ἐντρέπω

From LSJ
Revision as of 14:35, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρέπω Medium diacritics: ἐντρέπω Low diacritics: εντρέπω Capitals: ΕΝΤΡΕΠΩ
Transliteration A: entrépō Transliteration B: entrepō Transliteration C: entrepo Beta Code: e)ntre/pw

English (LSJ)

   A turn about, τὰ νῶτα Hdt.7.211; ἐξεστραμμένην ἕδραν ἐ. reduce prolapsed anus, Gal.12.365; of a muscle, turn the eye in, Id.UP10.9 (Pass.).    2 mostly metaph., make one turn, put him to shame, 1 Ep.Cor.4.14, Ael.VH3.17, S.E.P.3.135, D.L.2.29.    3 alter, Luc. Hist.Conscr.15; τὴν φωνὴν εἰς μέλος Id.Pseudol.7.    4 Med., ἐντρέψασθαι· τὸ εἴσω τρέψαι τὸ ἱμάτιον, Hsch.    II Med. or Pass., fut. ἐντραπήσομαι LXXLe.26.41, al.; turn about, hesitate, esp. feel misgiving or compunction, στείχωμεν ἤδη μηδ' ἔτ' ἐντρεπώμεθα (where Sch. compares ἐντροπαλίζομενος) S.OC1541; ἐνετρέποντο . . ἐν ἑαυτοῖς Plb. 31.2.6 (prob. cj.).    2 c. gen. pers., turn towards, give heed or regard to, respect, reverence, οὐδέ νυ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ ἀνεψιοῦ κταμένοιο; Il.15.554, cf. Od.1.60; συμμάχου S.Aj.90; δωμάτων Id.OT1226; νόμων Pl.Cri.52c, etc.; ὧν ἐντρέπου σὺ μηδέν S.OT724: c. inf., take heed to... φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους ἐντρέπευ cj. in Thgn. 400: aor. 2 Pass., <οὐκ> ἐντρεπέντος τοῦ Ἀμώσιος since A. paid no attention, UPZ5.24 (ii B. C.).    3 later c. acc., reverence, feel regard for, τὴν πολιάν Alex.71, cf. Plb.3.10.3, al., Ev.Marc.12.6.    b feel shame on account of, Plb.2.49.7.    4 abs., feel shame or fear, UPZ 62.29 (ii B. C.), 2 Ep.Thess.3.14, Ep.Tit.2.8.

German (Pape)

[Seite 858] umwenden, umkehren; τὰ νῶτα, den Rücken kehren, sich zur Flucht wenden, Her. 7, 211; Einen in sich kehren, machen, daß er in sich geht, seine Gesinnung ändert, rühren, beschämen, Ael. V. H. 3, 17 D. L. 2, 29 u. a. Sp., bes. N. T – Uebh. verändern, Luc. conscr. hist. 15, vgl. Pseudolog. 14. – Häufiger pass. (aor. ἐνετράπην), οὐδέ νύ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ, wendet sich dir dein Herz nicht, wird es nicht gerührt, od. mit Nitzsch: und doch wird das Herz dir nicht hingewendet, Il. 15, 554 Od. 1, 60; στείχωμεν ἤδη, μηδ' ἔτ' ἐντρεπώμεθα, laßt uns nicht mehr uns umwenden, zögern, Soph. O. C. 1538; τινός, sich an Einen kehren, sich um Etwas kümmern, es beachten, εἴπερ τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων O. R. 1226; τί βαιὸν οὕτως ἐντρέπει τῆς συμμάχου; Ai. 90, vgl. El. 509; μηδὲν ἐντραπῇς O. R. 1056; οὔτε κέντρων οὔτε μάστιγος ἔτι ἐντρέπεται Plat. Phaedr. 254 a; τῶν νόμων Crit. 52 c; so entspricht sich bei Xen. Hell. 2, 3, 33 τοῦ πλεονεκτεῖν ἐπιμελούμενος u. τοῦ δὲ καλοῦ καὶ τῶν φίλων μηδὲν ἐντρεπόμενος, sich nicht darum kümmernd; Sp., οἷς πρότερον οὐ προσέχετε τὸν νοῦν, τούτων νῦν ἐντραπέντες Pol. 9, 31, 6. – C. inf., Sorge tragen, daß Etwas geschehe, Theogn. 392; – τί, sich wovor schämen, scheuen, τινά, vor Jemandem, Pol. 2, 49, 7 u. öfter; τὴν πολιὰν οὐκ ἐντρέπεται Alexis Prisc. 18 p. 205; dem αἰδεῖσθαι entsprechend, Plut. instit. Lac. p. 248; D. Hal. u. a. Sp., bes. oft im N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρέπω: μέλλ. -τρέψω, στρέφω, τὰ νῶτα Ἡρόδ. 7. 211: μεταφ., κινῶ τινα εἰς σέβας, ἐνέτρεψαν τὴν σύγκλητον, «εἰς αἰδῶ καὶ σέβας ἐκίνησαν» (Σημ. Κοραῆ), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 17, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 135, Διογ. Λ. 2. 29: - καθόλου, ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, μεταβάλλω, εἰ ὀλίγον τι ἐντρέψας τὰ αὐτοῦ ἐκείνου λέγοι τις Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15. ΙΙ. Μέσ. ἢ παθ., στρέφομαι τῇδε κἀκεῖσε, διστάζω, στείχωμεν ἤδη, μηδ’ ἔτ’ ἐντρεπώμεθα, ὀκνῶμεν, μέλλωμεν (ὁ Σχολ. ἐσφαλμένως ἑρμηνεύει τὸ ἐντρεπώμεθα διὰ τοῦ ἐπιστρεφώμεθα νὰ κυττάξωμεν ὀπίσω μας, παραβάλλων τὸ Ὁμηρ. ἐντροπαλιζόμενοι), Σοφ. Ο. Κ. 1541, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ἐνετρέποντο... ἐν ἑαυτοῖς Πολύβ. 31. 12, 6. 2) μετὰ γεν. προσ., στρέφομαι πρός τινα, δίδω προσοχήν, ἀπονέμω σεβασμὸν πρός τινα, οὐδὲ νύ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ ἀνεψιοῦ κταμένοιο; δὲν συγκινεῖται, δὲν ἐνδιαφέρεται; Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Ὀδ. Α. 60· συχν. παρὰ Τραγ., ὡς παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 90, 724, Ο. Τ. 1226, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 52C, κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., φροντίζω, φεύγειν τ’ ὀλεσήνορας ὅρκους ἐντρέπευ Θέογν. 400, ἔκδ. Bergk. 4) μεταγ. μετ’ αἰτ., αἰδοῦμαι, σέβομαι, ἀκόλαστός ἐστι, τὴν δὲ πολιὰν οὐκ ἐντρέπεται Ἄλεξις ἐν «Ἑλένης ἁρπαγῇ» 1· πρβλ. Πολύβ. 2. 49, 7, κλ. 5) ἀπολ. = αἰσχύνομαι, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Θεσσ. γ΄, 14, πρὸς Τίτ. β΄, 8.

French (Bailly abrégé)

1 retourner : τὰ νῶτα HDT tourner le dos pour fuir;
2 changer, particul. amener à d’autres sentiments;
Moy. ἐντρέπομαι;
1 se laisser émouvoir ou attendrir;
2 se préoccuper, se soucier : τινος au sujet de qqn ou de qch.
Étymologie: ἐν, τρέπω.

English (Autenrieth)

only pass. (met.), ἐντρέπεται ἦτορ, is moved, Il. 15.554 and Od. 1.60.

Spanish (DGE)

I intr., en v. med.-pas.
1 sent. fís. volverse, darse la vuelta como muestra de duda o vacilación χῶρον δ' ... στείχωμεν ἤδη, μηδ' ἔτ' ἐντρεπώμεθα S.OC 1541
envolverse ἐντρέψασθαι· τὸ εἴσω τρέψαι τὸ ἱμάτιον Hsch.ε 3398.
2 sent. moral conmoverse, preocuparse οὐδέ νυ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ, Ὀλύμπιε; Od.1.60, μηδὲν ἐντραπῇς S.OT 1056, οὐκ ἐντρεπομένων τῶν Ῥωμαίων Plb.3.10.3, ὁ δὲ Πόπλιος ἐντραπεὶς θαρρεῖν ... παρῄνει Plb.10.38.3
c. gen. de pers. conmoverse de, preocuparse por οὐδέ νυ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ ἀνεψιοῦ κταμένοιο; ¿ni siquiera se te conmueve el corazón por el asesinato de tu primo?, Il.15.554, τί βαιὸν οὕτως ἐντρέπῃ τῆς συμμάχου; S.Ai.90, καὶ τῶν φίλων μηδὲν ἐντρεπόμενος X.HG 2.3.33
hacer caso de, ocuparse de c. gen. de cosa εἴπερ ... τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων si os ocupáis de la casa de los Labdácidas S.OT 1226, τῶν νόμων Pl.Cri.52c, οὔτε μάστιγος ... ἐντρέπεται Pl.Phdr.254a, ὧν ἐντρέπου σὺ μηδέν S.OT 724.
3 avergonzarse, sentir vergüenza τότε ἐντραπήσεται ἡ καρδία αὐτῶν entonces se avergonzará su corazón LXX Le.26.41, cf. 2Pa.7.14, εἰ μὴ μικρόν τι ἐντρέπομαι si no fuera porque me produce un poco de pudor, UPZ 70.4 (II a.C.), υἱοὶ ἀλλότριοι ... ἀτιμασθήσονται καὶ ἐντραπήσονται Sm.Ps.17.46, cf. Ph.1.78, τοῦτον σημειοῦσθε ... ἵνα ἐντραπῇ señaladle para que se avergüence 2Ep.Thess.3.14, cf. Ep.Tit.2.8, Ign.Magn.12, c. rég. prep. καὶ περὶ τῆς ἀπαιδευσίας σου ἐντράπηθι y avergüénzate de tu falta de instrucción LXX Si.4.25, c. part. pred. οἱ Σαδδουκαῖοι ... ἐνετράπησαν παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἀκούσαντες Ath.Al.M.25.560A, cf. Procop.Gaz.M.87.2113A, c. dat. τὸ ἐντραπῆναι τοῖς ἁμαρτήμασι Procop.Gaz.M.87.237D.
II tr., en v. act. y med.-pas.
1 sent. fís. volver τὰ νῶτα para huir, Hdt.7.211
dar la vuelta, volver hacia adentro τὴν ἐξεστραμμένην ἕδραν ἐντρέπειν volver hacia adentro el recto prolapsado Gal.12.365, en v. pas., del ojo, Gal.3.802.
2 sent. intelectual hacer cambiar de opinión o actitud, c. ac. de pers. ἐνέτρεψε ... Λαμπροκλέα τὸν υἱόν hizo cambiar de opinión a su hijo Lamprocles D.L.2.29, τοὺς σκεπτικοὺς ἐντρέπουσι ... οἱ λόγοι S.E.P.3.135, εἰς τοσοῦτον ἐνέτρεψαν τὴν σύγκλητον βουλήν ὡς ... Ael.VH 3.17, c. ac. de rel. τοῦτο γοῦν ὑμᾶς ... ἐντρεπέτω τὸ ἀξίωμα τοῦ κολάζοντος que la dignidad, al menos, del que castiga os haga cambiar en esto Chrys.Iob 19.2, abs. οὔτε γὰρ εἰπὼν ἄν τις ἐντρέψειεν οὕτως ὡς οὗτος nadie podría hacer cambiar tanto, hablando como habla ése Aristid.Or.30.19, c. ac. de abstr. ὁ μὲν τὴν φωνὴν ἐντρέψας ἐς μέλος Luc.Pseudol.7, εἰ ὀλίγον ἐντρέψας τὰ αὐτοῦ ἐκείνου λέγοι τις Luc.Hist.Cons.15.
3 avergonzar c. ac. de pers. οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα 1Ep.Cor.4.14, abs. ἡ κοινωνία τῶν ἁλῶν οὐκ ἐνέτρεψε el compartir la mesa no avergonzó Chrys.M.59.391.
4 en v. med.-pas. sentir respeto ante, respetar c. ac. de pers. τὴν πολιὰν Alex.71.2, Φίλιππον Plb.9.36.10, οὐ σπονδάς, οὐ θεοὺς ἐντρεπόμενοι D.S.19.7, τοὺς πλησίον Ath.5e, cf. I.BI 7.362, τὸν υἱόν μου Eu.Marc.12.6, cf. Eu.Luc.20.13, 1Ep.Clem.21.6, Clem.Al.Strom.4.17.108, τοὺς διακόνους Ign.Tr.3.1, cf. Sm.8.1, Iren.Lugd.Haer.1.4.5, τὸν ἡλιακὸν δρόμον Hsch.H.Hom.16.20.8, πολὺς χρόνος ἐστὶν ἀφ' οὗ οὐκ ἐνόησα καὶ ἐντρέπομαι αὐτόν Hierocl.Facet.6, c. ac. de cosa o abstr. τὴν εὔνοιαν Plb.2.49.7, οὔτε τὸ ... ἀξίωμα τῆς παρανομουμένης ἐντραπεῖσα τὸ παράπαν no sintiendo en absoluto respeto ante la dignidad de su víctima D.S.19.11, τὴν ξενίαν D.S.8.7, μητρὸς οἴκτους καὶ λιτὰς ἐντραπείς D.H.8.57, cf. I.AI 15.288, Sch.Pi.P.4.186b.

English (Strong)

from ἐν and the base of τροπή; to invert, i.e. (figuratively and reflexively) in a good sense, to respect; or in a bad one, to confound: regard, (give) reference, shame.

English (Thayer)

(middle, present ἐντρέπομαι; imperfect ἐνετρεπομην); 2nd aorist passive ἐνετράπην; 2future middle (i. e. passive with middle force, Buttmann, 52 (45)) ἐντραπήσομαι; properly, to turn about, so in passive even in Homer; τινα, properly, to turn one upon himself, i. e. to shame one, Diogenes Laërtius 2,29; Aelian v. h. 3,17; the Sept.); passive to be ashamed: τινα, to reverence a person: Polybius 9,36, 10; 30,9, 2; Θεούς, Diodorus 19,7; so in Greek writings, especially from Plutarch on; the earlier Greeks said ἐντρέπεσθαι τίνος; so also Polybius 9,31, 6; (cf. Winer's Grammar, § 32,1b. α.; Buttmann, 192 (166)).

Greek Monolingual

ἐντρέπω (Α)
βλ. εντρέπομαι.

Greek Monotonic

ἐντρέπω: μέλ. -τρέψω,
I. στρέφω, τὰ νῶτα, σε Ηρόδ.· τροποποιώ, μεταβάλλω, αλλάζω, μετατρέπω, σε Λουκ.
II. 1. Μέσ. ή Παθ., αόρ. βʹ ἐνετράπην [ᾰ], στρέφομαι, καθυστερώ, διστάζω, σε Σοφ.
2. με γεν. προσ., στρέφομαι προς κάποιον, δίνω προσοχή, αποδίδω, απονέμω σεβασμό, σέβομαι ή εκτιμώ, σε Όμηρ., Τραγ.
3. με απαρ., φροντίζω να, σε Θέογν.
4. απόλ., ντρέπομαι ή φοβάμαι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐντρέπω:
1) поворачивать, обращать (τὰ νῶτα Her.);
2) изменять (ὀλίγον ἐντρέψαι Luc.);
3) перевоспитывать (τινὰ ἀγριαινόμενον Diog. L.);
4) pass. обращаться мыслью, обращать внимание (οὐκ ἐ. τῶν νόμων Plat.): ἐ. τῶν Λαβδακείων δωμάτων Soph. принимать близко к сердцу судьбу дома Лабдакидов; οὐδέ νυ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ; Hom. неужели не страдает твое сердце?; μηδὲν ἐντραπῇς Soph. пусть ничто не тревожит тебя, τούτων ἐντραπέντες Polyb. приняв это во внимание;
5) пристыжать, заставлять устыдиться (τινά NT); pass. держаться со стыдливой почтительностью, т. е. чтить, уважать (τοὺς πρεσβυτέρους Plut.): τὴν ἐκ τῶν Ἀχαιῶν γεγενημένην εὔνοιαν ἐντρεπόμενοι Polyb. из благодарности к ахеянам за их расположение.

Middle Liddell

fut. -τρέψω
I. to turn about τὰ νῶτα Hdt.: to alter, Luc.
II. Mid. or Pass., aor2 ἐνετράπην [ᾰ], to turn about, linger, hesitate, Soph.
2. c. gen. pers. to turn towards, give heed to, pay regard to, to respect or reverence, Hom., Trag.
3. c. inf. to take care that, Theogn.
4. absol. to feel shame or fear, NTest.

Chinese

原文音譯:™ntršpw 恩-特雷坡
詞類次數:動詞(9)
原文字根:在內-歸回 相當於: (הֲדוּרִים‎ / הָדַר‎) (כָּלַם‎)
字義溯源:倒轉,尊敬,敬重,尊重,羞愧(反面),自覺慚愧;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τροπή)=轉動)組成;而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)
出現次數:總共(9);太(1);可(1);路(3);林前(1);帖後(1);多(1);來(1)
譯字彙編
1) 他們必尊敬(2) 太21:37; 可12:6;
2) 尊重(2) 路18:2; 路18:4;
3) 便羞愧(1) 多2:8;
4) 我們⋯敬重(1) 來12:9;
5) 羞愧(1) 林前4:14;
6) 他們會尊敬(1) 路20:13;
7) 他自覺羞愧(1) 帖後3:14