σιδήρεος

From LSJ
Revision as of 16:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδήρεος Medium diacritics: σιδήρεος Low diacritics: σιδήρεος Capitals: ΣΙΔΗΡΕΟΣ
Transliteration A: sidḗreos Transliteration B: sidēreos Transliteration C: sidireos Beta Code: sidh/reos

English (LSJ)

α, Ion. and Ep. η, ον, Att. contr. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν SIG144.14, etc.; Ep. also σιδήρειος, η, ον, v. infr.; also late, Stud.Pal.20.217.9 (vi A.D.) (fem. A -ειος Theognost.Can. 56); Dor. σιδάρεος [ᾱ] IG42(1).103.114 (Epid., iv B.C.), and v. infr. 11, also σιδάριος SIG246 ii 67 (Delph., iv B.C.); Aeol. σιδάριος Theoc.29.24:—made of iron or steel, ἄξων Il.5.723; σιδηρείη κορύνη 7.141; πύλαι 8.15; ὑποκρητηρίδιον Hdt.1.25; σκύταλον Theoc.17.31; χεὶρ σ. grappling-iron, Th.4.25, 7.62: also σ. ὀρυμαγδός, i.e. the clang of arms, Il.17.424; σ. οὐρανός the iron sky, the firmament, which the ancients held to be of metal, Od.15.329 (cf. χάλκεος) ; σ. γένος, of the Iron age, Hes.Op.176. 2 metaph., ἦ γὰρ σοί γε σ. ἐν φρεσὶ θυμός a soul of iron, i.e. hard, stubborn as iron, Il. 22.357, cf. Od.23.172; οὐδέ μοι . . θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ' ἐλεήμων 5.191; οὐδ' εἴ οἱ κραδίη γε σ. ἔνδοθεν ἦεν 4.293; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ Il.24.205,521; ἦ ῥά νυ σοί γε σ. πάντα τέτυκται thou art iron all! Od. 12.280; πυρὸς μένος . . σ. the iron force of fire, Il.23.177; of Heracles, the ironsided, Simon.8; of men, Ar.Ach.491; σὰρξ σ. Theoc.22.47; ὦ σιδήρεοι O ye ironhearted! Aeschin.3.166; εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἴομαι ἔννουν γεγονέναι Lys.10.20; σ. λόγοι Pl.Grg.509a. II σιδάρεοι, οἱ, Byzantine iron coins, always used in Dor. form, even at Athens, Ar.Nu.249, Pl.Com.96, Stratt.36.

German (Pape)

[Seite 879] ion. u. ep. έη, εον, att. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, poet. auch σιδήρειος, eisern, stählern, Hom. u. Folgde; ἄξων, Il. 3, 723; σιδηρείη κορύνη, 7, 141; σιδήρειαι πύλαι, 8, 15; οὐρανός, das eiserne Himmelsgewölbe, Od. 15, 329. 17, 565 (sonst χάλκεος), kann auch übertr. sein, vgl. unten; zweifelhaft auch ὀρυμαγδός, d. i. Gerassel der eisernen Waffen (?), Il. 17, 424; σιδηρᾶ κέντρα, Eur. Phoen. 26, u. sonst. – Übertr., wie von Eisen u. Stahl, fest, hart; σάρξ, Theocr. 22, 47; θυμός, κραδίη, Hom. u. Hes., sowohl tadelnd von gefühlloser Härte des Herzens, als lobend von männlicher Festigkeit der Gesinnung; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, an dir ist Alles von Eisen, Od. 12, 280; auch π υρὸς μένος σιδήρεον, des Feuers eiserne Wuth, Il. 23, 177; σιδηροῦς ἀνήρ, neben ἀναίσχυντος, Ar. Ach. 466, σιδηροῖς λόγοις, Plat. Gorg. 509 a; σιδηροῦν γένος, Rep. VIII, 547 b; σκληρὰς καὶ σιδηρᾶς ἀγωγάς, Legg. I, 685 a; Folgde; μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ, Dem. 25, 28; εἰ μὲ σιδηροῦς ἐστιν, οἶμαι ἔννουν γεγονέναι, Lys. 10, 20; σ. ἄνθρωπος, Plut. Cic. 26. – Σιδάρεοι, οἱ, Eiserlinge, eine byzantinische Eisenmünze, welche auch in Athen ihre dorische Wortform behielt, vgl. Hesych. u. Ar. Nubb. 249.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδήρεος: α, Ἰων. καὶ Ἐπικ. η, ον, Ἀττ. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, (πρβλ. χάλκεος, -οῦς, χρύσεος, -οῦς)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ὡσαύτως ος, ον, Θεογνώστ. Καν. 56· Ἐπικ. ὡσαύτως σιδήριος, η, ον, αιος Κύριλλ.· Δωρ. σιδάρεος, -ειος, Αἰολ. σιδάριος Ahr. D. Aeol. § 12. 4 (σίδηρος)· - ὁ ἐκ σιδήρου ἢ χάλυβος πεποιημένος, σιδηροῦς, Λατ. ferreus, Ὅμηρ., κλπ.· σιδήρεος ἄξων Ἰλ. Ε. 723· σιδηρείη κορύνη Ξ. 141· σιδήρειαι πύλαι Θ. 15· ὑποκρητηρίδιον Ἡρόδ. 1. 25· σκύταλον Θεόκρ. 17. 31· χεὶρ σιδηρᾶ, σίδηρος πεποιημένος ἐν εἴδει χειρός, ὅπως ἁρπάζῃ, ἁρπάγη, Θουκ. 4, 25., 7. 62· - ὡσαύτως, σιδήριος δ’ ὀρυμαγδός, ὁ τῶν ὅπλων κρότος, Ἰλ. Ρ. 424· σιδήρεος οὐρανός, τὸ στερέωμα, ὅπερ οἱ παλαιοὶ ἐνόμιζον ὡς μετάλλινον, Ὀδ. Ο. 329, Ρ. 565 (πρβλ. χάλκεος)· - ἡ τελευταία καὶ χειρίστη γενεὰ κατὰ τὸν Ἡσίοδον ἦτο ἡ σιδηρᾶ, Ἔργ. καὶ Ἡμ. 174 κἑξ.
2) μεταφορ., ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός, ψυχὴ σιδηρᾶ, δηλ. σκληρά, ἄκαμπτος ὡς ὁ σίδηρος (πρβλ. σίδηρος Ι. 2), Ἰλ. Χ. 357, Ὀδ. Ψ. 172· οὐδέ μοι ... θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ’ ἐλεήμων Ε. 191· οὐδ’ εἴ οἱ κραδίη γε σιδηρέη ἔνδοθεν ἦεν Δ. 293· σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ Ἰλ. Ω. 205, 521· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, εἶσαι ὅλος ἐκ σιδήρου, Ὀδ. Μ. 280· πυρὸς μένος ... σιδήρεον, ἡ ἀκατάσχετος ὁρμὴ τοῦ πυρός, Ἰλ. Ψ 177· - ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, οἱονεὶ τοῦ ἔχοντος τὰ πλευρὰ σιδηρᾶ, Σιμωνίδ. 16· οὕτως ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 496· σὰρξ σ. Θεόκρ. 22. 47· ὦ σιδήρεοι, ὦ τὴν καρδίαν σιδηροῖ, γενναῖοι! Αἰσχίν. 77. 25, πρβλ. Λυσί. 117· 44· εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἶμαι ἔννουν γεγονέναι ὁ αὐτ. 17 44· σ. λόγοι Πλάτ. Γοργ. 509Α.
ΙΙ. σιδάρεοι, οἱ, σιδηροῦν τι νόμισμα τοῦ Βυζαντίου ἀεὶ ἐν τῷ Δωρικῷ τύπῳ ἔτι καὶ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Νεφ. 249, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 3, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 105, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
contr. att. σιδηροῦς;
I. de fer : χεὶρ σιδηρᾶ THC grappin de fer ; σιδήρεος οὐρανός OD le ciel de fer (les anciens Grecs supposant que la voûte du ciel était métallique) ; οἱ σιδάρεοι, monnaie de fer byzantine;
II. p. ext. dur comme le fer ; fig. :
1 sec, raide;
2 dur, cruel, inflexible;
3 en b. part ferme, indomptable.
Étymologie: σίδηρος.

English (Autenrieth)

of iron; ὀρυμαγδός, ‘of iron weapons,’ Il. 17.424; fig., οὐρανός, κραδίη, θῦμός, ‘hard,’ ‘unwearied,’ etc., Il. 22.357, Il. 24.205, Od. 12.280.

Spanish

de hierro

English (Strong)

from σίδηρος; made of iron: (of) iron.

English (Thayer)

σιδηρεα, σιδηρεον, contracted σιδηρεους, σιδηρεα, σιδηρεουν (σίδηρος), from Homer down, made of iron: Revelation 19:15.

Greek Monolingual

-ά, -ούν / σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, -α, -ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, -εσσα, -εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, -α, -ον, και σιδήρειος, -είη, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α. «σιδηρούν στέμμα» β. «σιδηρέῳ ἄξονι», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. (για έμψυχα και άψυχα) ισχυρός, σκληρός, γενναίος ή και άκαμπτος, ακαταπόνητος, όπως ο σίδηρος (α. «σιδηρούς κυβερνήτης» β. «σιδηρά κυρία» γ. «πυρὸς μένος σιδήρεον» — η ακατάσχετη ορμή της φωτιάς, Ομ. Ιλ.
δ. «κραδίη... σιδερέη», Ομ. Οδ.
ε. «σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σιδηρές κατασκευές»
τεχνολ. δομικά έργα με σιδερένιο ή, ορθότερα, με χαλύβδινο φέροντα οργανισμό, εφαρμογές τών οποίων απαντούν στη γεφυροποιία, την οικοδομική, κυρίως σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια, υπόστεγα αεροδρομίων, αποθήκες κ.ά., και στα υδραυλικά έργα
β) «σιδηρούν κάλυμμα»
γεωλ. γεωλογικός σχηματισμός που αποτελείται από διάφορα σκωριόχρωμα ορυκτά οξείδια, συνήθως λειμωνίτη, τα οποία καλύπτουν ένα μεταλλοφόρο κοίτασμα και μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις για την ύπαρξη υποεπιφανειακών μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, αλλ. γκόσαν ή γκόζαν
γ) «σιδηρά οδός» — η σιδηροδρομική γραμμή
δ) «σιδηρούν απόθεμα»
(οικον.) η ελάχιστη ποσότητα περιουσιακών αποθεμάτων, λ.χ. πρώτων υλών, εμπορευμάτων κ.ά. στοιχείων, τα οποία είναι απαραίτητα για τη συνέχιση της κανονικής λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας
ε) «σιδηρούν παραπέτασμα» — όρος που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου προκειμένου να δηλωθεί το πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό φράγμα που χώριζε την Σοβιετική Ένωση και, γενικότερα, τον ανατολικό σοσιαλιστικό κόσμο της Ευρώπης από την υπόλοιπη ήπειρο
στ) «Σιδηρά Φρουρά» — φασιστική ναζιστική οργάνωση στην πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Ρουμανία
ζ) «Σιδηρές Πύλες»
γεωγρ. φαράγγι του Δούναβη, το οποίο χωρίζει τα Καρπάθια από τα όρη του Αίμου, αποτελεί τμήμα της συνοριακής γραμμής Ρουμανίας - Σερβίας, έχει μήκος 3 χιλιόμετρα, πλάτος 162 μέτρα και κατακόρυφα τοιχώματα διά μέσου τών οποίων ρέει ο Δούναβης, δημιουργώντας ένα από τα πιο εντυπωσιακά τοπία της Ευρώπης
η) «σιδηρούς σταυρός» — στρατιωτικό παράσημο που θεσπίστηκε το 1813 από τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ' της Πρωσίας, χρησιμοποιήθηκε κατά τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870 και κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και επανήλθε σε ισχύ από τον Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ημέρα εισβολής τών γερμανικών στρατευμάτων στην Πολωνία
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. του τ. σιδάρεος ως ουσ.) οἱ σιδάρεοι
σιδερένιο νόμισμα του Βυζαντίου, πόλης της ΝΑ Θράκης στον Βόσπορο, την οποία ίδρυσε ο Βύζας το 657 π.Χ.
2. φρ. α) «σιδήρειος ὀρυμαγδός» — ο κρότος τών σιδερένιων όπλων
β) «σιδήρεος οὐρανός» — το ουράνιο στερέωμα, το οποίο κατά την αρχαία παράδοση ήταν μεταλλικό
γ) «σιδήρεον γένος»
(στον Ησίοδ.) η τελευταία γενιά και η χειρότερη από όλες
δ) «χεὶρ σιδηρᾱ» — εργαλείο με σχήμα χεριού, κατάλληλο για την αρπαγή και συγκράτηση αντικειμένων, αρπάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + επίθημα -εος / -ειος (πρβλ. πορφύρ-εος, χρύσ-εος). Ο τ. σιδηροῦς < σιδήρεος με συναίρεση (πρβλ. κυανοῦς: κυάνεος)].

Greek Monotonic

σῐδήρεος: -α, -ον, Ιων. -η, -ον, Επικ. σιδήρειος, , -ον, Αττ. συνηρ. σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, Δωρ. σιδάρεος, -ειος (σίδηρος),
I. 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή ατσάλι, σιδερένιος, Λατ. ferreus, σε Όμηρ. κ.λπ.· χεὶρ σιδηρᾶ, σιδερένια αρπάγη, λαβή, σε Θουκ.· σιδήρειος ὀρυμαγδός, δηλ. η κλαγγή των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· σιδήρεος οὐρανός, σιδερένιος ουρανός, δηλ. το στερέωμα, το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από μέταλλο, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός, καρδιά από σίδερο, δηλ. σκληρή σαν από σίδερο, σε Όμηρ.· οἱ κραδίη σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι ολόκληρος φτιαγμένος από σίδερο! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει πλευρά από σίδερο, σε Σιμων.· ὦ σιδήρεοι, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν.
II. σιδάρεοι, οἱ, νόμισμα της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, πάντοτε σε Δωρ. τύπο, ακόμη και στην Αθήνα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδήρεος: дор. σῐδάρεος, стяж. σῐδηροῦς 3 (ᾱ)
1) железный (ἄξων Hom.): χεὶρ σιδηρᾶ Thuc. железный крюк;
2) твердый как железо, непреклонный (κραδίη Hom.; ἀνήρ Arph.; λόγοι Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδήρεος Ion. voor σιδηροῦς.

Middle Liddell

σῐδήρεος, α, ιονιξ η, ον, epic σιδήρειος, η, ον σίδηρος
I. made of iron or steel, iron, Lat. ferreus, Hom., etc.; χεὶρ σιδηρᾶ a grappling-iron, Thuc.:— σιδήρειος ὀρυμαγδός, i. e. the clang of arms, Il.; σιδήρεος οὐρανός the iron sky, the firmament, which the ancients held to be of metal, Od.
2. metaph., σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός a soul of iron, i. e. hard as iron, Hom.; οἱ κραδίη σιδηρέη Od.; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται thou art iron all! Od.:—of Hercules, the ironside, Simon.; ὦ σιδήρεοι O ye ironhearted! Aeschin.
II. σιδάρεοι, οἱ, a Byzantine iron coin, always in doric form, Ar.

Chinese

原文音譯:sid»reoj 西得雷哦士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:鐵 相當於: (בַּרְזֶל‎)
字義溯源:鐵作的,鐵的;源自(σίδηρος)*=鐵)
出現次數:總共(5);徒(1);啓(4)
譯字彙編
1) 鐵(5) 徒12:10; 啓2:27; 啓9:9; 啓12:5; 啓19:15