βουλή: Difference between revisions
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(1b) |
(nl) |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βουλή:''' дор. [[βουλά]] и [[βωλά]], эол. [[βόλλα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> воля, желание, решение, замысел (Διὸς [[ἐτελείετο]] β. Hom.);<br /><b class="num">2)</b> мнение, намерение (τούτοις οὐκ [[ἔστι]] κοινὴ β. Plat.);<br /><b class="num">3)</b> совет, наставление (ἀγαθή Hom.; [[ὀρθότης]] [[βουλῆς]] Arst.): [[λαβεῖν]] τι βουλαῖς τινος Soph. достигнуть чего-л. благодаря чьим-л. советам;<br /><b class="num">4)</b> размышление, обсуждение (περί и [[ὑπέρ]] τινος Plat., Dem.): ἐν βουλῇ ἔχειν τι Hom. обсуждать что-л.; βουλὴν [[διδόναι]] Her. обдумывать, Xen. давать время на размышление;<br /><b class="num">5)</b> совещание, совет, совещательный орган (γερόντων Hom.; βουλὴν καταρρίψαι Aesch.; ἡ ἐν Ἐπιοάμνῳ β. Arst.);<br /><b class="num">6)</b> (в Афинах) (тж. ἡ β. τῶν πεντακοσίων Arst. или ἡ β. οἱ [[πεντακόσιοι]] Aeschin.) Совет Пятисот, буле, государственный совет (решения которого должно было утверждать народное собрание - [[ἐκκλησία]] или [[δῆμος]]): [[βουλῆς]] εἶναι Thuc. быть членом Совета Пятисот;<br /><b class="num">7)</b> (преимущ. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ β. Xen., Aeschin., Arst., Plut., тж. ἡ [[ἄνω]] β. Plut.) Ареопаг, высшее судилище (в Афинах),;<br /><b class="num">8)</b> поздн. (в Риме, тж. [[σύγκλητος]]) сенат. | |elrutext='''βουλή:''' дор. [[βουλά]] и [[βωλά]], эол. [[βόλλα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> воля, желание, решение, замысел (Διὸς [[ἐτελείετο]] β. Hom.);<br /><b class="num">2)</b> мнение, намерение (τούτοις οὐκ [[ἔστι]] κοινὴ β. Plat.);<br /><b class="num">3)</b> совет, наставление (ἀγαθή Hom.; [[ὀρθότης]] [[βουλῆς]] Arst.): [[λαβεῖν]] τι βουλαῖς τινος Soph. достигнуть чего-л. благодаря чьим-л. советам;<br /><b class="num">4)</b> размышление, обсуждение (περί и [[ὑπέρ]] τινος Plat., Dem.): ἐν βουλῇ ἔχειν τι Hom. обсуждать что-л.; βουλὴν [[διδόναι]] Her. обдумывать, Xen. давать время на размышление;<br /><b class="num">5)</b> совещание, совет, совещательный орган (γερόντων Hom.; βουλὴν καταρρίψαι Aesch.; ἡ ἐν Ἐπιοάμνῳ β. Arst.);<br /><b class="num">6)</b> (в Афинах) (тж. ἡ β. τῶν πεντακοσίων Arst. или ἡ β. οἱ [[πεντακόσιοι]] Aeschin.) Совет Пятисот, буле, государственный совет (решения которого должно было утверждать народное собрание - [[ἐκκλησία]] или [[δῆμος]]): [[βουλῆς]] εἶναι Thuc. быть членом Совета Пятисот;<br /><b class="num">7)</b> (преимущ. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ β. Xen., Aeschin., Arst., Plut., тж. ἡ [[ἄνω]] β. Plut.) Ареопаг, высшее судилище (в Афинах),;<br /><b class="num">8)</b> поздн. (в Риме, тж. [[σύγκλητος]]) сенат. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βουλή]] -ῆς, ἡ Dor. [[βωλά]] en [[βουλά]] [[βούλομαι]] Dor. gen. plur. βουλᾶν<br /><b class="num">1.</b> raad, raadsvergadering:; [[βουλή]]... γερόντων de raad van ouden Il. 2.53; boulè (in Athene):; ἐπὶ τὴν βουλὴν ἔλεγε hij vertelde voor de raad Hdt. 9.5.1; ἐτύγχανε … [[βουλῆς]] ὤν hij maakte net deel uit van de boulè Thuc. 3.70.5; ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ [[βουλή]] de raad op de Areopagus Aristot. Pol. 1273b39; senaat (in Rome). Luc. 9.18.<br /><b class="num">2.</b> beraad(slaging):; βουλὰς βουλεύειν beraadslagingen houden Il. 24.652; ἐν βουλῇ ἔχειν in beraad hebben Hdt. 3.78.1; βουλήν μοι δὸς περὶ [[τούτου]] laat mij daarover nadenken Xen. Cyr. 7.2.26; περὶ ἐνίων [[οὐκ]] ἔστι [[βουλή]] over sommige zaken is geen beraad mogelijk Aristot. EN 1112a18; uitdr.. νυκτὶ δὲ βουλὴν δίδους toen hij er ’s nachts over nadacht Hdt. 7.12.1.<br /><b class="num">3.</b> raad, plan :. [[σφίσιν]] ἥνδανε [[βουλή]] het plan beviel hun Il. 18.510; ἐμαῖς δὲ βουλαῖς door mijn goede raad Aeschl. PV 219; [[βουλῆς]] [[ὀρθότης]] ἡ [[εὐβουλία]] welberadenheid is juistheid van beraad Aristot. EN 1142b16.<br /><b class="num">4.</b> besluit, wil:; Διὸς δ ’ ἐτελείετο [[βουλή]] de wil van Zeus ging in vervulling Il. 1.5; ἐν πυρὶ δὴ βουλαί τε [[γενοίατο]] laat alle besluiten maar in het vuur verdwijnen Il. 2.340; jur. raadsbesluit :. [[τὰς]]... ἀκύρους ἔθετε βουλάς u heeft de raadsbesluiten ongeldig verklaard And. 2.28. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:57, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, Dor. βωλά Decr.Byz. ap. D.18.90, Aeol. βόλλα Schwyzer 623.1 (ii B. C.), Plu.2.288b: acc. pl.
A βουλᾰς Hes.Th.534: (βούλομαι):— will, determination, esp. of the gods, Il.1.5, etc. 2 counsel, design, βουλὰς βουλεύουσι Il.24.652, etc.: generally, counsel, advice, opp. μάχεσθαι, Il.1.258, cf. 2.202, etc.; κακὴ β. Hes.Op.266; πρᾶτος . . καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα IG9(1).658 (Ithaca); νυκτὶ βουλὴν διδόναι Hdt.7.12 (but ἐν νυκτὶ β. διδοὺς ἐμαυτῷ Men.Epit.35); ἐν β. ἔχειν τὰ γενόμενα Hdt.3.78; β. ποιεῖσθαι, = βουλεύεσθαι, Id.6.101, etc.; β. διδόναι X. Cyr.7.2.26; β. προτιθέναι περί τινος D.18.192; β. ἄγειν Polyaen.7.39; ἐν βουλῇ γενέσθαι πότερον . . D.H.2.44; τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. they have no common ground of argument, Pl.Cri.49d; βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία Arist.EN1142b16: in pl., counsels, A.Pr.221, Th. 842 (lyr.); ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος, Epigr.Gr.854, IG3.716. 3 deliberation, Arist.EN1112a19, D.9.46. 4 decree, β. εἰσηγεῖσθαι And.1.61; β. ἄκυρον θεῖναι Id.2.28. II Council of elders, Senate, βουλὴν ἷζε γερόντων Il.2.53, cf. Od.3.127, A.Ag.884; esp. at Athens, Council or Senate of 500 created by Cleisthenes, Hdt.9.5, Ar.V.590, Antipho 6.40, etc.; commonly called ἡ β. (or ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.3.20, to distinguish it from ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ibid.; also β. ἀπὸ κυάμου Th.8.66); in other states, as at Argos, Hdt.7.149; at Thebes, X.HG5.2.29; of the Roman Senate, D.H.6.69, etc.; of local senates, POxy.58.14 (iii A. D.), etc.; βουλῆς εἶναι to be of the Council, a member of it, Th.3.70 (whence Sch. and Suid. made a Subst. βουλῆς, ὁ) ; ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων Paus.5.20.8; ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς Id.7.11.1.
German (Pape)
[Seite 457] ἡ, 1) der Wille, Rathschluß, Διός Il. 1, 5 u. öfter. – 2) Rathschlag, Rath, bes. ἀγαθή, ἐσθλή, Hom.; vgl. Hes. O. 264; plur., Aesch. Prom. 219; Soph. Phil. 1231. – 3) die Berathschlagung, νυκτὶ βουλὴν διδούς Her. 7, 12, Rath haltend; ἐν βουλῇ ἔχοντες τὰ γενόμενα Her. 3, 78; ποιεῖσθαι 6, 101 u. öfter; περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή Plat. Phaedr. 237 c; Dem. 6, 35; περί τινος προτιθέναι 18, 192; διδόναι Xen. Cyr. 7, 2, 27. – 4) die Rathsversammlung, γερόντων Il. 2, 53 u. öfter; in Athen bes. der Rath der 500, Plat. Phaedr. 258 a u. öfter, wie bei Rednern, u. zwar immer mit dem Artikel, zuweilen mit dem Zusatz τῶν πεντακοσίων; selten vom Areopag, Xen. Mem. 3, 5, 20; auch in anderen Staaten, z. B. in Theben, Hell. 5, 2, 20; Sp. vom röm. Senate; Senatssitzung, D. Hal. 6, 69; auch vom Orte der Senatsversammlung.
Greek (Liddell-Scott)
βουλή: ἡ, Δωρ. βωλά, Ψήφισμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 21, κτλ.· Αἰολ. βόλλα, Πλούτ. 2. 288Β· ― ὁ Ἡσ. ἔχει βουλᾶς ἐν τῇ αἰτ. πληθ., Θ. 534· (βούλομαι)· ― θέλησις, ἀπόφασις, Λατ. consilium, ἰδίως τῶν θεῶν, Ἰλ. Α. 5, κτλ. 2) γνώμη, συμβουλή, σχέδιον, σκοπός, βουλὰς βουλεύουσι Ἰλ. Ω. 652, πρβλ. Κ. 147, 327, 415· καθόλου, γνώμη, συμβουλή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐν τῇ μάχῃ ἀνδρείαν, Ἰλ. Α. 258, πρβλ. Δ. 323, Ε. 54, κτλ.· οὕτω μεταγ., πρᾶτος… καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 187· νυκτὶ βουλὴν διδόναι Ἡρόδ. 7. 12· ἐν βουλῇ ἔχειν τι ὁ αὐτ. 3. 78· βουλὴν ποιεῖσθαι = βουλεύεσθαι ὁ αὐτ. 6. 101, κτλ.· β. εἰσηγεῖσθαι Ἀνδοκ. 9. 4· β. προτιθέναι περί τινος Δημ. 292. 13· οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῖν, δὲν ἔχομεν κοινὸν ἔδαφος, κοινὸν πεδίον σκέψεως, Πλάτ. Κρίτων. 49D· βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 3· ― κατὰ πληθ., σχέδια, γνώμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 219, Θήβ. 842· ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 854, 878. 3) ἀπόφασις, γνωμοδότησις, Λατ. auctoritas, Ἀνδοκ. 9. 4., 23. 15. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. concilium, συμβούλιον ἢ συνέδριον τῶν γερόντων ἢ προεχόντων (πρβλ. ἀγορά), βουλὴν ἷζε γερόντων Ἰλ. Β. 53, πρβλ. 202, Ὀδ. Γ. 127· ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884, πιθανῶς τὸ συμβούλιον τῆς ἀντιβασιλείας ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ βασιλέως· ― ἐν Ἀθήναις τὸ συνέδριον ἢ συμβούλιον τῶν 500, ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ Κλεισθένους, ὅπερ ἦτο πράγματι ἐπιτροπεία τις τῆς ἐκκλησίας, ὅπως παρασκευάζῃ σχέδια νόμων (προβουλεύματα) δι’ αὐτήν, κτλ., Ἡρόδ. 9. 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 590, Ἀντιφῶν 145. 27, κτλ.· κοινῶς καλουμένη ἡ βουλὴ (ἢ ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Αἰσχίν. 56. 35, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ ἑτέρας ἥτις ἐκαλεῖτο ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ Πάγῳ αὐτόθι 30)· ― οὕτω καὶ τὸ ἐν Ἄργει Συμβούλιον, Ἡρόδ. 7. 140, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· ἡ Ρωμαϊκὴ Σύγκλητος, Διον. Ἁλ. 6. 69, κτλ.· ― βουλῆς εἶναι, εἶναι ἐκ τῆς βουλῆς, μέλος αὐτῆς, Θουκ. 3. 70 (ὅθεν ὁ Σχολ. καὶ ὁ Σουΐδ. ἐσχημάτισαν οὐσιαστ. βουλῆς, ὁ)· ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ρωμαίων Παυσ. 5. 20, 8· ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς ὁ αὐτ. 7. 11, 1. Πρβλ. Ἄρειος πάγος.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. litt. ce qu’on veut ; ce qu’on peut vouloir ou ce qu’il faut vouloir, d’où
1 volonté, détermination;
2 conseil, avis ; réflexion, délibération : ἐν βουλῇ ἔχειν τι HDT délibérer sur qch;
3 dessein, projet, plan;
II. conseil, assemblée délibérante;
1 dans HOM conseil des anciens ; dans ESCHL conseil du roi;
2 à Athènes conseil des Cinq-Cents ou Sénat, sorte de conseil d’état chargé de préparer les lois à discuter dans l’assemblée du peuple ou ἐκκλησία ; ἡ βουλὴ οἱ πεντακόσιοι ESCHN le conseil des Cinq-Cents ; ἡ κάτω βουλή m. sign. ; ἡ ἄνω βουλή ou ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ βουλή l’Aréopage ; ironiq. en parl. du Sénat ἡ βουλή ἀπὸ κυάμου THC le sénat de la fève ; de même, conseil ou sénat dans les autres cités grecques;
3 à Rome le Sénat.
Étymologie: R. Βολ, vouloir ; cf. βούλομαι.
English (Autenrieth)
(1) counsel, plan, decree; βουλὴ δὲ κακὴ νίκησεν ἑταίρων, Od. 10.46; Διὸς δ' ἐτελείετο βουλή, the ‘will’ of Zeus, Il. 1.5 ; οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή, Od. 2.372, also in plural.—(2) the council of nobles or elders, γερόντων, Il. 2.53, 1, 2, Od. 3.127, distinguished from the ἀγορά, or assembly.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): βολε̄́ IG 13.14.9 (V a.C.); dór., arcad., beoc. βωλά IG 4.554.2, 6 (Argos V a.C.), Decr. en D.18.90, Call.Cer.21, IG 12(3).1259A.15 (Cimolo IV a.C.), IG 5(2).351.40 (Estínfalo III a.C.), Schwyzer 85.15 (Argos IV a.C.), 91.4, 92.2 (ambas Argos III a.C.), IG 7.529.1 (Tanagra), 3349.4 (Queronea); βουλά Pi.N.10.89, B.9.90; eol. βόλλα Alc.130b.5, IEryth.122.1 (Lesbos II a.C.), IAN 5.3 (heleníst.), Plu.2.288b; bárb. βολή Axionic.11
• Grafía: graf. βολά Schwyzer 83.25 (Argos V a.C.)
• Morfología: [ac. plu. βουλάς [-ᾰ-] Hes.Th.534]
I abstr.
1 deliberación βουλὰς βουλεύειν deliberar, Il.24.652, ἐν βουλῇ ἔχειν Hdt.3.78, ἐπεξελθεῖν καὶ μαχέσασθαι οὐκ ἐποιεῦντο βουλήν no se resolvían a hacer una salida y luchar Hdt.6.101, cf. 8.40, προτιθέναι βουλήν someter a deliberación D.18.192, cf. Polyaen.7.39, βουλὴν δοῦναι dar oportunidad de deliberar X.Cyr.7.2.26, νυκτὶ βουλὴν διδόναι consultar con la noche Hdt.7.12, ἐν νυκτὶ βουλὴν διδοὺς ἐμαυτῷ reflexionando conmigo mismo por la noche Men.Epit.76, cf. D.9.46, Arist.EN 1112a19, β. δέ ἐστι ζήτησις περὶ τοῦ πῶς ἂν ἐν τοῖς παροῦσι πράγμασιν ὀρθῶς διεξάγοιμεν Clem.Al.Strom.2.15.70, ἐν βουλῇ γενέσθαι πότερον ... deliberar si ... D.H.2.44.
2 el resultado de la deliberación, consejo, opinión, reflexión σφίσιν ἥνδανε β. Il.18.510, cf. 313, Od.3.150, Hippon.137, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν no vaciló entre dos partidos Pi.l.c., ἐμαῖς δὲ βουλαῖς por consejo mío A.Pr.219, κακὴ β. decisión perjudicial Hes.Op.266, cf. Call.l.c., πονηρὰ β. Herm.Vis.1.2.4, ἄριστος ... βουλῇ el mejor consejero, Od.13.298, πρᾶτος ... βουλᾷ IG 9(1).658 (Ítaca II a.C.), ἐν βουλαῖς ἄχρηστος Gorg.B 11a.32, ἐν βουλαῖς μὲν ἄριστον Epigr.Gr.854, cf. IG 22.3669.8 (III d.C.)
•propósito, intención νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ Od.3.128, τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. esos no tienen propósito común Pl.Cri.49d, cf. 1Ep.Cor.4.5
•buen criterio, juicio ἐμῇ ἀρετῇ βουλῇ τε νόῳ ἐκφύγομεν Od.12.211, βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία rectitud de juicio es la prudencia Arist.EN 1142b16.
3 designio esp. de los dioses Διός Il.1.5, θεῶν B.l.c., cf. 11.121, τοῦ θεοῦ Eu.Luc.17.30, identificado c. la δύναμις divina, Gr.Nyss.Hex.7, unido a θέλημα Arius Ep.Eus.p.3.1
•tb. de los hombres, Heraclit.B 33, Eu.Luc.23.51, Plu.2.323e, βουλαὶ δ' ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσαν A.Th.842, ἐν βουλαῖς ἐπιτευκτικούς afortunados en sus planes Vett.Val.384.20
•en cont. jur. decreto τὰς ... ἀκύρους ἔθετε βουλάς dejasteis sin efecto los decretos And.2.28, cf. Myst.61, Hsch.
II institucional
1 Consejo de los ancianos Il.2.53, Od.3.127, A.A.884, del Areópago, Isoc.7.37.
2 Consejo de 500 miembros en Atenas, creado por Clístenes, Hdt.9.5, Ar.V.590, Antipho 6.40, Is.4.28, en aposición ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.3.20, o simplemente ἡ β.: β. ἀπὸ κυάμου por el método de elección, Th.8.66, βουλῆς εἶναι ser miembro del Consejo Th.3.70.
3 el Consejo en otros estados: Mitilene ἀγόρας ἄκουσαι καρυ[ζο] μένας ... καὶ β[ό] λλας Alc.l.c., Quíos βολὴ δημοσίη Consejo público, SEG 16.485.14 (VI a.C.), Argos, Hdt.7.149, Tebas, X.HG 5.2.29, Estínfalo, Aen.Tact.10.4, Seleucia de Cilicia MAMA 3.104.1, Termeso TAM 3.3A.3 (II d.C.).
4 el Senado romano, D.H.6.69, I.AI 13.260, IGR 3.209 (Ancira II d.C.), ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων un senador Paus.5.20.8, ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς Paus.7.11.1, τῶν εἰς τὴν βουλὴν συναγομένων ἀνδρῶν I.AI 18.1, τῶν ... ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων βουλῆς τις Luc.Demon.18, cf. Ael.NA 15.19, Paus.7.11.5, τις τῶν ἐκ τῆς βουλῆς Ael.NA 13.21, cf. App.Hann.18.79, Arr.An.3.57, Paus.5.20.8, Plu.TG 18.833, σύγκλητος β. Memn.434F.18.6, Plu.2.313d, Paus.2.27.6, Hdn.1.2.2, Philostr.VS 589, IG 12(1).786.5 (Lindo II d.C.), Eus.HE 5.21
•edificio del Senado Ath.Al.Gent.43.
5 el Senado local, imper. POxy.58.14 (III d.C.), PBerl.Borkowski 18.A.3.8 (III d.C.), IG 14.830.3 (Puteoli II d.C.), OGI 629AI.1, 5 (Palmira II d.C.).
6 calidad de miembro de la βουλή FD 1.219, 220, IEphesos 1615.19 (II d.C.).
7 β. τῆς ἐκκλησίας Consejo eclesiástico, Const.App.2.28.4.
• Etimología: Prob. deriv. de βούλομαι q.u. como n. de acción.
English (Abbott-Smith)
βουλή, -ῆς, ἡ (< βούλομαι), [in LXX freq. for עֵצָה;]
counsel, purpose (in cl., esp. of the gods): Lk 23:51, Ac 4:28 5:38 19:1 27:12, 42; pl., I Co 4:5; of the Divine purpose, He 6:17; τ. βουλὴν τ. θελήματος αὐτοῦ, Eph 1:11; β. τ. Θεοῦ, Lk 7:30, Ac 2:23 13:36 20:27.†
English (Strong)
from βούλομαι; volition, i.e. (objectively) advice, or (by implication) purpose: + advise, counsel, will.
English (Thayer)
βουλῆς, ἡ (βούλομαι), from Homer down; often in the Sept. for עֵצָה; counsel, purpose: ἡ πρᾶξις); τίθημι, 1a.), 42; plural ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ, πᾶσαν τήν βουλήν τοῦ Θεοῦ all the contents of the divine plan, ἡ βουλή τοῦ θελήματος αὐτοῦ the counsel of his will, Ephesians 1:11.
Greek Monolingual
η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα)
1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» — και γινόταν το θέλημα του Δία)
2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ' εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» — το να υποβάλλει κάποιος μια πρόταση)
3. γνωμοδότηση
4. το νομοθετικό σώμα το οποίο απαρτίζουν οι βουλευτές, οι αιρετοί αντιπρόσωποι του λαού, η Βουλή των πεντακοσίων στην αρχαία Αθήνα, το συμβούλιο των γερόντων στην Ιλιάδα
μσν.- νεοελλ.
συγκατάθεση, άδεια
νεοελλ.
1. ο τόπος ή το κτήριο όπου γίνονται οι συνεδρίες της Βουλής
2. επιθυμία
3. φρ. α. «είμαι στη βουλή κάποιου» — υπακούω κάποιον
β) «κρατώ βουλή» — σκέφτομαι
μσν.
φρ. «κάθομαι...» ή «καθέζομαι εἰς βουλήν» — συσκέπτομαι
αρχ.
1. ψήφισμα, νόμος
2. φρ. α) «βουλῆς εἶναι» — το να είναι κάποιος μέλος της βουλής
β) «οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῑν» — δεν σκεπτόμαστε κατά τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. απευθείας < βούλομαι ή < βολνắ ή τέλος < βολσά (πρβλ. βολσ-, βούλομαι).
ΠΑΡ. αρχ. βουλαίος, βουλήεις, βούλιος
(αρχ. -μσν.) βουλεύω
νεοελλ.
βουλάτορας.
ΣΥΝΘ. επιβουλή, συμβουλή
αρχ.
βούλαρχος, βουληφόρος και βουλαφόρος.
Greek Monotonic
βουλή: ἡ, Δωρ. βωλά (βούλομαι),
I. 1. επιθυμία, θέληση, απόφαση, Λατ. consilium, ιδίως απόφαση των θεών, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. συμβουλή, σχέδιο, επιδίωξη, στο ίδ., σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., σχέδια, αποφάσεις, σε Αισχύλ.
II. το Συμβούλιο των Γερόντων ή των Προυχόντων, Βουλή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· στην Αθήνα, το συμβούλιο των Πεντακοσίων, που ιδρύθηκε από τον Κλεισθένη, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βουλῆς εἶναι, ανήκω στο Συμβούλιο, είμαι μέλος του Συμβουλίου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
βουλή: дор. βουλά и βωλά, эол. βόλλα ἡ
1) воля, желание, решение, замысел (Διὸς ἐτελείετο β. Hom.);
2) мнение, намерение (τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. Plat.);
3) совет, наставление (ἀγαθή Hom.; ὀρθότης βουλῆς Arst.): λαβεῖν τι βουλαῖς τινος Soph. достигнуть чего-л. благодаря чьим-л. советам;
4) размышление, обсуждение (περί и ὑπέρ τινος Plat., Dem.): ἐν βουλῇ ἔχειν τι Hom. обсуждать что-л.; βουλὴν διδόναι Her. обдумывать, Xen. давать время на размышление;
5) совещание, совет, совещательный орган (γερόντων Hom.; βουλὴν καταρρίψαι Aesch.; ἡ ἐν Ἐπιοάμνῳ β. Arst.);
6) (в Афинах) (тж. ἡ β. τῶν πεντακοσίων Arst. или ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.) Совет Пятисот, буле, государственный совет (решения которого должно было утверждать народное собрание - ἐκκλησία или δῆμος): βουλῆς εἶναι Thuc. быть членом Совета Пятисот;
7) (преимущ. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ β. Xen., Aeschin., Arst., Plut., тж. ἡ ἄνω β. Plut.) Ареопаг, высшее судилище (в Афинах),;
8) поздн. (в Риме, тж. σύγκλητος) сенат.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλή -ῆς, ἡ Dor. βωλά en βουλά βούλομαι Dor. gen. plur. βουλᾶν
1. raad, raadsvergadering:; βουλή... γερόντων de raad van ouden Il. 2.53; boulè (in Athene):; ἐπὶ τὴν βουλὴν ἔλεγε hij vertelde voor de raad Hdt. 9.5.1; ἐτύγχανε … βουλῆς ὤν hij maakte net deel uit van de boulè Thuc. 3.70.5; ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ βουλή de raad op de Areopagus Aristot. Pol. 1273b39; senaat (in Rome). Luc. 9.18.
2. beraad(slaging):; βουλὰς βουλεύειν beraadslagingen houden Il. 24.652; ἐν βουλῇ ἔχειν in beraad hebben Hdt. 3.78.1; βουλήν μοι δὸς περὶ τούτου laat mij daarover nadenken Xen. Cyr. 7.2.26; περὶ ἐνίων οὐκ ἔστι βουλή over sommige zaken is geen beraad mogelijk Aristot. EN 1112a18; uitdr.. νυκτὶ δὲ βουλὴν δίδους toen hij er ’s nachts over nadacht Hdt. 7.12.1.
3. raad, plan :. σφίσιν ἥνδανε βουλή het plan beviel hun Il. 18.510; ἐμαῖς δὲ βουλαῖς door mijn goede raad Aeschl. PV 219; βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία welberadenheid is juistheid van beraad Aristot. EN 1142b16.
4. besluit, wil:; Διὸς δ ’ ἐτελείετο βουλή de wil van Zeus ging in vervulling Il. 1.5; ἐν πυρὶ δὴ βουλαί τε γενοίατο laat alle besluiten maar in het vuur verdwijnen Il. 2.340; jur. raadsbesluit :. τὰς... ἀκύρους ἔθετε βουλάς u heeft de raadsbesluiten ongeldig verklaard And. 2.28.