μέλισσα
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
A Att. μέλιττα, ης, ἡ, (perhaps by haplology for μελι-λιχ-yα 'honey-licker', cf. Skt. madhu-lih- (corresp. with Gr. μεθυλιχ) 'bee') bee, Od.13.106, etc.; of wild bees, that live in rocks, Il.2.87, cf. 12.167; of honey bees, that live in hives, Hes. Th.594; σμῆνος μελισσᾶν A. Pers.128 (lyr.), cf. Hdt.4.194, 5.10:—Phrases: ὥσπερ μέλιττα τὸ κέντρον ἐγκαταλιπών Pl. Phd.91c; ὄνος ἐν μελίτταις 'a hornets' nest', Crates Com.36; cf. μέλι 1.2 fin.
II the term μέλισσα was applied
1 to poets, from their culling the beauties of nature, ἔνθεν ὡσπερεὶ μ. Φρύνιχος… μελέων ἀπεβόσκετο καρπόν Ar. Av.748; μ. Μούσης Id.Ec.974 (lyr.); μ. Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν AP7.13 (Leon. or Mel.); especially of Sophocles, Sch.Ar.V.460.
2 to the priestesses of Delphi, Pi.P.4.60; of Demeter and Artemis, Sch.Pi. l.c., Porph. Antr.18; of Cybele, Did. ap. Lact. Inst.1.22.
3 in Neo-Platonic Philos., any pure, chaste being, of souls coming to birth, Porph. Antr.19; of the Moon, ib.18.
III = μέλι, honey, ὕδατος, μελίσσης, μηδὲ προσφέρειν μέθυ S.OC481: metaph., γλώσσης μελίσσῃ καταρρυηκέναι Id.Fr.155; of poetry, AP9.505.6; ἑσμὸς μελίσσης appears to be corrupt in Epin. 1.7.
IV = ὀβολός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 123] ἡ, att. μέλιττα (μέλι, die Form μέλιτα, die man aus Empedocl. bei Ath. XII, 510 d anführt, ξανθῶν δὲ σπονδὰς μελιτῶν, fällt weg, wenn man richtig μελίτων accentuirt), die Biene, Hom. u. die Folgdn; ἔθνεα μελισσάων ἀδινάων, dichte Bienenschwärme, Il. 2, 87; σμῆνος μελισσῶν, Hes. Th. 594 u. Aesch. Pers. 128; ξουθή, Soph. frg., wie Eur. I. T. 634, u. ξουθόπτερος, Herc. Fur. 488; μελισσᾶν τρητὸν πόνον, von den Bienenzellen, Pind. P. 6, 54. – Auch der Honig, Soph. O. C. 482, vgl. Epinic. bei Ath. X, 432 d, Lob. Phryn. 187, den Eur. Bacch. 143 μελισσᾶν νέκταρ nennt; οἷον σμήνη μελιττῶν, Plat. Polit. 293 d; ὥσπερ μέλιττα τὸ κέντρον ἐγκαταλιπών, Phaed. 91 c; Folgde; Arist. H. A. 9, 40. – Übertr., Dichter, Dichterinn, weil sie den Honig aus der Blüte des Lebens saugen u. ihn zum Genusse Anderer kunstvoll verarbeiten, vgl. Jacobs Anth. Pal. p. 580. – Bei Pind. P. 4, 60 ist Δελφὶς μέλισσα die delphische Priesterinn; auch die Priesterinnen der Demeter u. Artemis hießen so, VLL.; vgl. Creuzers Symbolik 3 p. 354. 4 p. 241. 382 f. – Bei den Sp. übh. eine keusche, reine Seele; der jungfräuliche Mond, Porphyr. – S. noch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 abeille, insecte ; fig. poétesse ou poète;
2 miel.
Étymologie: μέλι.
Russian (Dvoretsky)
μέλισσᾰ: атт. μέλιττᾰ ἡ
1 пчела (ξουθόπτερος Eur.): ἔθνεα μελισσάων ἀδινάων Hom. густые рои пчел; Δελφὶς μ. Pind. дельфийская жрица;
2 мед: τοῦ τόνδε (sc. κρωσσὸν) πλήσας θῶ; - Ὓδατος, μελίσσης Soph. чем наполнить мне этот кувшин? - Водою, медом.
Greek (Liddell-Scott)
μέλισσᾰ: Ἀττ. -ττα, ης, (μέλι) ὡς καὶ νῦν, Λατ. apis, Ὅμ., κτλ· ἐπὶ ἀγρίων μελισσῶν, αἵτινες ζῶσιν ἐντὸς τῶν κοιλωμάτων τῶν πετρῶν, ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἀδινάων πέτρης ἐκ γλαφυρῆς αἰεὶ ἐρχομενάων Ἰλ. Β. 87, πρβλ. Μ. 167· ἐπὶ τῶν ἡμέρων μελισσῶν αἵτινες ζῶσιν ἐν κυψέλαις, Ὀδ. Ν. 106, Ἡσ. Θ. 594· σμῆνος μελισσᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 128· πρβλ. ξουθός, πόνος ΙΙ, 2· - παροιμ., ὥσπερ μέλιττα τὸ κέντρον ἐγκαταλιπὼν Πλάτ. Φαίδων 91C· ὄνος ἐν μελίτταις, «γουροῦνι ’σὲ σαλόνι», Κράτης ἐν «Τόλμαις» 6. ΙΙ. προσωνυμία μέλισσα ἀπεδίδετο 1) εἰς ποιητὰς ὡς ἀπανθίζοντας τὰ κάλλη τῆς φύσεως (ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου more apis Matinae), ἔνθεν ὥσπερ ἡ μέλιττα Φρύνιχος ἀμβροσίων μελέων ἀπεβόσκετο καρπόν, ἀεὶ φέρων γλυκεῖαν ᾠδὰν Ἀριστοφ. Ὄρν. 750, πρβλ. Ἐκκλ. 974· ἐν ὑμνοπόλοισι Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν Ἀνθ. Π. ΙΙ. 7. 13· τὸ ὄνομα δὲ τοῦτο ἐδίδετο εἰς τὸν Σοφοκλέα, «ὁ Σοφοκλῆς γὰρ ἡδύς, διὸ καὶ μέλιττα ἐκαλεῖτο» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 460· ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2) εἰς τὰς ἐν Δελφοῖς ἱερείας, Πίνδ. Π. 4. 106· εἰς τὰς τῆς Δήμητρος καὶ Ἀρτέμιδος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. ἔνθ. ἀνωτ.· εἰς τὰς τῆς Κυβέλης Λακτάντ. 1. 22· - πρβλ. Greuzer Symbolic, 3. 354., 2. 241, 382 κἑξ., Meineke εἰς Εὐφορίωνα 95, καὶ ἰδὲ ἐσσήν, μελισσονόμος. 3) ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τῶν Νεοπλατωνικῶν, πᾶν καθαρὸν ἢ ἁγνὸν ὄν, ὡς τὸ νύμφη, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 18. ΙΙΙ. = μέλι, ὕδατος, μελίσσης· μηδὲ προσφέρειν μέθυ, (μελίσσης = μέλιτος, «ἀπὸ γὰρ τοῦ ποιοῦντος τὸ ποιούμενον» (Σχολ.)), Σοφ. Ο. Κ. 481· μελίσσῃ καταρρυηκέναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 167· μεταφ. ἐπὶ τῆς ποιήσεως, Ἤριννα... ῥαθάμιγγας ἀποσταλάουσα μελίσσης Χριστοδ. Ἔκφρ. 110, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 505, 6. - Περὶ τῆς φράσεως ἑσμὸς μελίσσης ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1, 7 τοῦ Ἐπινίκου ἴδε Ἑρμ. Πονημ. 2, σ. 252-7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μέλισσα· ὀβολός, ὅς ἐστι (ζ΄) μέρος δραχμῆς».
English (Slater)
μέλισσα (-α, -ας, -ᾶν, -αις.)
a bee ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν honey (O. 6.47) μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον honeycomb (P. 6.54) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (cf. b. below) (P. 10.54) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (sc. Ἀφροδίτας) κηρὸς ὢς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι fr. 123. 11. test., v. fr. 252.
b priestess especially of Demeter (διὰ τὸ τοῦ ζωοῦ καθαρόν Σ, (P. 4.106) c. But from fr. 252 it is clear that bees sometimes had power to give indications of the future: cf. also ἱεραί, fr. 123. 11.) ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται fr. 158. μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ the priestess of Apollo at Delphi (P. 4.60)
Greek Monolingual
η (ΑM μέλισσα, Α αττ. τ. μέλιττα)
κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων, που με τη στενή της έννοια αναφέρεται στο είδος Αpis melifica, το οποίο ζει σε κοινωνίες, εξημερώθηκε από τον άνθρωπο και παράγει το μέλι, ενώ με την ευρύτερη έννοιά της αναφέρεται σε κάθε έντομο, κοινωνικό ή όχι, που ανήκει στην υπεροικογένεια apoidea
νεοελλ.
1. ονομασία παιχνιδιού, ιδίως κοριτσιών, κατά το οποίο τραγουδιέται το τραγούδι «περνά-περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα»
2. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη θαμνόμορφων πολυετών ποωδών φυτών
3. μτφ. αυτός που αγαπά τη δουλειά, εργατικός
αρχ.
1. μτφ.) (για πρόσωπα) γλυκός, χαριτωμένος (α. «ὁ Σοφοκλῆς γὰρ ἡδὺς, διὸ καὶ μέλιττα ἐκαλεῖτο», Σχολ. Αριστοφ.
β. «αττική μέλισσα» — ο Ξενοφών)
2. ιέρεια τών Δελφών της Δήμητρος, της Αρτέμιδος και της Κυβέλης
3. προσωνυμία της Σελήνης
4. χαρακτηρισμός της ποίησης («Ἤριννα... ῥαθάμιγγας ἀποσταλάουσα μελίσσης», Ανθ. Παλ.)
5. (στο φιλοσοφικό σύστημα τών νεοπλατωνικών) κάθε αγνό ή καθαρό ον
6. συνεκδ. το μέλι
7. φρ. α) «ὥσπερ μέλιττα τὸ κέντρον ἐγκαταλιπών» — λεγόταν για άνθρωπο ο οποίος προξενούσε κακό και οδύνη και κατόπιν εξαφανιζόταν
β) «ὄνος ἐν μελίτταις» — λεγόταν για ανθρώπους που περνούν δύσκολες και θλιβερές στιγμές
8. (κατά τον Ησύχ.) «μέλισσα
ὀβολός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιτ-jα (< μέλι, -ιτος + κατάλ. -ja). Η λ. συνδέεται με αρμ. melu «μέλισσα» (< melr «μέλι»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. παρήχθη με απλολογία από αμάρτυρο τ. μελιλιχjα (< μέλι + θ. λιχ- του λείχω «γλείφω») «αυτή που γλείφει το μέλι» και συνδέεται με αρχ. ινδ. madhu-lih-«αυτός που γλείφει το μέλι, μέλισσα», που είναι πιθανό όμως να αποτελεί σύνθετο το οποίο εξυπηρετεί ποιητικές ανάγκες.
ΠΑΡ. μελισσαριό, μελίσσι, μελισσών(ας)
αρχ.
μελισσαίος, μελισσεύς, μελιττώδης
αρχ.-μσν.
μελίσσειος, μελισσήεις
μσν.μελισσηδόν, μελισσία·νεοελλ. μελισσόπουλο.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μελισσοβότανο(ν), μελισσοκόμος, μελισσοτρόφος, μελισσουργός
αρχ.
μελισσόβοτος, μελισσοκράς, μελισσονόμος, μελισσοπόλος, μελισσοπόνος, μελισσόρρυτος, μελισσοσόος, μελισσότευκτος, μελισσότοκος, μελισσοφάτνη, μελισσόφονος, μελισόφυλλον, μελισσόφυτον
μσν.- νεοελλ.
μελισσοφάγος
νεοελλ.
μελισσοβούισμα, μελισσοβύζαχτος, μελισσόκηπος, μελισσοκόφινο, μελισσολόι, μελισσομάντρι, μελισσοσμάρι, μελισσοτόπι. (Β' συνθετικό) αγριομέλισσα].
Greek Monotonic
μέλισσᾰ: Αττ. -ττα, -ης, ἡ (μέλι),·
I. 1. μέλισσα, Λατ. apis, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. μία από τις ιέρειες των Δελφών, σε Πίνδ.
II. μέλι, μέλι, σε Σοφ.
Middle Liddell
μέλισσᾰ, Att. -ττα, ης, ἡ, μέλι
I. a bee, Lat. apis, Hom., etc.
2. one of the priestesses of Delphi, Pind.
II. = μέλι, honey, Soph.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μέλι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Translations
bee
Abenaki: ômwa; Abkhaz: ашьха; Adyghe: бжьэ; Afar: diidaleyta; Afrikaans: by; Agutaynen: boyong-boyong; Ahom: 𑜇𑜢𑜤𑜂𑜫; Albanian: bletë, mjalcë; Aleut: aanasnaadax; Ambonese Malay: niri; Amharic: ንብ; Andi: пера; Antillean Creole: myèl, mouch a myèl, miyèl; Apache Western Apache: gosnih; Arabic: نَحْلَة, نَحْل; Egyptian Arabic: نحل, نحلة; Gulf Arabic: نحلة; Aragonese: abella; Archi: тӏантӏ; Armenian: մեղու; Aromanian: alghinã; Assamese: মৌমাখি, মধুকৰ; Asturian: abeya; Avar: на; Aymara: mamuraya; Azerbaijani: arı; Balinese: nyawan; Banjarese: wanyi; Bashkir: бал ҡорто; Basque: erle; Bats: ფუტკარ; Bau Bidayuh: bonyih; Belarusian: пчала; Bemba: buci; Bengali: মৌমাছি; Bikol Central: putyukan; Bislama: bi; Blin: laxla; Breton: gwenan, gwenanenn; Brunei Malay: penyangat; Buginese: awani; Bulgarian: пчела; Burmese: ပျား; Buryat: зүгы; Cahuilla: 'evéexa'; Carpathian Rusyn: пчола; Catalan: abella; Cebuano: putyokan; Central Atlas Tamazight: ⵜⵉⵣⵉⵣⵡⵉⵜ; Central Dusun: pomosuon; Central Melanau: anyi; Chamicuro: kasenujsi; Chechen: накхармоза; Cherokee: ᏩᏚᎵᏏ; Cheyenne: háhnoma; Chichewa: njuchi; Chinese Cantonese: 蜜蜂; Dungan: мифыр, фыр, мифынзы; Hakka: 蜂仔; Mandarin: 蜜蜂, 蠟蜂/蜡蜂; Min Nan: 蜂; Wu: 蜜蜂; Chuvash: пыл хурчӗ; Classical Syriac: ܕܒܫܬܐ; Cornish: gwenen, gwenenen; Corsican: apa, aba; Cree: ᐋᒨ, aamoo; Plains Cree: ᐊᒧ; Crimean Tatar: balqurt, arı; Czech: včela; Dalmatian: juopa, juop; Danish: bi; Darkinjung: nyittik; Dorze: ma; Drung: kua; Duala: ndômbi; Dutch: bij, honingbij, imme; Eastern Arrernte: urltampe; Erzya: мекш; Esperanto: abelo; Estonian: mesilane; Evenki: ётыла; Extremaduran: abehita, ovispa, obispa; Faroese: býfluga; Fiji Hindi: madhmakkhi; Finnish: mehiläinen; Franco-Provençal: avilye; French: abeille; Gallo: avètt; Old French: ef; Friulian: âf, âv; Galician: abella; Gallurese: abba; Georgian: ფუტკარი; German: Biene, Imme, Beivogl; Alemannic German: Biine, Bii; Bavarian: Imp; Central Franconian: Bien; Gooniyandi: wida; Greek: μέλισσα; Ancient Greek: μέλισσα, μέλιττα, ἀνθεμουργός; Greenlandic: igutsak; Guaraní: eiru, eira rúa; Guerrero Amuzgo: kích'i; Gujarati: મધમાખી; Haitian Creole: myèl; Hausa: zuma; Hawaiian: nalo meli; Hebrew: דְּבוֹרָה; Herero: onyuitkhi; Hiligaynon: putyokan; Hindi: मधुमक्खी; Hopi: momo; Hungarian: méh; Icelandic: býfluga, bý; Ido: abelo; Igbo: anwụ; Ilocano: uyokan; Inabaknon: buwani; Indonesian: lebah, tawon; Ingrian: mehiläin; Ingush: накхармоз; Interlingua: ape, apicula; Inuktitut: ᒥᓗᒋᐊᖅ; Irish: beach; Isthmus Zapotec: bizu; Italian: ape, pecchia; Itelmen: kzumx; Japanese: 蜂, 花蜂; Javanese: tawon; Jingpho: lagat; Kabardian: бжьэ; Kabyle: Tizizwit; Kalmyk: зөг; Kamba: nzũkĩ; Kambaata: disha; Kannada: ದುಂಬಿ; Kaonde: injuki; Kashubian: pszczoła; Kaska: tsʼedāsnāne; Kaurna: gadlabarti; Kazakh: ара; Khmer: ឃ្មុំ; Khvarshi: пар; Kikuyu: njũkĩ; Kimaragang: kawad; Kimbundu: nhoki; Kituba: nyósi; Kongo: nyosi; Korean: 벌, 밀봉(蜜蜂); Kumyk: балжибин; Kurdish Central Kurdish: ھەنگ; Northern Kurdish: hing; Kyrgyz: аары, бал аарысы, эмгекчил адам, фантазия, причуда, сайран, сейил; Ladin: ê; Ladino: bízba, bézba; Lao: ເຜິ້ງ, ພະມະໂຣ, ພູມມະຣະ, ພະມະຣະ; Latgalian: bite; Latin: apis; Latvian: bite; Laz: ბუტკუჯი; Limburgish: bie; Lingala: nzói; Lisu: ꓐꓬꓽ; Lithuanian: bitė; Lombard: avi; Low German Dutch Low Saxon: iem; German Low German: Imm; Lozi: muka; Lü: ᦕᦹᧂᧉ; Luba-Katanga: nnyikì; Luganda: enjuki; Luhya: inzushi; Luo: kich; Luxembourgish: Bei; Maasai: ol-otórokî, ol-otóròì; Macedonian: пчела; Malagasy: tantely; Malay: lebah, tawon; Malayalam: തേനീച്ച, ഇണ്ട(literary), ഘണ്ഡം, ഭസനം; Maltese: naħla; Manchu: ᡥᡳᠪᠰᡠ; ᡝᠵᡝᠨ; Mandinka: kumburuŋo; Manx: shellan; Maore Comorian: nyoshi; Maori: pī, ngaro huruhuru; Mapudungun: diwmeñ, kormeña; Marathi: मधमाशी, मधुकर; Marshallese: pi; Massachusett: ashkeaumooussog; Mazanderani: کنگلی; Mbyá Guaraní: eiru; Megleno-Romanian: albină; Mi'kmaq: amu anim; Middle English: bee; Mingrelian: სკა; Mirandese: abeilha; Mizo: khuai, khuai, khawivah; Moksha: меш; Mon: သာဲ; Mongolian Cyrillic: зөгий; Mongolian: ᠵᠥᠭᠡᠢ; Mpade: mam; Murrinh-Patha: pangkima; Mwani: nyuki; Nahuatl: xicohtli; Nanticoke: aa-moak; Navajo: tsísʼná; Ndzwani Comorian: nyoshi; Neapolitan: apa; Nepali: मौरी; Ngazidja Comorian: nyoshi; Norman: moûque à myi, bourdon à myi; Northern Sami: mieđašeatni; Northern Sotho: nôse; Norwegian: bie; Nuosu: ꐚ; Nyamwezi: nzuki; Occitan: abelha; Odia: ମହୁମାଛି; Ojibwe: ᐋᒨ; Old Church Slavonic Cyrillic: бьчела, бъчела; Glagolitic: ⰱⱐⱍⰵⰾⰰ, ⰱⱏⱍⰵⰾⰰ; Old East Slavic: бьчела; Old English: bēo; Old Irish: bech; Old Javanese: tawwan; Old Portuguese: abella; Oromo: kaanniissa; Ossetian: мыдыбындз; Ottoman Turkish: آری; Palauan: chelakngikl, chelatngikl; Pali: bhamara; Papiamentu: bei; Pashto: مچئِي, بلۍ مچۍ, غلاوزه; Pennsylvania German: Iem; Persian: زنبور عسل, منج, گبت, بوز, کلیز, موسه, انگ; Plautdietsch: Bie; Polabian: čelă; Polish: pszczoła; Portuguese: abelha; Punjabi: ਮਧੁ ਮਕ੍ਖੀ; Quechua: mapa mama, abiha; Rapa Nui: manu meri; Romagnol: eva; Romani: berorî; Caló: jernimachí; Romanian: albină; Romansch: avieul, aviul, avioul, aviöl; Russian: пчела; Rwanda-Rundi: uruyuki, uru-yuki; Samoan: lago-meli; Sango: inyusi; Sanskrit: भ्रमर, मधुलिह्; Sardinian: àbe; Campidanese: abi; Logudorese: abe; Sassarese: aba; Saterland Frisian: Ieme; Scottish Gaelic: seillean; Serbo-Croatian Cyrillic: пчѐла; Roman: pčèla; Shan: ၽိုင်ႈ; Shona: nyuchi; Sicilian: lapuni, lapa; Sidamo: dida; Sindhi: مک; Sinhalese: මීමැස්සා; Slovak: včela; Slovene: čebela; Slovincian: pščʉˋɵ̯lă; Somali: shinni; Sorbian Lower Sorbian: pcołka; Upper Sorbian: pčoła; Sotho: notshi; Southern Altai: адару, аару; Spanish: abeja; Sranan Tongo: oni; Sudovian: bite; Sundanese: nyiruan; Svan: ღუ̂ებ, ბუზუ̄ლ, ლა̈ღუ̂ბა̈ ბუზუ̄ლ; Swabian: Biele; Swahili: nyuki; Swedish: bi; Tagal Murut: maningot; Tagalog: bubuyog, pukyot; Tajik: занбӯр, ору; Tamil: தேனீ; Tashelhit: tazzdwit; Tatar: умырта корты, бал корты; Telugu: తేనెటీగ; Tetum: bani; Thai: ผึ้ง, ภมร, ภุมรี; Tibetan: སྦྲང་རྩི་མྱོང, རྡུལ་ཉལ, བུང་བ, སྦྲང་མ; Tigrinya: ንህቢ, ንሕቢ; Tocharian B: krokśe, kronkśe; Tok Pisin: bi, binen; Tswana: notshi; Tupinambá: eíra; Turkish: arı; Turkmen: ary; Tuvan: ары; Uab Meto: oni, onê; Udmurt: муш; Ukrainian: бджола; Umbundu: nyihi; Unami: amëwe; Urdu: شہد کی مکھی; Uyghur: ھەرە; Uzbek: ari; Cyrillic: ари; Venda: notshi; Venetian: ava; Vietnamese: ong; Vilamovian: byn; Volapük: bien; Votic: tšimä; Walloon: moxhe al låme, moxhe, moxhe di tchetoere, moxhe d' apî; Wastek: dhom; Welsh: gwenynen; West Coast Bajau: buani; West Frisian: bij; White Hmong: muv; Wiradjuri: ngaraang; Wolof: yamb wi; Xhosa: inyosi; Yagnobi: замбур; Yakut: ыҥырыа; Yiddish: בין; Yoruba: oyin, kòkòrò oyin; Yucatec Maya: kaab; Yugambal: nyugay; Yup'ik: mertaq; Zazaki: hıng; Zhuang: rwi; Zulu: inyosi
priestess
Armenian: քրմուհի; Belarusian: жрыца, святарка, свяшчэннiца; Bulgarian: жрица, свещеничка; Catalan: sacerdotessa; Chinese Mandarin: 女教士, 女祭司; Czech: kněžka; Danish: præstinde; Dutch: priesteres, priesterin; Esperanto: pastrino; Finnish: papitar; French: prêtresse; German: Priesterin; Greek: ιέρεια; Ancient Greek: ἀγορᾶχος, ἀμφίπολος, ἀρήτειρα, ἀρχείνη, ἀρχεῖτις, ἀρχηΐς, ἀρχίνη, βωμίστρια, θεάγισσα, θυηπόλος, ἱαρέα, ἱάρεα, ἱεραφάντρια, ἱερέη, ἱέρεια, ἱερηίς, ἱερηΐς, ἱερία, ἱερίς, ἱέρισσα, ἱεροφάντις, ἱεροφάντρια, ἱρέα, ἱρείη, ἱρηίη, ἱρηΐη, ἱρήτειρα, ἱροπόλος, κλειδοῦχος, λήτειρα, μέλισσα, μελισσονόμος, μέλιττα, μελιττονόμος, σφάκτρια, τελέστρια, ὑποφῆτις, φαυοφόρος; Hungarian: papnő; Irish: bansagart; Italian: sacerdotessa; Japanese: 女祭司, 女教士; Korean: 여자 사제(女子司祭); Latin: sacerdos, sacerdotessa, antistita; Latvian: priesteriene; Macedonian: свештеничка; Nahuatl Classical: cihuatlamacazqui; Norwegian Bokmål: prestinne; Nynorsk: prestinne; Polish: kapłanka; Portuguese: sacerdotisa; Romanian: preoteasă; Russian: священница, жрица, попадья; Slovak: kňažka; Slovene: svečenica; Spanish: sacerdotisa; Swedish: prästinna; Turkish: rahibe; Ugaritic: 𐎋𐎅𐎐𐎚; Ukrainian: священиця, жриця; West Frisian: preesteresse, prysteresse