ἀξίωμα: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
mNo edit summary |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=τό [[petición]] παρακαλῶ σε, νεκύδαιμον ... ἀκοῦσαι τοῦ ἐμοῦ ἀξιώματος <b class="b3">te suplico, demon de muerto, que escuches mi petición</b> P LI 5 | |esmgtx=τό [[petición]] παρακαλῶ σε, νεκύδαιμον ... ἀκοῦσαι τοῦ ἐμοῦ ἀξιώματος <b class="b3">te suplico, demon de muerto, que escuches mi petición</b> P LI 5 | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[decision]]=== | |||
Arabic: قَرَار, تَصْمِيم; Egyptian Arabic: حكم; Hijazi Arabic: قرار; Armenian: որոշում; Azerbaijani: qərar; Basque: erabaki; Belarusian: рашэнне; Bulgarian: решение; Catalan: decisió; Chinese Cantonese: 決定; Mandarin: 決定, 决定; Czech: rozhodnutí; Danish: beslutning; Dutch: [[beslissing]], [[besluit]]; Esperanto: decido; Finnish: päätös; French: [[décision]]; Georgian: გადაწყვეტილება; German: [[Entscheidung]], [[Beschluss]]; Greek: [[απόφαση]]; Ancient Greek: [[αἶσα]], [[ἀξίωμα]], [[ἀπόκρισις]], [[ἀπόφασις]], [[βούλευμα]], [[βούλημα]], [[βούλησις]], [[βουλιτία]], [[βραβεία]], [[βράβευμα]], [[γνώμη]], [[γνῶσις]], [[δέκρητον]], [[διαβούλιον]], [[διαγνώμη]], [[διαγνωρισμός]], [[διάγνωσις]], [[διαδικασία]], [[διάκρισις]], [[διάληψις]], [[διάλημψις]], [[διόρισις]], [[δόγμα]], [[δόκημα]], [[δόκησις]], [[ἔγκρισις]], [[ἐκδικία]], [[ἐπίγνωσις]], [[θελημοσύνη]], [[κρίμα]], [[κρῖμα]], [[κρίσις]], [[ὅρος]], [[ψήφισμα]], [[ϝαδά]]; Hebrew: הַחְלָטָה; Hindi: निर्णय, फ़ैसला; Hungarian: döntés; Icelandic: ákvörðun; Irish: cinneadh; Italian: [[decisione]]; Japanese: 決定, 決断; Kazakh: шешім; Khmer: សម្រេច, សាលក្រម, ការសម្រេចចិត្ត; Korean: 결정; Kurdish Central Kurdish: بڕیار; Latin: [[consultum]], [[decretum]]; Latvian: lēmums, apņemšanās; Lezgi: къарар; Lithuanian: sprendimas, nutarimas; Macedonian: одлука; Malay: keputusan; Maltese: deċiżjoni; Maori: tatūnga; Middle French: decision; Mizo: thutlûkna; Mongolian: шийдвэр; Ngazidja Comorian: âzma; Norwegian Bokmål: beslutning; Occitan: decision; Oromo: murtii; Papiamentu: desishon; Persian: تصمیم; Polish: decyzja; Portuguese: [[decisão]]; Romanian: decizie, hotărâre; Russian: [[решение]], [[урегулирование]]; Serbo-Croatian Cyrillic: одлука, решење; Roman: odluka, rešenje, rješenje; Slovak: rozhodnutie; Slovene: odločitev; Sorbian Lower Sorbian: rozsud; Spanish: [[decisión]]; Swedish: beslut; Tabasaran: къарар; Ukrainian: рі́шення, вирішення; Vietnamese: quyết định; Zazaki: qerar, hıkum | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 17 February 2023
English (LSJ)
ατος, τό, A that of which one is thought worthy, an honour, γάμων . . ἀξίωμ' ἐδέξατο E.Ion62; οἳ τὰς πόλεις ἔχουσι κἀξιώματα ib. 605; κοινῆς τραπέζης ἀ. ἔχειν Id.Or.9; τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα = the dignity of the city's representative, D.18.149. 2 honour, reputation, E.Supp. 424, Th.2.65, etc.; ὢν ἐν ἀξιώματι ὑπὸ τῶν ἀστῶν Id.6.15; τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀ. D.59.113: c. gen. objecti, ἀξίωμα ἔχειν ἀρετῆς = claim on ground of merit, Arist.Pol.1281b25. 3 rank, position, ἀξιώματος ἀφάνεια Th.2.37; γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Isoc.19.7. 4 of things, worth, quality, οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι = not in numbers but in quality Th.5.8. 5 concrete, things of dignity, Philostr.VS2.5.4. II that which is thought fit, decision, decree, δαιμόνων S.OC1452, cf. 1459; τὰ τῶν προγόνων ἀ. D.18.210; ἀ. κενὰ καὶ νομοθεσίαι Epicur.Ep.2p.36U. 2 in science, that which is assumed as the basis of demonstration, self-evident principle, Arist.Metaph.997a7, 1005b33, APo.72a17, Polystr. p.16 W.:—Math., axiom, Arist.Metaph.1005a20, etc.; philosophical doctrine, τὸ Ζήνωνος ἀξίωμα ib.1001b7, cf. Xen.979b22; logical proposition, Chrysipp.Stoic.2.53,63, etc. 3 request, petition, ἱκετικὸν ἀξίωμα BGU1053ii7 (i B. C.), cf. Plu.2.633c.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I como transf. de ἀξιόω
1 reputación, prestigio c. gen. subj. o abs. ἀ. τἀνδρός E.IA 101, ὅταν πονηρὸς ἀξίωμ' ἀνὴρ ἔχῃ E.Supp.424, de Pericles, Th.2.65, ἀξιώματος ἀφάνεια Th.2.37, ὢν ἐν ἀξιώματι Th.6.15, φιλοσοφίας τὸ ἀ. Pl.R.495d, ἀποστερεῖν ... ἀξιώματος X.Cyr.5.5.34, τὸ τῆς πόλεως ἀ. el prestigio de la ciudad (Atenas), D.18.149, Plb.9.28.5, ἀ. ἀρετῆς fama de virtud Arist.Pol.1281b25
•honor, dignidad ἀ. προγόνων Gorg.B 11a.19, γυναικῶν ἀ. D.59.113, como trad. de lat. auctoritas, Mon.Anc.Gr.18.7, ἀ. προγονικόν Luc.Salt.79, cf. Plu.2.139b, 477a, D.C.53.15.5, Plb.25.3.5.
2 calidad, valor de tropas νομίζων ὑποδεεστέρους εἶναι, οὐ τῷ πλήθει ... ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι Th.5.8, en gener. ἀ. ἐπαγγελίας Θεοῦ Origenes Princ.4.3.6 (p.333.5).
3 c. gen. obj. o abs. cosa de la que se es considerado digno, honor γάμων Κρεούσης ἀξίωμ' ἐδέξατο E.Io 62, οἳ τὰς πόλεις ἔχουσι κἀξιώματα los que dominan las ciudades y los cargos E.Io 605, κοινῆς τραπέζης ἀ. ἔχων E.Or.9, cf. Pl.Smp.220e
•privilegio, dignidad γένει δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Isoc.19.7, τὸ ἀ. τῆς ὑποσχέσεως Luc.Pisc.31
•rango ἀ. ... ἱππικὸν ἔχων Plu.Pomp.23, στρατηγικὸν ἀ. D.C.60.8.3, cf. Plu.Flam.19, οἱ κατ' ἀξίωμα κληροῦχοι los que son clerucos en cuanto al rango, PTeb.124.34 (I a.C.), de los senadores, Iust.Phil.Apol.1.1
•οἱ ἐν ἀξιώματι los dignatarios Paus.4.5.4
•plu. τὰ ἀξιώματα cosas dignas de ser vistas Philostr.VS 576.
II como transf. de ἀξιόω II:
1 decisión, decreto ἀ. δαιμόνων S.OC 1452, τὰ τῶν προγόνων ἀ. D.18.210, ἀ. κενὰ καὶ νομοθεσίας Epicur.Ep.[3] 86, δώσει μετὰ ἀξιώματος pagará de acuerdo con la decisión (de los jueces), LXX Ex.21.22.
2 cien. y fil. axioma Arist.Metaph.997a7, 1005b33, APr.72a17, Polystr.17.27, τὸ Ζήνωνος ἀ. Arist.Metaph.1001b7, τὰ τοῦ Μελίσσου ἀ. Arist.Xen.979b22
•lóg. proposición aseverativa οὔτ' ἄρα κατηγορήματα οὔτ' ἀξιώματά ἐστιν παρεληλυθότα Chrysipp.Stoic.2.99, cf. 53, 63
•gram. enunciado, oración Plu.2.1011e, D.L.7.63, 66
3 demanda, petición τί δ' ἐστὶ τἀξίωμ' ἐφ' ᾧ καλεῖς; S.OC 1459, μὴ λάβῃ τὸ ἀ. PPetr.3.25.55 (III a.C.), ἱκετικὸν ἀ. súplica, BGU 1053.2.7 (I d.C.), τὸ ἀ. μου LXX Es.5.7, cf. Plu.2.633c.
German (Pape)
[Seite 271] τό, 1) die Würdigung; Würde, Ansehen, φιλοσοφίας Plat. Rep. VI, 495 d; Conv. 220 d; vgl. Eur. Suppl. 490; Plut. Num. 2; εἶναι ἐν ἀξιώματι ὑπό τινος. bei Jem. in Achtung stehen, Thuc. 1, 130. 6, 15; οἱ ἐν ἀξιώματι, die Angesehenen, Arist., Plut.; εἰς ἀξ. καθιστἀναι τινά, zu Ansehen bringen, Plut. Sol. 4. – 2) Verlangen, Forderung, Soph. O.C. 1451; Bittschrift, Plut. Symp. 2, 1, 9. – 3) Bei den Philosophen ein ohne Beweis als wahr angenommener Satz, Cic.; Plut.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. prix, valeur, qualité;
II. ce dont on a été jugé digne, d'où
1 considération, estime;
2 marque de considération, honneur;
3 haut rang, dignité;
III. ce qu'on juge convenable, ce qui paraît juste, d'où
1 résolution, volonté;
2 requête, demande;
3 proposition.
Étymologie: ἀξιόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀξίωμα: ατος τό
1 ценность, (высокое) качество (οὐ τὸ πλῆθος, ἀλλὰ τὸ ἀ. Thuc.);
2 почет, честь, уважение (ἀ. ἔχων ἀνήρ Eur.): ἄκυρον ποιεῖν τὸ ἀ. τινος Xen. поколебать чей-л. авторитет; οἱ ἐν ἀξιώματι Thuc., Plut. уважаемые лица;
3 слава, репутация (ἀ. ἔχοντες ἀρετῆς Arst.; τῆς νίκης Plut.);
4 положение, звание, пост, ранг (ἀ. βασιλικὸν ἔχειν Plut.);
5 намерение, решение (δαιμόνων Soph.; τὰ τῶν προγόνων ἀξιώματα Dem.);
6 предписание, требование (ἀ. μεγάλοις γράμμασι γεγραμμένον Plut.);
7 утверждение, положение (κατὰ τὸ Ζήνωνος ἀ. Arst.);
8 основное положение, самоочевидный принцип, аксиома (τὰ ἐν τοῖς μαθήμασι ἀξιώματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀξίωμα: -ατος, τό, (ἀξιόω) ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου τις θεωρεῖται ἄξιος, τιμή, γάμων… ἀξίωμ’ ἐδέξατο Εὐρ. Ἴων 62· ἐς ἀξ. βαίνειν αὐτόθι 605· κοινῆς τραπέζης ἀξ. ἔχειν ὁ αὐτ. Ὀρ. 9· τὸ τῆς πόλεως ἀξ., τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀντιπροσωπεύοντος τὴν πόλιν, Δημ. 277. 4. 2) τιμή, φήμη, μεγάλη ὑπόληψις, διακεκριμένος χαρακτήρ, Λατ. dignitas, Εὐρ. Ἱκ. 424, Θουκ. 2. 34, 65, κτλ. εἶναι ἐν ἀξιώματι ὑπὸ ἀστῶν ὁ αὐτ. 6. 15· τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξ. Δημ. 1384. 3: ― μετὰ γεν. ἀντικειμεν., ἀξ. ἔχειν ἀρετῆς, φήμην δι’ ἀρετήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 6. 3) τάξις, θέσις, ἀξιώματος ἀφάνεια Θουκ. 2. 27· γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Ἰσοκρ. 385Ε: ― ἐπὶ πραγμάτων, ἀξία, ποιότης, οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι Θουκ. 5. 8. ΙΙ. ὅ,τι νομίζεται κατάλληλον, ἀπόφασις, σκοπός, δαιμόνων Σοφ. Ο. Κ. 1452, πρβλ. 1459· τὰ τῶν προγόνων ἀξ. Δημ. 298. 4. 2) ἐν τῇ ἐπιστήμῃ, ὅ,τι παραλαμβάνεται ὡς βάσις τῆς ἀποδείξεως, ἤτοι αὐταπόδεικτός τις ἀρχή, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 15, Ἀν. Ὕστ. 1. 3, 7, κ. ἀλλ.: ― ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, αὐταπόδεικτον θεώρημα, ἀξίωμα, ὡς καὶ νῦν, αὐτόθι 1. 10, 4, Μεταφ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ. 3) ἀπαίτησις, αἴτησις, Πλούτ. 2. 633C.
Greek Monolingual
το (AM ἀξίωμα) αξιώ
1. ανώτερη θέση, βαθμός
2. (Λογ. -Μαθ.) αυταπόδεικτη αρχή, ό,τι λαμβάνεται ως βάση απόδειξης
αρχ.
1. φήμη, υπόληψη
«τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξίωμα» (Δημοσθ.), «ἀξίωμα ἔχειν ἀρετῆς» — φήμη για την αρετή του (Αριστοτ.)
2. αξία, ποιότητα
«οὑ τῷ πλήθει ἀλλά τῷ ἀξιώματι» — όχι ως προς τον αριθμό αλλά ως προς την αξία (Θουκ.)
3. απόφαση («τὰ τῶν προγόνων ἀξιώματα», Δημοσθ.)
4. τιμή, αυτό για το οποίο θεωρείται άξιος κάποιος («τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα» — η τιμή του να αντιπροσωπεύει την πόλη, Δημοσθ.)
5. απαίτηση, αίτηση
6. θεωρία, φιλοσοφική άποψη («τὸ τοῦ Ζήνωνος ἀξίωμα», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ἀξίωμα: -ατος, τό (ἀξιόω),
I. 1. αυτό για το οποίο κάποιος θεωρείται άξιος, τιμή, σε Ευρ.· γάμων ἀξ., τιμή γάμου, στον ίδ.
2. τιμή, εκτίμηση, φήμη, Λατ. dignitas, σε Ευρ., Θουκ.
3. τάξη, θέση, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, αξία, ποιότητα, στον ίδ.
II. 1. αυτό που θεωρείται κατάλληλο, σκέψη, απόφαση, σκοπός, επιδίωξη, σε Σοφ., Δημ.
2. στα Μαθηματικά, αυταπόδεικτο θεώρημα, αξίωμα, σε Αριστ.
Middle Liddell
ἀξιόω
I. that of which one is thought worthy, an honour, Eur.; γάμων ἀξ. honour of marriage, Eur.
2. honour, reputation, Lat. dignitas, Eur., Thuc.
3. rank, position, Thuc.:—of things, worth, quality, Thuc.
II. that which is thought fit, a decision, purpose, Soph., Dem.
2. in Mathematics, a self evident theorem, an axiom, Arist.
English (Woodhouse)
celebrity, condition, distinction, eminence, estimation, fame, high rank, honor, honour, importance, intention, position, purpose, rank, reputation, station, a self-evident proposition, good name, high position, what is said of one, what is thought of one
Léxico de magia
τό petición παρακαλῶ σε, νεκύδαιμον ... ἀκοῦσαι τοῦ ἐμοῦ ἀξιώματος te suplico, demon de muerto, que escuches mi petición P LI 5
Translations
decision
Arabic: قَرَار, تَصْمِيم; Egyptian Arabic: حكم; Hijazi Arabic: قرار; Armenian: որոշում; Azerbaijani: qərar; Basque: erabaki; Belarusian: рашэнне; Bulgarian: решение; Catalan: decisió; Chinese Cantonese: 決定; Mandarin: 決定, 决定; Czech: rozhodnutí; Danish: beslutning; Dutch: beslissing, besluit; Esperanto: decido; Finnish: päätös; French: décision; Georgian: გადაწყვეტილება; German: Entscheidung, Beschluss; Greek: απόφαση; Ancient Greek: αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, ψήφισμα, ϝαδά; Hebrew: הַחְלָטָה; Hindi: निर्णय, फ़ैसला; Hungarian: döntés; Icelandic: ákvörðun; Irish: cinneadh; Italian: decisione; Japanese: 決定, 決断; Kazakh: шешім; Khmer: សម្រេច, សាលក្រម, ការសម្រេចចិត្ត; Korean: 결정; Kurdish Central Kurdish: بڕیار; Latin: consultum, decretum; Latvian: lēmums, apņemšanās; Lezgi: къарар; Lithuanian: sprendimas, nutarimas; Macedonian: одлука; Malay: keputusan; Maltese: deċiżjoni; Maori: tatūnga; Middle French: decision; Mizo: thutlûkna; Mongolian: шийдвэр; Ngazidja Comorian: âzma; Norwegian Bokmål: beslutning; Occitan: decision; Oromo: murtii; Papiamentu: desishon; Persian: تصمیم; Polish: decyzja; Portuguese: decisão; Romanian: decizie, hotărâre; Russian: решение, урегулирование; Serbo-Croatian Cyrillic: одлука, решење; Roman: odluka, rešenje, rješenje; Slovak: rozhodnutie; Slovene: odločitev; Sorbian Lower Sorbian: rozsud; Spanish: decisión; Swedish: beslut; Tabasaran: къарар; Ukrainian: рі́шення, вирішення; Vietnamese: quyết định; Zazaki: qerar, hıkum