κόπρος: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(eksahir)
(21)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[excremento]], [[estiércol]]
|esgtx=[[excremento]], [[estiércol]]
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑM [[κόπρος]], ἡ, Μ και κοπρός, ἡ και [[κόπρος]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[αποπάτημα]], [[περίττωμα]], σκατά («καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[λίπασμα]] που προέρχεται από τα [[κόπρανα]], [[κοπριά]], [[κόπρισμα]] («[[οἷον]] καὶ ἡ [[κόπρος]], πάντων τῶν φυτῶν ταῑς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> συσσωρευμένη [[κοπριά]], [[σωρός]] κοπριάς («η [[κόπρος]] του Αυγείου»)<br /><b>4.</b> [[κοπρώνας]]<br /><b>5.</b> [[ακαθαρσία]], [[βρομιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις, [[ιδίως]] στο [[δημόσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kok</i><sup>w</sup><i>r</i>- / <i>n</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kek</i><sup>w</sup><i>r</i>- / <i>n</i>- «[[κοπριά]]». Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>śakr</i>-<i>t</i> και <i>śakn</i>-<i>ah</i> «[[κοπριά]]» που εμφανίζουν την αρχική [[μορφή]] του ονόματος, δηλ. αθέματο ουδ. σε <i>r</i>- / <i>n</i>-, από το οποίο με θεματικό μεταπλασμό προέκυψε ο τ. [[κόπρος]]. Συνδέεται ίσως και με το λιθουαν. <i>šiku</i>, <i>šikti</i> «[[αφοδεύω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κόπρανα]], [[κοπρία]](-<i>ιά</i>), [[κοπρίζω]], [[κόπρινος]], [[κοπρώ]], [[κοπρώδης]], [[κοπρών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπρεαίος]], [[κόπρειος]], [[κοπρεύω]], [[κοπρίας]], [[κοπρικός]], [[κοπροσύνη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοπρία]], [[κόπριον]], [[κόπρον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοπρέα]], [[κοπρεών]], [[κοπρηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοπρίτης]], [[κόπρος]], <i>ο</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοπραγωγός]], [[κοπροβόρος]], <i>κοπροδοχείον</i>, [[κοπροδόχος]], [[κοπρολόγος]], [[κοπρολογώ]], [[κοπροφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπραγωγώ]], [[κοπρηγία]], [[κοπρηγός]], [[κοπρηγώ]], [[κοπροβόλος]], [[κοπροθήκη]], [[κοπροποιός]], [[κοπροποιώ]], [[κοπροφαγώ]], [[κοπροφορά]], [[κοπροφόρος]], [[κοπροφορώ]], [[κοπρώνης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοπροξύστης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κοπροαναθρεμμένος</i>, <i>κορποβολείον</i>, [[κοπρογενής]], [[κοπρογέννητος]], [[κοπρογράφος]], [[κοπροδίαιτος]], [[κοπροδότης]], [[κοπροζάγαρος]], [[κοπροθέσιον]], [[κοπρόμοχθος]], [[κοπρόνους]], <i>κοπροπαραγέμιστος</i>, [[κοπροπηλόφυρτος]], [[κοπροπιγούνα]], [[κοπρόφυρτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοπρόστομος]], [[κοπρώνυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοπρολαγνεία]], [[κοπρόλακκος]], [[κοπρολαλία]], [[κοπρόλιθος]], [[κοπρολογία]], [[κοπρομηχανή]], [[κοπροπορφυρίνη]], <i>κοπρόρρυγχος</i>, [[κοπροσκούληκας]], [[κοπροσκυλιάζω]], [[κοπρόσκυλο]], <i>κόπροσμα</i>, [[κοπροστάσι]], [[κοπροστασία]], [[κοπροστερόλη]], [[κοπροφαγία]], [[κοπροφιλία]], <i>κοπροφιλίδες</i>, [[κοπρόφιλος]], [[κοπρόφτυαρο]], [[κοπροχόος]], [[κοπρόχωμα]]].———————— <b>(II)</b><br />ο [[κόπρος]] (Ι)]<br />[[κοπρόσκυλο]], [[κοπρίτης]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπρος Medium diacritics: κόπρος Low diacritics: κόπρος Capitals: ΚΟΠΡΟΣ
Transliteration A: kópros Transliteration B: kopros Transliteration C: kopros Beta Code: ko/pros

English (LSJ)

ἡ,

   A excrement, ordure, of men and cattle, Od.9.329, al., Hdt. 3.22, etc.: in pl., Euph.96.4; esp. as used in husbandry, dung, manure, Pl.Prt.334a, Thphr.HP2.7.4.    2 generally, filth, dirt, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Il.22.414, 24.640, cf. BGU1116.14 (i B. C.).    II dunghill, byre, Il.18.575, Od.10.411, Call.Dian.178; καθίσαι τινὰς ἐπὶ κόπρου Men.544.5. (In this sense oxyt. κοπρός acc. to Eust.1165.15.) (Cf. Skt. śákṛt, gen. śaknás 'excrement'.)

German (Pape)

[Seite 1483] ἡ, Mist. Excremente von Menschen u. Thieren, Dünger; Od. 9, 329. 17, 297. 306; Ar. Eccl. 360; Her. 2, 36; Plat. Prot. 334 a; Xen. de re equ. 5, 2; Folgde; übh. Schmutz, Koth, Il. 22, 414. 24, 124. 640. – Auch = der Mist- oder Viehhof, der Ochsenstall, μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Il. 18, 575, vgl. Od. 10, 411, in welcher Bedeutung einige Grammatiker κοπρός accentuiren. – Spätere sagten auch ὁ κόπρος, Schol. Ar. Plut. 663, Schäfer Long. p. 392, u. τὸ κόπρον, vgl. Lob. zu Phryn. p. 760.

Greek (Liddell-Scott)

κόπρος: ἡ, ἀποπάτημα, περιττώματα ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, Ὀδ. Ι. 329., Ρ. 297, 306, Ἡρόδ. 2. 36, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Εὐφορ. Ἀποσπ. 49· ἰδίως ὡς χρησιμοποιουμένη εἰς τὴν γεωργίαν διὰ «κόπρισμα», Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 4. 2) καθόλου, ῥύπος, ἀκαθαρσία, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Ἰλ. Χ. 414, πρβλ. Ω. 164, 640. ΙΙ. κοπρία, σωρὸς κόπρου, Σ. 575, Ὀδ. Κ. 411· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας τινὲς τῶν Γραμματικῶν ἔγραφον τὴν λέξιν ὀξυτόνως κοπρός. ― Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν καὶ κόπρος, ὁ Schäf, εἰς Λόγγον 392, καὶ κόπρον, τό, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 760.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 excrément des animaux ou des hommes ; saleté, ordure;
2 endroit où s’amasse le fumier ; étable.
Étymologie: DELG dérivé d’un vieux th. i.-e., pê apparenté à σκώρ.

English (Autenrieth)

dung, manure, Il. 24.164; thenfarm-yard,’ ‘cow-yard,’ Il. 18.575.

Spanish

excremento, estiércol

Greek Monolingual

(I)
η (ΑM κόπρος, ἡ, Μ και κοπρός, ἡ και κόπρος, ὁ)
1. αποπάτημα, περίττωμα, σκατά («καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ», Ομ. Οδ.)
2. το λίπασμα που προέρχεται από τα κόπρανα, κοπριά, κόπρισμαοἷον καὶ ἡ κόπρος, πάντων τῶν φυτῶν ταῑς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένης», Πλάτ.)
3. συσσωρευμένη κοπριά, σωρός κοπριάς («η κόπρος του Αυγείου»)
4. κοπρώνας
5. ακαθαρσία, βρομιά
νεοελλ.
μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις, ιδίως στο δημόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kokwr- / n- της ΙΕ ρίζας kekwr- / n- «κοπριά». Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. śakr-t και śakn-ah «κοπριά» που εμφανίζουν την αρχική μορφή του ονόματος, δηλ. αθέματο ουδ. σε r- / n-, από το οποίο με θεματικό μεταπλασμό προέκυψε ο τ. κόπρος. Συνδέεται ίσως και με το λιθουαν. šiku, šikti «αφοδεύω».
ΠΑΡ. κόπρανα, κοπρία(-ιά), κοπρίζω, κόπρινος, κοπρώ, κοπρώδης, κοπρών
αρχ.
κοπρεαίος, κόπρειος, κοπρεύω, κοπρίας, κοπρικός, κοπροσύνη
αρχ.-μσν.
κοπρία, κόπριον, κόπρον
μσν.
κοπρέα, κοπρεών, κοπρηρός
νεοελλ.
κοπρίτης, κόπρος, ο.
ΣΥΝΘ. κοπραγωγός, κοπροβόρος, κοπροδοχείον, κοπροδόχος, κοπρολόγος, κοπρολογώ, κοπροφάγος
αρχ.
κοπραγωγώ, κοπρηγία, κοπρηγός, κοπρηγώ, κοπροβόλος, κοπροθήκη, κοπροποιός, κοπροποιώ, κοπροφαγώ, κοπροφορά, κοπροφόρος, κοπροφορώ, κοπρώνης
αρχ.-μσν.
κοπροξύστης
μσν.
κοπροαναθρεμμένος, κορποβολείον, κοπρογενής, κοπρογέννητος, κοπρογράφος, κοπροδίαιτος, κοπροδότης, κοπροζάγαρος, κοπροθέσιον, κοπρόμοχθος, κοπρόνους, κοπροπαραγέμιστος, κοπροπηλόφυρτος, κοπροπιγούνα, κοπρόφυρτος
μσν.- νεοελλ.
κοπρόστομος, κοπρώνυμος
νεοελλ.
κοπρολαγνεία, κοπρόλακκος, κοπρολαλία, κοπρόλιθος, κοπρολογία, κοπρομηχανή, κοπροπορφυρίνη, κοπρόρρυγχος, κοπροσκούληκας, κοπροσκυλιάζω, κοπρόσκυλο, κόπροσμα, κοπροστάσι, κοπροστασία, κοπροστερόλη, κοπροφαγία, κοπροφιλία, κοπροφιλίδες, κοπρόφιλος, κοπρόφτυαρο, κοπροχόος, κοπρόχωμα].———————— (II)
ο κόπρος (Ι)]
κοπρόσκυλο, κοπρίτης.