸς ὀργὴν Λουκ. Προμ. 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 271Β. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύτης, ὑβριστικὸς τρόπος, ἰταμότης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 495· ἡ τῆς πράξεως εὐχ. Αἰσχίν. 17. 33· ἐπὶ ἱστοριογράφου εὐχερῶς γράφοντος ψευδῆ καὶ τερατώδη πράγματα, Πολύβ. 16. 18, 3· ἀκόλαστοςἀτάσθαλος διαγωγή, ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐχ. Πλουτ. Δημήτρ. 11· περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους ὁ αὐτ. ἐν Λυκ. 15, ἐν Λυσ. 8. πρβλ. ῥᾳδιουργία. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐχέρεια· κουφότης».

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐχέρεια) ευχερής
ευκολία, ικανότητα, δυνατότητα, άνεση στη χρησιμοποίηση ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων
μσν.
ευκαιρία
αρχ.
1. (για την τέχνη) άνεση, ευκολία κινήσεων
2. κλίση, διάθεση, ροπή για κάτι
3. προθυμία για κάτι
4. (με κακή σημ.) επιπόλαιη συμπεριφορά, ελαφρότητα στους τρόπους
5. κουφότητα, ελαφρότητα
6. θρασύτητα, υβριστική διαγωγή.

Greek Monotonic

εὐχέρεια: ἡ,
I. επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. ετοιμότητα, κλίση, ροπή, τάση, εὐχ. πονηρίας, κλίση, τάση προς το κακό, στον ίδ.
2. θρασύτητα, απερισκεψία, αποκοτιά, αψηφισιά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐχέρεια, ἡ,
I. dexterity, Plat., etc.
II. readiness, proneness, εὐχ. πονηρίας proclivity to evil, Plat.
2. licentiousness, recklessness, Aesch.

English (Woodhouse)

ease, recklessness, ease of movement, propensity to, quickness of hand

Translations

dexterity

Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: handigheid; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: dextérité; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit, Gewandtheit; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, επιτηδειότητα, μαστοριά; Ancient Greek: ἀμφιδεξιότης, δεινότης, δεξιότης, ἐπιδεξιότης, εὐθιξία, εὐμάρεια, εὐχειρία, εὐχειρίη, εὐχέρεια, πρᾶξις, ταχυχειρία; Hebrew: זריזות‎, גמישות‎, מיומנות‎, קלות תנועה‎; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: destrezza; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: agilitas, pernicitas; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیره‌دستی‎, زبردستی‎, تردستی‎; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: destreza; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: ловкость, сноровка, проворность, проворство, подвижность; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: destreza; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము

skill

Afrikaans: vaardigheid; Albanian: aftësi; Arabic: مَهَارَة‎; Armenian: հմտություն, ունակություն; Belarusian: уменне, умельства, майстэрства, навык; Bulgarian: умение, вещина, сръчност; Catalan: habilitat, destresa; Chinese Mandarin: 技巧, 技能, 技術/技术; Czech: schopnost; Danish: færdighed; Dutch: bekwaamheid, vaardigheid; Esperanto: bravuro, lerteco; Estonian: oskus; Faroese: kynstur, kunstur, hegni, fimi; Finnish: taito, kyky; French: habileté, compétence, don, capacité; Galician: habilidade, habelencia, maña, xeito, doén, despexo, chencha, azareña, destrez; German: Fähigkeit, Fertigkeit, Geschicklichkeit, Kunst, Talent, Kompetenz; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, ικανότητα; Ancient Greek: δαημοσύνη, δεινότης, δεξιότης, διανόησις, ἐμπειρία, ἐντρέχεια, ἕξις, ἐπιδεξιότης, ἐπιστήμη, εὐεξία, εὐστοχία, εὐστοχίη, μῆτις, σοφία, σόφισμα, τέχνα, τέχνη, τὸ ἐντρεχές; Hebrew: מְיֻמָּנוּת‎, כִּשּׁוּרִים‎; Hindi: कुशलता, कौशल, निपुणता, महारत; Hungarian: ügyesség, hozzáértés; Indonesian: kemampuan, keahlian; Interlingua: habilitate, talento; Italian: abilità, capacità, competenza; Japanese: 腕, 技, 技能, 技巧, 技術, スキル; Korean: 기술, 스킬; Latin: habilitas, peritia, sollertia, potestas, potentia, ars; Latvian: prasme, iemaņas; Lithuanian: įgūdis; Lü: ᦞᦲᧉᦌᦱ; Macedonian: вештина; Malay: kemahiran, skil; Maltese: sengħa; Marathi: कौशल्य; Norman: agenceté; Norwegian Bokmål: dyktighet, evne, ferdighet, talent, dugleik; Nynorsk: dugleik, dyktigheit, evne, ferdigheit, talent; Occitan: abiletat; Old English: cræft; Persian: مهارت‎, اروین‎; Polish: umiejętność; Portuguese: habilidade, talento; Romanian: abilitate, pricepere, talent; Russian: умение, навык, мастерство, сноровка, искусство, способность, талант, дар; Serbo-Croatian Cyrillic: вештина, вјештина; Roman: veština, vještina; Slovak: schopnosť; Slovene: spretnost, veščina; Spanish: destreza, habilidad, maña, talento; Swedish: färdighet, skicklighet; Tamil: திறன்; Telugu: నేర్పు, నిపుణత; Tocharian B: epastyäññe; Turkish: beceri, maharet, marifet, ustalık, yetenek, kabiliyet; Ukrainian: вмі́ння, майстерство, навик; Volapük: skil