ἄργυρος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄργῠρος Medium diacritics: ἄργυρος Low diacritics: άργυρος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: árgyros Transliteration B: argyros Transliteration C: argyros Beta Code: a)/rguros

English (LSJ)

ὁ, (ἀργός A)

   A white metal, i.e. silver, ἐξ Ἀλύβης ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη Il.2.857; so πηγὴ ἀργύρου A.Pers.238, etc.; ἄ. κοῖλος silver plate, Theopomp.Hist.283a, Arist.Oec.1350b23, etc.    2 ἄ. χυτός quicksilver, Id.de An.406b19, Mete.385b4, Thphr.Lap.60.    II = ἀργύριον, silver-money, generally, money, A.Supp.935; ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς S.Ant.322; εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' by bribery, Id.OT124; in later Prose, coupled with χρυσός, Ev.Matt. 10.9, Alciphr.2.3.    III = λινόζωστος ἄρρην, Ps.-Dsc.4.189.

German (Pape)

[Seite 347] (eigtl. das weiß strahlende, vgl. ἀργός), ὁ, 1) Silber, von Hom. an überall; im Ggstz von ἀργύριον, ungeprägtes, unbearbeitetes; ἀργ. χυτός, Quecksilber; κοῖλος, Silbergeräth. – 2) Geld, Vermögen, bes. bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 argent métal;
2 argent monnayé.
Étymologie: R. Ἀργ, être blanc.

English (Autenrieth)

(root ἀργ): silver.

Spanish (DGE)

(ἄργῠρος) -ου, ὁ

• Morfología: [chipr. gen. sg. ἀργύρων IChS 217.6 (Idalion V a.C.), ἀργύρω IChS 217.5 (Idalion V a.C.); panf. ἀργύρυ IPamph.17.4 (Aspendos III a.C.), 18.5 (Aspendos II a.C.)]
I mineral.
1 plata como metal ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη Il.2.857, ἀργύρου πηγή A.Pers.238, γηγενέταν ἄργυρον Tim.25, περὶ ἀργύρου tít. de una obra de Democr.B 300.16, 17, ἄ. καθαρός Plb.34.9.11, Poll.3.87, ἄ. πεπυρωμένος LXX Pr.10.20, cf. 17.3, Ez.22.20, οὐ μόλιβδον ἂν συνεπιμίξαις ἀργύρῳ Aristaenet.1.10.95
en objetos o como signo externo de valor y riqueza κοῖλος ἄργυρος plata repujada Theopomp.Hist.263, Arist.Oec.1350b23, ἀργύρου ἀναθήματα Hdt.1.14, ἀργύρω τάλαντον IChS ll.cc., (λοβάς) ἀργύρου ἐποιήθη D.C.65.3.3, τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἀπὸ τοῦ τείχεος Hdt.7.107, gener. junto a χρυσός: χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δαπάνῃ Th.1.129, cf. 6.34, Plb.9.10.11, Eu.Matt.10.9, Act.Ap.17.29, Alciphr.4.18.12, Nonn.D.4.109, Philostr.VS 589
plata como patrón monetario χαλκοῦ πρὸς ἄργυρον δραχμαί BGU 992.2.10 (II a.C.)
en el pago de tributos POxy.3577.7 (IV d.C.).
2 ἄργυρος χυτός mercurio Arist.de An.406b19, Thphr.Lap.60.
II 1dinero τὸ νεῖκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρον λαβῇ ἔλυσεν A.Supp.935, ἐπ' ἀργύρῳ por dinero S.Ant.322, ξὺν ἀργύρῳ con intervención de dinero S.OT 124.
2 estatera Hsch.
III bot. mercurial anual, Mercurialis annua L., Ps.Dsc.4.189. • DMic.: a-ku-ro.

• Etimología: De la raíz *H2erg- ‘blanco’, ‘brillante’. Quizá adj. en -ρό- a partir de *ἀργύς, cf. ai. árjuna- ‘blanco’, lat. argutus y c. otro tema lat. argentum.

English (Strong)

from argos (shining); silver (the metal, in the articles or coin): silver.

English (Thayer)

ἀργύρου, ὁ (ἀργός shining) (from Homer down), silver: T Tr WH ἀργύριον) (reference is made to the silver with which the columns of noble buildings were covered and the rafters adorned); by metonymy, things made of silver, silver-work, vessels, images of the gods, etc.: silver coin: Matthew 10:9.

Greek Monolingual

ο (AM ἄργυρος)
λευκό πολύτιμο μέταλλο, ασήμι
αρχ.
1. αργύρια, αργυρά νομίσματα, χρήματα
2. «ἄργυρος χυτός» — υδράργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άργυρος έχει άμεση αντιστοιχία με το μεσσαπικό argorian και argora -pandes. Προέρχεται από αρχικό θέμα αργ- (πρβλ. αργός Ι) παρεκτεταμένο με το φωνήεν υ- (u-), το οποίο παρατηρείται και σε άλλους τ. (πρβλ. άργυφος, αρχ. ινδ. arjuna - «άσπρος, φωτεινός», λατ. argūtus «οξύς», ενώ άλλες γλώσσες έχουν γι' αυτό θέμα σε -nt (πρβλ. λατ. argentum «άργυρος, αργύριον», κελτικό -γαλατικό arganto, στον τ. Argantomagus) αβεστ. әrәzatam, σανσκρ. rajatam και πιθ. αρμ. arcat «σίδερο». Αρχικά δεν χαρακτήριζε το χρήμα αλλά το φωτεινό λευκό μέταλλο σε διάφορες γλώσσες, ενώ η Γερμανική, Βαλτική και Σλαβική δανείστηκαν άλλη λέξη, άγνωστο όμως από πού (γερμ. Silber, λιθ. sidābras, αρχ. σλαβ. sbrebro). Η μορφολογική αυτή ποικιλία του τ. επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η χρήση του αργύρου στους Ινδοευρωπαίους ήταν προφανώς γνωστή, όχι όμως ακόμη βασική. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται με τη σημ. «ασήμι», ενώ άπαξ μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή για να χαρακτηρίσει τροχούς. Η χρήση της σπανίζει ως χαρακτηρισμός του ασημένιου νομίσματος. Ο τ. είναι αρσενικού γένους, πράγμα που συνηθίζεται στην Ελληνική για τα ονόματα των μετάλλων.
ΠΑΡ. αργύριο(ν), αργυρίτις, η κ. αργυρίτης (ο), αργυρός (-ούς), αργυρώδης, αργυρώνω (-όω, ώ)
αρχ.
αργύρειος, αργύρεος, αργυρεύω, αργυρίς
αρχ.-μσν.
αργυρίζω
νεοελλ.
αργυρένιος.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αργυρ(ο)-: αργυραμοιβός, αργυρομιγής, αργυροφεγγής, αργυροχόος, αργυρώνητος, αργυρωρυχείο, αργυρόθρονος, αργυρολόγος
αρχ.
αργυράγχη, αργυράσπιδες, αργυρένδετος, αργυρήλατος, αργυρογνώμων, αργυροδέκτης, αργυροδίνης, αργυρόδουλος, αργυροειδής, αργυρόηλος, αργυροκόπος, αργυρόκυκλος, αργυρόπεζα, αργυρόπους, αργυρόρριζος, αργυρόρρυτος, αργυροστερής, αργυροταμίας, αργυρότευκτος, αργυρότοιχος, αργυρότοξος, αργυροτρώκτης, αργυροφάλαρος, αργυροχάλινος
αρχ.-μσν.
αργυρολαμπής, αργυροπράτης
μσν.
αργυρόβιος, αργυρολίβανος, αργυροσάλπιγξ, αργυρόχροος
μσν.- νεοελλ.
αργυροκέντητος, αργυρόχρυσος
νεοελλ.
αργυρογλυπτική, αργυρόηχος, αργυροποίκιλτος, αργυροΰφαντος, αργυρούχος
(β' συνθετικό) -άργυρος: ανάργυρος, επάργυρος, κατάργυρος, φιλάργυρος, λιθάργυρος, ψευδάργυρος, υδράργυρος, χρυσάργυρος, ολ(ο)άργυρος
αρχ.
ισάργυρος, πανάργυρος, πολυάργυρος, περιάργυρος, λαβάργυρος
αρχ.-μσν.
υπάργυρος].