προθυμία

From LSJ
Revision as of 22:48, 25 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθῡμία Medium diacritics: προθυμία Low diacritics: προθυμία Capitals: ΠΡΟΘΥΜΙΑ
Transliteration A: prothymía Transliteration B: prothymia Transliteration C: prothymia Beta Code: proqumi/a

English (LSJ)

Ion. προθυμίη, ἡ,
A readiness, willingness, eagerness, ᾗσι προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς Il.2.588; opp. ἀθυμία, X.Cyr.1.6.13; τῶν πέρι καί τινα ἐνάγει π. μαχόμενον ἀποθνῄσκειν Hdt.5.49; προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπεις A.Pr.343; μηδὲν ἀπολείπειν π. Pl.Lg.961c; οὐ μὴν ἀνήσω νῦν π. E.Hipp.285; π. ἐμβαλεῖν τινι X.Cyr.1.6.13, etc.; πάσῃ προθυμίᾳ = with all zeal, Pl.R. 412e; διὰ τὴν π. Plb.1.20.15; ὑπὸ προθυμίας by my eagerness, Pl.Phd. 91c: pl., τὰς ἄγαν π. E.Or.708.
2 c. gen. pers., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης at his desire, Hdt. 6.65, cf. E.Hipp.1329; κατὰ τὴν τούτου προθυμίαν as far as his desire goes, Hdt.1.124; τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ by the will of the god, E.Ion 1385; also ἡ ἐμὴ π. Lys.12.99.
3 c. gen. objecti, πᾶσαν π. σωτηρίης… παρεχόμενοι showing the utmost zeal to save it, Hdt.4.98; προθυμία ἔργου readiness for action, will or purpose to act, S.Tr.669, cf. E. IT616; προθυμία τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν Pl.Lg.697d, cf. 935d, etc.
4 προθυμίαν ἔχειν = προθυμεῖσθαι (be willing, be eager, have zeal), Hdt.7.19, 53:c. inf., ἔσχε π. στρατεύσασθαι Id.1.204, cf. E.Tr.689; πᾶσαν π. ἔχειν Pl.Prt. 327b, cf. 361c: also c. part., ἔφη πᾶσαν π. σχεῖν δεόμενος Id.Ti.23d; also π. ἔχειν ὅπως… Id.Mx. 247a.
II goodwill, ready kindness, Ἑλλήνων εἵνεκα ἔργον… ἔργασμαι ὑπὸ προθυμίης Hdt.9.45; εἴς τινας X.HG6.5.43; πλείστην π. περὶ ὑμᾶς, π. πολλὴν περί σε, Id.An.7.6.11, 7.7.45; ὑπέρ τινων D.1.8; π. ἐδείξαμεν Th.1.74.
III desire of natural functions, Sor.1.66, 2.20,45; πρὸς τὸ κνᾶσθαι Herod.Med. ap. Aët.5.129.

German (Pape)

[Seite 724] ἡ, bei Hom. im plur., ᾗσι προθυμίῃσι πεποιθώς, Il. 2, 588, dem guten Muth, der Freudigkeit vertrauend, – Geneigtheit, Bereitwilligkeit, προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις, Aesch. Prom. 341; Soph. Ai. 580 O. R. 48; oft bei Eur., der auch προθυμίᾳ ποδός vrbdt, Phoen. 1439, vgl. Ion 1109; in Prosa: Her. 1, 124; κατὰ τὴν τούτου προθυμίαν τέθνηκας, 7, 6; c. inf., 1, 204. 5, 49; ἐκ προθυμίης τινός, auf Jemandes Wunsch, Her. 6, 65; προθυμίας οὐδὲν ἀπολείψω, Plat. Conv. 210 a; πάσῃ προθυμίᾳ ποιεῖν, Rep. III, 412 e; πᾶσαν προθυμίαν ἔχειν, c. inf., sehr geneigt sein, wollen, Prot. 327 b; προθυμίαν παρέχεσθαι εἴς τινα, περί τινα, Xen. Hell. 6, 5, 43 An. 7, 7, 45; ὑπέρ τινος, Dem. 1, 8 u. Folgde. – [Bei Hom. ist ι lang gebraucht des Verses wegen.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonne volonté, zèle, ardeur, empressement;
2 désir.
Étymologie: πρόθυμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προθυμία -ας, ἡ [πρόθυμος] bereidwilligheid, ijver:; προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπεις u toont zeker geen tekort aan bereidwilligheid Aeschl. PV 341; plur.. ᾗσι προθυμίῃσι πεποιθώς vertrouwend op zijn eigen strijdlust Il. 2.588; προθυμίαν ἔχειν ijver aan de dag leggen Hdt. 7.19.2; πάσῃ προθυμίᾳ met volledige inzet Plat. Resp. 412e; προθυμίαν ἐμβαλεῖν strijdlust opwekken Xen. Cyr. 1.6.13; ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης op aandringen van Kleomenes Hdt. 6.65.3; πᾶσαν προθυμίην σωτηρίης τε καὶ φυλακῆς παρεχόμενοι de grootst mogelijke zorg besteden aan instandhouding en bewaking Hdt. 4.98.3. welwillendheid, hulpvaardigheid:. ὑπὸ προθυμίης uit sympathie Hdt. 9.45.3; πᾶσαν προθυμίαν εἰς αὐτούς... παρέχεσθαι de grootste hulpvaardigheid aan de dag leggen Xen. Hell. 6.5.43; προθυμίαν πολλὴν περί σε grote toewijding aan u Xen. An. 7.7.45. begerigheid, wens:. κατὰ τὴν τούτου προθυμίην naar diens wens Hdt. 1.124.2.

Russian (Dvoretsky)

προθῡμία: ион. προθῡμίη ἡ
1 желание, стремление: ἐκ τῆς προθυμίης и κατὰ τὴν προθυμίην τινός Her. по чьему-л. желанию; τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ πολεμεῖν Eur. бороться против воли божества;
2 готовность, усердие, рвение: πάσῃ προθυμίᾳ Plat. и μετὰ πάσης προθυμίας NT со всей готовностью, ревностно; ὑπὸ προθυμίας Plat. от (чрезмерного) усердия; μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας Plat. не щадить усилий; ᾗσι προθυμίῃσι (μῑ!) πεποιθώς Hom. полный рвения; π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν καὶ μάχεσθαι Plat. готовность к опасному бою; ταῖς προθυμίαις καινοὶ γενόμενοι πρός τι Plut. вновь возгоревшиеся страстью к чему-л.; σιτία μαλακὰς ἐνδιδόντα προθυμίας Plut. не раздражающая пища;
3 благосклонность, склонность, расположение, преданность (ἐπί τινα и ἔν τινι Her., εἴς и περί τινα Xen.; τινός Eur.);
4 забота (ὑπὲρ σωτηρίας τινός Dem.);
5 порывистость, взбалмошность (σημεῖον ἢ εὐηθείας ἢ προθυμίας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προθῡμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, προθυμία, ζῆλος, ᾗσι προθυμίησι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. πρόθυμος ὤν, Ἰλ. Β. 588· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἀντίθετον τῷ ἀθυμία, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13 τῶν πέρι καί τινα ἐνάγει πρ. ἀποθνήσκειν Ἡρόδ. 5. 49· προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπειν Αἰσχύλ. Πρ. 341· μηδὲν ἀπολείπειν πρ. Πλάτ. Νόμ. 961C· ἀνιέναι τῆς νῦν πρ. Εὐρ. Ἱππ. 285· πρ. ἐμβαλεῖν τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13. κτλ.· πάσῃ προθυμίᾳ, μετὰ πάσης προθυμίας, προθύμως, Πλάτ. Φαίδων 91C· ― πληθ., τὰς ἄγαν προθυμίας Εὐρ. Ὀρ. 708. 2) μετὰ γεν. προσ., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης, κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτοῦ ἢ παράκλησιν, Ἡρόδ. 6. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1329. κατὰ τὴν τούτου προθυμίην, καθ’ ὅσον προθυμεῖται ἢ ἐπιθυμεῖ οὗτος, Ἡρόδ. 1. 124· τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ, κατὰ τὴν θέλησιν θεοῦ, Εὐρ. Ἴων 1385· ἡ ἐμὴ πρ. Λυσί. 129. 27. 3) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, πᾶσαν πρ. σωτηρίης... παρέχεσθαι Ἡρόδ. 4. 98· πρ,. ἔργου, ἑτοιμότης πρὸς ἐνέργειαν, ἐπιθυμία ἢ ἀπόφασις πρὸς ἐνέργειαν, Σοφ. Τρ. 669, πρβ. Εὐρ. Ι. Τ. 616· πρ. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν Πλάτ. Νόμ. 697D, πρβλ. 935D. κτλ. 4) πρ. ἔχειν, = προθυμεῖσθαι Ἡρόδ. 7. 53· μετ’ ἀπαρ., 1. 204, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 684· πᾶσαν πρ. ἔχειν Πλάτ. Πρωτ. 327Β, πρβλ. 361C· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἔφη πᾶσαν πρ. σχεῖν δεόμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23D· ὡσαύτως, πρ. ἔχειν ὅπως... ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 247Α. ΙΙ. εὐμενής, καλὴ διάθεσις, πᾶσαν πρ. παρέχεσθαι ἐπί τινα Ἡρόδ. 7. 6· ἔν τινι 7. 19· εἴς τινα, περί τινα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 43, Ἀν. 7. 6, 11., 7. 45· ὑπέρ τινος Δημ. 11. 13· πρ. δεῖξαι Θουκ. 1. 74. ΙΙΙ. ἀσέλγεια, σαρκικὸς ὀργασμός, λαγνεία, Σωρανὸς σ. 262 Dietz.

English (Strong)

from πρόθυμος; predisposition, i.e. alacrity: forwardness of mind, readiness (of mind), ready (willing) mind.

English (Thayer)

προθυμίας, ἡ (πρόθυμος), from Homer down;
1. zeal, spirit, eagerness;
2. inclination; readiness of mind: so 2 Corinthians 9:2.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν πρόθυμος
ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τον είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.)
νεοελλ.
(στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση
αρχ.
1. επιθυμία ή παράκληση («τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ πολεμώ», Ευρ.)
2. καλή διάθεση («τὴν αὐτὴν παρειχόμεθ' ἡμεῖς ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν προθυμίαν», Δημοσθ.)
3. επιθυμία για εκπλήρωση τών φυσικών αναγκών
4. φρ. «προθυμίαν ἔχω» — είμαι πρόθυμος, είμαι έτοιμος να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

προθῡμία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. 1. διάθεση, προθυμία, ετοιμότητα, ζήλος, ἧσι προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. πρόθυμος ὤν, σε Ομήρ. Ιλ.· πάσῃ προθυμίᾳ, με όλο τον ζήλο, σε Πλάτ.· ὑπὸ προθυμίας, με ζήλο, στον ίδ.
2. με γεν. προσ., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης, στην επιθυμία του, σε Ηρόδ.· κατὰ τὴν τούτου προθυμίην, τόσο μακριά όσο πηγαίνει η επιθυμία του, στον ίδ.· τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ, με τη θέληση του θεού, σε Ευρ.
3. με γεν. πράγμ., προθυμίη σωτηρίης, ζήλος να τον σώσει, σε Ηρόδ.· προθυμία ἔργου, ετοιμότητα για δράση, πρόθεση ή σκοπός για ενέργεια, σε Σοφ.
4. προθυμίαν ἔχειν = προθυμεῖσθαι, σε Ηρόδ.· με απαρ., στον ίδ., Αττ.
II. καλή θέληση, ευμενής διάθεση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

προθῡμία, ἡ,
I. readiness, willingness, eagerness, zeal, ἧσι προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς, i. e. πρόθυμος ὤν, Il.; πάσῃ προθυμίᾳ with all zeal, Plat.; ὑπὸ προθυμίας zealously, Plat.
2. c. gen. pers., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης at his desire, Hdt.; κατὰ τὴν τούτου προθυμίην as far as his desire goes, Hdt.; τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ by the will of the god, Eur.
3. c. gen. rei, προθυμίη σωτηρίης zeal to save him, Hdt.; πρ. ἔργου readiness for action, the will or purpose to act, Soph.
4. πρ. ἔχειν, = προθυμεῖσθαι, Hdt.; c. inf., Hdt., Attic
II. good-will, ready kindness, Hdt. [from πρόθῡμος]

Chinese

原文音譯:proqum⋯a 普羅-替米阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:以前-感覺(著)
字義溯源:傾向,預備好,心願,願意,甘心,熱心,願作的心,樂意的心;源自(πρόθυμος)=熱切響往);由(πρό)*=前)與(θυμός)=熱情)組成,其中 (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=急進)
出現次數:總共(5);徒(1);林後(4)
譯字彙編
1) 熱心(2) 徒17:11; 林後8:11;
2) 樂意的心(1) 林後9:2;
3) 願作的心(1) 林後8:12;
4) 心願(1) 林後8:19

English (Woodhouse)

eagerness, enthusiasm, impetuosity, industry, readiness, zeal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

willingness

Armenian: պատրաստակամություն; Bulgarian: охота; Chinese Mandarin: 願意, 愿意; Czech: ochota; Danish: villighed; Finnish: halukkuus; Galician: disposición; German: Willigkeit, Bereitschaft; Irish: sástacht; Italian: volontà, disponibilità; Manx: arryltys, arryltid, aggindys; Norwegian Bokmål: villighet; Polish: chęć, ochota; Portuguese: disposição, boa vontade; Romanian: voință; Tagalog: pagkamayloob; Turkish: gönüllülük

zeal

Albanian: cenë; Arabic: حَمَاس‎, جُهْد‎; Egyptian Arabic: جهد‎; Armenian: նախանձախնդրություն; Azerbaijani: şövq, canfəşanlıq; Belarusian: запал, заўзятасць; Bulgarian: усъ́рдие, старание, стремеж; Catalan: zel; Cherokee: ᎤᏚᎩᎬᏗ; Chinese Mandarin: 熱心/热心, 熱情/热情, 激情, 熱忱/热忱; Cornish: diwysykter; Czech: horlivost; Dutch: ijver, geestdrift; Esperanto: fervoro; Finnish: into, intohimo, kiihko; French: zèle, assiduité; Georgian: გულმოდგინება, სიბეჯითე, თავგამოდება; German: Eifer, Begeisterung; Gothic: 𐌰𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: ζήλος; Ancient Greek: γνώμα, γνώμη, ἐκτένεια, ἔριδα, ἔρις, ζᾶλος, ζῆλος, ζήλωσις, οἶστρος, ὄπις, προαίρεσις, προθυμία, προθυμίη, σπουδασμός, σπουδή, τὸ πρόθυμον; Hungarian: buzgóság, buzgalom, lelkesedés, hév, hevület; Ido: zelo; Interlingua: zelo; Irish: díograis; Italian: zelo; Japanese: 熱情, 情熱, 熱意, 意気込み, 気勢; Korean: 열정(熱情); Latin: studium, zelus, ardor, fervor, alacritas; Macedonian: ревност; Norwegian Bokmål: engasjement, iver; Persian: غِیرَت‎, تَعَصُّب‎; Plautdietsch: Iewa; Polish: zapał inan, gorliwość; Portuguese: zelo; Romanian: zel, ardoare, râvnă, sârguință; Russian: рвение, усердие, старание, запал; Sanskrit: उत्साह; Scottish Gaelic: eud; Slovak: horlivosť; Spanish: ahínco, fervor, celo, entusiasmo, denuedo; Swedish: iver, nit, nitälskan; Tajik: ғайрат; Tocharian B: spelkke; Turkish: hırs, şevk, heves; Ukrainian: запопадливість, запал, завзяття, завзятість; Uzbek: gʻayrat; Welsh: sêl, selogrwydd