σχοῖνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ὁ, bei Sp., etwa von Theophr. an auch ἡ, die [[Binse]], Schmeele; auch ein mit Binsen bewachsener Ort, ein Binsicht, ὁ δ' ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίθη, Od. 5, 463; Pind. Ol. 6, 54; σχοίνων [[στιβάς]], Ar. Plut. 541; – ὁ u. ἡ, alles aus Binsen Geflochtene, bes. Strick, Seil, auch Körbe u. Matten, die aus Binsen geflochten zu werden pflegten, und übh. Strick, auch wenn er nicht aus Binsen geflochten ist; Her. 1, 66. 5, 16, wo er zum Messen gebraucht wird; διετείνατο οἷον σχοίνους, Plat. Tim. 78 b; die Gurte einer Bettstelle, Agath. 8 (V, 294). – In Griechenland ein Landmaß, nach dem man erobertes Land vermaß, um es unter neue Ansiedler zu vertheilen, auch den Sklaven das zu bestellende Land zumaß, worauf der Doppelsinn des Orakels Her. 1, 66 beruht. – Bei den Aegyptiern ein Landmaß von 30, od. nach Andern von 60 Stadien, Her. 2, 6. – Callim. bei Plut. de exilio 10 μὴ μετρεῖν σχοίνῳ Περσίδι τὴν σοφίην, wo Plut. hinzusetzt τὴν εὐδαιμονίαν σχοίνοις καὶ παρασάγγαις μετροῦντες; Ath. III, 122 a nennt [[σχοῖνος]], ὁ u. ἡ, als ein persisches Wort für ein Wegemaß.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ὁ, bei Sp., etwa von Theophr. an auch ἡ, die [[Binse]], Schmeele; auch ein mit Binsen bewachsener Ort, ein Binsicht, ὁ δ' ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίθη, Od. 5, 463; Pind. Ol. 6, 54; σχοίνων [[στιβάς]], Ar. Plut. 541; – ὁ u. ἡ, alles aus Binsen Geflochtene, bes. Strick, Seil, auch Körbe u. Matten, die aus Binsen geflochten zu werden pflegten, und übh. Strick, auch wenn er nicht aus Binsen geflochten ist; Her. 1, 66. 5, 16, wo er zum Messen gebraucht wird; διετείνατο οἷον σχοίνους, Plat. Tim. 78 b; die Gurte einer Bettstelle, Agath. 8 (V, 294). – In Griechenland ein Landmaß, nach dem man erobertes Land vermaß, um es unter neue Ansiedler zu verteilen, auch den Sklaven das zu bestellende Land zumaß, worauf der Doppelsinn des Orakels Her. 1, 66 beruht. – Bei den Aegyptiern ein Landmaß von 30, od. nach Andern von 60 Stadien, Her. 2, 6. – Callim. bei Plut. de exilio 10 μὴ μετρεῖν σχοίνῳ Περσίδι τὴν σοφίην, wo Plut. hinzusetzt τὴν εὐδαιμονίαν σχοίνοις καὶ παρασάγγαις μετροῦντες; Ath. III, 122 a nennt [[σχοῖνος]], ὁ u. ἡ, als ein persisches Wort für ein Wegemaß.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:34, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοῖνος Medium diacritics: σχοῖνος Low diacritics: σχοίνος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΣ
Transliteration A: schoînos Transliteration B: schoinos Transliteration C: schoinos Beta Code: sxoi=nos

English (LSJ)

ὁ, also ἡ, (Ar.Fr.34, Pl.541 (anap.), Theoc.7.133, Call.Fr. 481, Dsc.4.52, etc.):—
A rush, Hdt.4.190, etc.; πλεκτὴ σχοῖνος Ar.Fr.l.c.; στιβὰς σχοίνων Id.Pl.l.c. (anap.); σχοῖνοι ἐπὶ τὰς ὀροφάς IG22.1672.101; esp. camel-hay, Cymbopogon schoenanthus, Thphr.HP9.7.1, CP6.18.1, Od.25,33, D.S.2.49, Dsc.1.17; σχοῖνος εὔοσμος Thphr.CP6.18.1; σχοῖνος εὐώδης Hp.Mul.1.78, cf. 2.192, Nat.Mul.33, Aret.CA2.8.
b σχοῖνος ὀξύς, σχοῖνος ἑλεία, σχοῖνος λεία = ὀξύσχοινος, Thphr.HP4.12.1, Dsc.4.52, Gal.12.136; σχοῖνος κάρπιμος = μελαγκρανίς, Thphr.HP4.12.1; σχοῖνος Εὐριπική = ὁλόσχοινος, Dsc.4.52, cf. Plin.HN21.119 (its flower was called σχοίνου ἄνθος, Arist.Fr.110).
2 reed, used as an arrow or javelin, Batr.253 (as v.l.); as a 'thorn in the side', Ar.Ach.230; as a spit, Pl.Com.201; as a pen, LXXJe.8.8; as a means of exploring a narrow and crooked passage in the skull, καθιέντας ἢ σχοῖνος ἢ ὑείαν τρίχα Gal.UP 9.10.
3 rush-bed, Od.5.463, Pi.O.6.54, Arist.Mete.359b1.
II anything twisted or plaited of rushes, esp. rope, cord, Orac. ap. Hdt.1.66,5.16, Pl.Ti.78b, etc.
2 fence round a garden, APl.4.255.
3 strap of a bed, AP5.293.12 (Agath., pl.).
III schene, a land measure of length equivalent to 20,000 Egyptian cubits (about 10.5 kilometres) used especially in Egypt, δύναται ὁ σχοῖνος, μέτρον ἐὼν Αἰγύπτιον, ἑξήκοντα στάδια Hdt.2.6; but varying in length acc. to Artemid. ap. Str.17.1.24, cf. ib.41, Plin.HN6.124; = 40 στάδια acc. to Eratosth. ap. Plin. HN12.53; 30 or 48 acc. to Hero *Geom.23.20,43; τῷ μεγάλῳ (corrected to δικαίῳ) σχοίνῳ PCair.Zen.132.7 (iii B.C.), cf. 172.4, al.; also τέχνῃ κρίνετε, μὴ σχοίνῳ Περσίδι τὴν σοφίην Call.Aet.Oxy.2079.18 (cf. Fr.481).

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, bei Sp., etwa von Theophr. an auch ἡ, die Binse, Schmeele; auch ein mit Binsen bewachsener Ort, ein Binsicht, ὁ δ' ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίθη, Od. 5, 463; Pind. Ol. 6, 54; σχοίνων στιβάς, Ar. Plut. 541; – ὁ u. ἡ, alles aus Binsen Geflochtene, bes. Strick, Seil, auch Körbe u. Matten, die aus Binsen geflochten zu werden pflegten, und übh. Strick, auch wenn er nicht aus Binsen geflochten ist; Her. 1, 66. 5, 16, wo er zum Messen gebraucht wird; διετείνατο οἷον σχοίνους, Plat. Tim. 78 b; die Gurte einer Bettstelle, Agath. 8 (V, 294). – In Griechenland ein Landmaß, nach dem man erobertes Land vermaß, um es unter neue Ansiedler zu verteilen, auch den Sklaven das zu bestellende Land zumaß, worauf der Doppelsinn des Orakels Her. 1, 66 beruht. – Bei den Aegyptiern ein Landmaß von 30, od. nach Andern von 60 Stadien, Her. 2, 6. – Callim. bei Plut. de exilio 10 μὴ μετρεῖν σχοίνῳ Περσίδι τὴν σοφίην, wo Plut. hinzusetzt τὴν εὐδαιμονίαν σχοίνοις καὶ παρασάγγαις μετροῦντες; Ath. III, 122 a nennt σχοῖνος, ὁ u. ἡ, als ein persisches Wort für ein Wegemaß.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. jonc ; p. ext. lieu rempli de joncs;
II. objets fabriqués en jonc, particul. :
1 corde de jonc, corde;
2 mesure au cordeau ; particul. en Grèce skhène ou arpent ; en Égypte mesure de 60 stades, sel. d'autres de 30.
Étymologie: DELG nom de plante sans étym.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχοῖνος -ου, ὁ, ἡ bies, riet; σχοίνῳ ὑπεκλίνθη hij verschool zich in het riet Od. 5.463; rieten staak. Aristoph. Ach. 230. touw, kabel (van gevlochten bies); σχοίνῳ διαμετρήσασθαι τὸ πεδίον met een touw de vlakte opmeten Hdt. 1.66.4; ook als lengtemaat:. ὁ δὲ σχοῖνος ἕκαστος... ἑξήκοντα στάδια elke schoinos is 60 stadia Hdt. 2.6.1.

Russian (Dvoretsky)

σχοῖνος: ὁ, реже ἡ
1 тростник, камыш Her., Arph., Diod.;
2 тростинка, тростниковая стрела Batr., Arph.;
3 (тростниковая), веревка, бечева, канат Her., Plat.;
4 подпруга, подвязной пояс (σχοῖνοι λέκτρου Anth.);
5 тростниковые заросли, тростники, камыши Hom., Pind., Arph.;
6 схен (египетская мера длины = 30 стадиям, т. е. ок. 5.5 км Her., по по друг. - вдвое больше).

English (Autenrieth)

rush, rushes, Od. 5.463†.

English (Slater)

σχοῑνος bed of rushes ἀλλ' ἐν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τ ἐν ἀπειρίτῳ (O. 6.54)

Greek Monolingual

ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως θηλ. σχοῑνος, ἡ, Α
γενική ονομασία όλων τών ελοχαρῶν φυτών που αντί για φύλλα έχουν επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς, βούρλο
νεοελλ.
βοτ. το αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό σχίνος
αρχ.
1. (στον Αριστοφ.) καλάμι το οποίο χρησιμοποιούσαν οι βάτραχοι ως βέλος
2. καλάμι χρησιμοποιούμενο ως οβελός
3. γραφίδα από καλάμι
4. ιατρ. όργανο με σχήμα καθετήρα με το οποίο διερευνούσαν μία στενή και αγκύλη δίοδο
5. καθετί το πλεγμένο από το παραπάνω φυτό και, ιδίως, σχοινί, τριχιά
6. φράχτης κήπου
7. πλέγμα κλίνης
8. τόπος κατάφυτος με βούρλα
9. (στην Αίγυπτο) μονάδα μέτρησης εδαφικών εκτάσεων που ισοδυναμούσε με 60 ή 40 ή 48 ή 32 ή και 30 στάδια
10. μέτρο μήκους στους Πέρσες
11. μονάδα μέτρησης μήκους σύμφωνα με το οποίο οι νέοι άποικοι Έλληνες μιας περιοχής μοίραζαν τη γη που κατακτούσαν ή προσδιόριζαν τη γη που παραχωρούσαν στους δούλους για καλλιέργεια
12. είδος αρωματικού φυτού («σχοῑνος εὐώδης», Ιπποκρ.)
13. τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοινί, σχοίνισμα
14. φρ. α) «σχοῑνος Εὐριπική» — το φυτό ολόσχοινος (Διοσκ.)
β) «σχοῑνος ὀξὺς» και «σχοῑνος ἑλεία» και «σχοῑνος λεία» — είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος (Θεόφρ., Διοσκ., Γαλ.)
γ) «σχοῖνος κάρπιμος» — είδος σχοίνου με μαύρη κορυφή, μελαγκρανίς (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σχῖνος). Οι συνδέσεις της λ. τόσο με τα λιθουαν. szēnas και αρχ. σλαβ. sěno «άχυρο, ξηρό χόρτο» όσο και με τα λατ. funis και λιθουαν. geinis «σχοινί, παλαμάρι» δεν ικανοποιούν από μορφολογική άποψη. Η λ. σχοῖνος με αρχική σημ. «κατηγορία φυτών με επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει καθετί το πλεγμένο από το φυτό αυτό και ιδίως το σχοινί (πρβλ. σχοινί) και τελικά μονάδα μέτρησης μήκους].

Greek Monotonic

σχοῖνος: ὁ,
I. 1. είδος φυτού με οξεία, μυτερή άκρη, βούρλο, Λατ. juncus, scirpus, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. καλάμι, το οποίο οι βάτραχοι μεταχειρίστηκαν ως βέλος ή ακόντιο, σε Βατραχομ., σε Αριστοφ.
II. τόπος, βάλτος όπου φύονται βούρλα ή δρυμός, συστάδα από βούρλα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
III. 1. πλέγμα ή σχοινί από βούρλα, και γενικά, σχοινί, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
2. περίφραξη κήπου, σε Ανθ.
IV.μονάδα μέτρησης γης· ο Αιγυπτιακός σχοῖνος λέγεται ότι ισοδυναμούσε με δύο περσικούς παρασάγγες ή εξήντα στάδια, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σχοῖνος: ὁ, καὶ ἡ (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 89, Ἱππ., Καλλ., κλπ)· ― εἶδος φυτοῦ κατὰ τὸ ἄκρον ὀξέος, κοινῶς «βοῦρλον», Λατ. juncus ἢ scirpus (γνωστὸν τῷ Ὁμ., ἴδε κατωτ. 31, Ἡρόδ. 4. 190, κλπ.· πλεκτὴ σχ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 89· στιβὰς σχοίνων (ἴδε στιβὰς) ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 541· ― μάλιστα δὲ τὸ ἀρωματικὸν εἶδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 1, Διόδ. 2, 49 σχ. εὔοσμος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 1· (τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐκαλεῖτο σχοίνου ἄνθος, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 464C, κλπ.· καὶ σχοίνανθος, ὁ, ἢ σχοινάνθη, ἡ, Ἀκτουάρ., Ἱππιατρ.· σχοινάνθιον, τό, Ἀλέξ. Τραλλ.)· - πολλὰ ἄλλα εἴδη αὐτοῦ εὑρίσκονται, ὁλόσχοινος, ὀξύσχοινος, μελαγκρανίς, μυρεψική, κτλ., Schneid. εἰς Θεόφρ. 3, σ. 380 κἑξ. 2) κάλαμος, καλάμιον, ὅπερ οἱ βάτραχοι μετεχειρίσθησαν ὡς βέλοςἀκόντιον (πρβλ. ὀξύσχοινος), Βατραχομ. 256, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 230· ἐν χρήσει ὡς ὀβελός, σχοίνους λαβὼν ἀνεῖρε τὰ κρέα (ἀνείρειν = ἀναπείρειν) Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 22· ὡς κάλαμος πρὸς γραφήν, Ἑβδ. (Ἱερ. Η΄, 8). 3) δρυμὸς ἐκ σχοίνων ἢ ἁπλῶς σχοῖνος, «βουρλιά», Ὀδ. Ε. 463, Πινδ. Ο. 6. 90, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 38. ΙΙ. πλέγμα ἐκ σχοίνων οἷον δήποτε, σχοινίον ἐκ σχοίνων, καὶ καθόλου, σχοινίον, Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 66, πρβλ. 5. 16, Πλάτ. Τίμ. 78Β, κτλ.· πρβλ. σχοινίον. 2) φραγμὸς πέριξ κήπου, Ἀνθ. Πλαν. 255. 3) τὸ πλέγμα κλίνης, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 294, 12. ΙΙΙ. ἐν Ἑλλάδι ὁ σχοῖνος ἦτο μέτρον γῆς δι’ οὗ, ὡς ἐν Ἰταλίᾳ, διὰ τῆς pertica, αἱ κυριευόμεναι χῶραι ἐμετροῦντο καὶ διὰ κλήρου διενέμοντο εἰς νέους ἐποίκους· ὁ Καλλ. καλεῖ αὐτὸ Περσικὸν μέτρον παρὰ Πλουτ. 2. 602F, πρβλ. Ἀθήν. 122Λ· ὁ Αἰγύπτιος σχοῖνος λέγεται παρ’ Ἡρόδ. 2. 6, ὅτι ἦν = 2 Περσ. παρασάγγαις = 60 σταδίοις· ἀλλὰ κατὰ Ἐρατοσθ. = 40 σταδίοις, παρὰ Πλινίῳ καὶ Ἥρωνι = 32 ἢ 30 ἡ ποικιλία τοῦ μήκους αὐτοῦ (προκύπτουσα ἴσως ἐκ τῆς ἀνωμαλίας τοῦ ἐδάφους, ὡς τὸ Ἑλβετικὸν Stunde) μνημονεύεται παρὰ Στράβ. 803, Πλίν. 6. 30, πρβλ. Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3, σ. 706. 2) μέτρον γῆς ἢ κλῆρος, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ΙΕ΄, 12.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m., also f.
Meaning: rush, reed, rope plaited of rush (ε 463), also as (Egypt.) length-measure for land (Hdt. 2, 6, Hero, pap. a.o.).
Other forms: Myc. ko(i)no?
Compounds: Compp., e.g. σχοινο-τενής in a straight line (Hdt.), stretched, plaited of rushes (late; cf. on τεί-νω).
Derivatives: 1. σχοιν-ίον n. rope, cord (Hdt., com. a.o.), measuring-line, linear measure (Arist., hell. a. late). 2. -ίς, -ῖδος f. rope, cord (Theoc., hell. inscr.), -ίς, ΐος adj. plaited of rushes (Nic.). 3. -ιά f. bunch of rushes, cluster, enclosure (Thphr., Str. a.o.; Scheller Oxytonierung 74f.), -ιαία f. enclosure (Olbia, Odessus IIIa). 4. -ίλος (v.l. -ίκλος) m. name of a bird, perhaps wagtail (Arist.; s. Thompson s. v.), -ίων m. id. (Arist.), also effeminate flute-melody (Plu., Poll.). 5. -εύς m. name of a bird (Ant. Lib.), also PN, eponym of the town Σχοῖνος in Boeötia (Paus., St. Byz.; Boßhardt 109; cf. Σχοινοῦς below); f. -ῄς, ῃ̃δος (-ηΐς, -ηΐδος) f. surn. of Aphrodite (Lyc. 832; acc. to sch. ad loc. because of the sexual effect of the rush [?]). 6. -άτας m. surn. of Asklepios ἐν τῳ̃ Ε῝λει (Sparta IIIp). 7. -α̃ς m. rope-maker (pap. IVp). 8. -ῖτις (καλύβη) made of rushes (AP). 9. Adj. -ινος (com., E. etc.), -ικός (hell. pap., Gp.), -ιος (pap. IIIa) (plaited) of rushes; -ώδης full of rushes, rushy (Nic., Dsc.); -οῦς, -οῦντος rich of rush (Str.), Σχοινοῦς river- and place-name (Boeotia, Arcadia; Str., Paus., Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233; cf. -εύς above). 10. Verbs ἀπο-, παρα-, περι-σχοινίζω to rope off esp. to enclose (D., D.H., Plu. a.o.) with (περι-)σχοινισμός (Delph., pap.), (παρα-, περι-)σχοίνισμα (LXX, Plu. a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Earlier attempts at interpretation in Bq and W.-Hofmann s. fēnum, fīnis und fūnis. Furnée 391 compares κοίνα χόρτος H.; the word is then Pre-Greek.

Middle Liddell

σχοῖνος, ὁ,
I. a rush, Lat. juncus, scirpus, Hdt., Ar., etc.
2. a reed, used as an arrow or javelin, Batr., Ar.
II. a place where rushes grow, a rushbed, Od., Pind.
III. a rush-rope, and generally, a rope, cord, Orac. ap. Hdt.
2. a fence round a garden, Anth.
IV. a land-measure, = 2 Persian parasangs, = 60 stades, Hdt.

Frisk Etymology German

σχοῖνος: {skhoĩnos}
Forms: myk. ko-(i-)no?
Grammar: m., auch f.
Meaning: Binse, Binsicht, Schilfrohr, aus Binsen geflochtenes Seil (seit ε 463), auch als (ägypt.) Längenmaß zum Landmessen gebraucht (Hdt. 2, 6, Hero, Pap. u.a.).
Composita: Kompp., z.B. σχοινοτενής schnurgerade (Hdt.), gedehnt, von Binsen geflochten (sp.; vgl. zu τείνω).
Derivative: Viele Ableitungen 1. σχοινίον n. Seil, Strick (Hdt., Kom. u.a.), Meßschnur, Längenmaß (Arist., hell. u. sp.). 2. -ίς, -ῖδος f. Seil, Strick (Theok., hell. Inschr.), -ίς, ΐος Adj. von Binsen geflochten (Nik.). 3. -ιά f. Binsicht, Röhricht, Büschel, Umzäunung (Thphr., Str. u.a.; Scheller Oxytonierung 74f.), -ιαία f. Umzäunung (Olbia, Odessus IIIa). 4. -ίλος (v.l. -ίκλος) m. N. eines Vogels, viell. ‘Bach- stelze’ (Arist.; s. Thompson s. v.), -ίων m. ib. (Arist.), auch weichliche Flötenmelodie (Plu., Poll.). 5. -εύς m. N. eines Vogels (Ant. Lib.), auch PN, Eponym der Stadt Σχοῖνος in Böotien (Paus., St. Byz.; Boßhardt 109; vgl. Σχοινοῦς unten); f. -ῄς, ῇδος (-ηΐς, -ηΐδος) f. Bein. der Aphrodite (Lyk. 832; nach Sch. z. St. wegen der sexuellen Wirkung der Binse [?]). 6. -άτας m. Bein. des Asklepios ἐν τῳ̃ Ἕλει (Sparta IIIp). 7. -α̃ς m. Seiler (Pap. IVp). 8. -ῖτις (καλύβη) aus Binsen verfertigt (AP). 9. Adj. -ινος (Kom., E. usw.), -ικός (hell. Pap., Gp.), -ιος (Pap. IIIa) von Binsen, aus Binsen geflochten; -ώδης voll Binsen, binsenartig (Nik., Dsk.); -οῦς, -οῦντος binsenreich (Str.), Σχοινοῦς Fluß- und ON (Böotien, Arkadien; Str., Paus., Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233; vgl. -εύς oben). 10. Verb ἀπο-, παρα-, περισχοινίζω ‘mit einem Seil absperren bzw. umschließen’ (D., D.H., Plu. u.a.) mit (περι-)σχοινισμός (Delph., Pap.), (παρα-, περι-)σχοίνισμα (LXX, Plu. u.a.).
Etymology: Unerklärt. Frühere Deutungsversuche bei Bq und W.-Hofmann s. fēnum, fīnis und fūnis.
Page 2,840-841

English (Woodhouse)

reed, rush

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Albanian: xunkth, kashër; Arabic: سَمَار‎; Breton: broenn; Chinese Mandarin: 灯芯草; Cornish: bronn; Danish: siv; Dutch: bies; Finnish: vihvilä; French: jonc; Galician: xunco; German: Binse; Greek: βούρλο; Ancient Greek: σχοῖνος; Irish: feag, luachair, fiastalach; Italian: giunco; Japanese: イグサ; Korean: 골풀; Latin: iuncus; Low German: Bees; Maori: wīwī, kuta, kutakuta, kōpūpūngāwhā, kōpūngāwhā; Mongolian: хулс; Navajo: tłʼohtsʼózí; Norwegian Bokmål: siv; Nynorsk: sev, siv; Polish: sit; Portuguese: junco; Romanian: papură, pipirig; Russian: камыш; Serbo-Croatian Cyrillic: си̑т; Roman: sȋt; Slovak: sitina; Spanish: juncácea; Ukrainian: очерет; Walloon: djonkea, cladjot; Welsh: brwyn; Yiddish: קאַמיש‎; Yámana: mápi