ἀκμάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 , $3:")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκμάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть в расцвете]], [[процветать]] Her., Arst.: ἀ. ῥώμῃ Plat. быть в расцвете сил; οἱ ἀκμάζοντες Isocr. люди в цветущем возрасте;<br /><b class="num">2)</b> [[быть богатым]], [[изобиловать]] (τινί Her., Thuc., Aeschin., Plut.): τῷ εὖ φρονεῖν ἀ. Aeschin. обладать благоразумием; ἀ. ἐρύκειν τὰ κακὰ ἀπὸ [[ἑαυτοῦ]] Xen. быть достаточно сильным, чтобы оградить себя от неприятностей;<br /><b class="num">3)</b> [[достигать зрелости]]: σίτου ἀκμάζοντος Xen. когда хлеб (на полях) созрел;<br /><b class="num">4)</b> достичь высшей степени, быть в разгаре: ἡ [[νόσος]] ἀκμάζει Thuc. болезнь достигла наибольшей силы; τοῦ θέρους ἀκμάζοντος Thuc. в разгаре лета; ἀ. ἔν τινι Aeschin. достичь высшей степени чего-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[настоятельно требовать]] (ποιεῖν τι Aesch.): τὰ πάντα [[νῦν]] ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα Xen. все требует теперь особенной бдительности; impers. ἀκμάζει Aesch., настало время, пора.
|elrutext='''ἀκμάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть в расцвете]], [[процветать]] Her., Arst.: ἀ. ῥώμῃ Plat. быть в расцвете сил; οἱ ἀκμάζοντες Isocr. люди в цветущем возрасте;<br /><b class="num">2)</b> [[быть богатым]], [[изобиловать]] (τινί Her., Thuc., Aeschin., Plut.): τῷ εὖ φρονεῖν ἀ. Aeschin. обладать благоразумием; ἀ. ἐρύκειν τὰ κακὰ ἀπὸ [[ἑαυτοῦ]] Xen. быть достаточно сильным, чтобы оградить себя от неприятностей;<br /><b class="num">3)</b> [[достигать зрелости]]: σίτου ἀκμάζοντος Xen. когда хлеб (на полях) созрел;<br /><b class="num">4)</b> [[достичь высшей степени]], [[быть в разгаре]]: ἡ [[νόσος]] ἀκμάζει Thuc. болезнь достигла наибольшей силы; τοῦ θέρους ἀκμάζοντος Thuc. в разгаре лета; ἀ. ἔν τινι Aeschin. достичь высшей степени чего-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[настоятельно требовать]] (ποιεῖν τι Aesch.): τὰ πάντα [[νῦν]] ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα Xen. все требует теперь особенной бдительности; impers. ἀκμάζει Aesch., настало время, пора.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 08:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμάζω Medium diacritics: ἀκμάζω Low diacritics: ακμάζω Capitals: ΑΚΜΑΖΩ
Transliteration A: akmázō Transliteration B: akmazō Transliteration C: akmazo Beta Code: a)kma/zw

English (LSJ)

(ἀκμή) A to be in full bloom, be at the prime: I of persons, Hdt.2.134, Pl.Prt.335e; ἀκμάζω σώματι, ἀκμάζω ῥώμῃ, X.Mem.4.4.23, Pl.Plt.310d, etc.; of cities and states, Hdt.3.57, 5.28; ἀ. τὸ σῶμα ἀπὸ τῶν λ ἐτῶν μέχρι τῶν έ καὶ λ Arist.Rh.1390b9; = τὰ τῶν νέων πράττειν Hyp.Fr. 122. 2 flourish, abound in a thing, πλούτῳ Hdt.1.29; παρασκευῇ πάσῃ Th.1.1; νεότητι Id.2.20; ναυσὶκαὶ χρήμασι Aeschin.3.163. 3 c. inf., to be strong enough to do, X.An.3.1.25. II of things, ἀκμάζει ὁ πυρετός, ἀκμάζει ἡ νόσος = is at its height, Hp.Aph.2.29, Epid.1.25, Th.2.49; τοῦ πάθους ἀκμάζοντος Phld.Lib.p.31 O.; ἀ. ὁ πόλεμος Th.3.3; of corn, to be ripe, Id.2.19. 2 ἡνίκα . . ἀκμάζοι [ὁ θυμός] when passion is at its height, Pl.Ti.70d; ἀκμάζουσα ῥώμη Antipho4.3.3; ἀκμάζει πάντα ἐπιμελείας δεόμενα require the utmost care, X.Cyr.4.2.40. 3 impers., c. inf., ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι 'tis time to... A.Th.97 (lyr.); νῦν γὰρ ἀ. Πειθὼ . . ξυγκαταβῆναι now 'tis time for her to... Id.Ch. 726.

German (Pape)

[Seite 74] (ἀκμή), auf dem höchsten Punkte, in voller Blüthe stehen, bes. a) in der Blüthe der Jahre, in vollster Manneskraft; Plat. Rep. V, 459 b verb. ἐκ τῶν νεωτάτων ἢ ἐκ τῶν γεραιτάτων ἢ ἐξ ἀκμαζόντων; Isocr. setzt ἀκμάζοντες den πρεσβύτεροι entgegen, 12, 267; dem παρηβηκώς Luc. Tyrannicid. 1; ἀκμάζειν ῥώμῃ Plat. Polit. 319 b; übh. stark sein, mit folgd. inf., ἐρύκειν τὰ κακά, um das Uebel abzuhalten, Xen. An. 3. 1, 25; reich sein, πλούτῳ Her. 1, 29; ὁ Περσῶν βασιλεὺς ναυσὶ καὶ χρήμασι καὶ πεζῇ στρατιᾷ Aesch. 3, 163 (vgl. Thuc. 1, 1); geistig, οἱ πρεσβύτεροι ἀκμάζουσι τῷ εὖ φρονεῖν, 1, 24; ἔν τινι ἀκμάζειν 2, 138; Plut. Pericl. 37; πρός τι Arist. rhet. 1, 5. Übertr. auf Sachen, τὰ τῶν Σι φνίων πράγματα ἤκμαζε, der Staat war in voller Blüthe, Her. 3, 57; vgl. 6, 127; τὸ ναυτικόν Thuc. 7, 63; νόσος 2, 49, die Krankheit hat den höchsten Grad erreicht; πόλεμος 3, 3 (wie Plut. Them. 4); θέρος 2, 19; όπώρας ἀκμαζούσης, mitten im Herbst, Long. 2, 1; σίτου ἀκμάζοντος Xen. Hell. 1, 2, 4; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι Thuc. 3, 1; die Zeit, wo das Getreide reif ist. – Impers., es ist hohe, rechte Zeit, βρετέων ἔχεσθαι Aesch. Spt. 94; ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα, es gilt die größte Sorgfalt, Xen. Cyr. 4, 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμάζω: μέλλ. άσω, (ἀκμή), εἶμαι ἐν πλήρει ἀκμῇ, εἶμαι εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας μου, εἶμαι πλήρης σφρίγους καὶ δυνάμεως. 1) ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 2. 134, Πλάτ. Πρωτ. 335Ε· ἀκμάζειν σώματι, ῥώμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 310D, κτλ.: οὕτως ἐπὶ πόλεων καὶ κρατῶν, Ἡρόδ. 3. 57., 5. 28· ἀκμ. τὸ σῶμα ἀπὸ τῶν λ΄ ἐτῶν μέχρι τοῦ ε΄ καὶ μ΄, Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 4. 2) ἀκμάζω, ἰσχύωἐξέχω εἴς τι, πλούτῳ, Ἡρόδ. 1. 29· παρασκευῇ πάσῃ, Θουκ. 1. 1· νεότητι, ὁ αὐτ. 2. 20· ἔν τινι, Αἰσχίν. 46. 23. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., εἶμαι ἀρκούντως ἰσχυρὸς ὥστε νὰ πράξω τι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 25. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀκμάζει ὁ πόλεμος, ἡ νόσος, εἶναι ἐν τῇ ὑψίστῃ αὑτῆς ὁρμῇ, ἐνεργείᾳ, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Θουκ. 3. 3., 2. 49., ἀκμάζον θέρος, ὅταν ᾖ ἐν τῇ ἀκμῇ αὑτοῦ, ὁ αὐτ. 2. 19· ἐπὶ σίτου, ὅταν μεστώσῃ καὶ ᾖ ἕτοιμος πρὸς θερισμόν, ὁ αὐτ. 2) ὡσαύτως, ἡνίκα ... ἀκμάζοι [ὁ θυμός], ὁπότε ὁ θυμὸς ἦτο εἰς τὴν ὑψίστην του ἀκμήν, Πλάτ. Τίμ. 70D· ἀκμάζουσα ῥώμη, Ἀντιφῶν 127. 25· ἀκμάζει πάντα ἐπιμελείας δεόμενα, ἀπαιτοῦσι τὴν ὑψίστην ἐπιμέλειαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40. 3) ἀπροσώπ., μετ’ ἀπαρεμφ. ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι, εἶναι καιρὸς νά ..., Αἰσχύλ. (λυρ.), Θ. 96· νῦν γὰρ ἀκμ. Πειθώ ... ξυγκαταβῆναι, τώρα εἶναι καιρὸς δι’ αὐτὴν νά ..., ὁ αὐτ. Χο. 726.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤκμαζον;
être au plus haut point, càd dans toute sa force, sa fraîcheur, sa maturité ; ἀκμάζοντος τοῦ πολέμου THC la guerre étant dans toute sa force ; τὰ πράγματα ἤκμαζε HDT les affaires étaient au plus haut point de prospérité ; ἀ. ἔς τι THC déployer toutes ses ressources, être ardent pour qch ; avec un inf. XÉN avoir toute la force nécessaire pour faire qch ; • impers. ἀκμάζει il est temps de : ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι ESCHL le moment est venu d’embrasser les statues (des dieux).
Étymologie: ἀκμή.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. inf. ἀκμῆσαι anón.hex. en Tav.Lign.Cer.24.6, aunque tb. interpr. como forma de ἀκμέω q.u.]
I de seres animados, pueblos, etc.
1 estar maduro, estar en sazón de frutos y plantas σίτου ἀκμάζοντος Th.2.19, δένδρα Thphr.HP 5.1.4, σπέρματα Thphr.HP 7.3.4, ὀποί Thphr.HP 9.15.4, ἴρινον ... βέλτιον ὂν τῶν ἀκμαζόντων (ἀρωμάτων) Thphr.Od.38, la uva Apoc.14.18
de pers. estar en pleno vigor o fuerza, alcanzar la juventud Ῥοδῶπις Hdt.2.134, cf. Pl.Prt.335e, E.Rh.795, Plb.15.25.25, Ἄτταλον ἀκμάζοντα ... ἔφηβον IG 5(1).1186.11 (Laconia I a.C.)
estar en la madurez fijada entre los 30 y los 35 años ἀκμάζει δὲ τὸ μὲν σῶμα ἀπὸ τῶν τριάκοντα ἐτῶν μέχρι τῶν πέντε καὶ τριάκοντα Arist.Rh.1390b9
sobre los 40 años esp. en historiadores y cronógrafos para indicar la fecha de mayor actividad en la biografía de alguien Ξενοφάνης ... ἤκμαζε κατὰ τὴν ἑξηκοστὴν Ὀλυμπιάδα D.L.9.20, cf. 2.2
de anim. alcanzar el pleno desarrollo (ἰχθύες) ἀκμάζουσι ... τοῦ ἔαρος Arist.HA 621b19, βοῦς ἀκμάζει πεντέτης Arist.HA 575b4, ἅμα πᾶν ἀκμάζειν καὶ φθίνειν ἀναγκαῖον Arist.Mete.351a29
de ciudades y estados alcanzar el mayor florecimiento o poder τὰ τῶν Σιφνίων πρήγματα Hdt.3.57, Μίλητος Hdt.5.28, Σύβαρις Hdt.6.127, ἡ Ἑλλάς IG 7.2713.16 (Acrefia I d.C.), (τὸ ναυτικόν) Nicias p.405.
2 c. dat. abundar en πλούτῳ Hdt.1.29, ῥώμῃ Pl.Plt.310d
pero tb. estar floreciente σώματι καὶ διανοίᾳ D.C.50.17.3
esp., c. dat. abundar en efectivos militares, tener grandes reservas de σώμασιν X.Mem.4.4.23, Demad.87.13, ναυσί Aeschin.3.163, νεότητι Th.2.20, D.C.Epit.7.26.1, παρασκευῇ πάσῃ Th.1.1.
3 c. prep. estar en el momento culminante de Φωκεῖς ἐν τῇ μανίᾳ Aeschin.2.138, Περικλῆς ἐν τῇ πολιτείᾳ Plu.Per.37, ἀ. πρὸς δύναμιν Plu.Comp.Per.Fab.1, πρὸς χάριν Plu.2.504d
c. inf. tener la fuerza suficiente para ἐρύκειν τὰ κακά X.An.3.1.25.
II de estados, situaciones estar en su momento culminante o más violento πυρετός Hp.Aph.2.29, νόσος Th.2.49, Hp.Epid.1.25, πόλεμος Th.3.3, θυμός Pl.Ti.70d, ῥώμη Antipho 4.3.3, ὀρέξεις Hdn.6.1.6, τοῦ πάθους ἀκμάζοντος op. ἀνίημι ‘relajarse’, Phld.Lib.fr.65.9
del Nilo estar crecido, PMich.617.5 (II d.C.), ἠέλιος καλέει δὲ θεριγενὲς οἶδμ(α) ἀκμῆσαι anón.hex. en Tav.Lign.Cer.l.c.
en gen. abs. c. palabras que indican tiempo μάλιστα δ' ἀνθεῖ τὸ χωρίον ἀκμάζοντος ἔαρος Plu.2.667c, ἀκμάζοντος τοῦ ἔτους Poll.1.59.
III impers. ἀκμάζει = es tiempo de c. inf. ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι A.Th.98, ἀκμάζει Πειθὼ ... ξυγκαταβῆναι A.Ch.726.
IV comportarse como un joven ἀκμάζει· νεάζει, νεωτερίζει Hsch., ἀκμάζεις ἀντὶ τοῦ τὰ τῶν νέων πράττεις Hyp.Fr.122.

English (Strong)

from the same as ἀκμήν; to make a point, i.e. (figuratively) mature: be fully ripe.

English (Thayer)

1st aorist ή᾿κμασα; (ἀκμή); to flourish, come to maturity: Revelation 14:18. (Very frequent in secular writings.)

Greek Monolingual

ἀκμάζω)
1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση
2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ
νεοελλ.
(για πρόσωπα)
βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση της ζωής μου, στην ωριμότητά μου
«ο ποιητής άκμασε στα μέσα του 5ου αιώνα»
αρχ.
1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε άρτια σωματική και πνευματική κατάσταση
2. υπερέχω, εξέχω σε κάτι
3. είμαι αρκετά δυνατός να κάνω κάτι
4. (για καταστάσεις) βρίσκομαι στο ύψιστο σημείο, σε έξαρση
5. (για σιτηρά) είμαι ώριμος, μεστώνω
6. απρόσ. ακμάζει
είναι κατάλληλος καιρός για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκμή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκμαστής, ἀκμαστικός.
ΣΥΝΘ. παρακμάζω, υπερακμάζω
αρχ.
ἀνακμάζω, ἀπακμάζω, ἐνακμάζω, ἐξακμάζω, ἐπακμάζω, προακμάζω, συμπαρακμάζω, συνακμάζω, ὑπακμάζω.

Greek Monotonic

ἀκμάζω: μέλ. -άσω (ἀκμή), βρίσκομαι σε πλήρη ακμή, είμαι στο άνθος της ηλικίας μου ή είμαι πλήρης σφρίγους και δύναμης.
I. λέγεται για πρόσωπα, πόλεις και κράτη, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. με δοτ. ακμάζω ή αφθονώ σε κάτι, πλούτῳ, στον ίδ.· παρασκευῇ πάσῃ, σε Θουκ.
3. με απαρ., είμαι αρκετά ισχυρός ώστε να κάνω κάτι, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, ἀκμάζει ὁ πόλεμος, ἡ νόσος, ο πόλεμος, η πληγή, η μάστιγα είναι σε πλήρη έξαρση, σε Θουκ.· ἀκμάζον θέρος, μεσοκαλόκαιρο, στον ίδ.· λέγεται για σιτάρι, όταν μεστώσει και είναι έτοιμο για θερισμό, στον ίδ.
2. απρόσ. ἀκμάζει με απαρ., είναι καιρός να, είναι κατάλληλη στιγμή να, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμάζω:
1) быть в расцвете, процветать Her., Arst.: ἀ. ῥώμῃ Plat. быть в расцвете сил; οἱ ἀκμάζοντες Isocr. люди в цветущем возрасте;
2) быть богатым, изобиловать (τινί Her., Thuc., Aeschin., Plut.): τῷ εὖ φρονεῖν ἀ. Aeschin. обладать благоразумием; ἀ. ἐρύκειν τὰ κακὰ ἀπὸ ἑαυτοῦ Xen. быть достаточно сильным, чтобы оградить себя от неприятностей;
3) достигать зрелости: σίτου ἀκμάζοντος Xen. когда хлеб (на полях) созрел;
4) достичь высшей степени, быть в разгаре: ἡ νόσος ἀκμάζει Thuc. болезнь достигла наибольшей силы; τοῦ θέρους ἀκμάζοντος Thuc. в разгаре лета; ἀ. ἔν τινι Aeschin. достичь высшей степени чего-л.;
5) настоятельно требовать (ποιεῖν τι Aesch.): τὰ πάντα νῦν ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα Xen. все требует теперь особенной бдительности; impers. ἀκμάζει Aesch., настало время, пора.

Middle Liddell

ἀκμή
to be in full bloom, be at one's prime or perfection,
I. of persons, cities and states, Hdt., etc.
2. c. dat. to flourish or abound in a thing, πλούτωι Hdt.; παρασκευῆι Thuc.
3. c. inf. to be strong enough to do, Xen.
II. of things, ἀκμάζει ὁ πόλεμος, ἡ νόσος the war, the plague is at its height, Thuc.; ἀκμάζον θέρος mid-summer, Thuc.; of corn, to be just ripe, Thuc.
2. impers. ἀκμάζει, c. inf., it is high time to do, Aesch.

Chinese

原文音譯:¢km£zw 阿克馬索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成熟的) 點
字義溯源:頂點,成熟,熟透;源自(ἀκμήν)=此刻);而 (ἀκμήν)出自(ἀκέραιος)X*=點)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 熟透了(1) 啓14:18