ἐμπίπτω
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
fut. -πεσοῦμαι: aor. ἐνέπεσον, Ep. ἔμπεσον (v. infr.): lyr. aor.
A ἔμπετες Pi.P.8.81:—fall in or on, c. dat., τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od.4.508; ὁ δ' ὕπτιος ἔμπεσε πέτρῃ Il.4.108; ἐν δ' ἔπεσ' ὠκεανῷ, of the Sun, 8.485; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν fire fell upon them, 16.113; αὐχένι . . ἔμπεσεν ἰός 15.451, cf. 624; with ἐν, ὡς δ' ὅτε πῦρ . . ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ 11.155; κεραυνοὶ αὐτοῖσι ἐνέπιπτον Hdt.8.37; ἐμπέσοι γέ σοι (sc. ὁ πύργος) Ar.Pl.180, etc.: abs., ῥύμῃ ἐ. Th.2.76, cf. Hdt.1.34: c. gen., ὠκεανοῖο Arat.635. b Geom., meet, of a line meeting another, Euc. 1 Post.5, etc.; to be placed, ἐὰν εἰς τὸν κύκλον εὐθεῖα ἐμπέσῃ Archim.Sph.Cyl.1.9; ἡ ἐμπεσοῦσα ibid. c of a dislocated limb, fall into place, Hp.Art.8. 2 fall upon, attack, ἐν δ' ἔπεσον προμάχοις Od.24.526, cf. Il.16.81; στρατῷ E.Rh.127; τοῖς πολεμίοις X.Eq.Mag.8.25, etc.; ἐμπεσόντες having fallen on them, Hdt. 3.146, cf. 7.16.ά: metaph., insult, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ Pi.I.1.68; so, 3 of evils, diseases, etc., fall on one, attack, κακὸν ἔμπεσε οἴκῳ Od.2.45; λὺγξ τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή Th.2.49; νόσημα ἐμπέπτωκεν εἰς τὴν Ἑλλάδα D.19.259; πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμόν S. Tr.1253; ὕπνος ἐ. Pl.Ti.45e: of passions, of frames of mind, χόλος, δέος ἔμπεσε θυμῷ, Il.9.436, 17.625; ἔρως μή τις ἐμπίπτῃ στρατῷ A.Ag. 341; Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις S.Ant.782 (lyr.); ἐμοὶ . . οἶκτος Id.Ph.965; τοῖς Ἀθηναίοις ἐνέπεσέ τι γέλωτος Th.4.28; μὴ λύσσα τις ἡμῖν ἐμπεπτώκοι X.An.5.7.26; ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι Philippid.9.1; ἐ. εἰς... Hdt.7.43, E.IA443, Th.2.48 codd., Lys.1.18, etc.: rarely c.acc., οὐδείς ποτ' αὐτοὺς . . ἂν ἐμπέσοι ζῆλος S.OC942; ἐμπέπτωκ' ἔρως . . Ἑλλάδα E.IA808. b of words, καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ came into my mind, Od.12.266; λόγος ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοί came to my ears, S.OC1150; κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις a report arose, Ar.Lys.858, cf. Pl.R.354b, Lg.799d, Thphr.Char.2.2; so τόποι ἐμπίπτοντες available, suitable topics, Hermog.Prog.7, etc., cf. Ph.1.179. 4 light or fall upon, πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν before his body was exposed to the sun, Pi.N.7.73; [θηρία] ἐμπίπτοντα ταῖς ὄψεσι Hdn.3.9.5; also εἰς τὴν ὄψιν, εἰς τὴν αἴσθησιν, Pl.Ti.67d, R. 524d. b fall into, ἐ. ἐν ἀπορίᾳ Id.Euthd.293a; ἐπὶ συμφορήν Hdt. 7.88; more freq. ἐ. εἰς... ἐ. εἰς ἄτας S.El.216 (lyr.); εἰς βάρβαρα φάσγανα E.Hel.864; εἰς ἐνέδραν X.Cyr.8.5.14; εἰς ἔρωτα Antiph.235.3; εἰς νόσον Antipho 1.20; εἰς ὑποψίας Id.2.2.3; εἰς φαῦλον σκέμμα Pl.R.435c; εἴς τινα βυθὸν φλυαρίας Id.Prm.130d; εἰς πράγματα D. 18.292; ἐ. εἰς τὰ πεπραγμένα, in speaking, come upon the exploits, ib.211; εἰς λόγους ib.42, cf. 59. 5 τῷ ἀκοντίῳ ἐ. τῷ ὤμῳ throw oneself on the javelin with one's shoulder, i.e. to give all one's force to the throw, Hp.Aër.20. 6 break in, burst in, στέγῃ S.OT1262; πύλαις E.Ph.1146; εἰς τὴν θύραν κριηδόν Ar.Lys.309; intrude, εἰς τὸ ἀρχεῖον Arist.Pol.1270b9: abs., A.Ag.1350; ἐμπεσών violently, rashly, Hdt.3.81. 7 εἴς τι fall within the province of, Pl.Tht. 205d; εἰς τὰς εἰρημένας αἰτίας Arist.Metaph.986a15, cf.Rh.1401b29, Ph.196b9; εἰς ἄλλο πρόβλημα Id.Pol.1268b25. b of income, εἰς τὸν λόγον τινὸς ἐ. PLille 16.5 (iii B.C.), cf. POxy.494.21 (ii A.D.). c of suits, come before, εἰς δικαστῶν πλῆθος Arist.Pol.1300b35, cf. Plu. Sol.18. 8 ἐ. εἰς δεσμωτήριον to be thrown into prison, Din.2.9, cf.D.25.60(abs., get into prison, Luc.Tox.28); εἰς ζήτρειον Eup.19 D.; so ἐ. εἰς τὸν Τάρταρον Pl.Phd.114a: Com., εἰς τὸν οὐρανόν Com.Adesp. 9D. 9 of circumstances, happen, occur, Paus.7.8.4. 10 desert, πρός τινα LXX 4 Ki.25.11.
German (Pape)
[Seite 813] (s. πίπτω), hinein-, darauffallen; τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od. 4, 508; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Feuer fiel in die Schiffe, wie ὕλῃ Il. 11, 155; στέγῃ, ins Haus, Soph. O. R. 1262; ὁ πύργος ἐμπέσοι γέ σοι Ar. Plut. 180; εἰς ἀλλήλας Nubb. 378; εἰς τὸ πῦρ Plat. Tim. 79 e; εἰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν Plat. Theaet. 174 c; so oft übertr., in Etwas gerathen, bes. ins Unglück od. in unangenehme Lage, u. unvermuthet; εἰς ἄτας Soph. Tr. 1243; ἐς άνάγκης ζεύγματα Eur. I. A. 443; εἰς φαῦλον σκέμμα Plat. Rep. IV, 435 c; εἰς θαυμαστὸν λόγον Legg. X, 888 d; εἰς φλυαρίαν Parm. 130 d; εἰς δικαστήριον Rep. VIII, 553 b; εἰς δίνην, λαβύρινθον, in einen Strudel gerathen, Crat. 439 c Euthyd. 291 b; εἰς ἔριν, in Streit ge »rathen, Eur. I. A. 377. Auch ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι, in eine Verlegenheit gerathen sein, Plat. Euthyd. 292 c; ἐν τοιούτῳ χωρίῳ (auch hier das perf.) Xen. Hell. 4, 5, 5; ἐπὶ συμφορήν Her. 7, 88; εἰς ἔρωτα Antiphan. Ath. II, 38 b; πρὸς ἔρωτά τινος, in Liebe zu Etwas verfallen, Luc.; εἰς ἐλπίδα Philem. inc. 69. – Auch umgekehrt, κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις, wenn die Rede darauf kommen sollte, Ar. Lys. 858, wie Plat. Legg. VII, 799 d; Plut. Anton. 28. – Von Krankheiten, befallen, z. B. von der Pest, εἰς τὴν πόλιν ἐξαπιναίως ἐνέπεσε Thuc. 2, 48; νόσημα εἰς τὴν Ἑλλάδα Dem. 19, 259; aber εἰς νόσον ἐμπ., in eine Krankheit verfallen, Antiph. 1, 20; λοιμῶν ἐμπιπτόντων Plat. Legg. IV, 709 a; ähnl. ὕπνος ἐμπίπτει Tim. 45 e. Uebertr. auf Affecte, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε θυμῷ Il. 9, 436, Zorn ergriff sein Gentüth; δέος 17, 625; ἔρως στρατῷ Aesch. Ag. 332; φόβος, ταραγμός, Eur. Hipp. 1218 Hec. 857; φόβος εἰς τὸν νοῦν Philem. Stob. fl. 99, 5; vgl. Thuc. 2, 91. 4, 34; οἶκτος ἐμοὶ ἐμπέπτωκε Soph. Phil. 953; ζῆλος O. C. 946; ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι Philippid. Ath. VI, 230 a; ἀσέβειαι Plat. Legg. X, 890 a; ἔρως φιλοσοφίας Rep. VI, 499 c; – ἃ εἰς τὴν αἴσθησιν ἐμπίπτει, was in die Sinne fällt, Plat. Rep. VII, 524 d; – εἰς δεσμωτήριον Din. 2, 9 Dem. 25, 60 u. A., ins Gefängniß geworfen werden; εἰς ζητρεῖον ἐμπεσών Eupol. bei E. M. 411, 35; – einfallen, einstürmen; ὑσμίνῃ Il. 11, 297; προμάχοισιν Od. 24, 526; αὐχένι ἔμπεσεν ἰός, der Pfeil drang in den Nacken. Vom Sturme, Hes. O. 509; τοῖς πολεμίοις Xen. u. A.; ohne Casus, blindlings hineinstürmen, Her. 3, 81; εἴς τινα, über Einen herfallen, Luc. u. a. Sp. – Bei Sp. oft vom plötzlichen Eintreten eines neuen Zustandes, Paus. 7, 8, 3. Vgl. ἐμπίτνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. ἐνέπεσον, Ἐπ. ἔμπεσον. Ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ ἐμβάλλω, πίπτω ἔν τινι, μετὰ δοτ., ἔμπεσε πόντῳ Ὀδ. Δ. 508· πίπτω ἐπί τινος, ὁ δ’ ἔμπεσε πέτρῃ Ἰλ. Δ. 108· ἐν δ’ ἔπεσ’ Ὠκεανῷ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο Θ. 485· πῦρ ἔμπεσε ναυσὶν Π. 13, αὐχένι... ἔμπεσεν ἰὸς Ο. 451, πρβλ. 624· ὡσαύτως μετὰ τῆς ἐν, ὡς δ’ ὅτε πῦρ ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ Λ. 155: ― οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις καὶ τοῖς Ἀττ., κεραυνοὶ αὐτοῖσι ἐνέπιπτον Ἡρόδ. 8. 37, πρβλ. 1. 34 κ. ἀλλ.· ὁ πύργος ἐμπέσοι σοι Ἀριστοφ. Πλ. 180, κτλ.: ― ἀπολ., ῥύμῃ ἐμπ. Θουκ. 2. 76. 2) ἐπιπίπτω, ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, ἐν δ’ ἔπεσον προμάχοις Ὀδ. Ω. 526, πρβλ. Ἰλ. Π. 81· τῷ στρατῷ Εὐρ. Ρῆσ. 127· τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 25, κτλ.· ἐμπεσόντες, ἐπιπεσόντες, Ἡρόδ. 3. 146, πρβλ. 7. 16, 1, κ. ἀλλ.: ― μεταφ., προσβάλλω, ὑβρίζω, τινὶ Πινδ. Ι. 98: οὕτω, 3) ἐπὶ κακῶν, δυστυχημάτων, νόσων, κλ.· ἐμπίπτω, ἐπέρχομαι, προσβάλλω, κακὸν ἔμπεσε οἴκω Ὀδ. Β. 45· λὺγξ τοῖς πλείοσιν ἐνέπιπτε κενὴ Θουκ. 2. 49· νόσημα ἐμπέπτωκε ἐς τὴν Ἑλλάδα Δημ. 424. 3· πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν Σοφ. Τρ. 1253: - ἐπὶ παθῶν, χόλος, δέος ἔμπεσε θυμῷ Ἰλ. Ι. 436, Ρ. 625· ἔρως ἐμπ. τινὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 341, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 782· οἶκτος ὁ αὐτ. Φ. 965· καὶ ἐνίοτε ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, γέλως ἐμπ. τινὶ Θουκ. 4. 28· ἔδεισαν δὲ μὴ λύσσα τις ὥσπερ κυσὶν ἡμῖν ἐμπεπτώκοι Ξεν. Ἀν. 5.7, 26· ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι τῶν ὅλων Φιλιππίδης ἐν «Ἀργυρίου ἀφανισμῷ». 1· ἀλλὰ συνήθως ἐμπ. εἰς... Ἡροδ. 7. 43, Εὐρ. Ι. Α. 443, Θουκ. 2. 48, Λυσ. 93. 25, κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., οὐδεὶς ποτ’ αὐτοὺς... ἂν ἐμπέσοι ζῆλος Σοφ. Ο. Κ. 942· ἐμπέπτωκ’ ἔρως... Ἑλλάδα Εὐρ. Ι. Α. 809. 4) πίπτω ἀπὸ ὑψηλοῦ μέρους ἐπάνω τινός, μή τι οἱ κρεμάμενον τῷ παιδὶ ἐμπέσῃ Ἡρόδ. 1. 34, κτλ.· πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν, «τουτέστι, πρὸ τοῦ ἐκλυθῆναι τὸ σῶμα ὑπὸ τοῦ ἡλίου διὰ τὴν πάλην, ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, πρὶν παλαῖσαί σε» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 7. 108· ὡσαύτως ἐμπ. ἐν ἀπορίᾳ Πλάτ. Εὐθύφρ. 292Ε· ἐπὶ συμφορὴν Ἡρόδ. 7. 88· συνηθέστ., ἐμπ. εἰς, Λατ. incidere in..., ἐμπ. εἰς ἄτας Σοφ. Ἠλ. 216· εἰς βάρβαρα φάσγανα Εὐρ. Ἑλ. 864· εἰς ἐνέδραν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· εἰς ἔρωτα Ἀντιφάν, ἐν Ἀδήλ. 12· εἰς νόσον Ἀντιφῶν 113, 31· εἰς ὑποψίας ὁ αὐτ. 116. 37· εἰς λόγους Δημ. 240. 2., 244. 28, κτλ.: - ὡσαύτως, ἐπὶ λόγων, καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ, ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μου, Ὀδ. Μ. 266· λόγος ἐμπέπτωκέ μοι, ἔφθασεν εἰς τὰ ὦτα μου, Σοφ. Ο. Κ. 1150· κἂν περὶ ἀνδρῶν γ’ ἐμπέσῃ λόγος τις, ἂν πέσῃ ἢ γείνῃ λόγος περί, κτλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 858, Πλάτ. Πολ. 354Β, Νόμ. 799D· ἀλλ’ ἐμπ. εἰς τὰ πεπραγμένα, ἀνάγειν τὸν λόγον εἰς τὰς πράξεις τινός, Δημ. 298. 11, πρβλ. 323. 11: - ἀπολ., ἀπαντῶ, ὡς τὸ ἐντυγχάνω, Ἡρόδ. 3. 9· τίθεμαι εἰς τὴν θέσιν μου, ἐπὶ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, τοποθετοῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784. 5) τῷ ἀκοντίῳ ἐμπίπτειν τῷ ὄμῳ, ῥίπτειν τὸ ἀκόντιον μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεως τοῦ ὤμου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292. 6) εἰσορμῶ, κἀμπίπτει στέγῃ, εἰσορμᾷ εἰς τὸν θάλαμον, Σοφ. Ο. Τ. 1262· πύλαις Εὐρ. Φοίν. 1146· εἰς τὴν θύραν Ἀριστοφ. Λυσ. 309· ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1350· ὠθέει τε ἐμπεσὼν τὰ πρήγματα ἄνευ νόου, ἐφορμήσας δὲ ὠθεῖ τὰ πράγματα ἀπερισκέπτως (ὁ ὄχλος), Ἡρόδ. 3. 81. 7) προσπίπτω, ἃ μὲν εἰς τὴν αἴσθησιν... ἐμπίπτει Πλάτ. Πολ. 524D· οὕτω παρ’ Ἀριστ., ἐμπ. εἰς τὰς εἰρημένας αἰτίας Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 4, πρβλ. Φυσ. 2. 4, 8 κ. ἀλλ.· εἰς ἄλλο πρόβλημα ὁ αὐτ. Πολιτ. 2. 8, 16. 8) ἐμπ. εἰς δεσμωτήριον, ῥίπτομαι εἰς τὴν φυλακήν, Δείναρχ. 106. 14, Δημ. 788. 17, κλ.· οὕτως, ἐμπ. εἰς τὸν Τάρταρον Πλάτ. Φαίδων 114Α. 9) ἐπὶ συμβεβηκότων, συμβαίνω, γίνομαι, Παυσ. 7. 8, 4. Πρβλ. ἐμπίτνω.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμπεσοῦμαι, ao.2 ἐνέπεσον, pf. ἐμπέπτωκα;
1 tomber dans ou sur : πόντῳ OD dans la mer ; πέτρῃ IL sur un rocher ; ἐν ὕλῃ IL sur une forêt en parl. du feu ; εἰς τάφρους XÉN dans des fossés ; ἐπὶ συμφορήν HDT tomber dans le malheur;
2 tomber sur, fondre sur : προμάχοις OD sur les combattants des premiers rangs ; τοῖς πολεμίοις XÉN sur l’ennemi ; avec un suj. de chose ἐμπ. ἐς τὴν πόλιν THC fondre sur la ville en parl. de la peste ; χόλος ἔμπεσε θυμῷ IL la colère envahit ton âme;
3 s’offrir à : ἃ εἰς τὴν αἴσθησιν ἐμπίπτει PLAT ce qui tombe sous les sens ; ἐμπ. εἰς τοὺς δικαστάς PLUT être porté devant les juges en parl. d’un différend ; μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ OD une parole est entrée dans mon cœur ; λόγος ἐμπέπτωκέ μοι SOPH un bruit est parvenu à mes oreilles.
Étymologie: ἐν, πίπτω.
English (Autenrieth)
aor. ἔμπεσε: fall into or upon; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Il. 16.113; ἐν ὕλῃ, Il. 11.155; freq. in hostile sense, ἔμπεσ' ἐπικρατέως, ‘charge,’ Il. 16.81; metaph., χόλος, δέος ἔμπεσε θῦμῷ, Il. 9.436, Il. 14.207; ἔπος μοι ἔμπεσε θῦμῷ, ‘came to my mind,’ Od. 12.266.
Spanish (DGE)
• Grafía: inscr. y pap. frec. graf. ἐνπ-
• Morfología: [pres. subj. 3a plu. ἐμπίπτωντι SEG 48.1104.32 (Cos III/II a.C.); aor. ind. 2a sg. ἔμπετες Pi.P.8.81, part. ἐμπέτων Sapph.47; plusperf. 1a sg. ἐνεπεπτώκη Pl.Euthd.293a]
A concr., gener. c. dat. o constr. prep., esp. εἰς c. ac.
I implicando caída en un lugar abierto
1 caer(se) a o hacia, sobre, encima, contra c. dat. (ocasionalmente c. prep. ἐν y dat. o εἰς y ac.) ὁ δ' ὕπτιος ἔμπεσε πέτρῃ una pieza de caza mayor Il.4.108, πῦρ ἔμπεσε νηυσίν Il.16.113, ἔν μοι ... πέσοι μέγας οὐρανὸς Thgn.869 (tm.), ἐκ μὲν τοῦ οὐρανοῦ κεραυνοὶ αὐτοῖσι ἐνέπιπτον Hdt.8.37, cf. Hp.Or.Thess.416, μόλις φθάνει θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν apenas consigue, derrumbándose sobre un sitial, no caer a tierra E.Med.1170, (πύργος) ἐμπέσοι γέ σοι ¡ojalá se te caiga (la torre) encima! Ar.Pl.180, κεραμὶς εἰς τὴν κεφαλὴν ... αὐτῷ Plb.36.14.2
•c. ἐν y dat. ὅτε πῦρ ... ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ Il.11.155
•abs. ὁ παῖς γὰρ ἐμπεσὼν κατήραξε el esclavillo se cayó encima (de la colodra) y la rompió Hippon.21, ἄλλος ἄλλον ... ἔθραυε κἀνέπιπτε uno (un carro) se rompió y cayó contra el otro S.El.729.
2 descender de un salto sobre, saltar a o hacia ἔμπεσε πόντῳ· σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς saltó hacia el mar. A continuación sobrevoló las olas semejante a la gaviota (Hermes mensajero) Od.5.50.
II indic. entrada en un medio que ofrece poca resistencia o en una cavidad, c. suj. varios y dat. (ocasionalmente c. ἐν y dat. y c. gen.) o εἰς y ac.
1 caer dentro, en, adentrarse
a) en el agua: del Sol y los astros tener su ocaso, sumergirse ἐν δ' ἔπεσ' Ὠκεανῷ ... φάος ἠελίοιο Il.8.485, cf. Cleom.2.1.460
•gener. hundirse, sumergirse τὸ δὲ τρύφος, ἔμπεσε πόντῳ el otro trozo (de roca), se hundió en el ponto, Od.4.508, los restos de un naufragio Od.5.318, c. εἰς y ac. κἂν ἐμπέσῃ δόρυ εἰς τὴν θάλατταν, οὐκ ἀπόλωλεν aunque el harpón se hunda en el mar, no se pierde Plb.34.3.7, c. gen. καμπαὶ δ' ἂν Ποταμοῖο ... ἐμπίπτοιεν ... ὠκεανοῖο las curvas (de la constelación) del Río tendrían su ocaso en el Océano Arat.635;
b) en otros elementos adentrarse ἐς τὸν οὐρανόν Pherecr.23.2, ὁ νοῦς τῶν κατθανόντων ... εἰς ἀθάνατον αἰθέρ' ἐμπεσών E.Hel.1016, (φησι τὸν αἰθέρα) ἐμπίπτοντα δ' εἰς τὰ κάτω τῆς γῆς καὶ κοῖλα κινεῖν αὐτήν como explicación de los terremotos, Arist.Mete.365a20, cf. b6, ἡ σελήνη εἰς τὸ τῆς γῆς σκίασμα Gem.8.14
•sin constr. de lugar expresa llegar πολλῆς ὑγρασίης ἐμπίμπλησι τὴν χώρην ἐμπίπτων (ὁ νότος) Hp.Vict.2.38.
2 en lugares de difícil salida caer dentro, en pref. c. εἰς y ac. (ocasionalmente c. dat. o ἐν y dat.):
a) ref. a trampas, asechanzas ἵνα οἱ τροχοὶ ... ἐμπίπτοντες δύνωσιν εἰς τὰ ὑπορύγματα para que las ruedas al caer en las excavaciones, se hundan ref. a máquinas de guerra, Aen.Tact.32.8, εἰς ἐνέδραν X.Cyr.8.5.14, cf. Plb.18.21.2, εἰς ... τάφρους Phld.Ir.13.17
•en la caza πέρδικες ... τοῖς θηράτροις ἐμπίπτουσι X.Mem.2.1.4, δίκτυα ἱστᾶσιν ... ἵν' εἰς ταῦτα ἐμπίπτοντες (las liebres) συμποδίζωνται X.Mem.3.11.8, εἰς παγίδας LXX Pr.12.13, (πελειάς) πεφοβεμένη ... ἔμπεσε κόλποις A.R.3.542, cf. Gp.13.8.12
•abs. X.Cyn.6.10;
b) en prisión o encierro caer en, ser encerrado, dar en ὅσα εἰκὸς ἐν τῷ τοιούτῳ χωρίῳ ἐμπεπτωκότας cuantas (desgracias) eran previsibles a los encerrados en tal lugar ref. a las canteras de Siracusa, Th.7.87, εἰς τὸ δεσμωτήριον Din.2.10, cf. Plb.21.5.3, de esclavos εἰς ζήτρειον ἐμπεσών habiendo sido encerrado en la ergástula Eup.387.2, εἰς μύλωνα ἐμπεσεῖν ser arrojado al molino, e.d., ser obligado al trabajo más penoso, Lys.1.18;
c) εἰς χεῖρας ἐ. caer en manos de, en poder de οὐκ εἰς πολεμίων χεῖρας ἐμπέπτωκας Charito 8.3.7, εἰς χεῖρας τοῦ θεοῦ ζῶντος Ep.Hebr.10.31, εἰς τοὺς λῃστάς Eu.Luc.10.36, cf. Alciphr.3.36.1, Babr.21.8, εἰς τοὺς χειροτέχνας PBremen 48.26 (II d.C.), c. ἐν y dat. ἐμπεσοῦμαι ἐν χειρὶ τῶν ἀπεριτμήτων caeré en mano de los incircuncisos LXX Id.15.18
•abs. D.25.60, Luc.Tox.28;
d) gener. caer en, dentro εἰς τὸν Τάρταρον Pl.Phd.114a, εἰς τὸν βόθυνον LXX Is.24.18, cf. Eu.Matt.12.11, I.AI 4.284, D.Chr.74.22, (μῦς) ἐνέπεσεν εἰς αὐτό un ratón cayó en él (un tarro de miel), Hierocl.Facet.173, fig. ἐς βάρβαρ' ... φάσγαν' E.Hel.864.
III actuando como suj. un elemento activo, gener. c. dat., o abs., ocasionalmente c. εἰς y ac. y c. gen.
1 c. suj. de armas, instrumentos, etc. dar, golpear de un arma o instrumento, herir, asestar un golpe αὐχένι γάρ οἱ ... ἔμπεσεν ἰός Il.15.451, ἐν δ' ἔπιπτε γυίοις Tim.15.23, μή τί οἱ κρεμάμενον τῷ παιδὶ ἐμπέσῃ no fuera que alguna de las (armas) colgadas cayera sobre su hijo Hdt.1.34
•c. constr. adverb. ὅθ' ἔμπεσε πικρὸς ὀϊστός Il.4.217, κράδη ... τοὐτέρωθ[εν] ἄνωθεν ἐμπίπτουσα Hippon.95.8
•abs. (δοκός) ῥύμῃ ἐμπίπτουσα (una viga) golpeando con fuerza Th.2.76, ἐμπεσόντος τοῦ ὀργάνου al dar la herramienta el golpe se forma una depresión o una superficie plana, Arist.PA 641a11.
2 c. suj. de fenóm. y fuerzas naturales, frec. abs.:
a) el viento arreciar, azotar, soplar ὅς ... πολλὰς δὲ δρῦς ... πιλνᾷ χθονὶ ... ἐμπίπτων el cual (Bóreas) arreciando tira al suelo muchos robles Hes.Op.511, ἄνεμος ... δρύσιν ἐμπέτων Sapph.47
•frec. en explicaciones cien. ejercer su presión, presionar κατὰ τὴν θάλασσαν πνεύματα ... ἀνέμων ἐμπίπτοντα Hdt.7.16α, cf. Aesop.178, πνεύματος ἐμπεσόντος κυματίης ὁ ποταμός ἐγένετο Hdt.2.111, πνεύματος ἐμπίπτοντος ὑπεκθέει αἴσιμον ὕδωρ al ejercer su presión el aire, fluye por debajo la debida cantidad de agua Emp.B 100.21, cf. Arist.Mete.365a5, Epicur.Ep.[3] 102, c. dat. διὰ τὸ ἐμπίπτειν (τὸ πνεῦμα) τοῖς ἀκρεμόσι Thphr.CP 5.4.7, c. εἰς y ac. πνεῦμα ἐς μὲν τὰ ἐγγὺς τῶ στόματος τρυπήματα ἐμπῖπτον al ejercer su presión el aire sobre los orificios más próximos a la boca para explicar los diferentes sonidos de la flauta, Archyt.B 1 (p.434), cf. Plb.11.29.10;
b) otros elementos: corrientes de agua bajar, fluir τοῦ ῥόου ἐμπίπτοντος al bajar la corriente del Nilo, Hdt.2.96
•c. εἰς y ac. bajar hasta, desembocar ῥύσεις ... εἰς τοῦτον (τὸν Πάδον) Plb.2.16.8.
3 c. suj. de animados o abstr. recaer, aplicar el esfuerzo, hacer presión abs. o c. dat. μέγα γὰρ σθένος ἔμπεσε φωτός pues gran fuerza (del héroe) recayó sobre el mortal de Heracles matando a Cicno, Hes.Sc.420, οὐ γὰρ δύνανται ... τῷ ἀκοντίῳ ἐμπίπτειν τῷ ὤμῳ ὑπὸ ... ἀτονίης pues (ciertos pueblos) no son capaces de hacer la presión con el hombro para lanzar la jabalina por atonía Hp.Aër.20.
IV c. suj. de pers. o animado
1 caer sobre, cargar, lanzarse, abalanzarse pref. c. dat. de pers., ocasionalmente c. εἰς y ac. ἐν δ' ἔπεσον προμάχοις Od.24.526 (tm.), σφιν Ἀχιλεὺς ἔμπεσε Pi.N.6.51, στρατῷ E.Rh.127, cf. Hdt.5.63, τοῖς πολεμίοις X.Eq.Mag.8.25, cf. Cyn.6.23, ἐν δὲ κυδοιμὸς ... Δολονίῳ πέσε δήμῳ A.R.1.1029 (tm.), ἀλλήλοις D.C.40.31.6, abs. Hdt.3.146, agon. τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι sobre cuatro cuerpos te lanzaste desde lo alto Pi.l.c., πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπέσειν antes de que su cuerpo se topara con el sol, e.d., sin competir en la palestra, Pi.N.7.73, cf. Chrys.M.52.522
•tal vez de palabra insultar ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ Pi.I.1.68
•de elementos personif. (Νεφέλας) ἐμπιπτούσας εἰς ἀλλήλλας al entrechocar las Nubes unas con otras Ar.Nu.384
•c. adv. ἔμπεσ' ἐπικρατέως atacó con fuerza, Il.16.81, ἐν δ' ἔπεσ' ὡς ὅτε κῦμα ... Il.15.624
•abs. ἡ ἀκρὶς ἐμπεσοῦσα κατέφθειρεν ἅπαντα de la plaga de la langosta PTeb.772.2 (III a.C.).
2 caer sobre, ir al asalto de, asaltar c. dat. o c. εἰς y ac. no de pers. o animado πύλαις E.Ph.1146, εἰς τὴν θύραν Ar.Lys.309, ἐς τὴν (πόλιν) ἐμπεσόντες Hdt.5.121
•fig., c. ac. de abstr. ἐμπεσὼν τὰ πρήγματα ἄνευ νόου, χειμάρρῳ ποταμῷ ἵκελος cayendo sobre los asuntos sin pensar, como un torrente Hdt.3.81
•abs., cóm. τῶν οἱ (κάνθαροι) μὲν ἐμπίπτοντε[ς] κατέβαλον, ... οἱ δ' ἐμπέσοντες ... de los (escarabajos) unos se lanzaron al asalto en picado, otros atacando ... Hippon.95.12-14
•irrumpir, entrar precipitadamente, forzar la entrada στέγῃ S.OT 1262, ἐμοὶ δ' ὅπως τάχιστά γ' ἐμπεσεῖν δοκεῖ a mí me parece que hay que irrumpir lo antes posible A.A.1350.
B fig.
I c. suj. de abstr.
1 venir, sobrevenir, abatirse, entrar c. dat. de pers. o anim. χόλος ἔμπεσε θυμῷ Il.9.436, 14.207, δέος ... θυμῷ Il.17.625, φόβος τοῖσι βαρβάροις Hdt.8.38, ἔλπομαί τινα στάσιν ... διασείσειν ἐμπεσοῦσαν τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109, cf. 4.203, Th.2.91, 6.24, Isoc.10.52, φόβος σφίσιν ἐμπίπτει Πανικός Paus.10.23.7, ἔρως δὲ μή τις ... ἐμπίπτῃ στρατῷ πορθεῖν τὰ μὴ χρή que no entre al ejército un ansia de destruir lo que no se debe A.A.341, ἐμοὶ ... οἶκτος S.Ph.965, ἔλεος ἐμπέπτωκε τις μοι Philippid.9.1, τοῖς δὲ Ἀθηναίοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῇ κουφολογίᾳ αὐτοῦ a los atenienses les entró algo de risa por su presunción Th.4.28, πώλοις ... φόβος E.Hipp.1218, c. ἐν y dat. ἔρως ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις amor que te abates sobre las bestias S.Ant.782 (tm.), c. εἰς y ac. de colect. φόβος ἐς τὸ στρατόπεδον ἐνέπεσε Hdt.7.43, τὰ (ἐγκλήματα) ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους αὐτίκα ἐνεπεπτώκει Paus.7.8.4, tb. c. ac. de pers. οὐδείς ποτ' αὐτοὺς ... ἂν ἐμπέσοι ζῆλος S.OC 942, ἐμπέπτωκ' ἔρως ... Ἑλλάδα E.IA 808
•c. dat. de lugar caer, abatirse sobre κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ Od.2.45, 15.375, cf. Thebaïs 2.6, ἐν στέγαις ἐμαῖς κωκυτός S.Fr.852, abs. λοιμικὰ ἐμπίπτειν ὑπὸ αὐχμῶν sobrevenir pestilencias por la sequía Posidon.223.
2 de la palabra, el pensamiento sobrevenir, llegar, venir μοι ἔπος (Τειρεσίαο) ἔμπεσε θυμῷ me vino a la mente el vaticinio de Tiresias, Od.12.266, λόγος ... ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοί me acaba de llegar un rumor S.OC 1150, (οὐ) κατὰ τὸ ἐμπεσὸν εἰς ψυχὴν νενομοθέτηται no se ha legislado según lo que se le ocurre a uno Aristeas 161.
II c. suj. de pers. y constr. prep. de abstr.
1 caer, sumirse en c. εἰς y ac. ἐς συμφορήν Hdt.7.88, εἰς ἄτας S.El.216, εἰς ἔριν E.IA 377, cf. IA 443, εἰς ἀθυμίαν X.HG 7.5.6, εἰς ἔρωτα Antiph.232.3, Luc.Asin.50, εἰς ... ὑποψίας Antipho 2.2.3, εἰς ἄνοιαν Isoc.7.76, εἰς φαῦλον ... σκέμμα Pl.R.435c, εἴς τιν' ἄβυθον φλυαρίαν Pl.Prm.130d, ἐς μηθὲν δυσχερές SEG l.c., εἰς ἀμέθοδον λόγον S.E.P.2.21, εἰς ψευδῆ Polystr.Phil.4, εἰς τὴν ὑπερορίαν Aristox.Harm.55.5, ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμόν caen en la tentación 1Ep.Ti.6.9, ἐς δέος μέγα Procop.Goth.5.7.30, ὅπως μὴ ... εἰς δαπάνας ἐμπέσῃς οὐκ ὀλίας para evitar incurrir en gastos de consideración, PTeb.17.9 (II a.C.), c. ἐν y dat. ἐν ταύτῃ τῇ ἀπορίᾳ ἐνεπεπτώκη Pl.l.c.
2 c. suj. de pers., personif. o abstr. caer, dar un vuelco a, acabar en c. εἰς o πρός y ac. ἧττον εἰς δυναστείας ἐμπίπτουσιν αἱ ὀλιγαρχίαι Arist.Pol.1308a18, δι' ἔμ' εἰς πράγματα φάσκων ἐμπεσεῖν τὴν πόλιν diciendo que por mi culpa la ciudad ha caído en dificultades D.18.292, cf. 42, 59, 211
•c. πρὸς y ac. pasarse a οἱ ἐνέπεσον πρὸς βασιλέα Βαβυλῶνος LXX 4Re.25.11.
3 forzar su entrada, colarse πολλάκις ἐμπίπτουσιν ἄνθρωποι ... πένητες εἰς τὸ ἀρχεῖον, οἳ διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι ἦσαν muchas veces se cuelan en las magistraturas hombres pobres, que por necesidad son venales Arist.Pol.1270b9.
III frec. abs.
1 presentarse, surgir casual u ocasionalmente, ocasionarse κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις si surgiera el tema de los maridos Ar.Lys.858, ἐμπεσόντος αὖ ὕστερον λόγου Pl.R.354b, cf. 545d, Lg.799d, Thphr.Char.2.2, τόποι ἐμπίπτοντες Hermog.Prog.7, cf. Ph.1.179
•caer en la mano, salir al paso ἐὰν δέ σοι ἐμπέσῃ ὀψαρίδιν σιναπηρὸν, ἀγόρασον POxy.2148.13 (I d.C.), τὰ ἐμπεσόντα (σώματα) aquellos (desertores) que caigan en vuestras manos, PTeb.703.219 (III a.C.), en part. subst. ἀντιφορτίζονται τὰ ἐμπεσόντα trafican con lo que surge o sale al paso, Peripl.M.Rubri 14
•temp. llegar, tocar ἐμπίπτει ἡμέρα ἐν ᾗ πειρῶνται τοὺς γάμους οἱ πλεῖστοι τῶν θυγατέρων Aeschin.Ep.10.2.
2 resultar τὰ ἐμπεσούμενα ἢτοι ἔκ πράσεως καὶ ἐξ ὑποθήκης ἀργύρια el dinero resultante de venta o hipoteca, POxy.494.21 (II d.C.), ἐκ μέρους τὰ ἐμπίπτοντα εἰπεῖν tratar detalladamente lo que resulta a causa de las humedades en la construcción, Iul.Ascal.40.
C usos cien., téc.
I medic.
1 atacar, sobrevenir, producirse, presentarse siendo el suj. la enfermedad, síntomas, etc., y compl. de pers. y colectivos, o partes del cuerpo, c. dat. (y ἐν c. dat.) o εἰς y ac., tb. frec. abs. μὴ λύττα τις ... ἡμῖν ἐμπεπτώκοι X.An.5.7.26, ἐς τὴν Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐνέπησε la peste, Th.2.48, (νόσημα) ἐμπέπτωκεν εἰς τὴν Ἑλλάδα D.19.259, λὺγξ τοῖς πλείοσιν ἐνέπεσε κενή a la mayoría les sobrevenían arcadas sin vómito Th.2.49, Παρμενίσκῳ ... ἐνέπιπτον ἀθυμίαι Hp.Epid.5.84, νάρκη ἐμπίπτει ἐν τῆ γαστρί Hp.Superf.28, ὀδύνη ἐμπίπτει ἐς τὰ στήθεα Hp.Int.1, cf. Nat.Mul.6
•abs. ὡς πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμόν S.Tr.1253, εἴ τις ἐμπέσοι si se producía algún (dolor), S.Ph.699, ὕπνος ἐμπίπτει Pl.Ti.45e, δυσεντερίαι πολλαὶ ἐμπίπτουσι Hp.Aër.7, βήξ Hp.Int.7.
2 cirug., ref. a huesos y articulaciones encajarse, reducirse una dislocación ἐνίοισι γὰρ ὁ μηρὸς ἐμπίπτει ἀπ' οὐδεμιῆς παρασκευῆς Hp.Art.71, (ὄστεα) ῥηϊδίως δὲ ἐμπίπτει Hp.Fract.37, cf. 40, 43, Art.7, Mochl.26.
3 c. suj. de pers. y compl. de la enfermedad, c. εἰς y ac. caer en, caer enfermo con εἰς νόσον Antipho 1.20, cf. Hp.Vict.3.79, IG 42.126.2 (Epidauro II d.C.), εἰς πυρετούς Chrysipp.Stoic.3.116, cf. Posidon.164.36, εἰς μεγάλην ἀρρωστίαν PZen.Col.10.2 (III a.C.), Corn.ND 33, εἰς πλευρῖτιν Plb.2.4.6, εἰς μανίαν PTeb.758.4 (II a.C.).
II cien. gener.
1 proyectarse, incidir en teorías sobre la sensación, c. dat. o εἰς y ac. τὰ ... μόρια ἐμπίπτοντά τε εἰς τὴν ὄψιν Pl.Ti.67d, εἰς τὴν αἴσθησιν Pl.R.524d, cf. Hdn.3.9.5, εἴδωλα ... τοῖς ὀφθαλμοῖς Epicur. en Alex.Aphr.in Sens.24.19, cf. de An.136.17, Theo Al.in Ptol.347.2
•geom. incidir siendo el sujeto εὐθεῖα, c. εἰς y ac. ἐὰν εἰς δύο εὐθείας εὐθεῖα ἐμπίπτουσα Euc.1 Post.5, ἐπεὶ εἰς παραλλήλους εὐθείας ... εὐθεῖα ἐμπέπτωκεν Euc.1.30, cf. Papp.884, Procl.in Euc.p.308.15, ἐὰν ... εἰς τὸν κύκλον ... εὐθεῖα γραμμὴ ἐμπέσῃ Archim.Sph.Cyl.1.9
•astrol., ref. al círculo del zodíaco c. ἐν y dat. ἐὰν δὲ ὁ κλῆρος ἐν τούτῳ ἐμπέσῃ ... Vett.Val.62.22, astr. εἰς νύκτα ... οὐκ εἰς ἄστρον ... τοῦ φωτὸς ἐμπεσόντος Plu.2.929d.
2 producirse, aparecer gener. abs.:
a) mat., en la teoría de la generación de los números τῆς μὲν δυάδος ἐμπιπτούσης ὁ ἀφ' ἑνὸς διπλασιαζόμενος Arist.Metaph.1084a5, una magnitud proporcional entre otras dos εἰς τοὺς Α, Β μεταξὺ ... ἐμπεπτώκασιν ἀριθμοί Euc.8.8, cf. 9, Sect.Can.4;
b) lóg., un término medio entre los dos términos de una premisa, Arist.APo.84b12;
c) mús. εἷς φθόγγος μέσος ἐμπίπτει χωρίζων ἑκάτερον aparece un sonido en medio que separa los otros dos Aristid.Quint.14.1.
3 ref. el método y la categorización caer en el ámbito o campo de, pertenecer a οὐκοῦν εἰς ταὐτὸν ἐμπέπτωκεν ἡ συλλαβὴ εἶδος ἐκείνῳ; ¿no pertenece la sílaba al mismo género que aquél? Pl.Tht.205d, cf. Syrian.in Hermog.2.119.2, εἰς τὰς εἰρημένας αἰτίας Arist.Metaph.986a15, cf. SE 183b39, Rh.1401b29, Ph.196b9, Pol.1268b25, Hero Dioptr.35.
III jur. caer, pertenecer a la jurisdicción dicho de juicios de pequeña cuantía οὐκ ἐμπίπτει δὲ εἰς δικαστῶν πλῆθος no pertenecen a la jurisdicción de tribunales constituidos por un gran número de jueces Arist.Pol.1300b35, τὰ πλεῖστα τῶν διαφόρων ἐνέπιπτεν εἰς τοὺς δικαστάς Plu.Sol.18.
English (Strong)
from ἐν and πίπτω; to fall on, i.e. (literally) to be entrapped by, or (figuratively) be overwhelmed with: fall among (into).
English (Thayer)
(see ἐν, III:3); future ἐμπεσοῦμαι; 2nd aorist ἐνέπεσον; (from Homer down); to fall into: εἰς βόθυνον, L text T Tr WH in εἰς φρέαρ, R G); to fall among robbers, εἰς τούς λῃστάς, εἰς χεῖρας τίνος, into one's power: τοῦ Θεοῦ, to incur divine penalties, Sirach 2:18.
Greek Monolingual
(AM ἐμπίπτω)
1. επιτίθεμαι ορμητικά
2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα
μσν.- νεοελλ.
περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου», «το θέμα εμπίπτει στο αντικείμενο της ψυχολογίας»)
Greek Monotonic
ἐμπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ ἐνέπεσον, Επικ. ἔμπεσον·
1. πέφτω σε, πάνω ή μέσα σε, με δοτ., σε Όμηρ. κ.λπ.
2. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, εφορμώ, στον ίδ.· επίσης, ἐμπ.εἰς..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπανίως με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.
3. βρίσκω, συμβαίνω τυχαία ή επέρχομαι πάνω σε κάτι, συναντώ τυχαία κάποιον, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συνηθέστερα, ἐμπ. εἰς..., Λατ. incidere in..., σε Σοφ. κ.λπ.
4. πραγματοποιώ διάρρηξη, εισβάλλω ή ρίχνομαι μέσα, με δοτ., στον ίδ. κ.λπ.· μτχ. αορ. βʹ ἐμπεσών, βίαια, απότομα, σε Ηρόδ.