λογισμός

English (LSJ)

ὁ,
A counting, calculation, τῶν ἡμερῶν Th.4.122; τυγχάνειν τοῦ ἀληθοῦς λ. Id.3.20; ἐκ τοιοῦδε λ. ἔξεστί τῳ σκοπεῖν Id.5.68; ἐν λ. ἁμαρτάνειν Pl.R.340d; ἀριθμὸς καὶ λογισμός Id.Phdr.274c; ἐπὶ λογισμὸν ἐλθόντες Id.Euthphr.7b; καθέζεσθαι ἐπὶ τοὺς λογισμούς Aeschin.3.59: in plural, numbers, arithmetic, λογισμοὺς μανθάνειν X.Mem.4.7.8; λογισμούς τε καὶ ἀστρονομίαν καὶ γεωμετρίανδιδάσκειν Pl.Prt.318e, cf. R.510c, al.
2 account, reckoning, Lys.32.19, D.18.113, etc.; λογισμὸν λαμβάνειν hold an audit, Arist.Pol.1322b9.
II without reference to number, calculation, reasoning, τοῦ ξυμφέροντος λογισμῷ Th.2.40; καθιστάναι τινὰς ἐς λ. Id.6.34; λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι Id.2.11; ἐνδέχεταί τι λογισμόν Id.4.92; λ. αὐτοκράτορι (v. αὐτοκράτωρ 1.4) ib.108; οὐ λογισμῷ δόντες τοὺς κινδύνους Lys.2.23; λογισμὸν περί τινος ἔχειν Pl. Lg.805a; ὅσον ἦν ἀνθρωπίνῳ λ. δυνατόν D.18.300, cf. 193; τοῖς λ. τοῖς ἰδίοις πταίων ἀεί Men.380; μετὰ λογισμοῦ πάντα πράττουσίν τινος Id.617, cf. Philem.90.10, etc.; personified, opp. Θυμός, Cleanth.Stoic. 1.129.
2 reason, argument, X.HG3.4.27, Pl.Ti.34a.
III reasoning power, [Epich.] 257.1, Democr. 187, X.Mem.4.3.11, Epicur. Sent.16, al.: freq. in Arist., τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος (ζῇ) καὶ τέχνῃ καὶ λογισμοῖς Metaph.980b28, cf. de An.415a8, al.—Only in Prose and Com.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. compte, calcul avec idée de nombre : λογισμὸς τῶν ἡμερῶν THC compte du nombre de jours ; τυγχάνειν τοῦ ἀληθοῦς λογισμοῦ THC trouver le compte vrai ; οἱ λογισμοί les nombres, d'où science des nombres, arithmétique : λογισμοὺς μανθάνειν XÉN apprendre le calcul;
II. compte, calcul sans idée de nombre, raisonnement, réflexion : ποιεῖν τι τοιῷδε λογισμῷ ὡς, εἰ, etc. XÉN faire qch avec cette pensée que, si, etc. ; καθιστάναι τινὰ εἰς λογισμόν THC donner à croire ; p. suite :
1 considération, raison, motif : ὅσον ἦν ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ δυνατόν DÉM autant qu'il était possible selon les calculs de la raison humaine ; οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ THC compte que l'on tient de l'intérêt plutôt que de l'indépendance;
2 faculté de raisonner, raison.
Étymologie: λογίζομαι.

German (Pape)

ὁ, das Rechnen, die Berechnung; αἰσθόμενος ἐκ λογισμοῦ τῶν ἡμερῶν, ὅτι ὕστερον ἀφεστήκοιεν Thuc. 4.122, vgl. 3.20; καὶ ἀριθμός, Plat. Phaedr. 274c; neben ἀστρονομία καὶ γεωμετρία, also die Rechenkunst, Prot. 318e, wie λογισμοί Xen. Mem. 4.7.8; λογισμὸν ἀποφαινόμενος, eine Berechnung angebend, 4.2.21; ὅταν περὶ χρημάτων ἀνηλωμένων καθεζώμεθα ἐπὶ τοὺς λογισμούς, – ἐπειδὰν ὁ λ. συγκεφαλαιωθῇ, wenn die Rechnung zusammengezogen, – ὅ, τι ἂν αὐτὸς ὁ λ. αἱρῇ, was auch das Ergebnis der Rechnung sein mag, Aesch. 3.59. – übertragen, Erwägung, Überlegung, Nachdenken, Schluß; τοῦ ξυμφέροντος, Thuc. 2.40; ἄνευ λογισμοῦ καὶ νοῦ, Plat. Rep. IX.586d; λογισμὸν ἔχειν περί τινος, Legg. VII.805a; διὰ λογισμοῦ, im Gegensatz von δι' αἰσθήσεων, Soph. 248a; οὐ λογισμῷ δόντες τοὺς κινδύνους, die Gefahren nicht berechnend, ohne die Gefahren in Betracht zu ziehen, Lys. 2.23; μὴ τοιοῦτός τις ὑμῖν λ. ἐμπέσῃ, Dem. 21.129. – Vernünftige Überlegung, Vernunft, im Gegensatz von θυμός, wie Thuc. sagt οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι, θυμῷ πλεῖστα εἰς ἔργον καθίστανται, 2.11, wie Pol. 2.35.3; und Dem. ὀργῇ καὶ τρόπου προπετείᾳ φθάσας τὸν λογισμόν, 21.38; Sp., wie Plut.

Russian (Dvoretsky)

λογισμός:
1 счет, подсчет, счисление (τῶν ἡμέρων Thuc.; ἐν λογισμῷ ἁμαρτάνειν Plat.);
2 pl. искусство счета, арифметика (λογιομοὺς μανθάνειν Xen.; λογισμούς τε καὶ γεωμετρίαν διδάσκειν Plat.);
3 расчет, учет, соображение (ὅσον ἦν ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ δυνατόν Dem.): τοιῷδε λογισμῷ Xen. с таким расчетом; καθιστάναι τινά ἐς λογισμόν Thuc. заставить кого-л. принять во внимание;
4 рассуждение, размышление: σώφρονος ἀνθρώπου λογισμῷ χρῆσθαι Dem. здраво рассуждать;
5 способность суждения, разум (κατέχειν τῷ λογισμῷ τὴν ἐπιθυμίαν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λογισμός: ὁ, λογαριασμός, ὑπολογισμός, ἐκτίμησις, τῶν ἡμερῶν Θουκ. 4. 122· τυγχάνειν τοῦ ἀληθοῦς λ. ὁ αὐτ. ἐν 3. 20· ἐκ τοιοῦδε λ. ἔξεστι σκοπεῖν ὁ αὐτ. ἐν 5. 68· ἐν λ. ἁμαρτάνειν Πλάτ. Πολ. 340D· λ. καὶ ἀριθμὸς ὁ αὐτ. Φαίδρ. 274C· ἐπὶ λογισμὸν ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 7Β· καθέζεσθαι ἐπὶ τοὺς λ. Αἰσχίν. 62. 8· λ. λαμβάνειν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 16· - ἐν τῷ πληθ., ἀριθμοί, ἀρίθμησις, ἀριθμητική, λογισμοὺς μανθάνειν Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8· λογισμούς τε... καὶ γεωμετρίαν... διδάσκειν Πλάτ. Πρωτ. 318E, πρβλ. Πολ. 510C, κ. ἀλλ.· - πρβλ. λογιστικός. 2) «λογαριασμός», τὸ ἔγγραφον τοῦ λογαριασμοῦ, Δημ. 264. 16. ΙΙ. ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς ἀριθμόν, ὑπολογισμός, ἐκτίμησις, τὸ λαμβάνειν τι ὑπὸ σκέψιν καὶ ἐξέτασιν, τοῦ ξυμφέροντος λογισμῷ Θουκ. 2. 40· καθιστάναι τινὰ εἰς λ. ὁ αὐτ. ἐν 6. 34· λογισμῷ ἐλάχιστα χρῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν 2. 11· ἐνδέχεταί τι λογισμὸν ὁ αὐτ. ἐν 4. 92· αὐτοκράτορι λ. (ἴδε αὐτοκράτωρ Ι. 4), ὁ αὐτ. ἐν 108· οὐ λογισμῷ δόντες τοὺς κινδύνους Λυσ. 192. 37· λογισμὸν ἔχειν περί τινος Πλάτ. Νόμ. 805A· ὅσον ἦν ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ δυνατὸν Δημ. 325. 28, πρβλ. 292. 23· τοῖς λ. τοῖς ἰδίοις πταίων ἀεὶ Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 4· μετὰ λογισμοῦ πάντα πράττουσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 267, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 5. 10, κτλ. 2) λόγος, συμπέρασμα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4. 27, Πλάτ. Τίμ. 34A. ΙΙΙ. δύναμις τοῦ συλλογίζεσθαι, τὸ λογικόν, ὁ ὀρθὸς λόγος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 11, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144· συχν. παρ’ Ἀριστ., τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος ζῇ καὶ τέχνῃ καὶ λογισμοῖς Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 3, πρβλ. π. Ψυχ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. - Ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς πεζογράφοις καὶ κωμ. ποιηταῖς.

English (Strong)

from λογίζομαι; computation, i.e. (figuratively) reasoning (conscience, conceit): imagination, thought.

English (Thayer)

λογισμοῦ, ὁ (λογίζομαι));
1. a reckoning, computation.
2. a reasoning: such as is hostile to the Christian faith, A. V. imaginations).
3. a judgment, decision: such as conscience passes, A. V. thoughts). (Thucydides, Xenophon, Plato, Demosthenes, others; the Sept. for מַחֵשָׁבָה, as Psalm 33:10>).)

Greek Monolingual

ο (AM λογισμός) λογίζομαι
1. λογαριασμός, υπολογισμός, μέτρηση («Σκιωναίους δὲ αἰσθόμενος ἐκ λογισμοῦ τῶν ἡμερῶν ὅτι ὕστερον ἀφεστήκοιεν», Θουκ.)
2. σκέψη, συλλογισμός, στοχασμός («πώς μάς θωρείς ακίνητος; πού τρέχει ο λογισμός σου;» Βαλαωρ.)
3. λογικό, ορθός λόγος, νους
4. σχέδιο, πρόθεση, σκοπός (α. «οι Τούρκοι έχουν λογισμόν καστέλλι για να κάμουν», Τζάνε)
β. τοῦτο δ' ἐποίησαν οἱ Λακεδαιμόνιοι τοιῷδε λογισμῷ», Ξεν.)
νεοελλ.
1. έγνοια, στενοχώρια («περνούν οι χρόνοι κ' οι καιροί κ' η Ρήγισσα εγαστρώθη κι' ο Ρήγας απ' το λογισμό και βάρος ελυτρώθη», Ερωτόκρ.)
3. διαίσθηση («μού τάσσει ο λογισμός πως είν' ξετελεμένα», Φορτουν.)
4. μαθ. κλάδος τών μαθηματικών που ασχολείται με τα προβλήματα του ορισμού και του υπολογισμού της κλίσης μιας καμπύλης καθώς και του εμβαδού του χωρίου που περιορίζεται από μια καμπύλη (α. «αλγεβρικός λογισμός» β. «διαφορικός λογισμός» γ. «απειροστικός λογισμός» δ. «λογισμός τών πιθανοτήτων» ε. «ολοκληρωτικός λογισμός»)
6. η χρήση, η εφαρμογή του λόγου και ορισμένων λογικών αρχών στη λύση οικονομικών θεμάτων (α. «οριακός λογισμός κόστους» β. «οικονομικός λογισμός»)
5. φρ. «μετρώ τον λογισμό» — σκέφτομαι
νεοελλ.-μσν.
1. φόβος («σ' εμέναν ήλθεν λογισμός κι εδώ στο σπήλιο εμπήκα», Χούμν.)
2. φρ. «εις λογισμόν» — με σκοπό
μσν.
1. εξομολόγηση τών αμαρτιών
2. αισθήσεις («ἡ δειλὴ συνῆλθεν εἰς τὸν λογισμὸν της πάλιν», Λουκάν. Ομ. Ιλ.)
3. υπολογισμός, συμφέρον («μή σε κομπώσει ὁ λογισμός», Σπαν.)
4. φρ. α) «μπαίνω σε λογισμό» — μπαίνω σε συλλογή, σε σκέψεις, σε σκοτούρες
β) «μοῦ δίνει ὁ λογισμός» — μέ φωτίζει ο νούς μου, μού έρχεται η ιδέα
5. τρόπος σκέψης («μήπως ἀλλάξει ὁ λογισμὸς τῆς νεότης σου καὶ σφάλεις», Δεφαρ.)
6. αιτία, λόγος
7. εξομολόγηση αμαρτημάτων
8. στον πληθ. οἱ λογισμοί
οι ψήφοι
αρχ.
1. αριθμοί, αρίθμηση, αριθμητική («λογισμούς τε καὶ ἀστρονομίαν... διδάσκοντες», Πλάτ.)
2. λογοδοσία.

Greek Monotonic

λογισμός: ὁ (λογίζομαι
I. 1. λογαριασμός, υπολογισμός, εκτίμηση, σε Θουκ., Πλάτ.· στον πληθ., αριθμητική, σε Ξεν., Πλάτ.
2. λογαριασμός, το χαρτί του λογαριασμού, σε Δημ.
II. 1. χωρίς αναφορά σε αριθμούς, υπολογισμός, εκτίμηση, συλλογισμός, σε Θουκ., Δημ.
2. λόγος, συμπέρασμα, σε Ξεν.
III. δύναμη συλλογισμού, λογική ικανότητα, ορθός λόγος, στον ίδ.

Middle Liddell

λογισμός, οῦ, ὁ, λογίζομαι
I. a counting, reckoning, calculation, computation, Thuc., Plat.:—in pl. arithmetic, Xen., Plat.
2. an account, bill, Dem.
II. without reference to number, calculation, consideration, reasoning, Thuc., Dem.
2. an argument, conclusion, Xen.
III. reasoning power, reason, Xen.

Chinese

原文音譯:logismÒj 羅居士摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:放置(說) 相當於: (מַחֲשָׁבָה‎) (עֵצָה‎)
字義溯源:謀算,思想,思念,想像,推論,計謀;源自(λογίζομαι)=數算);而 (λογίζομαι)出自(λόγος)=話), (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)。參讀 (γνώμη)同義字
出現次數:總共(2);羅(1);林後(1)
譯字彙編
1) 計謀(1) 林後10:5;
2) 思念(1) 羅2:15

English (Woodhouse)

account, calculation, reckoning, process of reasoning

Lexicon Thucydideum

computatio, reckoning, calculation, 3.20.3, 4.122.3, 5.68.2,
ratiocinatio, ratio habenda, reasoning, accounting, 2.11.7, 2.40.3, 2.40.5, 3.83.2. 4.10.1,
similiter similarly 4.92.2. 4.108.4, 6.34.4, 6.34.6. 8.57.2.

Translations

calculation

Arabic: حَسْب‎, مُحَاسَبَة‎; Armenian: հաշիվ, հաշվում, հաշվարկ; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܲܫܒܲܢܬܵܐ‎, ܚܘܼܫܒܵܢܵܐ‎; Azerbaijani: hesablama; Belarusian: вылічэнне, разрахунак, разлі́к; Bulgarian: изчисление; Catalan: càlcul; Chinese Mandarin: 計算, 计算; Czech: výpočet, propočet, kalkulace; Danish: beregning, udregning, kalkulation; Esperanto: kalkulado; Finnish: laskeminen, laskenta, lasku; French: calcul; Galician: cálculo; German: Berechnung; Greek: υπολογισμός; Ancient Greek: συλλογισμός; Hebrew: חִשׁוּב \ חישוב‎; Hindi: गणना; Hungarian: számítás; Ido: kalkulo; Irish: ríomh; Italian: conto; Japanese: 計算; Kazakh: есептеу, есеп; Khmer: គណនា; Korean: 계산; Kyrgyz: эсептөө, эсепчил; Latin: calculatio; Macedonian: пресметка, калкулација; Maltese: ħsieb, taħsib, kalkolu; Maori: tātaitanga; Middle English: calculation; Norwegian Bokmål: beregning; Pashto: محاسبه‎; Persian: محاسبه‎; Polish: obliczenie, obrachunek, kalkulacja; Portuguese: cálculo; Romanian: calculare, calcul, calculație; Russian: вычисление, исчисление, расчёт, подсчёт; Sanskrit: गणन; Scottish Gaelic: tomhas; Slovak: výpočet, prepočet, kalkulácia; Somali: xisaab; Spanish: cálculo; Swedish: beräkning, räknande; Tagalog: taya, pagtaya, asok; Tajik: муҳосиба; Thai: การคำนวณ; Turkish: hesaplama; Turkmen: hasaplama, rasçýot; Ukrainian: обчислення, вирахування, вилічення, обчислювання, обчисляння, розрахунок; Uzbek: hisoblash

reasoning

Asturian: razonamientu; Bulgarian: разсъждение; Catalan: raonament; Chinese Mandarin: 推理, 推論, 推论; Czech: uvažování; Dutch: redenering; Esperanto: rezono, rezonado; French: raisonnement; Galician: razoamento; Georgian: განსჯა; German: Argumentation; Greek: σκεπτικό, συλλογιστική; Ancient Greek: λογισμός; Italian: ragionamento; Japanese: 推論; Latin: ratiocinatio; Norwegian Bokmål: tankegang; Nynorsk: tankegang; Polish: dowodzenie, argumentacja; Portuguese: razoamento; Russian: рассуждение, аргументация; Slovak: uvažovanie; Spanish: razonamiento