μεταλαμβάνω: Difference between revisions
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> принимать участие, участвовать, иметь (получать) долю (τῆς ληΐης Her.; καμάτου Pind.);<br /><b class="num">2)</b> получать (τῶν ἐπίπλων τὰ [[ἡμίσεα]] Her.; τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> брать: μ. или μ. λόγον Polyb. брать (после кого-л.) слово, выступать с ответом, отвечать; принимать (после кого-л.) (τὴν [[ἀρχήν]], τὴν στρατηγίαν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> тж. med. брать себе, принимать, присваивать (τῶν καρπῶν NT; med. οὐνόματός τινος Her.): φρονήματος μεταλαβεῖν Plut. стать разумным; μ. τὴν Ἑλληνικὴν κατασκευὴν τῶν ὅπλων Polyb. вводить у себя оружие греческого образца;<br /><b class="num">5)</b> вкушать (τροφῆς NT);<br /><b class="num">6)</b> менять (ἱμάτια Xen.; τὴν σκευήν Luc.; ἔθη Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> променивать, обменивать (μ. τὸν πόλεμον ἀντ᾽ εἰρήνης Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> (о времени) наступать (ἄμα τῷ μεταλαβεῖν τῆς νυκτός Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> лог. условно принимать, допускать: συλλογισμὸς πρὸς τὸ μεταλαμβανόμενον Arst. силлогизм, исходящий из допущения. | |elrutext='''μεταλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> принимать участие, участвовать, иметь (получать) долю (τῆς ληΐης Her.; καμάτου Pind.);<br /><b class="num">2)</b> получать (τῶν ἐπίπλων τὰ [[ἡμίσεα]] Her.; τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> брать: μ. или μ. λόγον Polyb. брать (после кого-л.) слово, выступать с ответом, отвечать; принимать (после кого-л.) (τὴν [[ἀρχήν]], τὴν στρατηγίαν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> тж. med. брать себе, принимать, присваивать (τῶν καρπῶν NT; med. οὐνόματός τινος Her.): φρονήματος μεταλαβεῖν Plut. стать разумным; μ. τὴν Ἑλληνικὴν κατασκευὴν τῶν ὅπλων Polyb. вводить у себя оружие греческого образца;<br /><b class="num">5)</b> вкушать (τροφῆς NT);<br /><b class="num">6)</b> менять (ἱμάτια Xen.; τὴν σκευήν Luc.; ἔθη Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> [[променивать]], [[обменивать]] (μ. τὸν πόλεμον ἀντ᾽ εἰρήνης Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> (о времени) наступать (ἄμα τῷ μεταλαβεῖν τῆς νυκτός Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> лог. условно принимать, допускать: συλλογισμὸς πρὸς τὸ μεταλαμβανόμενον Arst. силлогизм, исходящий из допущения. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:05, 19 August 2022
English (LSJ)
fut. -A λήψομαι Th.6.18:—have or get a share of, partake of, c. gen. rei, ληΐης, καμάτου, μιαρίας, Hdt.4.64, Pi.N.10.79, Antipho 3.3.12; ἀμείνονος μοίρας Pl.Phdr.248e; τροφῆς Act.Ap.2.46, etc.:—Med., μεταλαμβάνεσθαί τινος lay claim to, τοῦ οὐνόματος Hdt. 4.45. 2 with the part received added in acc., Ἄρεως μοῖραν μ. E. Ba.302; τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων Pl.Ap.36b, D.18.266, etc.; μ. τῶν τῆς ἀρετῆς μορίων οἱ μὲν ἄλλο οἱ δὲ ἄλλο Pl.Prt.329e. 3 c. acc. rei, ἢν μὴ μεταλάβῃ τοὐπίπεμπτον Ar.Fr.201; δικαστῶν τοσούτων οὐ δὲ διακοσίας ψήφους μ. And.1.17. 4 in Platonic Philos., c. gen. rei, participate in the universal, ἤτοι ὅλου τοῦ εἴδους ἢ μέρους μ. Pl.Prm. 131a. 5 c. gen. pers., have part in, share his society, X.Cyr.7.5.51; go shares with another, ὡς ἐμοῦ τι κεκλοφότος ζητεῖς μεταλαβεῖν Ar.Pl.370. 6 receive notice or information, Mitteis Chr.31 ii 2 (ii B. C.): c. acc. et inf., PTeb.40.7 (ii B. C.), LXX 2 Ma.4.21: c. acc. et part., μ. πολιορκοῦντά τινα ib.11.6; μ. διότι… Aristeas 316:—Pass., to be cited, = Lat. recitari, ἐκ διπτύχων SIG827 B 1 (Delph., ii A. D.). 7 understand, φωνάς Philostr. VA1.19. II receive in succession or afterwards, (χαλινόν) X.Eq.10.6; [ἱμάτιον] θάτερον Eup.159.6; πλοῦτον ἕτερον Philem.201; occupy a position left by the enemy, Plb.10.40.11, etc.; μ. τὴν ἀρχήν succeed to the government, Id.5.40.6, cf. PTeb.79.49 (ii B. C.); μ. τὸν λόγον take up the discourse, i. e. answer, Plb.18.2.2; μ. alone, Id.10.38.1, etc.; οἱ παρά τινος -λημψόμενοι his successors in title, PTeb.294.18 (ii A. D.), etc.; ἐκ διαδοχῆς μ. τὸ ἱερόν Stud.Pal.22.184.95 (ii A. D.). 2 abs., come after, come on, ἅμα τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός Plb.15.30.2. III take instead, take in exchange, substitute, πόλεμον ἀντ' εἰρήνης Th.1.120; ἄλλο ὄνομα ἀντὶ τῆς ἡδονῆς Pl.Prt.355c; διαναπαύσωμεν αὐτὸν μεταλαβόντες αὐτοῦ τὸν συγγυμναστήν; Id.Plt.257c; τὰ ὄργανα τἀλλήλων Id.R.434a, cf. b; μ. τὰ ἐπιτηδεύματα ἐς τὸ ὁμοῖον adopt new customs so as to resemble others, Th.6.18, cf. Pl.Prt.356d; ἱμάτια, ἐσθῆτας μ., X.Cyr.4.5.4, Plb.3.78.3; μ. παλτόν take another javelin, X.Eq.12.13: c. inf., ἀντὶ τοῦ αἰεὶ φυλάσσεσθαι… [τὸ] ἀντεπιβουλεῦσαι μ. Th.6.87. IV Pass., to be changed, Sor.2.9, Olymp. in Mete.36.19. 2 Medic., of humours, blood, to be transferred, conveyed, ὑπὸ δηχθέντος Ruf.Fr.118, cf. Sor.2.7. 3 Gramm., to be changed, altered, εἰς… A.D.Synt.107.2; also, of words, have their construction altered, εἰς… Id.Pron.15.11, al.; but μ. ἐκ… to be used in place of, Id.Synt.195.14, al. V take words in another sense, τὰ πράγματα τοῖς ὀνόμασι μ. Hld.9.9, cf. Them. in de An.18.35; parody, Ath.8.336f (Pass.). 2 translate, interpret, Ph.1.480 (Pass.). VI in the Logic of Arist., τὸ μεταλαμβανόμενον proposition substituted for the original thesis in hypothetical reasoning, APr.41a39.
German (Pape)
[Seite 148] (s. λαμβάνω), 1) Theil woran nehmen, c. gen., καμάτου, Pind. N. 10, 79, wie Ar. Plut. 370; vollständiger, Ἆρεως μοῖραν μεταλαβὼν ἔχει τινά, Eur. Bacch. 302, wie Her. τῶν ἐπίπλων τὰ ἡμίσεα μεταλαβεῖν, 6, 23; τῆς ληΐης, 4, 64; ἀμείνονος μοίρας, Plat. Phaedr. 248 e, öfter; auch ὅταν μὴ μέλιτός τι μεταλαμβάνῃ, Rep. VIII, 565 a; ἐὰν ὁ διώκων μὴ μεταλάβῃ τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων, Legg. XII, 948 d, öfter; Andoc. 1, 33 u. öfter bei den Oratt., ὀλίγας ψήφους, Dem. 59, 10; Sp. – Auch im med., τούτου μεταλαμβάνονται τοῦ ὀνόματος Λυδοί, Her. 4, 45, sie nehmen ihn für sich, eignen ihn sich zu. – 2) nach einem Andern nehmen, Xen. re equ. 10, 6, λόγον, nach einem Andern das Wort nehmen, antworten, Pol. 17, 2, 2. 29, 9, 1; auch ohne den Zusatz, antworten, 10, 38, 1 u. öfter; absol., ἅμα τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός, mit dem Eintreten der Nacht, 15, 30, 2; häufig auch τὴν ἀρχήν, τὴν στρατηγίαν, die Prätur nach Einem übernehmen, ihm im Amte folgen, 5, 40, 6. 4, 37, 7. – 3) anders nehmen, ändern, vertauschen, τὸν πόλεμον άντ' εἰρήνης, Thuc. 1, 120, vgl. 6, 87; ὃταν τὰ ἀλλήλων ὄργανα μεταλαμβάνωσι καὶ τὰς τιμάς, Plat. Rep. IV, 434 b; ἱμάτια, die Kleider wechseln, Xen. Cyr. 4, 5, 4, wie τὰς ἐσθῆτας, Pol. 3, 78, 3; τὴν σκευήν, Luc. Nigr. 24; auch ἔθη, Pol. 6, 25, 11, öfter; auch μετέλαβον τὴν Ἐλληνικὴν κατασκευὴν τῶν ὅπλων, sie änderten ihre Waffen u. nahmen die griechischen an, 6, 25, 8. – Auf eine andere Weise fassen, sagen, auslegen, Philostr.; bei Ath. VIII, 336 f = parodiren.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι· ― λαμβάνω μέρος ἔκ τινος, μετέχω τινός, μετὰ γεν. πράγμ., τῆς ληίης Ἡρόδ. 4. 64, Πινδ. Ν. 10. 148, Ἀντιφῶν 124. 2, κτλ.· ― Μέσ., μεταλαμβάνεσθαί τινος, ἀντιποιεῖσθαι, καὶ τούτου μὲν μεταλαμβάνονται τοῦ οὐνόματος Λυδοὶ φάμενοι ἐπὶ Ἀσίεω, ... κεκλῆσθαι τὴν Ἀσίην κτλ. Ἡρόδ. 4. 45. 2) ἐνίοτε προστίθεται τὸ λαμβανόμενον μέρος κατ’ αἰτιατ., μ. μοῖραν ἢ μέρος τινὸς Εὐρ. Βάκχ. 302, Δημ. 702. 7, κτλ.· ἢν μὴ μεταλάβῃ τοὐπίπεμπτον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 17· τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων Πλάτ. Ἀπολ. 36Β· μ. τῶν τῆς ἀρετῆς μορίων οἱ μὲν ἄλλο οἱ δὲ ἄλλο ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329Ε· ἐὰν μὴ μεταλάβῃ τὸ μέρος τῶν ψήφων, ἐὰν δὲν λάβῃ τὸ μερίδιόν του ἐκ τῶν ψήφων, (δηλ. τὸ ἓν τρίτον), Νόμ. παρὰ Δημ. 529, 25. πρβλ. 315. 17, Δείναρχ. 97. 4, κτλ.· πρβλ. μεταδίδωμι, μεταιτέω, μετέχω· ἐντεῦθεν καί, 3) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., δικαστῶν τοσούτων οὐδὲ διακοσίας ψήφους μ. Ἀνδοκ. 3. 29· μ. θἄτερον Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 1. 6· πλοῦτον Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 113· ― ἀλλὰ καὶ λέξεις ἔτι δηλοῦσαι τὸ μέρος ἐνίοτε διαμένουσι κατὰ γεν., ἤτοι ὅλου... ἢ μέρους μ. Πλάτ. Παρμ. 131Α, πρβλ. Φαῖδρ. 248Ε. 4) μετὰ γεν. προσ., ἔχω τι μετά τινος, ἀπολαύω τῆς συναναστροφῆς αὐτοῦ, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 51· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐπιλαμβάνομαί τινος, κατηγορῶ, ὡς ἐμοῦ τι κεκλοφότος ζητεῖς μεταλαβεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 370. ΙΙ. λαμβάνω κατόπιν ἢ μετὰ ταῦτα, Ξεν. Ἱππ. 10. 6· καταλαμβάνω θέσιν καταλειφθεῖσαν ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, Πολύβ. 10. 40, 11, κτλ.· μ. τὴν ἀρχήν, διαδέχομαι εἰς τὴν διοίκησιν, τὴν ἐξουσίαν, ὁ αὐτ. 5. 40, 6, κτλ.· μετ. τὸν λόγον, λαμβάνω τὸν λόγον, δηλ. ἀποκρίνομαι, ὁ αὐτ. 17. 2, 2· οὕτω, μετ., μόνον, ὁ αὐτ. 10. 38, 1, κτλ. 2) ἀπολ., ἔρχομαι κατόπιν, ἐπέρχομαι, ἐπὶ τῆς νυκτός, ὁ αὐτ. 15. 30, 2) ἔνθα καταλαβὼν εἶναι ἡ πιθ. γραφή). ΙΙΙ. λαμβάνω ἀντί τινος, ἀνταλλάσσω, λαμβάνω εἰς ἀντάλλαγμα, πόλεμον ἀντ’ εἰρήνης Θουκ. 1. 120, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 355C, Ε, Πολιτικ. 257C· μ. τὰ ἐπιτηδεύματα ἐς τὸ ὅμοιον, ἀποδέχομαι νέα ἔθιμα ὅπως ὁμοιωθῶ πρὸς ἄλλους, Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Πρωτ. 356D· ἱμάτια μ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4, πρβλ. Πολύβ. 3. 78, 3· μ. παλτόν, λαμβάνω ἕτερον ἀκόντιον, Ξεν. Ἱππ. 12, 13· μετ’ ἀπαρ., ἀντὶ τοῦ ἀεὶ φυλάσσεσθαι... [τὸ] ἀντεπιβουλεῦσαι μ. Θουκ. 8. 87· ― πρβλ. μεταβάλλω Β. Ι. 2) ἐναλλάσσω, ἀνταλλάσσω, τὰ ἀλλήλων ὄργανα Πλάτ. Πολ. 434Α, Β. IV. ἐκλαμβάνω λέξεις ὑπὸ ἄλλην σημασίαν, Λοβ. Ἀγλαόφ. 155· παρῳδῶ, Ἀθήν. 336F. 2) = ὑπολαμβάνω, Εἰρην. 584Β. 3) μανθάνω, πληροφοροῦμαι, Ἑβδ. (Β΄, Μακκ. Δ΄, 21, κτλ. 4) = μεταγράφω Ὠριγέν. ΙΙ, 141C, κτλ. 5) μεταφράζω εἰς ἄλλην γλῶσσαν, Φίλων Ι, 480, 39, Εὐσ. ΙΙ, 325Β, ΙΙΙ, 789Β. 6) ― Ἐκκλ., μεταλαμβάνω τῶν ἀχράντων μυστηρίων, Ἰουστίνου Ἀπολ. Ι, 65, Εἰρην. 1029Α, 1253Β, Βασίλ. IV, 485Α, Κύριλλ. Ἱεροσ. 1100Α, κλ. V. ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., τὸ μεταλαμβανόμενον εἶναι πρότασις μεταβαλλομένη ἀπὸ ὑποθετικῆς εἰς κατηγορικήν, δηλ. ὁριστικήν, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 23, 11· ἐντεῦθεν, συλλογισμοὶ κατὰ μετάληψιν, διὰ τοιαύτης ἐναλλαγῆς ἢ μεταβολῆς γινόμενοι, αὐτόθι 29. 6.
French (Bailly abrégé)
f. μεταλήψομαι, etc.
1 prendre ou recevoir sa part de, gén. ; avec l’acc. recevoir pour sa part : τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων PLAT obtenir la 5ᵉ partie des suffrages;
2 prendre ou recevoir après un autre;
3 prendre la place de, changer, échanger : ἱμάτιον XÉN changer de vêtement;
Moy. μεταλαμβάνομαι seul. prés. réclamer comme sien, revendiquer, gén..
Étymologie: μετά, λαμβάνω.
English (Slater)
μεταλαμβᾰνω
1 take a share (in) παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” (N. 10.79)
English (Strong)
from μετά and λαμβάνω; to participate; genitive case, to accept (and use): eat, have, be partaker, receive, take.
English (Thayer)
imperfect μετελάμβανον; 2nd aorist infinitive μεταλαβεῖν, participle μεταλαβών; (see μετά, III:1; from Pindar and Herodotus down); to be or to be made a partaker: genitive of the thing, τροφῆς, to partake of, take (some) food, προσλαβεῖν); with the accusative of the thing, to get, find (a whole): καιρόν, Krüger, § 47,15; cf. Winer's Grammar, § 30,8.
Greek Monolingual
(ΑM μεταλαμβάνω)
βλ. μεταλαβαίνω.
Greek Monotonic
μεταλαμβάνω: μελ. -λήψομαι,
I. 1. έχω ή λαμβάνω μερίδιο από κάτι, είμαι μέτοχος σε κάτι, με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., μεταλαμβάνεσθαί τινος, αποκτώ κυριότητα, εγείρω αξίωση, στον ίδ.
2. μερίδιο που λαμβάνεται, συμπληρώνεται πολλές φορές με αιτ., μεταλαμβάνω μοῖραν ή μέρος τινός, σε Ευρ. κ.λπ.· μεταλαμβάνω τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων, σε Πλάτ.
3. με γεν. προσ., μοιράζομαι τη συντροφιά του, σε Ξεν.· με αρνητική σημασία, θεωρώ κάποιον ένοχο, κατηγορώ, σε Αριστοφ.
II. ακολουθώ κάποιον, τον διαδέχομαι, με αιτ., σε Ξεν.
III. 1. παίρνω ως αντάλλαγμα, υποκαθιστώ, πόλεμον ἀντ' εἰρήνης, σε Θουκ.· μεταλαμβάνω τὰ ἐπιτηδεύματα, υιοθετώ νέες συνήθειες, στον ίδ.· ἱμάτια μεταλαμβάνω, σε Ξεν.
2. ανταλλάσσω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μεταλαμβάνω:
1) принимать участие, участвовать, иметь (получать) долю (τῆς ληΐης Her.; καμάτου Pind.);
2) получать (τῶν ἐπίπλων τὰ ἡμίσεα Her.; τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων Plat.);
3) брать: μ. или μ. λόγον Polyb. брать (после кого-л.) слово, выступать с ответом, отвечать; принимать (после кого-л.) (τὴν ἀρχήν, τὴν στρατηγίαν Polyb.);
4) тж. med. брать себе, принимать, присваивать (τῶν καρπῶν NT; med. οὐνόματός τινος Her.): φρονήματος μεταλαβεῖν Plut. стать разумным; μ. τὴν Ἑλληνικὴν κατασκευὴν τῶν ὅπλων Polyb. вводить у себя оружие греческого образца;
5) вкушать (τροφῆς NT);
6) менять (ἱμάτια Xen.; τὴν σκευήν Luc.; ἔθη Polyb.);
7) променивать, обменивать (μ. τὸν πόλεμον ἀντ᾽ εἰρήνης Thuc.);
8) (о времени) наступать (ἄμα τῷ μεταλαβεῖν τῆς νυκτός Polyb.);
9) лог. условно принимать, допускать: συλλογισμὸς πρὸς τὸ μεταλαμβανόμενον Arst. силлогизм, исходящий из допущения.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι
I. to have or get a share of, to partake of a thing, c. gen., Hdt., etc.:—Mid., μεταλαμβάνεσθαί τινος to get possession of, lay claim to, Hdt.
2. the part received is sometimes added in acc., μ. μοῖραν or μέρος τινός Eur., etc.; μ. τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων Plat.
3. c. gen. pers. to share his society, Xen.: in bad sense, to lay hold of, accuse, Ar.
II. to take after another, to succeed to, c. acc., Xen.
III. to take in exchange, substitute, πόλεμον ἀντ' εἰρήνης Thuc.; μ. τὰ ἐπιτηδεύματα to adopt new customs, Thuc.; ἱμάτια μ. Xen.
2. to interchange, Plat.
Chinese
原文音譯:metalamb£nw 姆他-藍巴挪
詞類次數:動詞(6)
原文字根:同-取得 向上
字義溯源:分享,接受,參與,得,得有,有分,取用,用;由(μετά)*=同)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(6);徒(3);提後(1);來(2)
譯字彙編:
1) 得(2) 提後2:6; 來6:7;
2) 有分於(1) 來12:10;
3) 取用(1) 徒27:33;
4) 得有(1) 徒24:25;
5) 用(1) 徒2:46