πιστικός: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<b class="b2">Cat.Cod. Astr</b>" to "Cat.Cod. Astr") |
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pistikos | |Transliteration C=pistikos | ||
|Beta Code=pistiko/s | |Beta Code=pistiko/s | ||
|Definition=(A), ή, όν, (πίνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[liquid]], νάρδος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>14.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Jo.</span>12.3</span>.</span><br /><span class="bld">πιστικός</span> (B), ή, όν, (πίστις) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[faithful]], <span class="bibl">Vett.Val.10.14</span>, Cat.Cod. Astr.<span class="bibl">8(4).169</span> ; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός <span class="bibl">Artem.2.32</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>8</span> : Sup. -ώτατα <span class="bibl">Hld.3.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> late spelling of [[πειστικός]] ([[quod vide|q.v.]]).</span> | |Definition=(A), ή, όν, (πίνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[liquid]], νάρδος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>14.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Jo.</span>12.3</span>.</span><br /><span class="bld">πιστικός</span> (B), ή, όν, (πίστις) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[faithful]], <span class="bibl">Vett.Val.10.14</span>, Cat.Cod. Astr.<span class="bibl">8(4).169</span>; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός <span class="bibl">Artem.2.32</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>8</span> : Sup. -ώτατα <span class="bibl">Hld.3.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> late spelling of [[πειστικός]] ([[quod vide|q.v.]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:45, 22 May 2021
English (LSJ)
(A), ή, όν, (πίνω) A liquid, νάρδος Ev.Marc.14.3, Ev.Jo.12.3.
πιστικός (B), ή, όν, (πίστις) A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8 : Sup. -ώτατα Hld.3.9. 2 late spelling of πειστικός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 620] 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2. trinkbar, flüssig, N. T., νάρδος, was Andere erklären = Vertrauen erweckend, sich als echt ankündigend.
Greek (Liddell-Scott)
πιστικός: (Α), ή, όν, (πίνω) ὑγρός, ῥευστός, νάρδος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. πιστός (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ πίστις, γνήσιος, καθαρός, ἄμικτος.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
fidèle.
Étymologie: πιστός¹.
2ή, όν :
potable ; liquide.
Étymologie: πιστός².
English (Abbott-Smith)
- † πιστικός, -ή, -όν (πίστις),
1.having the gift of persuasion (Plat., Gorg., 455A).
2.
(a)of persons, faithful, trusty (Plut.);
(b)of things, trustworthy, genuine: νάρδος π., Mk 14:3, Jo 12:3. †
English (Strong)
from πίστις; trustworthy, i.e. genuine (unadulterated): spike-(nard).
English (Thayer)
πιστικη, πιστικον (πιστός), pertaining to belief;
a. having the power of persuading, skillful in producing belief: Plato, Gorgias, p. 455a. b. trusty, faithful, that can be relied on: γυνή πιστικη καί οἰκουρός καί πειθομενη τῷ ἀνδρί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,32; often so in Cedrenus (also (of persons) in Epiphanius, John Moschus, Sophronius of Damascus; cf. Sophocles' Lexicon, under the word); of commodities equivalent to δόκιμος, genuine, pure, unadulterated: so νάρδος πιστικη (but A. V. spike-(i. e. spiked) nard, after the nardi spicati of the Vulg. (in Mark)), Pliny, h. n. 12,26; Dioscorides (100 A.D.>?) de mater. med. 1,6,7); hence, metaphorically, τό πιστικον τῆς καινῆς διαθήκης κρᾶμα, Eusebius, dem. evang. 9,8 (p. 439d.). Cf. the full discussion of this word in Fritzsche on Mark , p. 596ff; Lücke on Winer's Grammar, 97f (92 f); (especially Dr. James Morison on Mark , the passage cited).
Greek Monolingual
(I)
-ή, και -ιά, -ό / πιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά
ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος
αρχ.
1. γνήσιος
2. πειστικός
3. το αρσ. ως ουσ. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου.
επίρρ...
πιστικῶς Α
με πίστη, εμπιστοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις. Ο νεοελλ. τ. πιστικός «βοσκός» < πιστός κατά το σχήμα αφέντης: αφεντικός].
(II)
-ή, -όν, Α πιστός (II)]
1. πόσιμος
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που βρίσκεται σε υγρή κατάσταση, υγρός.
Greek Monotonic
πιστικός: (Α), -ή, -όν (πίνω), υγρός, σε Καινή Διαθήκη· άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο πίστις, με την έννοια του γνήσιος, αυθεντικός, αγνός.
• πιστικός: (Β), -ή, -όν (πίστις),
1. πιστός, αφοσιωμένος· επίρρ., πιστικῶς ἔχειν τινί, σε Πλούτ.
2. γνήσιος, βλ. το επόμ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιστικός -ή -όν [πιστός] trouw, betrouwbaar; ook van zaken. νάρδος πιστικός echte nardusolie NT Marc. 14.3.
Russian (Dvoretsky)
πιστικός:
1) убедительный (λόγοι Xen.; ῥήτωρ Plat.);
2) настоящий, чистый (νάρδος NT).
Middle Liddell
1
liquid, NTest.: others refer it to πίστις, in the sense of genuine, pure.
2
1. faithful:—adv., πιστικῶς ἔχειν τινί Plut.
2. genuine, v. πιστικός1