ἀταξία

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀταξία Medium diacritics: ἀταξία Low diacritics: αταξία Capitals: ΑΤΑΞΙΑ
Transliteration A: ataxía Transliteration B: ataxia Transliteration C: ataksia Beta Code: a)taci/a

English (LSJ)

Ion. ἀταξίη, ἡ,
A indiscipline, prop. among soldiers, opp. εὐταξία, Hdt.6.11, Th.2.92, X.HG3.1.9, etc.
2 generally, disorder, confusion, ἀταξία καὶ ἀκολασία Pl.Cri.53d; ἀμαθία καὶ ἀταξία X.Ath.1.5; ἀταξία καὶ ἀναρχία Arist.Pol.1302b28; εἰς τάξιν ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας Pl.Ti.30a; ἀπὸ τύχης καὶ ἀταξίας Arist.PA641b23: in plural, ἀταξιῶν, opp. τῶν ἐν ταῖς κινήσεσι τάξεων, Pl.Lg.653e.
3 c. gen., διαίτης ἀταξία = irregularity, Hp.Coac.211; νόμων Aeschin.3.38.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desorden en la formación de soldados, tropas, etc. falta de disciplina Hdt.6.11, Th.2.92, X.HG 3.1.9, Oec.8.9, Aen.Tact.15.2, Plb.3.43.12, D.C.47.21.3
de pueblos y comunidades desorden, falta de organización ἀταξία καὶ ἀκολασία Pl.Cri.53d, τὴν ἀταξίαν ἀνελών, εἰς τὴν τάξιν ἤγαγον τὴν πόλιν D.3.35, ἐν δὲ τῷ δήμῳ ἀμαθία ... καὶ ἀ. X.Ath.1.5, ἀ. καὶ ἀναρχία Arist.Pol.1302b28, Ael.NA 5.11
en op. al orden cósmico caos, desorden (τὸ πᾶν) ὁ θεὸς ... εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας Pl.Ti.30a, ἐν ᾧ (τῷ οὐρανῷ) ἀπὸ τύχης καὶ ἀταξίας οὐδ' ὁτιοῦν φαίνεται Arist.PA 641b23
desorden, falta de composición del discurso τὸν Λυσίου λόγον ... τῆς ἀταξίας αἰτιώμενος Plu.2.45a, de la música, Aristox.Harm.10.5, Aristid.Quint.58.27
sent. moral desenfreno σωματικὴ ἀ. PMasp.310re.12 (VI d.C.)
plu. actos deshonestos ἀταξίας ἢ ἀσελγίας PMasp.310re.14.
2 irregularidad, inestabilidad, anomalía ἀνέμων Democr.B 14.7, διαίτης Hp.Coac.211, cf. Plu.2.168b, νόμων Aeschin.3.38, περὶ τοὺς καρπούς Thphr.HP 2.3.3, γάμων LXX Sap.14.26, ἐν τοῖς σφυγμοῖς Plu.Demetr.38, de los recursos retóricos, Longin.20.2, de los movimientos de los astros, Gem.1.20.

German (Pape)

[Seite 383] ἡ, Unordnung, Thuc 2, 91 u. sonst bei Folgdn; bes. Mangel an Disciplin beim Heere, Her. 6, 11; Xen. Hell. 3, 1, 7; oft mit ἀκολασία vrbdn, z. B. Plat. Crit. 53 a. Dah. = Verwirrung.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 abandon de son rang ou abandon de son poste;
2 désordre, confusion.
Étymologie: ἄτακτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀταξία: ион. ἀταξίη ἡ
1 беспорядок, отсутствие дисциплины, неразбериха Her., Thuc., Xen., Plut.;
2 беспорядочность Xen., Plat., Aeschin., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταξία: Ἰων. -ίη, ἡ (ἄτακτος), ἔλλειψις τάξεως καὶ πειθαρχίας, ἀκαταστασία, ἰδίως ἐπὶ στρατῶν, ἀντίθετον τῷ εὐταξίᾳ, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 2. 92, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9, κτλ. 2) ἐν γένει, ἀκαταστασία, σύγχυσις, ἀνωμαλία, ἀταξία καὶ ἀκολασία Πλάτ. Κρίτων 53D, πρβλ. Ξεν. Ἀθ, Πολ. 1. 5· ἀταξία καὶ ἀναρχία Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 5· ἐκ τῆς ἀταξίας, τὸ τοῦ Κικέρωνος ex inordinato, Πλάτ. Τίμ. 30Α· ἀπὸ τύχης καὶ ἀταξίας Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 37· κατὰ πληθ. διαταράξεις, Πλάτ, Νόμοι 653Ε. 3) μετὰ γεν., διαίτης ἀταξία, ἀνωμαλία, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152, ἀκαταστασία, νόμων Αἰσχίν. 59. 5.

Greek Monolingual

η (AM ἀταξία) άτακτος
1. έλλειψη τάξης, ακαταστασία
2. έλλειψη πειθαρχίας, αναρχία
3. ανωμαλία, αντικανονικότητα
μσν.- νεοελλ.
1. ηθική παράβαση, παράπτωμα
2. απρέπεια
νεοελλ.
1. ιατρ. «κινητική αταξία» — γενικός ιατρικός όρος για το ασταθές βάδισμα
2. φυσ. τοπική ατέλεια στη δομή των στερεών σωμάτων
αρχ.-μσν.
ταραχή, στάση.

Greek Monotonic

ἀταξία: Ιων. -ίη, ἡ (ἄτακτος
1. έλλειψη της πειθαρχίας, ακαταστασία, αταξία, κυρίως ανάμεσα στους στρατιώτες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. γενικά, αναστάτωση, σύγχυση, ανωμαλία, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἄτακτος
1. want of discipline, disorderliness, properly among soldiers, Hdt., Thuc., etc.
2. generally disorder, irregularity, Plat., etc.

English (Woodhouse)

confusion, disorder, want of discipline

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

perturbatio, disturbance, disorder, 2.92.1, 5.10.6, 6.72.3. 7.43.7, 7.68.1.

Translations

disorder

Arabic: اِخْتِلال‎, اِضْطِراب‎; Azerbaijani: nizamsızlıq, qarışıqlıq, səliqəsizlik, adda-buddalıq; Belarusian: непарадак; Bulgarian: безпорядък; Catalan: desordre; Chinese Mandarin: 混亂, 混乱, 紊亂, 紊乱; Czech: nepořádek; Danish: uorden; Esperanto: malordo; Finnish: epäjärjestys; French: désordre; Georgian: უწესრიგობა; German: Unordnung; Greek: αταξία, ταραχή; Ancient Greek: ἀταξία; Hebrew: אי-סדר‎; Hungarian: rendetlenség, zűrzavar; Icelandic: ringulreið, glundroði; Interlingua: disordine; Irish: neamhord, ainriail; Italian: disordine; Japanese: 混乱; Korean: 혼란; Ladino: dezorden, enradijo, enredijo, karishiklik; Maori: kaumingomingo; Norwegian Bokmål: uorden, rot; Nynorsk: uorden, rot; Plautdietsch: Onzucht; Polish: nieporządek, nieład, bezład; Portuguese: desordem; Romanian: dezordine, neorânduială; Russian: беспорядок, кавардак, раскардаш, непорядок; Slovak: neporiadok; Spanish: desorden; Swedish: oordning; Ukrainian: безладдя, безлад, нелад, розгардіяш, непорядок

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ