φῦσα

From LSJ
Revision as of 14:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῦσα Medium diacritics: φῦσα Low diacritics: φύσα Capitals: ΦΥΣΑ
Transliteration A: phŷsa Transliteration B: physa Transliteration C: fysa Beta Code: fu=sa

English (LSJ)

ης, ἡ,

   A pair of bellows, mostly in pl., τὸν δ' εὗρ' . . ἑλισσόμενον περὶ φύσας, sc. Hephaestus, Il.18.372, cf. 409; φύσας ἐσθέντες ἐφύσων Th.4.100; αἱ φ. αἱ ἐν τοῖς χαλκείοις Arist.Resp.474a12; τοῦ χαλκέος δύο φύσας Hdt.1.68: hence ἐν τῇσι φύσῃς in the smithies Herod.3.21.    2 bladder, Dsc.5.94, Hippiatr.33, Gloss.; φῦσαν ὑπηνέμιον AP9.486 (Pall.); φ. χηνεία PMag.Lond.46.382; of the castoreum pouches of the beaver, Dsc.2.24.    3 = φαρέτρα, Hsch.    4 = ἀσκός, Id.    II breath, wind, blast, ἀγρίαις φύσαισι φυσᾶν S.Fr. 768; ἐς τὸν ἀσκὸν φῦσαν ἐνιέναι . . to inflate, Hp.Art.47, cf. 77.    2 wind in the body, flatus, Id.VM10,22, Aph.4.73; breaking of wind, opp. ἐρυγμός, πταρμός, Arist.Pr.962a35: pl., Pl.R.405d, Arist.HA 604a12; περὶ φυσῶν, title of work by Hippocrates.    3 of fire, stream, jet, φλὸξ φῦσαν ἱεῖσα πυρός h.Merc.114.    4 bubble, φ. ἐπίχρυσοι Luc.Merc.Cond.22.    III crater of a volcano, Str.13. 4.11, Oros.6.2.17.    IV calyx of φυσαλλίς 111, Dsc.Eup.1.51.    V name of a fish found in the Nile, Str.17.2.4, Ath.7.312b. (Cf. Lith. pučiù 'I blow', Lat. pustula, etc.; onomatop.; v. may be Egyptian.)

German (Pape)

[Seite 1317] ἡ, 1) der Blasebalg; Il. 18, 372. 409. 412. 468. 470; Her. 1, 68; Thuc. 4, 100. – 2) Hauch, Anhauch, Wind, Blähung; Plat. Rep. III, 405 d; bes. die Lohe oder der Luftzug der Flamme, φλὸξ φῦσαν ἱεῖσα πυρός H. h. Merc. 114; Soph. frg. 753. – Bei Luc. de merc. cond. 22 = φυσαλίς, Wasserblase. – 3) der Krater eines feuerspeienden Berges, Strab. – [Υ ist von Natur lang, also weder φύσα noch φύσσα zu schreiben.]

Greek (Liddell-Scott)

φῦσα: -ης, -ἡ, κοινῶς, «φυσερόν», ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸν δ’ εὗρ’... ἑλισσόμενον περὶ φύσας, δηλ. τὸν Ἥφαιστον, Ἰλ. Σ. 372, πρβλ. 409· φύσας ἐσθέντες ἐφύσων Θουκ. 4. 100· αἱ φ. ἐν τοῖς χαλκείοις Ἀριστ. Ἀναπν. 7. 7· ἐν τῷ ἑνικῷ, φ. χάλκεος Ἡρόδ. 1. 68. 2) μάλιστα δὲ ὁ σωλὴν τῆς φύσης, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 837. ΙΙ. φύσημα, πνοὴ ἀνέμου, ἄνεμος σφοδρὸς καὶ ἡ αἰφνίδιος πνοὴ αὐτοῦ, ἀγρίαις φύσαισι φυσᾶν Σοφ. Ἀποσπ. 753· ἐνιέναι φῦσαν εἰς..., φουσκώνω φυσῶν τι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 814. 2) ἀέρια ἐν τῇ κοιλίᾳ, flatus ventris, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12. 18, Ἀφορ. 1252, Ἀριστ. Προβλ. 33. 9, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 405D, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 22, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ φλογός, φλὸξ φῦσαν ἱεῖσα πυρὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 114· πρβλ. ἀϋτμή. 4) πομφόλυξ, φυσαλλὶς ἀέρος πλήρης, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 22. 5) μεταφ., «φούσκωμα», ματαιότης, Συνέσ. 279C. ΙΙΙ. ὁ κρατὴρ ἡφαιστείου, ἄνοιγμα ἡφαιστειῶδες, Στράβ. 628. IV. ὄνομα ἰχθύος εὑρισκομένου ἐν τῷ Νείλῳ, αὐτόθι 823, Ἀθήν. 312Β. (Ἐκ τῆς √ΦΥΣ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις φυσάω, φυσιάω, φυσαλλίς, φύσκη, φύσκων, φῡσίγναθος, ποιφύσσω (μετ’ ἀναδιπλ.), ἴσως δὲ καὶ φῦσιγξ· πρβλ. Σανσκρ. pup-phus-as (pulmo)· Λατ. pus-tula· λιθ pús-ti (φυσῶ), pus-lé (κύστις, φυσαλλίς).

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
1 soufflet de forge;
2 souffle, vent, flatuosité;
3 bulle d’air, vésicule;
4 poisson du Nil.
Étymologie: R. Φυσ, souffler ; cf. φύσκη, φύσκων, ποιφύσσω, lat. pustula.
2fém. de φύς.

English (Autenrieth)

pl. φῦσαι: bellows. (Σ)

Spanish

vejiga

Greek Monolingual

η / φῡσα, ΝΑ
1. φυσητήρας, φυσερό για τη φωτιά
2. τα αέρια τών εντέρων, η πορδήφύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. τα αέρια που παράγονται από τη δραστηριότητα τών μικροβίων κατά τη ζύμωση και τη σήψη τών τροφών στο έντερο ή προέρχονται από τον αέρα που καταπίνεται με το φαγητό και τα οποία διαφεύγουν από τον πρωκτό
2. ζωολ. γένος πνευμονοφόρων γαστερόποδων μαλακίων που ανήκει στην οικογένεια φυσίδες της υπέρταξης βασσοματοφόρα
αρχ.
1. σωλήνας φυσερού
2. ξαφνική πνοή ανέμου
3. το ρεύμα του αέρα που παράγεται από τη φωτιά
4. κύστη, φούσκα
5. πρόλοβος πτηνού
6. φυσαλλίδα, φουσκάλα
7. κομπασμός, αλαζονική συμπεριφορά
8. κρατήρας ηφαιστείου
9. ονομασία ψαριού του Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα - / phu- —προϊόν ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγεται από υλικά που φουσκώνουν και σκάνε καθώς ψήνονται— και έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από μια μορφή p(h)u-s- της ρίζας με παρέκταση -s- (πρβλ. λατ. pussula / pustula «φυσαλλίδα», λιθουαν. pūslẽ «φυσαλλίδα», pŭsti «φυσώ») και επίθημα -σă (πρβλ. δόξă, κνῖσă): φῡσ-σă < φῦσα, με απλοποίηση τών δύο -σσ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. φῦσα μπορεί να ερμηνευθεί μέσω τών τ. φυκ- (από μια μορφή phu-k- της ρίζας, πρβλ. αρμ. p'uk' «πνοή, άνεμος») ή φυτ- (από μια μορφή phu-t-, πρβλ. αρχ. ινδ. phūtkaroti «φυσά»). Η άποψη αυτή, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

φῦσα: -ης, ἡ,
I. μουγκρητά, συνήθως σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· σε ενικ., σε Ηρόδ.
II. 1. άνεμος, πνοή, φύσημα, φούσκωμα στο στομάχι, σε πληθ., σε Πλάτ.
2. λέγεται για τη φωτιά, χείμαρρος ή πίδακας, σε Ομηρ. Ύμν.
3. φυσαλλίδα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φῦσα:
I part. f aor. 2 к φύω.
II ион. φύση
1) преимущ. pl. кузнечный мех Hom., Her., Thuc., Arst.;
2) дыхание, дуновение Soph.: φ. πυρός HH огненный язык, столб огня;
3) мед., тж. pl. скопление газов, метеоризм Plat., Arst.;
4) пузырь: αἱ ἐκεῖναι ἐλττίδες οὐδὲν ἄλλ᾽ ἢ φῦσαί τινες ἦσαν Luc. эти надежды оказались всего-навсего (мыльными) пузырями.

Middle Liddell

φῦσα, ης, ἡ,
I. a pair of bellows, bellows, mostly in pl., Il., Thuc.; in sg., Hdt.
II. a wind, blast, wind in the stomach, in pl., Plat.
2. of fire, a stream or jet, Hhymn.
3. an air-bubble, Luc.

Frisk Etymology German

φῦσα: {phũsa}
Forms: (Akk. -ην Suid.)
Grammar: f.
Meaning: Hauch, Blasebalg (meist pl.), Blase, Blähung (seit Il.), auch übertr. von einem ausströmenden Feuer (h. Merc. 114; Zumbach Neuerungen 44f.), Vulkankrater (Str.), N. eines Fisches im Nil, Blasfisch, Tetrodon (Str., Ath., ausführlich Thompson s.v.; vgl. φύσαλος unten).
Composita : Kompp. φυσοειδής blasenähnlich (Sch.), ἄφυσος ohne Blähung (Mediz.).
Derivative: Viele Ableitungen : 1. Demin. φυσάριον n. kleine Blase (sp. Mediz.). 2. Adj. -ώδης blähend, windig (Hp., Pl., Arist. u.a.), -αλέος windig (Kerk., Nonn.). 3. -αλος m. Art Kröte (Luk.), Blasfisch, Tetrodon (Ael.), Art Walfisch (Opp., Ael.); vgl. κόκκαλος u.a. 4. -αλλίς, -ίδος f. Blase, Wasserblase (Luk.), Art Pfeife (Ar.), Pille (sp.), auch N. einer Pflanze (Ps.-Dsk. u.a.), nach der blasenartigen Fruchthülle (Strömberg 56); wie θρυαλλίς u.a. 5. φῦσιγξ, -ιγγος f. ‘Stengel eines Knoblauchs o.ä., Knoblauch’ (Hp., Thphr. u.a.) mit -γγιόομαι in πεφυσιγγιωμένος von Knoblauch erhitzt (Ar.), auch Blase (Poll.), wie κύστιγξ, σῦριγξ u.a. 6. φύσκη f. Darm, Wurst (Kom.) mit Demin. -ιον (Gloss.), Φύσκων m. "Dickbauch", Spitzname (Alk. u.a.), nach den Nomina mit σκ-Sufflx; weder eine "Wurzel auf -σ-" (Schwyzer 541) noch eine Grundform *φυτκη (Specht KZ 66, 220) sind wahrscheinlich; -α f. Blase, Schwiele auf der Hand (Sch.). 7. φυστὴ (μᾶζα), auch als Subst. aufgeblasener Kuchen, Puffer (Ar., AP u.a.), wie πλαστός, -ή, παστή, βλάστη u.a., Akz. nach Hdn. Gr.; nicht mit Fraenkel Nom. ag. 2, 137 A. 1 aus *φυρστή zu φύρω. 8. Φυσάδεια f. N. einer Quelle in Argos (Kall.) mit -ειόθεν von Φ. (Antim.). —9. Denom. Verba: a. φυσάω, Aor. φυσῆσαι usw., oft m. Präfix, z.B. ἀνα-, δια-, ἐκ-, ἐν-, ‘blasen, auf-, an- blasen, schnauben’ (seit Il.) mit -ημα (ἀνα-, ἐκ-, ἐν-) n. Blasen, Wehen, Hauch, Wind, Aufgeblasenheit (ion. att.), -ημάτιον (Arr.), ἐμ- ~ -ηματῶδης (Gal.), -ησις (ἀνα- usw.) f. das Blasen, Anblasen (hell. u. sp.), -ητήρ m. Blasrohr, Blasebalg (Hdt., Arist. u.a.), -ητήριον (-ατ-) n. Pfeife (Ar. u.a.), -ητής (ἐν-, λοπαδο-) m. Bläser (Man., Dsk. u.a.), -ήτορες ἀσκοί Blasebälge (Nonn.), -ητικός (ἐν-) aufblähend (Hp., Arist. u.a.). — b. φυσιάω, auch m. ἀνα-, ἐκ-, Ptz. φυσιόων u.a., metr. Umbildung von φυσάω (ep. poet. seit Il.; Risch 274, Chantraine Gramm. hom. 1, 359) mit -ίαμα n. das Hauchen, Schnauben (A.). — c. φυσιόομαι, -όω ‘(sich) aufblähen’ (Ep. Kor. u.a.) mit φυσίωσις Aufblähung (Ep. Kor., Mediz.); auch ἐμφυσιόω? (s. unter φύομαι zu φύσις). — Dazu noch die Verbalnomina φυσασμός (Gegensatz ἀασμός) und -ιασμός m. das Blasen (Arist.), -ακτήρ· ἄρτος ποιός τις ποπανώδης II. (vgl. φυστή oben), wie von *φυσάζω. — Als Vorderglied in dem verbalen Rektionsnomen Φυσίγναθος "Backenaufblaser", scherzhafte Bez. eines Froschs (Batr.; vgl. Leumann Sprache 6, 159 A. 6) mit -γναθέω (Tz.). — Zum Intensivum ποιφύσσω (nach den Verben auf -ύσσω) s. bes.
Etymology : Seinem Ursprung nach onomatopoetisch, hat sich φῦσα den Nomina auf -σα angeschlossen (Solmsen Wortforsch. 246ff.). Da die Vorgeschichte des Wortes im dunkeln liegt, läßt sich der Ausgangspunkt innerhalb der umfassenden Schallwortsippe p(h)u- (b(h)u-) nicht genau feststellen. Als "Stamm" kommen sowohl φυ-, φυσ- wie φυτ- und φυκ- in Betracht; man vergleiche z.B. arm. p‘uk‘ Hauch, Wind, Furz, pl. Blasebalg (φῦσα somit < *φυκι̯α?), aind. phū̆tkaroti "macht einen phut-Laut", pustet, bläst (φῦσα somit < *φυτι̯α ?). Auch für φυ(σ-) läßt sich Anschluß finden in aind. phuphusa- n. Lunge, lat. pustula Blase, slav., z.B. aksl. puchati blasen, russ. pychátь schwer atmen, keuchen (< pous-, pūs-) usw. — Weiteres reiches Material m. Lit. bei WP. 2, 79ff., Pok. 847 f., auch bei W.-Hofmann und Vasmer s.vv.
Page 2,1055-1057