τλάω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
never found in pres. (exc. in very late writers, as Tz.H. 9.133), this tense being supplied by the pf. τέτλαμεν, etc., or by τολμάω: fut.
A τλήσομαι Il.11.317, A.Ag.1290; Aeol. and Dor. τλάσομαι Sapph.75, Pi.P.3.41; later fut. ταλάσσω Lyc.746: Ep. aor. 1. ἐτάλασσα Il.17.166; subj. ταλάσσω 13.829, 15.164 (an aor. Med. ταλάσσατο, Opp.C.3.155); inf. τελάσσαι Hsch. (cf. τελα-μών): but the usu. aor. was ἔτλην, Il.18.433, etc., Ep. τλῆν 5.385, al., Dor. ἔτλᾱν A.Ag. 224 (lyr.), etc.; 3pl. ἔτλησαν E.Supp.171, Dor. ἔτλᾱσαν S.Ph.1201 (lyr.), Ep. ἔτλᾰν Il.21.608, Simon.107.7 (= IG7.53); imper. τλῆθι Thgn.1237, Orac. ap. Hdt.5.56, S.Ph.475, etc., Dor. τλᾶθι Pi.P.4.276; 2sg. subj. τλῇς A.Supp.428 (lyr.); opt. τλαίην, 3pl. τλαῖεν Il.17.490; inf. τλῆναι A.Pr.704, Ep. τλήμεναι Theoc.25.174; part. τλάς, τλᾶσα, A.Ag.1453 (lyr.), Ch.753, S.OC1077 (lyr.): pf. τέτληκα, in 2sg., Il.1.228,543, Ar.Pl.280, Th.544, 3sg., Od.19.347; in shorter forms with pres. sense, Ep. 1pl. τέτλαμεν 20.311; imper. τέτλᾰθι Il.5.382, τετλάτω Od.16.275; opt. τετλαίην Il.9.373; Ep. inf. τετλάμεναι Od.13.307, τετλάμεν 6.190, τετλάναι Metag.18 (hex.); Ep. part. τετληώς, fem. τετληυῖα Od.20.23, masc. dat. τετληότι 4.447, al., pl. τετληότες Il.5.873, -ῶτες Orph.A.1350: plpf. ἐτέτλαμεν A.R. 1.807:—poet. Verb, used by Isoc.4.96 (quoted by Arist.Rh.1408b16), X.Cyr.3.1.3; but τολμάω is the common prose form (cf. τλήμων): I suffer, undergo hardship, disgrace, etc. (never like φέρω, of bodily loads or burdens): 1 abs., hold out, endure, be patient, submit, ἤτοι ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι Il.11.317, cf. 19.308; ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν Od.1.288, cf. 2.219; esp. in imper., τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο Il. 1.586; τλῆτε, φίλοι 2.299; τέτλαθι δή, κραδίη Od.20.18: so in inf., σὺ δὲ τετλάμεναι καὶ ἀνάγκῃ 13.307: in part., τετληότι θυμῷ 4.447, etc.; κραδίη τετληυῖα 20.23: sts. folld. by a relat. clause, τλῆ μὲν Ἄρης, ὅτε μιν . . δῆσαν Il.5.385, cf. 392; δηρὸν ἐτέτλαμεν εἴ κε . . μεταστρέψωσι νόον A.R. l.c. 2 c. acc. rei, ἔτλην ἀνέρος εὐνήν I submitted to be wedded to a man, Il.18.433; ῥίγιστα . . τετληότες εἰμέν 5.873; τλῆ δ' Ἀΐδης . . ὀϊστόν bore up under the wound from it, ib. 395; ἔτλαν πένθος Pi.I.7(6).37; οἷα χρὴ πάθη τλῆναι πρὸς Ἥρας A. Pr.704, cf. Ag.1453 (lyr.), Ch.753, S.OC1077 (lyr.), Tr.71, E.Hec. 1251. II c. inf., dare or venture to do, οὔτε λόχονδ' ἰέναι τέτληκας θυμῷ Il.1.228, cf. 7.480, 21.150, etc.; bring oneself to do something contrary to one's feelings, whether good or bad, have the courage, hardihood, effrontery, cruelty, or the grace, charity, patience, to do anything, ἔστε δὴ πατρὶ ἔτλην γεγωνεῖν νυκτίφοιτα δείματα I took courage to... A.Pr.657; ἔτλα θυτὴρ γενέσθαι θυγατρός Id.Ag. 224 (lyr.); ἔτλα . . φῶς ἀλλάξαι submitted to exchange... S.Ant. 944 (lyr.); πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾶναι; how couldst thou quench thy orbs of sight? Id.OT1327; οὐδ' ἔτλης . . ἐφυβρίσαι nor hadst thou the cruelty to... Id.Aj.1384; μὴ τλῇς με προδοῦναι be not so cruel as to forsake me, E.Alc.275 (anap.); οὐ γὰρ ἂν τλαίην ἰδεῖν I could not bear to see, Ar.Nu.119, cf. 1387 (lyr.), V.1159, Pl.280; so also in Il.24.35,505,519, Hes.Op.718, Sapph.75, Pi.P.3.41, etc. 2 c. acc. rei, dare a thing, i.e. dare to do it, ἄτλητα τλᾶσα A.Ag.408 (lyr.). 3 c. part., τάδε τέτλαμεν εἰσορόωντες Od.20.311 (but in 5.362, Il.5.383 the part. is independent of the Verb), cf. Simon.85.14, A.Ag.1041 (s. v.l.), Th.756 (lyr.), S.El.943. (Root τελᾰ- (τᾰλᾰ-) alternating with τλᾱ-: also in πολύ-τλας, τάλας, τάλαντον, τολμάω, τελαμών, Lat.tollo, OE.polian 'endure', etc.)
Greek (Liddell-Scott)
τλάω: ῥιζικὸς τύπος οὐδαμοῦ ἀπαντῶν κατ’ ἐνεστ. (εἰ μὴ παρὰ συγγραφεῦσι λίαν μεταγενεστέροις, οἷον παρὰ τῷ Τζέτζῃ), ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ πρκμ. τέτληκα, ἢ οἱ ἐνεστῶτες τολμάω, ἀνέχομαι, ὑπομένω, κλπ.· μέλλ. τλήσομαι Ἰλ. Λ. 317 καὶ Ἀττ. ποιητ. (εὐκτ. τλήσοι Βάβρ. σελ. 2. 91) Δωρ. τλάσομαι Πίνδ.· μεταγεν. μέλλ. ταλάσσω Λυκόφρ. 746· - Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ἐτάλασσα Ἰλ. Ρ. 166· ὑποτ. ταλάσσω Γ. 829., Ο. 164 (μέσ. ἀόρ. ταλάσσατο, Ὀππ. Κυν. 3. 155)· παρὰ μεταγεν. ἔτλησα Χριστ. Πάσχ. 22, (δι-) Ἐπικ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 4· - ἀλλ’ ὁ ἐν κοινῇ χρήσει ἀόρ. ἦτο ἔτλην (ὥσπερ ἐξ ἐνεστ. *τλῆμι), Ἐπικ. τλῆν, Δωρ. ἔτλᾱν, γ΄ πληθ. ἔτλησαν Εὐρ. Ἱκ. 171, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1201, Ἐπικ. ἔτλᾰν Ἰλ. Φ. 608· προστακτ. τλῆθι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 56, Σοφοκλ., κλπ., Δωρικ. τλᾶθι Πίνδ.· β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. τλῇς Τραγικ.· εὐκτικ. τλαίην, γ΄ πληθυντ. τλαῖεν Ἰλ. Ρ. 490· ἀπαρέμ. τλῆναι Τραγικ., Ἐπικ. τλήμεναι Θεόκρ. 25. 174· μετοχ. τλάς, τλᾶσα· πρκμ. (ἐπὶ σημασίας ἐνεστ.) τέτληκα, ἀλλ’ ὡς πράγματι, πρκμ. ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 280· - ἐκ τοῦ πρκμ. τέτληκα, ὃν ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ ὁριστικῇ, ἐσχηματίσθησαν κατὰ συγκοπὴν τὸ α΄ πληθυντ. τέτλαμεν (Ὀδ. Υ. 311), ἡ προστ. τέτλᾰθι Ἰλ. Ε. 382, τετλάτω Ὀδ. Π. 275· εὐκτ. τετλαίην Ἰλ. Ι. 373· Ἐπικ. ἀπαρ. τετλάμεναι Ὀδ. Ν. 307, τετλάμεν Ζ. 190, τετλάναι Ἀθήν. 271A, Ἐπικ. μετοχ. τετληώς, θηλ. τετληυῖα Ὀδ. Υ. 23, γενικ. τετληότος Ὅμηρ. ῶτος, Ὀρφ. Ἀργ. 1358, κλπ. (Ἐκ τῆς √ΤΑΛ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις τλῆναι, Ἄ-τλας, πολύτλας, τάλας, τλήμων, τάλαντον, τολμάω, τελαμών, τάλαρος, Τάνταλος, πιθαν. καὶ τὸ ἀντλέω, Λατ. tolleno, ἴσως δὲ καὶ τὸ τέλος ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ φόρος ἢ δασμός, πρβλ. Σανσκρ. tûl, tôla-yâmi, tula-yâmi (tollo, pontero), tul-a (libra), tul-yas (aequus, πρβλ. ἀτάλαντος)· Ἀρχ. Λατ. tol-i (= tul-i), toll-o, tole-ro· Γοτθ. thul-a (ἀνέρχομαι)· us-thulains (ὑπομονή)· Ἀγγλο-Σαξον. thol-ian, Σκωτ. thole (ὑπομένω), Ἀρχ. Γερμ. dol-êm, dul-tu (dulde)). Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ἰσοκρ. 60C (πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 3. 7, 11), Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἀλλὰ τὸ τολμάω εἶναι ὁ συνήθης παρὰ τοῖς πεζογράφοις τύπος (πρβλ. τλήμων)· Ι. ἀνέρχομαι, ὑπομένω κόπους, δυσχερείας, δυσκολίας, κτλ., ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς τὸ φέρω, ἐπὶ σωματικοῦ βάρους ἢ ἄχθους· 1) ἀπολ., ὑπομένω, καρτερῶ, ἤτοι ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι Ἰλ. Λ. 317, πρβλ. Τ. 308· ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν, «καρτερήσειας, ὑπομείνειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 288, Β. 219· μάλιστα ἐν τῇ προστ., τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο Ἰλ. Α. 586· τλῆτε, φίλοι, Β. 299· τέτλαθι δή, κραδίη Ὀδ. Υ. 18· οὕτως ἐν τῇ ἀπαρεμφ., σὺ δὲ τετλάμεναι καὶ ἀνάγκῃ Ν. 370· καὶ ἐν τῇ μετοχῇ, τετληότι θυμῷ, μετὰ καρτερίας ψυχῆς, Δ. 447, κλπ.· κραδία τετληυῖα, καρτερικὴ καρδία, Υ. 23· - ἐνίοτε προσδιορίζεται δι’ ἐξηρτημένης προτάσεως, τλῆ δ’ Ἄρης, ὅτε μιν... δῆσαν, ὑπέμεινεν, ἐκαρτέρησεν ὁ Ἄρης, Ἰλ. Ε. 385, πρβλ. 392, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 807. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., ἔτλην οἷ’ οὔπω καὶ ἄλλος Ἰλ. Ω. 505· καὶ ἔτλην ἀνέρος εὐνήν, καὶ ὑπέμεινα συνουσίαν ἀνδρός, Σ. 433· ῥίγιστα... τετληότες εἰμὲν Ε. 873· τλῆ δ’ Ἀΐδης... ὀϊστόν, ὑπέμεινε νὰ κτυπηθῇ ὑπ’ αὐτοῦ, αὐτόθι 395· ἔτλα πένθος Πινδ. Ι. 7 (6). 52· οἷα χρὴ πάθη τλῆναι πρὸς Ἥρας Αἰσχύλ. Πρ. 704, πρβλ. Ἀγ. 1453, Χο. 753, Σοφ. Ο. Κ. 1077. ΙΙ. μετ’ ἀπαρεμφ., τολμῶ νὰ πράξω τι, πῶς ἔτλης ἐλθέμεν οἷος; Ἰλ. Ω. 519· οὔτε λόχονδ’ ἰέναι τέτληκας θυμῷ Α. 228, πρβλ. Φ. 150, Η. 480, κλπ.· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ., Πινδ., κλπ.· - παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, τολμῶ νὰ πράξω τι ἐναντίον τῶν ἰδίων μου πεποιθήσεων ἢ διαθέσεων εἴτε ἀγαθῶν εἴτε κακῶν, ὅθεν, ἔχω τὸ θάρρος, τὴν αὐθάδειαν, τὴν σκληρότητα ἢ τὴν ὑπομονήν, τὴν εὐμένειαν νὰ πράξω τι, ἔς τε δὴ πατρὶ ἔτλην γεγωνεῖν νυκτίφοιτ’ ὀνείρατα, ἔσχον τὸ θάρρος νά…, Αἰσχύλ. Πρ. 657, πρβλ. Ἀγ. 224· ἔτλα... φῶς ἀλλάξαι, ἐδέχθη νά..., Σοφ. Ἀντ. 944· πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾶναι; πῶς ἠδυνήθης νά...; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1327· οὐδ’ ἔτλης... ἐφυβρίσαι, οὐδ’ εἶχες τὴν σκληρότητα νά…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1384· μὴ τλῇς με προδοῦναι, μὴ ἔσο τόσον σκληρὸς ὥστε νά με ἐγκαταλίπῃς, Εὐρ. Ἄλκ. 275 (ἴδε Monk. ἐν τόπῳ)· οὐ γὰρ ἂν τλαίην ἰδεῖν, οὐ γὰρ ἂν ὑπομείναιμι ἰδεῖν, δὲν θὰ εἶχον τὸ θάρρος νὰ ἴδω (τοὺς ἱππέας, νὰ παρουσιασθῶ εἰς αὐτούς), Ἀριστοφ. Νεφ. 119, πρβλ. 1386, Σφ. 1159, Πλ. 280. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ. (ἔνθα δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν τὸ δρᾶν), ἀποτολμῶ τι, τολμῶ νὰ πράξω τι, ἄτλητα τλᾶσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 408· εἰ καὶ τοῦτ’ ἔτλη Σοφ. Τρ. 71, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1251. 3) μετὰ μετοχ., τάδε τέτλαμεν εἰσορόωντες Ὀδ. Υ. 311· ἀλλ’ ἐν Ε. 362, Ἰλ. Ε. 383 ἡ μετοχὴ εἶναι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τοῦ ῥήματος)· οὕτω καὶ Σιμωνίδης 85. 13, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1041, Θήβ. 756, Σοφ. Ἠλ. 943.
French (Bailly abrégé)
f. τλήσομαι, f. réc. τλήσω, ao. épq. ἐτάλασσα;
ao.2 ἔτλην (dor. ἔτλαν) > impér. τλῆθι, sbj. τλῶ, opt. τλαίην, inf. τλῆναι, part. τλάς, τλᾶσα, τλάν;
pf. au sens d’un prés.
litt. prendre sur soi, se charger de, d’où :
I. supporter, souffrir, acc. ; abs. τλῆτε φίλοι IL tenez bon, amis ; τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο IL supporte cela, ô ma mère, et résigne-toi ; τετληότι θυμῷ OD d’une âme patiente, avec un cœur patient ; avec un inf. : οὐ γὰρ ἂν τλαίην ἰδεῖν AR car je ne supporterais pas de voir ; avec un part. : τάδε καὶ τέτλαμεν εἰσορόωντες OD nous supportons d’être témoins de cela, nous supportons encore cela avec patience;
II. avec un acc. : prendre la force de ; τλ. τὸ γενναῖον SOPH prendre la force d’être courageux ; avec une nég. : ne pas faire l’effort de, càd ne pas juger nécessaire de;
III. avec un inf. :
1 se résigner à, avoir le courage de : ἔτλα ἀλλάξαι οὐράνιον φῶς SOPH (Danaé) supporta d’être privée de la lumière du ciel ; πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾶναι ; SOPH comment as-tu eu le courage de mutiler tes yeux ?;
2 avoir la hardiesse ou la cruauté de.
Étymologie: R. Ταλ > Τλα par métath. ; cf. τάλας, τλήμων, lat. tollo, tuli, tolero.
English (Slater)
τλάω (fut. τλσομαι; aor. ἔτλαν; τλᾶθι; τλάντων.)
a endure τλάντων δ' ἔπειτα θεοὶ συνετέλεσσαν (sc. τῶν Ἀβδηριτῶν) (Pae. 2.64) c. acc., ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν (I. 7.37)
b c. inf., have the courage to τλᾶθι τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (P. 4.276) “οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι” (P. 3.41)
Greek Monotonic
τλάω: ριζικός τύπος που δεν απαντά στον ενεστ. (από το οποίο προέρχεται ο παρακ. τέτληκα, ή το ρήμα τολμάω)· μέλ. τλήσομαι, Δωρ. τλάσομαι· Επικ. αορ. ἐτάλασσα, υποτ. ταλάσσω· περισσότερο κοινή η χρήση του αορ. βʹ ἔτλην (όπως αν προερχόταν από ενεστ. τλῆμι), Επικ. τλῆν, Δωρ. ἔτλᾱν, γʹ πληθ. ἔτλησαν, Επικ. ἔτλᾰν· προστ. τλῆθι, Δωρ. τλᾶθι· βʹ ενικ. υποτ. τλῇς· ευκτ. τλαίην, γʹ πληθ. τλαῖεν· απαρ. τλῆναι, Επικ. τλήμεναι· μτχ. τλάς, τλᾶσα· παρακ. (με σημασία ενεστ.) τέτληκα, Επικ. αʹ πληθ. τέτλαμεν, προστ. τέτλᾰθι, τετλάτω· ευκτ. τετλαίην· απαρ. τετλάμεναι, τετλάμεν, μτχ. τετληώς, θηλ. τετληυῖα, τετληότος·
I. 1. ανέχομαι, υπομένω δυστυχίες, καρτερώ· με αιτ. πράγμ., ἔτλην οἷ' οὔπω καὶ ἄλλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔτλην ἀνέρος εὐνήν, και υπέμεινα συνουσία ανδρός, στο ίδ.· τλῆ ὀϊστόν, υπέμεινε να χτυπηθεί από αυτό, στο ίδ.· ἔτλα πένθος, σε Πίνδ. κ.λπ.
2. απόλ., υπομένω, καρτερώ, υποτάσσομαι, σε Όμηρ.· κυρίως στην προστ. τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, σε Ομήρ. Ιλ.· τλῆτε, φίλοι, σε Ομήρ. Οδ.· στη μτχ., τετληότι θυμῷ, με καρτερική ψυχή, στο ίδ.· κραδίη τετληυῖα, στο ίδ.
II. με απαρ., τολμώ ή ριψοκινδυνεύω να κάνω κάτι, στο ίδ., σε Πίνδ. κ.λπ.· στους Αττ. ποιητές, τολμώ να κάνω κάτι ενάντια στις πεποιθήσεις ή διαθέσεις μου είτε αγαθές είτε κακές, οπότε, έχω το θάρρος, την αυθάδεια, τη σκληρότητα ή την υπομονή να κάνω κάτι, ἔστεδὴ ἔτλην γεγωνεῖν, ώσπου πήρα το θάρρος να πω, σε Αισχύλ.· ἔτλα ἀλλάξαι, δέχθηκε να ανταλλάξει, σε Σοφ.· οὐδ' ἔτλης ἐφυβρίσαι, ούτε είχες τη σκληρότητα να προσβάλλεις, στον ίδ.· οὐγὰρ ἂν τλαίην ἰδεῖν, δεν θα άντεχα, δεν θα είχα το θάρρος να δω, σε Αριστοφ.
2. με αιτ. πράγμ., αποτολμώ κάτι, δηλ. τολμώ να πράξω κάτι, ἄτλητα τλᾶσα, σε Αισχύλ.· εἰ καὶ τοῦτ' ἔτλη, σε Σοφ.
3. με μτχ., τάδε τέτλαμεν εἰσορόωντες, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
perfect forms are used with pres. sense
I. to take upon oneself, to bear, suffer, undergo: c. acc. rei, ἔτλην οἷ' οὔπω καὶ ἄλλος Il.; ἔτλην ἀνέρος εὐνήν I submitted to be wedded to a man, Il.; τλῆ ὀϊστόν submitted to be wounded by it, Il.; ἔτλα πένθος Pind., etc.
2. absol. to hold out, endure, be patient, submit, Hom.; esp. in imperat., τέτλαθι, μῆτερ ἐμή Il.; τλῆτε, φίλοι Od.; in part., τετληότι θυμῶι with patient soul, Od.; κραδίη τετληυῖα Od.
II. c. inf. to dare or venture to do, Od., Pind., etc.:—in attic Poets, to dare to do a thing good or bad, hence either to have the courage, hardihood, effrontery, cruelty, or to have the grace, patience, to do anything, ἔς τε δὴ ἔτλην γεγωνεῖν till I took courage to tell, Aesch.; ἔτλα ἀλλάξαι submitted to exchange, Soph.; οὐδ' ἔτλης ἐφυβρίσαι nor hadst thou the cruelty to insult, Soph.; οὐ γὰρ ἂν τλαίην ἰδεῖν I could not bear to see, Ar.
2. c. acc. rei, to dare a thing, i. e. dare to do it, ἄτλητα τλᾶσα Aesch.; εἰ καὶ τοῦτ' ἔτλη Soph.
3. c. part., τάδε τέτλαμεν εἰσορόωντες Od.