ὑποτάσσω
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
A Att. ὑποτάττω, Pass., fut. ὑποτᾰγήσομαι Cyran.15: aor. 2 ὑπετάγην [ᾰ] Phryn.Com. (v. infr.), etc.:—place under or arrange under, assign, τινί τι Plb.3.36.7, Plu.Nic.23, etc.; ὑ. ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας ὄνομα Plb.18.15.4:—Pass., τὸ ὑποτεταγμένον (sc. ὀστέον) the inferior bone, i.e. the ulna, Hp.Off.16.
II post in the shelter of, ὑποτάσσεσθαι τινι Luc.Par.49; draw up behind, Ael.Tact.15.1 (Pass.), Arr. Tact.26.7.
2 subject, ἑαυτοὺς οὐδενί Phld.Rh.2.204 S., cf. Plu.Pomp.64; subdue, make subject, Θηβαΐδα OGI654.7 (Egypt, i B. C.), cf. 199.10, al. (Adule, i A. D.); ἔθνη Hdn.7.2.9; αὐτῷ τὰ πάντα Ep.Phil.3.21; πάντα ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ Ep.Eph.1.22:—Pass., to be obedient, τινι Ep.Col. 3.18, al.; ὑποτάγητε τῷ θεῷ Ep.Jac.4.7, cf. Arr.Epict.3.24.65; ἄγρια θηρία ὑποταγήσεται αὐτῷ Cyran.15; ὑποτάξονται = they will submit, Hdn.2.2.8; τὸ πλῆθος ὑποταγόμενον Onos. 1.17, cf. Palaeph.38: abs., κοὐχ ὑποτᾰγεὶς ἐβάδιζεν ὥσπερ Νικίας dejectedly, timidly, Phryn.Com.59 (s.v.l.); οἱ ὑποταττόμενοι subjects, Plb.3.13.8, etc.; ὑποτεταγμένοι = subordinates, Phld.Oec. p.72 J.; ἐδούλευσας, ὑπετάγης Arr.Epict.4.4.33; ὑποτεταγμέναι ἀρεταί subordinate virtues, i.e. the subdivisions of the four cardinal (πρῶται) virtues, Stoic.3.64.
3 Pass., c. dat., underlie, to be implied in or be associated with, τὰ ὑποτεταγμένα τοῖς φθόγγοις Epicur.Ep. 1p.4U., cf. Nat.28p.13V.; τὰ ὑποτεταγμένα, ἡ ὑποτεταγμένη διάνοια, of the content or meaning which underlies a writer's words, Phld.Po.5.26,27.
III put after, Plu.2.737f; subjoin, append, ὑποτετάχαμέν σοι.. τὸ ἀντίγραφον SIG664.11 (Delos, ii B. C.), cf. POxy.34v iv 7 (ii A. D.):—Pass., τὰ ὑποτεταγμένα = what follows, OGI629.6 (Palmyra, ii A. D.); οἱ ὑποτεταγμένοι [ἀριθμοί] = the numbers that follow, Plu.2.1020a, etc.; οἱ ὑποτεταγμένοι the following persons, SIG880.11 (Pizus, iii A. D.); κῶμαι αἱ ὑποτεταγμέναι the following villages, Ptol. Geog.6.7.27.
2 take as a minor premise, Arr.Epict.4.1.61.
IV govern the subjunctive, EM471.16.
French (Bailly abrégé)
ranger sous :
1 subordonner, soumettre : ἑαυτόν τινι se soumettre à qqn;
2 ranger derrière ; Pass. se ranger derrière, venir à la suite de, s'abriter derrière, τινι ;
3 t. de gramm. subordonner ; intr. gouverner le subjonctif.
Étymologie: ὑπό, τάσσω.
German (Pape)
att. ὑποτάττω, darunterstellen, darunterordnen; εἴς τι; Pol. 17.15.4 ὑποτάττειν τινὰ ὑπὸ τὸ ὄνομα τῆς προδοσίας, d.i. ihn für einen Verräter erklären; unterwerfen, bezwingen, Plut. oft;
Med. oder pass. sich Einem unterwerfen, οἱ ὑποτεταγμένοι, die Untergebenen, z.B. Soldaten, Pol. 3.13.8, Untertanen, 3.18.3 und öfter, und Sp., wie Luc. Paras. 49.
Bei den Gramm. den Konjunktiv regieren.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτάσσω: атт. ὑποτάττω
1 помещать ниже: ὄπισθεν ὑποτετάχθαι τινί Luc. стать за кем-л., т. е. укрыться за чьей-л. спиной; ὑποτεταγμένον ποιεῖν τι Plut. ставить что-л. на втором месте;
2 подчинять (τινά τινι Plut.): οἱ ὑποτεταγμένοι Polyb. подчиненные, подданные;
3 подводить, относить, причислять: ὑ. τινὰ ὑπὸ ὄνομά τινος Polyb. относить кого-л. к категории чего-л.; ὑ. τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς τόπους διαφορᾷ τινι Polyb. распределять части земли по какому-л. признаку.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω. Τοποθετῶ ἢ τακτοποιῶ ὑποκάτω, τινί τι Πολύβ. 3. 36, 7, Πλουτ. Νικ. 23, κλπ.· ὑπ. εἰς..., Λατ. referre in numerum, Πολύβ. 17. 15, 4. ΙΙ. τάσσω ὑποκάτω ἢ ὀπίσω, ὑποτάσσεσθαί τινι Λουκ. Παράσ. 49· ὑποτεταγμένος τινί, ὑποκείμενος αὐτῷ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 392. 2) ὑποτάσσω, ὑποβάλλω, ἑαυτόν τινι Πλουτ. Πομπ. 64· καθυποτάσσω, φέρω ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, ἔθνη Ἡρῳδιαν. 7. 2, ἐν τέλει· ἑαυτῷ τὰ πάντα Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. γ΄ 21· πάντα ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. α΄, 22. - Μέσ., κάμνω τινὰ ὑπόδουλον εἰς ἐμαυτόν, Ἡρῳδιαν. 2. 2 - Παθ. ὑποτάσσομαι, τινι, Ἐπιστ. πρὸς Κολ. γ΄, 18. κ. ἀλλ.· - ἀπολ., κοὐχ ὑποταγεὶς ἐβάδιζεν ὥσπερ Νικίας, δειλῶς, ἀθύμως, Φρύν. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3· οἱ ὑποτεταγμένοι, οἱ ὑπήκοοι, Πολύβ. 3. 13, 8, κλπ.· ἐδούλευσας, ὑπετάγης Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 5. 4, 33. ΙΙΙ. τάσσω κατόπιν, θέτω μετὰ ταῦτα, Πλούτ. 2. 737F· λαμβάνω ὡς ἐλάσσονα πρότασιν, Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 4. 1, 61. - Παθ., ἕπομαι, ἀκολουθῶ, Πλούτ. 2. 1020Α, κλπ.· κῶμαι αἱ ὑποτεταγμέναι, αἱ ἑπόμεναι..., Πτολ. IV. συντάσσομαι ὑποτακτικῇ, «ἰστέον ὅτι τὸ ἵνα σύνδεσμος ὑποτάσσει, ὅταν δὲ κεῖται ἀντὶ τοῦ ὅπου οὐχ ὑποτάσσει» Ἐτυμ. Μέγ. 471, 16. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 311.
English (Strong)
from ὑπό and τάσσω; to subordinate; reflexively, to obey: be under obedience (obedient), put under, subdue unto, (be, make) subject (to, unto), be (put) in subjection (to, under), submit self unto.
English (Thayer)
1st aorist ὑπεταξα; passive, perfect ὑποτεταγμαι; 2nd aorist ὑπεταγην; 2future ὑποταγήσομαι; present middle ὑποτάσσομαι; to arrange under, to subordinate; to subject, put in subjection: τίνι τί or τινα, διά B. II:1b.): τινα or τί ὑπό τούς πόδας τίνος, ὑποκάτω τῶν ποδῶν τίνος, to subject oneself, to obey; to submit to one's control; to yield to one's admonition or advice: absolutely, Buttmann, § 151,30); τινα, G T WH text omit; Tr marginal reading brackets ὑποτάσσεσθε); to obey (R. V. subject oneself, Buttmann, 52 (46)), obey, be subject: Sept.; (Aristotle), Polybius, Plutarch, Arrian, Herodian)
Greek Monolingual
ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α τάσσω / τάζω]
1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ», ΠΔ
γ. «ὧν μὲν ἐκεῖνος τὸν μὲν ἐξέβαλε, τὸν δὲ ὑπέταξε, τοὺς δὲ ἀπέκτεινε», Πλούτ.)
2. παθ. υποτάσσομαι
με τη θέληση μου τίθεμαι κάτω από την εξουσία κάποιου, υπακούω σε κάποιον (α. «έχει υποταχθεί τελείως στη γυναίκα του» β. «αἱ γυναῑκες ὑποτασσόμεναι τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) ελέγχω, κατανικώ («κατόρθωσε να υποτάξει το πάθος του για εκδίκηση»)
μσν.-αρχ.
γραμμ. συντάσσω, εισάγω ρήμα σε υποτακτική («ἰστέον ὅτι τὸ ἵνα σύνδεσμος ὑποτάσσει, ὅταν δὲ κεῖται ἀντὶ τοῦ ὅπου οὐχ ὑποτάσσει», Μέγα Ετυμολογικόν)
αρχ.
1. κατατάσσω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «ταῖς θείαις ἀρχαῖς ὑπέταξε τὰς φυσικὰς ἀνάγκας», Πλούτ.
β. «τοὺς τοιούτους ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας ὄνομα... ἄν τις ὑποτάττοι», Πολ.)
2. τοποθετώ, βάζω κάτω ή πίσω από κάποιον ή από κάτι («οἱ δὲ... ὄπισθεν ὑποτέτακται τῷ παρασίτῳ», Λουκιαν.)
3. (λογ.) λαμβάνω ως ελάσσονα πρόταση
4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὑποταττόμενοι
οι υπήκοοι
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ ὑποτεταγμένοι
α) οι εξαρτώμενοι από κάποιον
β) οι εξής, τα πρόσωπα τών οποίων τα ονόματα ακολουθούν
6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑποτεταγμένα
τα επόμενα, τα ακόλουθα
7. φρ. α) «αἱ ὑποτεταγμέναι ἀρεταί» — οι υποδιαιρέσεις τών τεσσάρων βασικών αρετών (Στωικ.)
β) «ἡ ὑποτεταγμένη διάνοια» — το περιεχόμενο, η ιδέα που βρίσκεται κάτω από τις λέξεις ενός κειμένου (Φιλόδ.)
γ) «αἱ ὑποτεταγμέναι κῶμαι» — οι επόμενες κώμες, τα ονόματα τών οποίων ακολουθούν (Πτολ.).
επίρρ...
ὑποτεταγμένως ΜΑ
με υποταγή.
Greek Monotonic
ὑποτάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω·
I. τοποθετώ ή τακτοποιώ από κάτω, τί τινι, σε Πλούτ.
II. υποτάσσω, υποβάλλω, ἑαυτόν τινι, στον ίδ.· ἑαυτῷ τὰ πάντα, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., υποτάσσομαι, πειθαρχώ σε κάποιον, τινι, στο ίδ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
I. to place or arrange under, τί τινι Plut.
II. to post under, to subject, ἑαυτόν τινι Plut.; ἑαυτῷ τὰ πάντα NTest.:—Pass. to be obedient, τινι NTest.
Chinese
原文音譯:Øpot£ssw 虛坡-他所
詞類次數:動詞(40)
原文字根:在下-規定 相當於: (יְקָהָה) (שָׁמַע / שֶׁמַע)
字義溯源:服從,服,順服,歸服,順從,屈服,叫⋯服在,管轄;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(τάσσω)*=處理,安排)組成。羅在書信中說到,基督叫萬有(包括死亡)歸服自己的大能( 腓3:21)。彼得也在書信中說到,信徒中要彼此順服( 彼前5:5)。比較: (ὑπακούω)=聽從
出現次數:總共(40);路(3);羅(6);林前(9);弗(4);腓(1);西(1);多(3);來(5);雅(1);彼前(7)
譯字彙編:
1) 順服(7) 林前14:32; 林前16:16; 弗5:21; 弗5:24; 多2:5; 彼前3:5; 彼前5:5;
2) 當順服(3) 羅13:1; 弗5:22; 彼前5:5;
3) 你們要順服(2) 雅4:7; 彼前3:1;
4) 都服(2) 來2:8; 來2:8;
5) 要順服(2) 林前14:34; 多2:9;
6) 服(2) 羅8:7; 林前15:28;
7) 都服從了(1) 彼前3:22;
8) 來順服(1) 彼前2:18;
9) 服在⋯之下(1) 羅8:20;
10) 我們⋯順服(1) 來12:9;
11) 你們⋯順服(1) 羅13:5;
12) 你叫⋯都服(1) 來2:8;
13) 管轄(1) 來2:5;
14) 你們⋯要順服(1) 彼前2:13;
15) 他已叫⋯服在(1) 林前15:27;
16) 叫⋯服(1) 林前15:27;
17) 歸服於(1) 腓3:21;
18) 服從(1) 羅10:3;
19) 使其屈服的(1) 羅8:20;
20) 服了(1) 路10:20;
21) 也服了(1) 路10:17;
22) 都已服了(1) 林前15:27;
23) 既服了(1) 林前15:28;
24) 你們當順服(1) 西3:18;
25) 順從(1) 路2:51;
26) 服在(1) 弗1:22;
27) 要服於(1) 林前15:28;
28) 務要順服(1) 多3:1