κόπρος
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ἡ,
A excrement, ordure, of men and cattle, Od.9.329, al., Hdt. 3.22, etc.: in pl., Euph.96.4; esp. as used in husbandry, dung, manure, Pl.Prt.334a, Thphr.HP2.7.4. 2 generally, filth, dirt, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Il.22.414, 24.640, cf. BGU1116.14 (i B. C.). II dunghill, byre, Il.18.575, Od.10.411, Call.Dian.178; καθίσαι τινὰς ἐπὶ κόπρου Men.544.5. (In this sense oxyt. κοπρός acc. to Eust.1165.15.) (Cf. Skt. śákṛt, gen. śaknás 'excrement'.)
German (Pape)
[Seite 1483] ἡ, Mist. Excremente von Menschen u. Thieren, Dünger; Od. 9, 329. 17, 297. 306; Ar. Eccl. 360; Her. 2, 36; Plat. Prot. 334 a; Xen. de re equ. 5, 2; Folgde; übh. Schmutz, Koth, Il. 22, 414. 24, 124. 640. – Auch = der Mist- oder Viehhof, der Ochsenstall, μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Il. 18, 575, vgl. Od. 10, 411, in welcher Bedeutung einige Grammatiker κοπρός accentuiren. – Spätere sagten auch ὁ κόπρος, Schol. Ar. Plut. 663, Schäfer Long. p. 392, u. τὸ κόπρον, vgl. Lob. zu Phryn. p. 760.
Greek (Liddell-Scott)
κόπρος: ἡ, ἀποπάτημα, περιττώματα ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, Ὀδ. Ι. 329., Ρ. 297, 306, Ἡρόδ. 2. 36, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Εὐφορ. Ἀποσπ. 49· ἰδίως ὡς χρησιμοποιουμένη εἰς τὴν γεωργίαν διὰ «κόπρισμα», Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 4. 2) καθόλου, ῥύπος, ἀκαθαρσία, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Ἰλ. Χ. 414, πρβλ. Ω. 164, 640. ΙΙ. κοπρία, σωρὸς κόπρου, Σ. 575, Ὀδ. Κ. 411· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας τινὲς τῶν Γραμματικῶν ἔγραφον τὴν λέξιν ὀξυτόνως κοπρός. ― Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν καὶ κόπρος, ὁ Schäf, εἰς Λόγγον 392, καὶ κόπρον, τό, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 760.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 excrément des animaux ou des hommes ; saleté, ordure;
2 endroit où s’amasse le fumier ; étable.
Étymologie: DELG dérivé d’un vieux th. i.-e., pê apparenté à σκώρ.
English (Autenrieth)
dung, manure, Il. 24.164; then ‘farm-yard,’ ‘cow-yard,’ Il. 18.575.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
η (ΑM κόπρος, ἡ, Μ και κοπρός, ἡ και κόπρος, ὁ)
1. αποπάτημα, περίττωμα, σκατά («καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ», Ομ. Οδ.)
2. το λίπασμα που προέρχεται από τα κόπρανα, κοπριά, κόπρισμα («οἷον καὶ ἡ κόπρος, πάντων τῶν φυτῶν ταῑς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένης», Πλάτ.)
3. συσσωρευμένη κοπριά, σωρός κοπριάς («η κόπρος του Αυγείου»)
4. κοπρώνας
5. ακαθαρσία, βρομιά
νεοελλ.
μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις, ιδίως στο δημόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kokwr- / n- της ΙΕ ρίζας kekwr- / n- «κοπριά». Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. śakr-t και śakn-ah «κοπριά» που εμφανίζουν την αρχική μορφή του ονόματος, δηλ. αθέματο ουδ. σε r- / n-, από το οποίο με θεματικό μεταπλασμό προέκυψε ο τ. κόπρος. Συνδέεται ίσως και με το λιθουαν. šiku, šikti «αφοδεύω».
ΠΑΡ. κόπρανα, κοπρία(-ιά), κοπρίζω, κόπρινος, κοπρώ, κοπρώδης, κοπρών
αρχ.
κοπρεαίος, κόπρειος, κοπρεύω, κοπρίας, κοπρικός, κοπροσύνη
αρχ.-μσν.
κοπρία, κόπριον, κόπρον
μσν.
κοπρέα, κοπρεών, κοπρηρός
νεοελλ.
κοπρίτης, κόπρος, ο.
ΣΥΝΘ. κοπραγωγός, κοπροβόρος, κοπροδοχείον, κοπροδόχος, κοπρολόγος, κοπρολογώ, κοπροφάγος
αρχ.
κοπραγωγώ, κοπρηγία, κοπρηγός, κοπρηγώ, κοπροβόλος, κοπροθήκη, κοπροποιός, κοπροποιώ, κοπροφαγώ, κοπροφορά, κοπροφόρος, κοπροφορώ, κοπρώνης
αρχ.-μσν.
κοπροξύστης
μσν.
κοπροαναθρεμμένος, κορποβολείον, κοπρογενής, κοπρογέννητος, κοπρογράφος, κοπροδίαιτος, κοπροδότης, κοπροζάγαρος, κοπροθέσιον, κοπρόμοχθος, κοπρόνους, κοπροπαραγέμιστος, κοπροπηλόφυρτος, κοπροπιγούνα, κοπρόφυρτος
μσν.- νεοελλ.
κοπρόστομος, κοπρώνυμος
νεοελλ.
κοπρολαγνεία, κοπρόλακκος, κοπρολαλία, κοπρόλιθος, κοπρολογία, κοπρομηχανή, κοπροπορφυρίνη, κοπρόρρυγχος, κοπροσκούληκας, κοπροσκυλιάζω, κοπρόσκυλο, κόπροσμα, κοπροστάσι, κοπροστασία, κοπροστερόλη, κοπροφαγία, κοπροφιλία, κοπροφιλίδες, κοπρόφιλος, κοπρόφτυαρο, κοπροχόος, κοπρόχωμα].
(II)
ο κόπρος (Ι)]
κοπρόσκυλο, κοπρίτης.
Greek Monotonic
κόπρος: ἡ,
I. κοπριά, λίπασμα, ακαθαρσίες, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. φάρμα, υποστατικό, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόπρος -ου, ἡ uitwerpselen, stront, uitbr. vuil, drek:. λιτάνευε κυλινδόμενος κατὰ κόπρον hij wentelde zich als smekeling in het vuil Il. 22.414. mesthoop, stal:. μυκηθμῷ δ ’ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε onder geloei draafden ze uit de stal naar de wei Il. 18. 575.
Russian (Dvoretsky)
κόπρος: ἡ
1) помет, экскременты Hom., Her.;
2) навоз, навозное удобрение Plat.;
3) грязь, мусор или прах: ἀμφὶ πολλὴ κ. ἔην κεφαλῇ τοῖο γέροντος Hom. голова старца (т. е. Приама, молящего о выдаче тела Гектора) была покрыта прахом (один из символов униженной просьбы);
4) стойло, скотный двор (αἱ βόες ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 4)
Meaning: excrement, ordure, dung, filth (Il.).
Compounds: Compp., e. g. κοπρο-λόγος dung-gatherer (Ar.), κοπρο-φορά loaf of dung (Amorgos IVa; Fraenkel Nom. ag. 2, 187 A. 2 [S. 188]).
Derivatives: A. Subst. κόπριον = κόπρος (Heraclit., Hp., inscr., pap.) with κοπριώδης dung-like, full of dung (Hp., Thphr., pap.), κοπριακός belonging to dung (pap.); κόπρανα pl. excrements (Hp., Aret.); κοπρία dung-heap (Semon., Stratt., Arist.; Scheller Oxytonierung 44); κοπρών (Ar.), -εών (Tz.), -ιών (Gortyn) privy; κοπροσύνη manuring (pap. VIp); - Κοπρεύς herald of Eurystheus (Ο 639; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121); Κοπρεαῖος joking PN (Ar.); κοπρίαι pl. buffoons (D. C.; Lat. copreae). - B. Adj. Κόπρειος belonging to the demos Κόπρος (inscr.), also referring to κόπρος (Ar.), Κόπριος id. (Is.); κόπρινος living in κ. (Hp.); κοπρώδης dung-like, dirty (Hp., Pl., Arist.). - C. verbs. κοπρέω manure only fut. ptc. κοπρήσοντες (ρ 299; v. l. κοπρίσσοντες); (ἐκ-, ἐπι-)κοπρίζω id. (ρ 299 v. l., Hp., Thphr.) with κόπρισις, -ισμός manuring (Thphr., pap.); κοπρόω defile with dung (Arr.) with κόπρωσις manuring (Thphr.; ἐκκοπρόω with -ωσις Hp.); κοπρεύω = κοπρίζω (Chios V-IVa), κοπρεῦσαι φυτεῦσαι H.
Origin: IE [Indo-European] [544] *ḱokʷr dung
Etymology: Thematic form of an old r-n-stem, which is preserved in Skt. śákr̥-t, śakn-áḥ dung; so IE. *ḱoku̯r-. A primary verb is assumed in Lith. šikù, sìkti cacare, Pok. 544, W.-Hofmann s. cacō and mūscerda. S. also on σκῶρ. The Lall-word κακκάω is not cognate.