εὐήθης: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐήθης:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εὐήθης:'''<br /><b class="num">1</b> [[прямодушный]], [[добросердечный]], [[простодушный]], [[прямой]] (ποιηταί Arst.): τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων Lys. одно свойственно людям более (или менее) бесхитростным, другое же - отъявленным плутам;<br /><b class="num">2</b> [[простоватый]], [[наивный]], [[бестолковый]], [[нелепый]] ([[μῦθος]] Her.; [[λόγος]] Plat.; τὸ τῶν προβάτων [[γένος]] Arst.; μηχανᾶσθαι [[πρῆγμα]] εὐηθέστατον Her.; εὐήθη τινὰ ἀποδεικνύναι Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:05, 25 November 2022
English (LSJ)
ες, (ἦθος) A good-hearted, simple-minded, guileless, Pl.R.349b; of swans, Arist.HA615a33; -έστεροι, opp. πανουργότατοι, Lys.3.44; τὸ εὔηθες, = εὐήθεια, Th.3.83. b of a courtesan, of easy virtue, Archil.19. 2 in bad sense, simple, silly, πρῆγμα εὐηθέστατον Hdt.1.60; μῦθος, λόγος, Id.2.45, Pl.Lg.818b (Sup.); ἥψατο πρῶτον τοῦ-εστάτου attacked the silliest argument first, Arist.Rh.1418b23; κακοήθης δ' ὢν τοῦτο παντελῶς εὔηθες ᾠήθης D.18.11; τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔ. Arist.HA610b23: as substantive, simpleton, X.HG2.3.16; εὔηθές [ἐστι] c. inf., it is simple, foolish, absurd, Arist. Metaph.1062b34, cf. Democr.67; λίαν εὔ. Arist.APo.88b17. 3 metaph., of wounds or illnesses, mild, easily treated, opp. κακοήθης (malignant), Hp.VM8: Comp., Id.Prorrh.1.98: Sup., Id.Prog. 20. b [τρώματα] ἐν χωρίοισι εἶναι εὐήθεσι… φαινόμενα innocent (not dangerous), Id.Prorrh.2.12; cf.εὐχερής 111.2. II Adv.-θως, ἔχω Pl.Phd.100d, cf.Arist.Metaph.1024b32: Comp.-έστερα, τοῦ δέοντος Pl.Plt.276e: Sup. -έστατα E.Andr.625 (εὐήθης and -εια discussed by Gal.18(2).236-8).
German (Pape)
[Seite 1066] ες, von gutem Charakter, gutmüthig, treuherzig, einfältig, ursprünglich im guten Sinne, Plat. Alc. II, 140 c; καὶ ἀστεῖος Rep. I, 349 b; vgl. Thuc. 3, 83 τὸ εὔηθες, οὗ τὸ γενναῖον πλεῖστον μετέχει; aber gew. (obwohl Moeris diesen Gebrauch für hellenistisch erkl.) mit leichterm oder stärkerm Tadel, wie alle diese Wörter auch bei uns gebraucht werden, πρῆγμα εὐηθέστατον Her. 1, 160; Eur. Hel. 747; gew. bei Plat. u. Folgdn. – Von Fieber und Wunden, gutartig, Medic. – Adv., τοῦτο δὲ ἁπλῶς καὶ ἀτέχνως καὶ ἴσως εὐήθως ἔχω παρ' ἐμαυτῷ Plat. Phaed. 100 d; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
d'un caractère simple, honnête, bon :
1 en b. part τὸ εὔηθες THC la simplicité, la bonté;
2 en mauv. part naïf, simple, sot.
Étymologie: εὖ, ἦθος.
Russian (Dvoretsky)
εὐήθης:
1 прямодушный, добросердечный, простодушный, прямой (ποιηταί Arst.): τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων Lys. одно свойственно людям более (или менее) бесхитростным, другое же - отъявленным плутам;
2 простоватый, наивный, бестолковый, нелепый (μῦθος Her.; λόγος Plat.; τὸ τῶν προβάτων γένος Arst.; μηχανᾶσθαι πρῆγμα εὐηθέστατον Her.; εὐήθη τινὰ ἀποδεικνύναι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐήθης: -ες, (ἦθος) ἔχων καλὸν ἦθος, ἀγαθὸς τὴν καρδίαν, ἀγαθός, ἁπλοῦς, ἄδολος, Πλάτ. Πολ. 348Β· ἀντίθετον τῷ πανοῦργος, Λυσ. 100. 17· τὸ εὔηθες = εὐήθεια, Θουκ. 3. 83· τὸ εὐηθέστατον Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 15· ἐπὶ πόρνης, ἡ παραλελυμένα ἔχουσα τὰ ἤθη, Ἀρχίλ. 17. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἁπλοϊκός, ἀνόητος, μωρός, βλάξ, «κουτὸς» (πρβλ. τὸ ἀρχ. Ἀγγλ. seely πρὸς τὸ Ἀγγλο - Σαξον. sœlis, Γερμ. selis, μακάριος), πρῆγμα εὐηθέστατον Ἡρόδ. 1. 60· μῦθος, λόγος, αἰτία, ὁ αὐτ. 2. 45, Πλάτ. Νόμ. 818Β, κ. ἀλλ.· κακοήθης δ’ ὤν τοῦτο παντελῶς εὔηθες ᾠήθης Δημ. 228. 26· τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 2· ὡς οὐσιαστ., ἠλίθιος ἄνθρωπος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 16, πρβλ. Buhnk. Τίμ. σ. 132· εὔηθές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι ἀνοησία, μωρία, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10, 6, 5, κ. ἀλλ.· λίαν, κομιδῇ εὔηθες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 32. 4, Ἀποσπ. 202. 3) μεταφ. ἐπὶ πληγῶν ἢ νόσων, ἐλαφρός, εὐκολοθεράπευτος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακοήθης (δύσκολος, δυσθεράπευτος,), Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, Προγν. 43. ΙΙ. Ἐπιρρ. -θως, Πλάτ. Φαίδων 100D: - Συγκρ., -έστερα, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 276Ε· Ὑπερθ., -έστατα, Εὐρ. Ἀνδρ. 625.
Greek Monolingual
εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες)
υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο πανούργων, Λυσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔηθες
αγαθό ήθος, απλότητα, εντιμότητα
αρχ.
1. (για γυναίκα) (ευφημ.) «καλόψυχη», πόρνη
2. (για νόσο ή τραύμα) ευκολοθεράπευτος
3. φρ. «εὔηθές ἔστι» — είναι ανοησία.
επίρρ...
εὐήθως (Α)
με υπερβολική αφέλεια, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήθης (< ήθος), πρβλ. καλοήθης, συνήθης. Πρόκειται για ευφημισμό (ευ-ήθης = «με καλό χαρακτήρα») αντί του βλαξ («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. αγαθός και αγαθιάρης (συνδυασμός του ευφημιστικού θέματος αγαθ- με τη μειωτικής σημασίας κατάληξη -ιάρης
πρβλ. κιτρινιάρης, κλαψιάρης, κουλτουριάρης)].
Greek Monotonic
εὐήθης: -ες (ἦθος),·
I. 1. καλόκαρδος, καλόψυχος, ανοιχτόκαρδος, αγαθός, άδολος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος, σε Πλάτ.· τὸ εὔηθες = εὐήθεια, σε Θουκ.
2. με αρνητική σημασία, απλοϊκός, ανόητος, μωρός, κουτός, σε Ηρόδ., Αττ.· ως ουσ., χαζός, κορόιδο, κουτορνίθι, ηλίθιος, άνθρωπος, σε Ξεν.
II. επίρρ. -θως, σε Πλάτ.· συγκρ. -έστερα, στον ίδ.· υπερθ. -έστατα, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὐ-ήθης, ες ἦθος
I. good-hearted, open-hearted, simpleminded, guileless, Plat.; τὸ εὔηθες = εὐήθεια, Thuc.
2. in bad sense, simple, silly, Hdt., attic: —as substantive a simpleton, Xen.
II. adv. -θως, Plat.:—comp. -έστερα, Plat.; Sup. -έστατα, Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει καλό ἦθος, ἀγαθιάρης, ἀνόητος). Ἀπό τό εὖ + ἦθος.
Παράγωγα: εὐήθεια (=ἁπλοϊκότητα, ἀνοησία), εὐηθία, εὐηθίζομαι (=φέρνομαι ἀνίκητα), εὐηθικός, εὐήθως.