παράσημος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(1ba)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο [[σημάδι]], αυτός που δεν [[είναι]] [[γνήσιος]], ο [[νόθος]], ο [[ψεύτικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σημειώνεται στο [[περιθώριο]]<br /><b>3.</b> αυτός που δείχνει, που φανερώνει [[κάτι]], [[ενδεικτικός]]<br /><b>4.</b> [[επίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος<br /><b>6.</b> [[αξιοπαρατήρητος]], [[αξιοθαύμαστος]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ανειλικρινής]], [[δόλιος]] («ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εμφανής]], [[ευδιάκριτος]] [[γιατί]] έχει υποστεί [[αλλοίωση]], [[παραμόρφωση]]<br /><b>9.</b> (για λόγους και φράσεις) [[ψευδής]], [[εσφαλμένος]]<br /><b>10.</b> (για νομίσματα) [[κίβδηλος]]<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παράσημον]]<br />α) το [[παράσημο]] β) (σχετικά με λόγο) [[ιδιορρυθμία]] ύφους<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] [[παράσημος]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άσημος]], [[άδοξος]] (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασήμως</i> Α<br /><b>1.</b> εσφαλμένως, με λανθασμένο τρόπο<br /><b>2.</b> με [[παρασημασία]] («[[ἄμφω]] καλοῡσι κέρδους, πλὴν παρασήμως [[κέρδον]] ὀξύκερδον», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>σημος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο [[σημάδι]], αυτός που δεν [[είναι]] [[γνήσιος]], ο [[νόθος]], ο [[ψεύτικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σημειώνεται στο [[περιθώριο]]<br /><b>3.</b> αυτός που δείχνει, που φανερώνει [[κάτι]], [[ενδεικτικός]]<br /><b>4.</b> [[επίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος<br /><b>6.</b> [[αξιοπαρατήρητος]], [[αξιοθαύμαστος]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ανειλικρινής]], [[δόλιος]] («ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εμφανής]], [[ευδιάκριτος]] [[γιατί]] έχει υποστεί [[αλλοίωση]], [[παραμόρφωση]]<br /><b>9.</b> (για λόγους και φράσεις) [[ψευδής]], [[εσφαλμένος]]<br /><b>10.</b> (για νομίσματα) [[κίβδηλος]]<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παράσημον]]<br />α) το [[παράσημο]] β) (σχετικά με λόγο) [[ιδιορρυθμία]] ύφους<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] [[παράσημος]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άσημος]], [[άδοξος]] (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασήμως</i> Α<br /><b>1.</b> εσφαλμένως, με λανθασμένο τρόπο<br /><b>2.</b> με [[παρασημασία]] («[[ἄμφω]] καλοῡσι κέρδους, πλὴν παρασήμως [[κέρδον]] ὀξύκερδον», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>σημος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:50, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράσημος Medium diacritics: παράσημος Low diacritics: παράσημος Capitals: ΠΑΡΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: parásēmos Transliteration B: parasēmos Transliteration C: parasimos Beta Code: para/shmos

English (LSJ)

ον, (σῆμα)

   A marked amiss or falsely, counterfeit, esp. of money, D.24.213, Poll.3.86, Plu.2.65b : metaph., of men, Ar.Ach.518 ; δόξα π. E.Hipp.1114 (lyr.) ; π. ῥήτωρ D.18.242 ; δύναμις π. αἴνῳ power falsely stamped with praise, I. e. praised by a wrong standard, A.Ag.780 (lyr.).    2 of words and phrases, false, incorrect, AP11.144 (Cereal.) ; Ἀττικῶν παράσημος (leg. -σήμων) ἕν (sc. βιβλίον) Gal.Libr.Propr.17 ; τὸ π. eccentricity of style, Demetr.Eloc.208.    3 marked by the side, noted, Plu.2.1010d ; π. τινί marked, notorious for a thing, ib.823b, etc.; π. ἐπιτηδεύων τι remarked as studying it, Id.Brut.2 ; τὸ π. φεύγουσαι (of women) conspicuousness, Gal.12.439.    4 indicative, c. gen., τὸ π. ὄνομα τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας Plu.Cor.23.    II Adv. -μως with false accent, EM191.34.    2 with a distinguishing prefix, Thphr. HP3.12.3 codd.

German (Pape)

[Seite 498] 1) bezeichnet, ausgezeichnet, berühmt; δύναμιν οὐ σέβουσα πλούτου παράσημον, Aesch. Ag. 755; ὄνομα, Plut. Coriol. 23 u. öfter, wie a. Sp.; aber auch getadelt, Plut. Brut. 2; bei Cereal. 2 (XI, 144) bedeutet παράσημα λέγειν in seltenen, gesuchten, von den Grammatikern bemerkten Worten sprechen, s. Jacobs A. P. p. 684; vgl. Plut. Alex. 48, τῷ σολοίκῳ καὶ παρασήμῳ ἄνευ χαρίτων τὸ σεμνὸν μιμούμενος. – 2) falsch gestempelt, falsch gemünzt, νόμισμα, Dem. 24, 213 u. Sp.; übertr. sagt Ar. Ach. 493 ἀνδράρια παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα; übh. von schlechter Art, ῥήτωρ, Dem. 18, 242; unrühmlich, ehrlos, δόξα, Eur. Hipp. 1116. – So auch adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παράσημος: -ον, (σῆμα) σεσημασμένος διὰ ψευδοῦς σημείου, παρακεχαραγμένος, παραπεποιημένος, κίβδηλος, ἐπὶ νομισμάτων, Δημ. 766. 6, Πολυδ. Γ΄, 86, Πλούτ. 2. 65Α· - ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα ἄτιμα καὶ παράσημα Ἀριστοφ. Ἀχ. 518· πρβλ. παρακόπτω· οὕτω, δόξα παράσημος, ἄσημος, ἄδοξος, Εὐρ. Ἱππ. 1114· π. ῥήτωρ Δημ. 307. 26· δύναμις π. αἴνῳ, δύναμις κακῶς σεσημασμένη μὲ ἔπαινον, δηλ. ἐσφαλμένως ἐπαινουμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 780, ἔνθα ἴδε Blomf. 2) συχνάκις ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, ψευδής, ἐσφαλμένος, κίβδηλος, Ἀνθ. Π. 11. 114, κτλ. 3) πλαγίως σεσημασμένος, σεσημειωμένος, Πλούτ. 2. 101D· π. τινι, ἐπίσημος, γνωστός, περίφημος διά τι πρᾶγμα, αὐτόθι 823Β, κτλ.· τὴν Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς ἐνιαχοῦ παράσημός ἐστιν Πλουτ. Βροῦτ. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., παρασήμως, φαύλως, ἡμαρτημένως, ἐπισεσυρμένως φθεγγομένου καὶ παρασήμως, δηλ. παρὰ τοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 191, 34. 2) μετὰ ἐπιθέτου, ἄμφω καλοῦσι κέδρους, πλὴν παρασήμως κέδρον ὀξύκεδρον (ἔνθα νῦν: πλὴν παρασημασία κέδρου ὀξύκερδον) Θεοφρ. περὶ Φ. Ἱστ. 3. 12, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 marqué faussement, marqué d’un signe de mauvais aloi : παράσημον νόμισμα PLUT fausse monnaie ; p. anal. παράσημος δόξα EUR gloire illégitime, fausse gloire;
2 annoté ; étrange, extraordinaire en parl. de mots, de constructions, etc. ; qui se fait remarquer d’ord. en mauv. part : τινι par qch ; παράσημός ἐστιν avec un part. qui se fait remarquer par (l’affectation de, etc.).
Étymologie: παρά, σῆμα.

English (Strong)

from παρά and the base of σημαίνω; side-marked, i.e. labelled (with a badge (figure-head) of a ship): sign.

English (Thayer)

παράσημον (παρά (which see IV:2), and σῆμα (a mark))
1. marked falsely, spurious, counterfeit; as coin.
2. marked beside or on the margin; so of noteworthy words, which the reader of a book marks on the margin hence,
3. universally, noted, marked, conspicuous, remarkable (of persons, in a bad sense, notorious); marked with a sign: ἐν πλοίῳ παρασήμῳ Διοσκωυροις, in a ship marked with the image or figure of the Dioscuri, B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Castor and Pollux).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος
2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο
3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός
4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι
5. αξιόλογος, αξιοσημείωτος
6. αξιοπαρατήρητος, αξιοθαύμαστος
7. μτφ. (για πρόσ.) ανειλικρινής, δόλιος («ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα», Αριστοφ.)
8. εμφανής, ευδιάκριτος γιατί έχει υποστεί αλλοίωση, παραμόρφωση
9. (για λόγους και φράσεις) ψευδής, εσφαλμένος
10. (για νομίσματα) κίβδηλος
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράσημον
α) το παράσημο β) (σχετικά με λόγο) ιδιορρυθμία ύφους
12. φρ. «δόξα παράσημος»
(για πρόσ.) άσημος, άδοξος (Ευρ.).
επίρρ...
παρασήμως Α
1. εσφαλμένως, με λανθασμένο τρόπο
2. με παρασημασίαἄμφω καλοῡσι κέρδους, πλὴν παρασήμως κέρδον ὀξύκερδον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύ-σημος].

Greek Monotonic

παράσημος: -ον (σῆμα),·
I. 1. παραποιημένος, λανθασμένα χτυπημένος, χαραγμένος, πλαστογραφημένος, λέγεται για νόμισμα, σε Δημ.· μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, σε Αριστοφ.· ομοίως, παράσημος δόξα, σε Ευρ.· παράσημος αἴνῳ, αυτός που του έχει αποδοθεί εσφαλμένα έπαινος, δηλ. επαινούμενος από λάθος λόγο, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για λέξεις, εσφαλμένη, λανθασμένη, σε Ανθ.
II. διακεκριμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παράσημος:
1) помеченный сбоку, снабженный отметкой: πλοῖον παράσημον Διοσκούροις NT корабль с изображением Диоскуров;
2) особенный, необычный, редкий (ῥήματα Anth.): π. ἐπιτηδεύων τὴν Λακωνικὴν βραχυλογίαν Plut. особенно склонный к лаконизму;
3) прославленный, славный, знаменитый (ὄνομα Plut.);
4) снабженный неверным знаком, т. е. фальшивый, поддельный (νόμισμα Dem., Plut.);
5) дурной, негодный (ῥήτωρ Dem.; δόξα Eur.);
6) ложный, мнимый: π. αἴνῳ Aesch. ложно прославляемый.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράσημος -ον [παρά, σῆμα] gekenmerkt:. τήν... Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν... παράσημός ἐστιν hij valt op door zijn streven naar Laconische bondigheid Plut. Brut. 2.5; ἐν πλοίῳ... παρασήμῳ Διοσκούροις op een schip dat de Dioscuren als boegbeeld had NT Act. Ap. 28.11. met vals kenmerk, valselijk gekenmerkt, vals; overdr.: δύναμιν... παράσημον αἴνῳ macht, valselijk met lof overladen Aeschl. Ag. 779; ἀνδράρια... παράσημα valse kereltjes Aristoph. Ach. 518; παράσημος ῥήτωρ slecht redenaar Dem. 18.242. kenmerkend voor, tekenend voor, met gen.: τὸ παράσημον ὄνομα τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας de naam die tekenend is voor mijn vijandschap jegens jullie Plut. Cor. 23.5.

Middle Liddell

παρά-σημος, ον, σῆμα
I. marked amiss, falsely struck, counterfeit, of coin, Dem.; metaph. of men, Ar.; so, π. δόξα Eur.; παράσημος αἴνῳ falsely stamped with praise, i. e. praised by a wrong standard, Aesch.
2. of words, false, incorrect, Anth.
II. noted, Plut.