μετατίθημι: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετατίθημι:'''<br /><b class="num">1)</b> ставить между, помещать посреди, т. е. вносить, устраивать (τὁσον κέλαδον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> перемещать, переставлять, переносить (τι εἰς τὸ [[πρόσθεν]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> вносить изменения, (из)менять: μ. τὰς ἐπωνυμίας ἐπί τινος Her. переименовывать по имени чего-л.; μ. τι [[ἀντί]] τινος Dem. заменять что-л. чем-л.; μετατίθεσθαι τὴν γνώμην Her. изменять свое мнение;<br /><b class="num">4)</b> med. отменять (νόμους Xen.): μ. τὰ εἰρημένα Xen. взять обратно свои слова;<br /><b class="num">5)</b> превращать (τινὰ ἐς πτηνὴν φύσιν Anth.; med. τὸ κακὸν χέρδος Soph.);<br /><b class="num">6)</b> med. исправлять (τἡν ἄγνοιαν Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> med. примыкать к другой стороне, переходить (πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρησιν Polyb.; [[ἀπό]] τινος εἴς τι NT): ὁ μεταθέμενος Diog. L. изменивший свои (философские) взгляды, примкнувший к другой школе;<br /><b class="num">8)</b> [[прекращать]], [[оканчивать]] (τὸν βίον Diog. L.). | |elrutext='''μετατίθημι:'''<br /><b class="num">1)</b> ставить между, помещать посреди, т. е. вносить, устраивать (τὁσον κέλαδον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> перемещать, переставлять, переносить (τι εἰς τὸ [[πρόσθεν]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> вносить изменения, (из)менять: μ. τὰς ἐπωνυμίας ἐπί τινος Her. переименовывать по имени чего-л.; μ. τι [[ἀντί]] τινος Dem. заменять что-л. чем-л.; μετατίθεσθαι τὴν γνώμην Her. изменять свое мнение;<br /><b class="num">4)</b> med. отменять (νόμους Xen.): μ. τὰ εἰρημένα Xen. взять обратно свои слова;<br /><b class="num">5)</b> [[превращать]] (τινὰ ἐς πτηνὴν φύσιν Anth.; med. τὸ κακὸν χέρδος Soph.);<br /><b class="num">6)</b> med. исправлять (τἡν ἄγνοιαν Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> med. примыкать к другой стороне, переходить (πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρησιν Polyb.; [[ἀπό]] τινος εἴς τι NT): ὁ μεταθέμενος Diog. L. изменивший свои (философские) взгляды, примкнувший к другой школе;<br /><b class="num">8)</b> [[прекращать]], [[оканчивать]] (τὸν βίον Diog. L.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:55, 19 August 2022
English (LSJ)
fut. -θήσω:—Med., fut. -A θήσομαι D.19.341: I place among, τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκε (v.l. μεθέηκεν) then he would not have caused so much noise among us, Od.18.402. II place differently, 1 in local sense, transpose, change the place of, τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσθεν Pl.Smp.191b; εἰς βελτίω τόπον Id.Lg.903d; μ. τὰς θύρας PSI5.546.5 (iii B. C.); μετέθηκεν αὐτὸν (sc. τὸν Ἑνώχ) ὁ θεός LXX Ge.5.24:—Pass., Arist.Int.20b10; to be transferred, OGI338.20 (Pergam., ii B. C.), Act.Ap.7.16, etc. 2 in Logic, μ. τὸ συμπέρασμα alter a conclusion to its contrary, Arist.APr.59b1. 3 change, alter, of a treaty, μεταθεῖναι ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Foed. ap. Th.5.18; τὸ νυνδὴ ῥηθέν Pl.Plt.297e, cf. X.Mem.3.14.6; μ. τινὰ ἐς πτηνὴν φύσιν AP11.367 (Jul.); ἐπὶ ὑὸς τὰς ἐπωνυμίας μ. change their names and call them after swine, Hdt.5.68; substitute, προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μ. D.18.225, cf. Pl.Lg.683b (Pass.); correct, τοὺς ἠγνοηκότας Plb.1.67.5; but, pervert, μετέθηκεν αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ LXX 3 Ki.20(21).25. 4 Med., change what is one's own or for oneself, μ. τὰ εἰρημένα X.Mem.4.2.18; νόμους ib.4.4.14; τὴν δόξαν D.18.229; τὸν τρόπον Id.19.341; τοὔνομα Arist.Fr.549; ὀνόματα change the use of words, Epicur.Nat.95 G. (also in Act., Nat.28.5); [τὸ νόμισμα] Arist. Pol.1257b11: abs., change one's opinion, retract, Pl.R.345b, etc.; μεταθέσθω let him change his mind, Men.Pk.48; also in political sense, change sides, μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν Plb.24.9.6; Dionysius of Heraclea, who went over from the Stoics to the Cyrenaics, was called μεταθέμενος, turn-coat, D.L.7.37,166; μ. ἀπὸ τῶν πατρίων LXX 2 Ma.7.24; ἐξ ἀδικίας Corn.ND11. b τὴν γνώμην μετατίθεσθαι change to or adopt a new opinion, Hdt.7.18 (but τῆς γνώμης μ. change from... App.BC3.29); μετέθου λύσσαν ἄρτι σωφρονῶν thou hast changed to madness, E.Or.254; μ. τὸ ὄνομα τὸ νῦν ἀπὸ τῶν αἰγῶν adopted their present name, Paus.7.26.3. c μ. [τὸν φόβον] transfer one's fear, D.18.177; τῇ μισθαρνίᾳ ταῦτα μετατιθέμενος τὰ ὀνόματα transferring... ib.284. d c. inf., μ. ἀντὶ τοῦ ἀπλήστως… ἔχοντος βίου τὸν κοσμίως… ἔχοντα βίον ἑλέσθαι change one's mind and determine to choose... Pl.Grg.493c. e c. dupl. acc., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μ. turning their misdeeds into his gain, S.Ph.515 (lyr.). 5 Pass., to be changed, alter, μετετέθην εὐβουλίᾳ E.IA 388 (troch.); μ. ἐς Ῥωμαίους pass over, App.Hisp.17; μ. ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς are turned away from... Ep.Gal.1.6.
German (Pape)
[Seite 155] (s. τίθημι), 1) dazwischen stellen, bringen, τῷ κ' οὔτι τόσον κέλαδον μετέθηκεν, er hätte nicht so viel Lärm unter uns erregt, 18, 402. – 2) verfolgen, umstellen, umändern; pass., μετετέθην εὐβουλίᾳ, Eur. I. A. 388; μετατίθησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσθεν, Plat. Conv. 191 b, öfter; auch pass., ἀντὶ ποίων ποῖα μετατεθέντα εὐδαίμονα τὴν πόλιν ἀπεργάζοιτ' ἄν, Legg. III, 683 b; vgl. προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μεταθείς, Dem. 18, 225; versetzen, Xen. Mem. 3, 14, 6; μετατιθέναι τι ἐν τῇ λέξει, Arist. rhet. 1, 9; τῶν ὅλων οὐδέν τι μετέθηκαν, Pol. 1, 63, 2; πρὸς τὸ βέλτιον τοὺς ἁμαρτάνοντας, 5, 12, 3; auch τὰς πατρίδας ἀπό τινων πρὸς ἑτέρας συμμαχίας, 17, 13, 5, zu anderen Bündnissen verleiten; Sp., wie Luc. Charid. 19. – Med. für sich umsetzen, verändern, τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατιθέμενος, Soph. Phil. 511, wo der Schol. erkl. τὸ ἐκείνους λυποῦν τούτῳ κέρδος μεταποιῶν; ταχὺς μετέθου λύσσαν, Eur. Or. 254; σμικρὸν γάρ τι μετατίθεμαι, Plat. Theag. 122 c, wie Theaet. 197 b; τὴν γνώμην, Her. 7, 18; bes. auch seine Meinung ändern u. etwas Anderes behaupten, ἀλλὰ μεταθώμεθα Plat. Rep. I, 334 e, ὕστερον γὰρ ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταθέσθαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ Thuc. 8, 53, μετατίθεμαι τὰ εἰρημένα Xen. Mem. 4, 2, 18; νόμους, 4, 4, 14, τὴν ἄγνοιαν, seinen Irrthum wieder gut machen, Pol. 11, 25, 10; μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν, zur Partei der Römer übertreten, 26, 2, 6, vgl. 3, 111, 8; Luc. erkl. es durch ἐπανορθοῦν, Cynic. 18; – ὁ μεταθέμενος heißt der Philosoph, der von einer Sekte zur andern übergetreten ist, D. L. 7, 37. 166; Ath. VII, 281 d.
Greek (Liddell-Scott)
μετατίθημι: μέλλ. -θήσω· Ι. τίθημι ἔν τινι, τῷ κ’ οὔτι τόσον κέλαδον μετέθηκεν (διάφ. γραφ. μεθέηκεν), «ἤγουν οὐκ ἂν τοσοῦτον θόροβον ἐνῆκεν ἡμῖν» (Εὐστ.) Ὀδ. Σ. 402. ΙΙ. τίθημι διαφόρως, 1) ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, μεταθέτω, εἰς τὸ πρόσθεν Πλάτ. Συμπ. 191Β, C· εἰς βελτίω τόπον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 903C. - Παθ., Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 16, κ. ἀλλ.· ἐν τῇ λογικῇ, ἐπὶ προτάσεως, μετατίθεμαι ἤτοι μεταστρέφομαι (ὡς τὸ ἀντιστρέφω), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 45, 10. 2) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, ἐπὶ συνθηκῶν, Θουκ. 5. 18· τὸ νῦν ῥηθὲν Πλάτ. Πολιτ. 297Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6· μ. τινα ἐς πτηνὴν φύσιν Ἀνθ. Π. 11. 367· ἐπὶ γὰρ ὑός τε καὶ ὄνου τὰς ἐπωνυμίας μετατιθείς, μεταβαλὼν τὰς ἐπωνυμίας αὐτῶν (δηλ. τῶν φυλῶν) καὶ δοὺς αὐταῖς ὀνόματα παράγωγα ἐκ χοίρων καὶ ὄνων, οἷα εἶναι τὰ: Ὑᾶται, Ὀνεᾶται, Χοιρεᾶται, Ἡρόδ. 5. 68· μ. τι ἀντί τινος, θέτω τι εἰς τὴν θέσιν ἑτέρου, ἀντικαθιστῶ, Δημ. 303. 9, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 683Β· διορθώνω, ἐπανορθῶ, Πολύβ. 1. 67, 4. 3) Μέσ., μεταβάλλω ὅ,τι εἶναι ἐμὸν ἢ δι’ ἐμαυτόν, μ. τὰ εἰρημένα Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· τοὺς νόμους ὁ αὐτ. 4. 4, 14· τὴν δόξαν Δημ. 304. 3· τὸν τρόπον ὁ αὐτ. 450. 21. - ἀπολ., μεταβάλλω γνώμην, παλινῳδῶ, Πλάτ. Πολ. 345Β, κτλ.· ὁπόθεν Διονύσιος ὁ Ἡρακλεώτης ὁ ἀπὸ τῆς σχολῆς τῶν Στωϊκῶν μεταβὰς εἰς τὴν τῶν Κυρηναϊκῶν ἐκαλεῖτο ὁ μεταθέμενος, Διογ. Λ. 7. 37, 166. β) μετατίθεσθαι τὴν γνώμην, μεταπηδᾶν εἰς ἄλλην γνώμην, ἀποδέχεσθαι νέαν γνώμην, Ἡρόδ. 7. 18· (ἀλλὰ μ. τῆς γνώμης, ἀποχωρῶ ἔκ τινος γνώμης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 29, πρβλ. Διόδ. 16. 31) μετέθου λύσσαν, ἔχεις μεταβῆ εἰς μανίαν, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 248. μ. τὸ ὄνομα τὸ νῦν, ἀπεδέξαντο τὸ σημερινὸν ὄνομα αὐτῶν, Παυσ. 7. 26, 3· - ἀλλά, γ) μ. [τὸν φόβον], ἀπαλλάττομαι [τοῦ φόβου], μεταφέρω ἀλλαχόσε τὸν φόβον, Δημ. 287. 7· τῇ μισθαρνίᾳ ταῦτα μετατιθέμενος τὰ ὀνόματα, μεταφέρων..., ὁ αὐτ. 320. 12. δ) μετ’ ἀπαρεμφ., ἐάν πως οἷός τε ὦ πεῖσαι μεταθέσθαι ἀντὶ τοῦ ἀπλήστως... ἔχοντος βίου τὸν κοσμίως... ἔχοντα βίον ἑλέσθαι Πλάτ. Γοργ. 493C. ε) μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατιθέμενος, μεταβάλλων ἢ στρέφων τὰ κακὰ αὐτῶν σχέδια εἰς ὠφέλειαν αὐτοῦ, Σοφ. Φ. 515. 4) Παθ., μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, μετετέθην εὐβουλίᾳ Εὐρ. Ι. Λ. 388· μ. ἐς Ρωμαίους, μεταβαίνω πρὸς τὸ μέρος τῶν Ρωμαίων, Ἀππ. Ἰβηρ. 17· πρὸς τὴν τῶν Ρωμαίων αἵρεσιν Πολύβ. 26. 2, 6, κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. μεταθήσω, ao. μετέθηκα, ao.2 μετέθην, etc.
I. placer entre ou auprès ; apporter, acc.;
II. changer de place, càd :
1 mettre une chose à la place d’une autre ; échanger : τι ἀντί τινος une chose pour une autre;
2 fig. transformer, rendre meilleur ; Pass. être amélioré, avoir de meilleurs sentiments;
Moy. μετατίθεμαι;
1 changer, échanger : τὰ εἰρημένα XÉN répudier ou rétracter son langage ; τὴν γνώμην HDT changer d’avis, de résolution;
2 changer, transformer en gén. : νόμους XÉN des lois ; τὸ κακόν τινι κέρδος SOPH le mal en un gain pour qqn (« le malheur des uns fait le bonheur des autres »);
3 prendre en échange.
Étymologie: μετά, τίθημι.
English (Autenrieth)
aor. μετέθηκεν: cause among, Od. 18.402†.
English (Strong)
from μετά and τίθημι; to transfer, i.e. (literally) transport, (by implication) exchange, (reflexively) change sides, or (figuratively) pervert: carry over, change, remove, translate, turn.
English (Thayer)
(μετατρέπω) 2nd aorist passive imperative 3rd person singular μετατραπήτω; to turn about, figuratively, to transmute: WH text. From Homer down; but seems not to have been used in Attic (Liddell and Scott).]
Greek Monolingual
μετατίθημι (ΑΜ)
βλ. μεταθέτω.
Greek Monotonic
μετατίθημι: μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ μετ-έθηκα, αόρ. βʹ -έθην·
I. τοποθετώ ανάμεσα, τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκεν (άλλη γραφή μεθέηκεν), τότε δεν θα είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο ανάμεσά μας, σε Ομήρ. Οδ.
II. τοποθετώ διαφορετικά·
1. με τοπική σημασία, μεταφέρω, μεταθέτω, σε Πλάτ.
2. αλλάζω, τροποποιώ, λέγεται για συνθήκη, σε Θουκ., Ξεν.· μετατίθημι τὰς ἐπωνυμίας ἐπὶ ὑός, αλλάζω τα ονόματά τους και τους προσφωνώ με το όνομα του γουρουνιού, σε Ηρόδ.· μετατίθημί τι ἀντί τινος, τοποθετώ κάτι στη θέση ενός άλλου πράγματος, υποκαθιστώ, σε Δημ. 3. α) Μέσ., τροποποιώ ό,τι ανήκει σε μένα ή υπέρ εμού, τοὺς νόμους, σε Ξεν.· μετατίθεσθαι τὴν γνώμην, υιοθετώ μια νέα γνώμη, σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ., σε Πλάτ. β) μετατίθημι (τὸν φόβον), απαλλάσσω, μεταθέτω το φόβο μου, σε Δημ. γ) με διπλή αιτ., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατίθημι, μεταστρέφει τα ύπουλα σχέδιά τους σε κέρδος γι' αυτόν, σε Σοφ.
4. Παθ., μεταβάλλομαι, αλλάζω, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μετατίθημι:
1) ставить между, помещать посреди, т. е. вносить, устраивать (τὁσον κέλαδον Hom.);
2) перемещать, переставлять, переносить (τι εἰς τὸ πρόσθεν Plat.);
3) вносить изменения, (из)менять: μ. τὰς ἐπωνυμίας ἐπί τινος Her. переименовывать по имени чего-л.; μ. τι ἀντί τινος Dem. заменять что-л. чем-л.; μετατίθεσθαι τὴν γνώμην Her. изменять свое мнение;
4) med. отменять (νόμους Xen.): μ. τὰ εἰρημένα Xen. взять обратно свои слова;
5) превращать (τινὰ ἐς πτηνὴν φύσιν Anth.; med. τὸ κακὸν χέρδος Soph.);
6) med. исправлять (τἡν ἄγνοιαν Polyb.);
7) med. примыкать к другой стороне, переходить (πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρησιν Polyb.; ἀπό τινος εἴς τι NT): ὁ μεταθέμενος Diog. L. изменивший свои (философские) взгляды, примкнувший к другой школе;
8) прекращать, оканчивать (τὸν βίον Diog. L.).
Middle Liddell
fut. -θήσω aor1 μετ-έθηκα aor2 -έθην
I. to place among, τῷ κ' οὔτι τόσον κέλαδον μετέθηκεν (variant reading: μεθέηκεν) then he would not have caused so much noise among us, Od.
II. to place differently,
1. in local sense, to transpose, Plat.
2. to change, alter, of a treaty, Thuc., Xen.; μ. τὰς ἐπωνυμίας ἐπὶ ὑός to change their names and call them after swine, Hdt.; μ. τι ἀντί τινος to put one thing in place of another, substitute, Dem.
3. Mid. to change what is one's own or for oneself, τοὺς νόμους, Xen.; μετατίθεσθαι τὴν γνώμην to adopt a new opinion, Hdt.; so, absol., Plat.
b. μ. [τὸν φόβον] to get rid of, transfer one's fear, Dem.
c. c. dupl. acc., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μ. to alter their evil designs into gain for him, Soph.
4. Pass. to be changed, to alter, Eur.
Chinese
原文音譯:metat⋯qhmi 姆他-提帖米
詞類次數:動詞(6)
原文字根:(以後)-安置 相當於: (יָקַח / לָקַח / קָח) (שׂוּג)
字義溯源:遷移,引伸,更改,交換,接去,帶,繙譯,改換,辭退,變,離;由(μετά)*=同)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。參讀 (ἀλλάσσω)同義字參讀 (κινέω)同義字
同源字:1) (ἀμετάθετος)不改變的 2) (μετάθεσις)轉換 3) (μετατίθημι)遷移 4) (τίθημι)設立,安放
出現次數:總共(7);徒(1);加(1);來(3);雅(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 變(2) 雅4:9; 猶1:4;
2) 你們⋯離(1) 加1:6;
3) 接去了(1) 來11:5;
4) 被接去(1) 來11:5;
5) 已經更改(1) 來7:12;
6) 被帶(1) 徒7:16