βάθος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάθος Medium diacritics: βάθος Low diacritics: βάθος Capitals: ΒΑΘΟΣ
Transliteration A: báthos Transliteration B: bathos Transliteration C: vathos Beta Code: ba/qos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (βαθύς)

   A depth or height, acc. as measured up or down, Ταρτάρου βάθη A.Pr.1029; αἰθέρος βάθος E.Med.1297, cf. Ar. Av.1715; βάθους μετέχειν to be a solid, possessing depth as well as length and breadth, Pl.R.528b; εἴτ' ἐν βάθεσιν εἴτ' ἐν τάχεσιν Id.Plt. 299e; βάθους αὔξη Id.R.528d; opp. μῆκος, πλάτος, Arist.Ph.209a5; μεγέθους τὸ ἐπὶ τρία [συνεχὲς] β. Id.Metaph.1020a12: with Preps., ἐκ βάθεος in depth, Hdt.1.186; ἐκ βάθους through and through, Plot. 5.8.10; εἰς βάθος Arist.Mete.386a23, al.; ἐν βάθει Id.Sens.440a14, etc.; κατὰ βάθους Id.Mete.339b12; κατὰ βάθος in a descending scale, metaph. of causation, Dam.Pr.95: freq. in military sense, depth of a line of battle, X.HG3.4.13, etc.; ἐπὶ βάθος τάσσεσθαι in depth of line, Th.5.68; ἐς β. ἐκτάξαι Arr.An.1.2.4; β. τριχῶν, of long thick hair, Hdt.5.9; ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp.14.7; interior of a country, Str.3.3.7, al.; depth, of perspective in a picture, Procop.Gaz.Ecphr. p.157 B.: pl., βάθη depths, Pl.Ti.44d, etc.; deep water, opp. shallows near shore, LXXPs.68(69).2, al., Ev.Luc.5.4; ἐν τοῖς βάθεσιν Arist. HA599b9.    b Astron., = ταπείνωμα, Vett.Val.241.26.    2 metaph., κακῶν ὁρῶν β. A.Pers.465; ἢ μακροῦ πλούτου βάθει S.Aj.130, cf. Ep.Rom.11.33; β. ἡγεμονίας Plu.Pomp.53; depth of mind, β. τι ἔχειν γενναῖον, of Parmenides, Pl.Tht.184a; ἐν βάθει πόσιος deep in drink, Theoc.14.29; β. καρδίας ἀνθρώπου LXXJu.8.14; τὰ β. τοῦ θεοῦ, τοῦ Σατανᾶ, 1 Ep.Cor.2.10, Apoc.2.24.    3 of lit. style, bathos, ὕψους ἢ β. Longin.2.1. (Substituted for βένθος under the influence of βαθύς.)

German (Pape)

[Seite 423] τό, Tiefe, Höhe; Ταρτάρου Aesch. Prom. 1031; αἰθέρος Eur. Med. 1297; u. A.; Breite, Ggstz μῆκος Pol. 6, 29; τριχῶν, Länge der Haare, Her. 5, 9; vgl. Theocr. 8, 29; ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp. Ath. XI. 509 d. – Vom Heere nach Achill. Tact. 7 τὸ μετὰ τὸ μέτωπον ἅπαν, Suid. ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν στίχος κατὰ βάθος λέγεται. So oft bei Xen., τὸ βάθος τάττειν τάξιν εἰς δώδεκα, zwölf Mann hoch stellen, Cyr. 2, 4, 4, dem μέτωπον, der Fronte, entgegengesetzt; ἐπὶ πολλῶν ποιήσαντες τὸ βάθος Hell. 3, 4, 13, u. sonst; ἐπὶ βάθος Thuc. 5, 68; οἱ ἐν βάθει, die tief im Lande wohnen, Geogr. – Von der Zeit, αἰώνων Synes. – Uebertr. von jeder Fülle, κακῶν Aesch. Pers. 457. 698; πλούτου Soph. Ai. 130; ἡγεμονίας Plut. Pomp. 53 Eur. Hel. 303; Geistesfülle, Plat. Theaet. 183 e u. Sp.; ἐν βάθει πόσιος, tief im Gelag, Theocr. 14, 29.

Greek (Liddell-Scott)

βάθος: -εος, τό, (βαθὺς) βάθοςὕψος ὅπως ἤθελέ τις μετρήσει πρὸς τὰ κάτω ἢ πρὸς τὰ ἄνω, Λατ. altitudo, ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029· αἰθέρος βάθος Εὐρ. Μήδ. 1297, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1715· βάθους μετέχειν, δηλ. νὰ εἶναί τι σῶμα στερεόν, ἔχον βάθος ὡς καὶ μῆκος καὶ πλάτος, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Ι): ― μετὰ προθ., ἐκ βάθεος, κατὰ τὸ βάθος, Ἡρόδ. 1. 186· εἰς βάθος Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9. 18, κλ.· ἐν βάθει ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 3. 14, κτλ.· κατὰ βάθους ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 5: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας = τὸ βάθος γραμμῆς τινος στρατοῦ, ἀντιθ. πρὸς τὸ μέτωπον, Σουΐδ. «ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν στίχος», Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 4. 13, κλ.· ἐπὶ βάθος, κατὰ βάθος στήλης ἢ φάλαγγος, Θουκ. 5. 68· οὕτως ἐς β. ἐκτάσσειν Ἀρρ. Ἀν. 1. 2· β. τριχῶν, ἐπὶ μακρᾶς καὶ πυκνῆς κόμης, Ἡρόδ. 5. 9· ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππ. Ναυαγ. 1. 7: ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ Κ. Δ. τὸ βάθος, τὸ βαθὺ ὕδωρ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρὰ τὴν ακτὴν ῥηχά· ― πληθ. τὰ βάθη Πλάτ. Τιμ. 44D, κτλ.· ἐν βάθεσιν ὁ αὐτ. Πολιτ. 299Ε· ἐν τοῖς βάθεσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3· πρβλ. βαθύς. 2) μεταφ., κακῶν ὁρῶν βάθος Αἰσχ. Πέρσ. 465· ἢ μακροῦ πλούτου βάθει (πρβλ. βαθύπλουτος) Σοφ. Αἴ. 130· βάθος διανοίας, β. τι ἔχειν γενναῖον, περὶ τοῦ Παρμενίδου, Πλάτ. Θεαιτ. 183Ε· ἐν βάθει πόσιος, βεβυθισμένος εἰς τὴν πόσιν, Θεόκρ. 14. 29.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 profondeur ; particul. profondeur d’une troupe rangée en bataille : ἐπὶ βάθος THC en profondeur, en colonne ; ἐκ βάθεος HDT en profondeur ; fig. κακῶν βάθος ESCHL abîme de maux ; πλούτου βάθος SOPH abondance (litt. profondeur) de richesses;
2 p. anal. en mesurant de bas en haut, hauteur : αἰθέρος βάθος EUR hauteur des airs;
3 p. ext. longueur : τριχῶν HDT longueur des poils (des chevaux).
Étymologie: R. Βαθ, être profond.

English (Abbott-Smith)

βάθος, -εος (-ους), τό, [in LXX for מְצוּלָה ,תַּחְתִּי, etc.;]
depth: Mt 13:5, Mk 4:5, Ro 8:39, Eph 3:18; τὸ β., the deep sea: Lk 5:4; metaph., β. πλούτου . . . Θεοῦ, Ro 11:33; τὰ β. τ. Θεοῦ (the Divine counsels), I Co 2:10; ἡ κατὰ βάθους πτωχεία, deep poverty, II Co 8:2.†

English (Strong)

from the same as βαθύς; profundity, i.e. (by implication) extent; (figuratively) mystery: deep(-ness, things), depth.

English (Thayer)

βαθέος (βάθους), τό (connected with the obsolete verb βάζω, βάω (but cf. Curtius, § 635; Vanicek, p. 195); cf. βαθύς, βάσσων, and ὁ βυθός, ὁ βύσσος; German Boden), depth, height — (accusative, as measured down or up);
1. properly: ὕψωμα); ὕψος); of 'the deep' sea (the 'high seas'), ἡ κατά βάθους πτωχεία αὐτῶν, deep, extreme, poverty, τά βάθη τοῦ Θεοῦ the deep things of God, things hidden and above man's scrutiny, especially the divine counsels, τοῦ Σατανᾶ, καρδίας ἀνθρώπου, τά βαθα τῆς θείας γνώσεως, Clement of Rome, 1 Corinthians 40,1 [ET] (cf. Lightfoot at the passage))); inexhaustible abundance, immense amount, πλούτου, Sophocles Aj. 130; βαθύς πλοῦτος, Aelian v. h. 3,18; κακῶν (Aeschylus Pers. 465,712); Euripides, Hel. 303; the Sept. Proverbs 18:3).

Greek Monolingual

το (AM βάθος)
1. η απόσταση από πάνω μέχρι κάτω
2. ο βυθός θάλασσας, λίμνης ή πηγαδιού
3. τα βαθιά νερά
4. η μία από τις τρεις διαστάσεις των σωμάτων, αντίστοιχη με το μήκος και το πλάτος
5. (για νοήματα) το ουσιαστικό περιεχόμενο
το σύνολο των γνωρισμάτων μιας έννοιας, των στοιχείων που μας την κάνουν γνωστή και μας επιτρέπουν να την ξεχωρίζουμε από τις άλλες
6. το εσωτερικό μιας χώρας
7. λάκκος, βαθούλωμα
8. (για παράταξη) η απόσταση από το μέτωπο ως την ουρά
νεοελλ.
1. εσωτερικό επίπεδο σε προοπτική ζωγραφικού πίνακα, φόντο
2. (για χώρο) η οριζόντια απόσταση, όπως μετριέται από το εξωτερικό προς το εσωτερικό
3. χαμηλός τόπος
4. στον πληθ. συμφορά, δυστυχία
5. φρ. α) «ή του ύψους ή του βάθους» — άνθρωπος των άκρων, που δεν βρίσκει μέση λύση στα προβλήματα του
β) ειρων. «χαίρε βάθος αμέτρητο» (λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα δυσνόητα και ασαφή)
γ) «κατά βάθος» — ουσιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. βάθος συνδέεται με τα βαθύς, βένθος, είναι μεταγενέστερος αυτών και σχηματίστηκε από το θ. του βαθύς. Η υπόθεση κατά την οποία το βάθος είναι αρχαίος τ. με -α- βραχύ σε αντιδιαστολή προς το -α- μακρό του βήσσα, το δε βένθος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το πάθος-πένθος είναι αβέβαιη. Η λ. βάθος είναι μεθομηρική, απαντά στην Ιωνική-Αττική και συνήθως χαρακτηρίζει τον Τάρταρο ή τον αιθέρα. Συχνή, επίσης, είναι η μεταφορική σημασία του όρου (πρβλ. «βάθος κακών», Αισχύλος
«βάθος πλούτου», Σοφοκλής), ενώ, τέλος, στον Λογγίνο η λ. βάθος αναφέρεται στο λογοτεχνικό ύφος και χρησιμοποιείται σε αντίθεση προς το ύψος.
ΠΑΡ. νεοελλ. βάθη (η).
ΣΥΝΘ. αβαθής, αμετροβαθής, ισοβαθής
αρχ.
αγχιβαθής, αεροβαθής, αμετροβαθής, εγγυβαθής, υψιβαθής
αρχ.-μσν.
πολυβαθής
νεοελλ.
ανισοβαθής, βαθομέτρηση].