ὑπερφυής
English (LSJ)
ὑπερφυές, Att. acc. sg.
A ὑπερφυᾶ Ar.Eq.141, Nu.76: Att. neut. pl. ὑπερφυῆ Pl.Grg. 467b, ὑπερφυᾶ Ar.Ra.611: (φύομαι):
I literally, growing above the ground, Dsc.4.73, Luc.Lex.6; growing higher than the rest, οἱ ὑ. τῶν ἀσταχύων D.L.1.100.
2 overgrown, enormous, σμίνθος A.Fr.227 (troch.); λίθοι ὑ. τὸ μέγαθος Hdt. 2.175, cf. Ar.Pax229, Pl.734; ὑ. τῷ μεγέθει ψόφος Arist.Cael.291a21.
II without a distinct sense of bulk, monstrous, extraordinary, in good and bad sense, ἔργον ὑ. μέγαθός τε καὶ κάλλος Hdt.9.78; ἔργον ὑ. ἐργάσατο Id.8.116; ἀτραπὸς δαιμονίως ὑ. Ar.Nu.76; ὑ. τέχνη Id.Eq.141; πῶς οὐχ ὑπερφυές; = is it not most strange? D.29.14; κἀκεῖν' ὑ., εἰ.. Isoc.17.30; τὸ δὲ πάντων ὑπερφυέστατον, ὅτι.. Lys.27.12, cf. Ar. Th.831 (troch.): freq. joined with a relat., ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Id.Pl.750; ὑπερφυεῖ τινι.. ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Pl.Grg. 477d: freq. also joined with other Adjs., in which case, as a rule, it stands second, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ ib.467b; δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑπερφυές D.21.88, etc.; but it stands first in Plu.2.12b, 155a, al.
2 Sup. ὑπερφυέστατος, as an honorific title, Stud.Pal.20.129.3 (v A. D.), etc.: also in Posit., ἡ ὑ. ὑμῶν ἐξουσία PMasp.2i 1 (vi A. D.), etc.
III Adv. ὑπερφυῶς = marvellously, strangely, exceedingly, φιλαθήναιος ἦν ὑπερφυῶς Ar.Ach. 142; ὑπερφυῶς σπουδάζειν Pl.Grg. 481b; in affirm. answers, ὑπερφυῶς μὲν οὖν Id.R. 525b: Comp. ὑπερφυεστέρως Philostr.Gym.36.
2 ὑπερφυῶς ὡς... before a Verb, ὑπερφυῶς ὡς χαίρω Pl.Smp. 173c, cf. Tht.155c; before an Adj., ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Id.Phd.66a.
German (Pape)
[Seite 1204] ές, über die Natur hinausgehend, sowohl an Größe, als in seiner ganzen Beschaffenheit, dah. übermäßig, außerordentlich; im guten Sinne, Her. 9, 78; Aesch. frg. 208; ὑπερφυὴς τὸ μέγεθος Ar. Pax 229; ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Plut. 750; ὑπερφυεῖς ἔργοις Plut. Thes. 6; Rom. 3; im schlimmen Sinne, Her. 8, 116; bes. sonderbar, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Plat. Gorg. 467 b; ὑπερφυέστατος, Lys. 27, 12; πῶς οὐχ ὑπερφυές; ist es nicht überaus sonderbar? Dem. – Bes. adv. = wunderbar, sonderbar, d. i. gar sehr, ὑπερφυῶς ἐδόκει ἅπασιν ἀληθῆ εἶναι τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 358 a; ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Phaed. 66 a, u. öfter; auch absolut in der Antwort, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, Rep. VII, 525 b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui pousse sur terre;
2 qui croît démesurément, qui passe les bornes ; extraordinaire, prodigieux, merveilleux ; ὑπερφυὴς ὅσος AR prodigieux;
Sp. ὑπερφυέστατος.
Étymologie: ὑπερφύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερφῠής:
1 растущий на земле, наземный (τὰ λάχανα ὑπόγεια καὶ ὑπερφυῆ Luc.);
2 переросший: οἱ ὑπερφυεις τῶν ἀσταχύων Diog. L. самые высокие из колосьев;
3 чрезвычайный, необыкновенный (ἔργον Her.): ὑ. (τὸ) μέγαθος Her. или τῷ μεγέθει Arst. необычайных размеров, громадный;
4 огромный, гигантский, чудовищный (ὄχλος Arph.);
5 удивительный, поразительный, странный (πρᾶγμα Luc.): πῶς οὐχ ὑπερφυές; Dem. разве не странно?; ὑπερφυῆ λέγεις Plat. странные вещи говоришь ты.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφυής: ές· Ἀττ. ἑνικ. αἰτ. ὑπερφυᾶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 141, Νεφ. 76· Ἀττ. οὐδ. πληθ. ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β, -υᾶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 611· (φύομαι)· Ι. κυριολεκτικῶς ὁ ὑπεράνω τοῦ ἐδάφους φυόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 6· φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ὑψηλότερον τῶν ἄλλων, οἱ ὑπ. τῶν ἀσταχύων Διογ. Λαέρτ. 1. 100. ΙΙ. ὡσαύτως κυριολεκτικῶς, ηὐξημένος εἰς ὑπερβολήν, ὑπέρογκος, σμίνθος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226· λίθοι ὑπ. τὸ μέγαθος Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 229, Πλ. 734· ὑπ. τῷ μεγέθει Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 9· - ἀκολούθως, 2) ἄνευ ὡρισμένης τινὸς ἐννοίας μεγέθους, μέγας, ἔκτακτος, ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς σημασίας, ἔργον ὑπ. μέγαθός τε καὶ κάλλος Ἡρόδ. 9. 78· ἔργον ὑπ. ἐργάσατο ὁ αὐτ. 8. 116, πρβλ. 9. 78· ἀτραπὸς δαιμονίως ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 76· ὑπ. τέχνη Ἀριστοφ. Ἱππ. 141· πῶς οὐχ ὑπερφυές; δὲν εἶναι παράδοξον; Δημ. 848. 23 καὶ τοῦθ’ ὑπ., εἰ..., Ἰσοκρ. 364D· τὸ δὲ πάντων ὑπερφυέστατον, ὅτι... Λυσ. 178. 48, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 831· - συχνάκις συνάπτεται μετ’ ἀναφορικοῦ, ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Ἀριστοφ. Πλ. 750· ὑπ. ὡς..., ὡς τὸ Λατ. mirum quam..., ὑπερφυεῖ τινι... ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Πλάτ. Γοργ. 477D· - συχνάκις δὲ συνάπτεται καὶ μετ’ ἄλλων ἐπιθέτων, ὅτε ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τίθεται μετὰ τὸ ἐπίθετον, οἷον σχέτλια λέγειν καὶ ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 467Α· δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑπ. Δημ. 543. 2, κλπ.· ἀλλὰ τίθεται πρὸ αὐτοῦ παρὰ Πλουτ. 2. 12Β, 155Α, κ. ἀλλ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 541. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ῶς, θαυμαστῶς, θαυμασίως, παραδόξως, ὑπερβαλλόντως, φιλαθήναιος ἦν ὑπ’ Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 142· ὑπ. σπουδάζειν Πλάτ. Γοργ. 481Β· ἐν καταφατικαῖς ἀποκρίσεσιν, ὑπερφυῶς μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 525Β. 2) ὑπερφυῶς ὡς..., πρὸ ῥήματος, ὑπ. ὡς χαίρω ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173C, πρβλ. Θεαίτ. 155C· πρὸ ἐπιθέτου, ὑπ. ὡς ἀληθῆ λέγεις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Α, πρβλ. θαυμάσιος, θαυμαστός.
Greek Monolingual
-ές / ὑπερφυής, ὑπερφυές, ΝΜΑ
1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῦς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.
γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)
2. μέγας, τεράστιος
μσν.-αρχ.
1. (ως τιμητ. τίτλος) εξοχότατος, λαμπρότατος («ὑπερφυοῦς γερουσίας», Ευάγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερφυές
η ιδιότητα του υπερφυούς, το να βρίσκεται κάτι πάνω από τον φυσικό κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῦ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῦς ἀξιώματος», Ευσ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τα συνηθισμένα μέτρα, ο υπέρογκος (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ μέγαθος ἐκόμισε», Ηρόδ
β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ μέγεθος εἰσηνέγκατο», Αριστοφ.)
2. πανύψηλος («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)
3. ασυνήθιστος, παράξενος ή θαυμαστός (α. «ἔργον εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς μέγαθος τε καὶ κάλλος», Ηρόδ.
β. «ὑπερφυεῖ τινι ἄρα ὡς μεγάλη βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», Πλάτ.)
4. (για φυτά και τμήματα φυτών) υπέργειος («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», Λουκιαν.)
5. αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῖς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
υπερφυώς / ὑπερφυῶς ΝΜΑ
με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, κατά τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό
αρχ.
1. (σε καταφατική απάντηση) μάλιστα, βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», Πλάτ.)
3. υπερβολικά, πάρα πολύ («φιλαθήναιος ἦν ὑπερφυῶς», Ηρωδιαν.)
4. (μαζί με το ως και ρήμα ή επίθ.) πράγματι, αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. προσφυής].
Greek Monotonic
ὑπερφυής: -ές (φύομαι), Αττ. αιτ. ενικ. -φυᾶ, ουδ. πληθ. -φυῆ ή -φυᾶ·
1. υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, υπερμεγέθης, πελώριος, τεράστιος, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. τερατώδης, εκπληκτικός, θαυμαστός, έξοχος, καταπληκτικός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ., ὑπερφυὴς ὅσος, καταπληκτικό πόσο θαυμάσιος, έξοχος, δηλ. καταπληκτικά θαυμάσιος, έξοχος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. επίρρ. -ῶς, πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ, θαυμάσια, υπέροχα, παραδόξως, περιέργως, υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπερ-φυής, ές [φύομαι]
1. overgrown, enormous, Hdt., Ar.
2. monstrous, marvellous, extraordinary, Hdt., Ar.:—joined with a relat., ὑπερφυὴς ὅσος extraordinary how great, i. e. extraordinarily great, Ar., Plat.
II. adv. -ῶς, over-much, marvellously, strangely, exceedingly, Ar., Plat.; in affirm. answers, ὑπερφυῶς μὲν οὖν Plat.
English (Woodhouse)
astonishing, extraordinary, extravagant, huge, strange, vast, out of the way, very great
Translations
ineffable
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని